Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 27)


Γουίλλιαμ
Ήθελα βάλω το πρόσωπο μου σε νερό. Να βουτήξω σε ένα ποτάμι και να αφήσω να παρασύρει το αίσθημα μακριά από εμένα.  To αίσθημα του πόνου, της ταπείνωσης κα της ανημποριάς. Γιατί δεν μπορούσα να φύγω όταν η Νάιλα μου ζήτησε να μείνω και ένιωθα ντροπή για αυτό.  Ένιωθα ντροπή, όχι γιατί δεν ήθελα να φύγω αλλά γιατί δεν μπορούσα. Η Μέι, η γυναίκα που μας είχε αποδεχτεί είχε ειδοποιήσει ολόκληρο το σπίτι της για την άφιξη μας. Και ήταν μεγάλο, ο θόρυβος από ενθουσιασμένες φωνές ταξίδευε παντού, ηχούσε στα αυτιά μου. Η Μέι με την Νάιλα ήταν πιο μπροστά, είχαν γείρει ή μια πάνω στην άλλη και μιλούσαν σιγανά. Μπορούσα να δω την οικειότητα μεταξύ τους και η Νάιλα... έλαμπε. Δεν την είχα ξαναδεί τόσο χαρούμενη, δεν την είχα ξαναδεί τόσο άνετη.
Αυτό το μέρος την έκανε πραγματικά χαρούμενη, ήταν προφανές. Και εμένα πραγματικά δυστυχισμένο. Έπρεπε να φύγω το συντομότερων δυνατόν, η Νάιλα είχε κάνει την επιλογή της και όσο και αν με πονούσε έπρεπε να το σεβαστώ.  Κοίταξα αφηρημένος τα τις πόρτες που ήταν φτιαγμένες από ξύλο και ύφασμα. Είχαν φτιάξει δράκους, λιβάδια και κοπέλες να τρέχουν, ήταν πολύ λεπτοδουλεμένη δουλειά.
«Από εδώ» η Μέι έστριψε και τράβηξε την Νάιλα. Ακολούθησα σαν αξιολύπητο κουτάβι. Μπήκαμε σε έναν χώρο που ήταν σίγουρα η τραπεζαρία του σπιτιού. Ένα μεγάλο χαμηλό τραπέζι δέσποζε στην μέση, κίτρινα μαλακά μαξιλάρια το πλαισίωναν  αντί για καρέκλες. Η Μέι μας έδειξε που να κάτσουμε, η Νάιλα πήρε θέση απέναντι μου. Το βλέμμα της ήταν χαμηλωμένο στην ξύλινη επιφάνεια. Ούτε να με κοιτάξει δεν μπορούσε; Γιατί είχε επιμείνει λοιπόν να μείνω;
Ένα κορίτσι ήρθε κοντά μας, κράταγε ένα ασημένιο δίσκο, η τσαγιέρα άχνιζε από το ζεστό νερό.  Η κοπέλα άφησε μια πήλινη κούπα μπροστά μου και μου χαμογέλασε. Φορούσε ένα φόρεμα στο χρώμα στου ώριμου λεμονιού και μύριζε όπως το λουλούδι λωτός.
«Σε ευχαριστώ» ανταπέδωσα το χαμόγελο και ένιωσα λίγο καλύτερα. Μέχρι να γυρίσω και να προσέξω ότι η Νάιλα με κοιτούσε.
«Λοιπόν πρέπει να είστε κουρασμένοι μετά από ένα τόσο χρονοβόρο ταξίδι, έτσι μετά το δείπνο  θα σας οδηγήσω στα δωμάτια σας.» σέρβιρε το τσάι με ευλαβικό τρόπο.  Σήκωσα την κούπα μου και ήπια μια γουλιά, ήταν γλυκό και πικρό ταυτόχρονα και... ξεχωριστό.  Έβγαλα έναν ήχο ικανοποίησης και το κατέβασα μονομιάς.  Η Μέι γέλασε και με ακούμπησε στο μπράτσο. «Καμία σχέση με αυτό που έχετε εσείς στην Αμερική ε;»
«Απολύτως καμία, εσείς το παρασκευάζετε;»
«Ναι σε ένα από τα κτήματα μου. Είναι από τις καλύτερες ποιότητες που κυκλοφορούν»
κούνησε το κεφάλι της περήφανη και έγειρε προς το μέρος της Νάιλας. Την φίλησε στο μάγουλο και την κοίταξε σαν να  μην πίστευε ότι καθόταν δίπλα της. Ύστερα έστρεψε το κεφάλι της προς τις κοπέλες που στέκονταν στην πόρτα.
«Φέρτε το καλύτερο κρασί» οι κοπέλες  έγνεψαν με σεβασμό και χάθηκαν.  Αφού πήραν τα σερβίτσια με το τσάι, έφεραν κρυστάλλινα ποτήρια.  Γέμισα το δικό μου μέχρι πάνω και το κατέβασα αμέσως. Το ήξερα ότι δεν ήταν η καλύτερη λύση αλλά το ποτό θα έδιωχνε μακριά την θλίψη μου, θα μούδιαζε τα πάντα και το είχα ανάγκη. Το φαγητό ήταν κυρίως με λαχανικά. Όμως υπήρχε και κοτόπουλο, το οποίο ήταν θεσπέσιο.
«Όλα φαίνονται όπως τα άφησα»  είπε η Νάιλα, πίνοντας μια γουλιά κρασί.
«Ο Λι;» ρώτησε, η ερώτηση έσφιξε το στομάχι μου και ήπια μονομιάς άλλο ένα ποτήρι κρασί, είχα φτάσει τα τέσσερα ποτήρια. Η Μέι έμεινε σιωπηλή.
«Νάιλα... Ο Λι.... Παντρεύτηκε» είδα την Νάιλα να ενώνει τα χέρια της κι να τα σφίγγει μέχρι που να γίνουν κάτασπρα και να ξεπροβάλλουν οι κλειδώσεις.  Το αίσθημα ικανοποίησης  με σάρωσε και απέτρεψα τον εαυτό μου από το να χαμογελάσει. Ναι με χαροποιούσε που  ο Λι δεν ήταν πια διαθέσιμος, με χαροποιούσε πολύ.
«Αυτό δεν ήθελες;» με ρώτησε εχθρικά η Νάιλα. Σήκωσα το βλέμμα μου αλλά δεν μίλησα, παρά μόνο ήπια άλλο ένα ποτήρι.
«Που είναι η Αναλύζα;» επενέβη η Μέι, σώζοντας την κατάσταση.
«Θα έρθουν με τον αδερφό του Γουίλλιαμ  σε δύο με τρεις βδομάδες» Η Μέι έγνεψε.
«Ανυπομονώ να δω το λιονταράκι, πόσο πρέπει να έχει μεγαλώσει» η Νάιλα δεν απάντησε, δάγκωνε το κάτω χείλος της, το βλέμμα της ήταν σκεπτικό και πονεμένο. Κράταγε το ποτήρι με το κρασί αλλά δεν έπινε. Η Μέι άφησε κάτω  τα ξυλάκια που χρησιμοποιούσε ως πιρούνι και σταύρωσε τα χέρια της.
«Το παρόν είναι αυτό που είναι Νάιλα. Το θέμα είναι τι θα κάνεις εσύ για αυτό» Το σώμα της Μέι ήταν στραμμένο προς την Νάιλα , περίμενε συνειδητοποίησα. Περίμενε από την φίλη της να πάρει την απόφαση της.
«Εσύ φταις !» αντίθετα η Νάιλα επέλεξε να στρέψει τα πυρά της προς το μέρος μου. Το ήξερα ότι ήταν του χαρακτήρα της να θυμώνει όταν ένιωθε απελπισία ή απειλή ή απόγνωση. Αλλά ήταν τόσο άδικο να είμαι εγώ ο δέκτης αυτού του πόνου, αυτού του παράλογου θυμού.
«Αν δεν ήσουν εσύ...»
Έβγαλα έναν καγχασμό. «Τι; Αν δεν ήμουν εγώ δεν θα είχε παντρευτεί ο Λι;» η αντίδραση της ήταν ακαριαία, πετάχτηκε από το τραπέζι και με χαστούκισε. Ένιωσα το τσούξιμο να απλώνεται στο μάγουλο μου και ήμουν σίγουρος ότι είχε κοκκινίσει. Παρόλα αυτά, σήκωσα ήρεμος το βλέμμα μου προς το μέρος της και την κοίταξα στα μάτια. Το άτομο που έσπασε την παράξενη σιωπή παραδόξως, δεν ήταν η Νάιλα με μια άλλη έκρηξη οργής αλλά η Μέι. Χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι με δύναμη και αγριοκοίταξε την φίλη της.
«Αρκετά! Ο Γουίλλιαμ είναι φιλοξενούμενος μου και απαιτώ να του φέρεσαι με το σεβασμό που το αρμόζει. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να ατιμάσει με αυτόν τον τρόπο το σπίτι μου» η φωνή της είναι δυνατή και καθαρή. Μπορούσα να δω τώρα γιατί η Νάιλα θαύμαζε τόσο πολύ την Μέι. Ήταν πανέμορφη και μικροκαμωμένη, αλλά είχε ένα εσωτερικό σθένος που είχα δει σε λίγους ανθρώπους. Θα μπορούσε να είναι ηγέτης και θα είχε την δύναμη να κάνει τον λαό της να την ακολουθήσει και στο χάσμα ενός γκρεμού. Να πέσει μαζί της και να χαθεί. Να τυλιχτεί μαζί της στις φλόγες μέχρι το μόνο που να έχει μείνει να είναι στάχτες και κόκκαλα. Ήταν μια γυναίκα επικίνδυνη. Ύστερα στράφηκε προς το μέρος μου και το βλέμμα της μαλάκωσε, δεν με κοίταξε με οίκτο και ένιωσα λίγο πιο ανάλαφρος. Δεν θα το άντεχα να το έβλεπα στα μάτια της Μέι, αυτό που ήμουν. Ένας αξιολύπητος άντρας που δεν μπορούσε να πει όχι στην γυναίκα που είχε διαλέξει έναν άλλο.
«Θέλω να νιώσεις σαν αυτό να είναι το σπίτι σου γιατί θα είναι πάντα ανοιχτό για το άτομο που έφερε την παιδική μου φίλη ασφαλή ξανά σε εμένα.» ξαφνικά έπιασε το πιγούνι μου και με ανάγκασε να την κοιτάξω, τα δάχτυλα της ήταν μακριά και ζεστά. «Τα μάτια σου έχουν μέσα τους γλυκύτητα και καλοσύνη αλλά όχι μόνο αυτό. Υπάρχει κάτι σθεναρό μέσα τους, γενναιότητα, επιθυμία και πάθος. Σαν ζεστή σοκολάτα πάνω σε μέταλλο. Αυτό βλέπω, σου αξίζει να ευτυχίσεις Γουίλλιαμ» έκανε νόημα στο κορίτσι που μας είχε σερβίρει.
«Καιλίν θέλω να του δείξεις πόσο φιλόξενοι μπορούμε να γίνουμε» η κοπέλα με το όνομα Καιλίν ήρθε δίπλα μου, έπλεξε τα δάχτυλα της στα δικά μου και με τράβηξε μακριά από την τραπεζαρία. Την άφησα να με κατευθύνει, χωρίς να γυρίζω να κοιτάξω πίσω από τον ώμο μου για την αντίδραση της Νάιλας. Δεν νομίζω ότι είχε νόημα σε αυτό το σημείο, και τα ζεστά δάχτυλα τα οποίο με κρατούσαν σφιχτά, μου προσέφεραν παρηγοριά και μου υπόσχονταν περισσότερα από όσα θα μπορούσε να μου υποσχεθεί η Νάιλα.

 Νάιλα
«Μέι...» έτριξα τα δόντια μου. Στράφηκε προς το μέρος μου και είδα την αποφασιστικότητα στα μάτια της αλλά και τον θυμό.                                       
«Μην πεις άλλη κουβέντα» με προειδοποίησε.
«Δεν είχες κανένα δικαίωμα!» φώναξα αγνοώντας την.
«Ενώ εσύ είχες;» σταύρωσε τα χέρια της «Στο είχα ξαναπεί και παλιά, δεν θα παρασύρεις κανέναν στον προσωπικό σου πόνο, κανέναν που να μην τον αξίζει και αυτός ο αξιαγάπητος άντρας δεν το αξίζει.»   
«Και τι σημαίνει αυτό; Ότι μπορείς να τον στέλνεις μακριά με μία από τις τσούλες σου;»  το χαστούκι της  Μέις  είχε διαφορετική επίδραση σε εμένα από ότι είχε στο δικό μου στον Γουίλλιαμ. Εκείνος απλώς έδειξε παραιτημένος, σε εμένα απελευθέρωσε τον πόνο και από καυτή οργή μετατράπηκε σε θλίψη. Τόσο δυνατή που ένιωθα ότι θα με κατανάλωνε. Οι λυγμοί μου ήταν δυνατοί και αν δεν με συγκρατούσε η Μέι στην απαλή αγκαλιά της θα κατέρρεα.
«Δεν μπορώ να το πιστέ...ψω. Είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλον...» η Μέι μου έτριψε την πλάτη μου.
«Το ξέρω αγάπη μου.»
«Και τώρα εξαιτίας αυτής της υπόσχεσης θα τον χάσω»
«Δεν χρειάζεται να τον χάσεις σύννεφο αρκεί η τελική σου επιλογή να είναι αυτός. Αρκεί να του το δείξεις. Αρκεί να ζητήσεις συγνώμη» με έπιασε από τους ώμους της και με απομάκρυνε ώστε να μπορεί να με κοιτάξει.
«Μην κάνεις τα λάθη του παρελθόντος, γίνε καλύτερη.  Για το δικό σου καλό και το δικό του» με άφησε και εγώ άρχισα να τρέχω προς το μέρος όπου είχε χαθεί ο Γουίλλιαμ.
Ευχόμουν μόνο να μην ήταν πολύ αργά.

Ευχόμουν η τελική επιλογή να είχε ακόμα σημασία για εκείνον.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        Αγγελίνα Παντελή