Η Κατάρα των Τεσσάρων 1: Μοχθώντας για την αλήθεια (Κεφάλαιο 11) - Τέιμς, ο Γ΄ της Αγγλετέρας

«Η αλήθεια λέγεται πάντοτε μπροστά σε μεγάλους κινδύνους».
Τζέιμς Μάντισον

«Αυτά είναι όλα. Βίωσα κάποια αρκετά άσχημα σκατά, και απ' ό,τι φαίνεται, τα σκατά δεν έχουν τελειωμό· μα για δες, έρχονται Χριστούγεννα!» τελείωσε την εξιστόρηση των γεγονότων. Δεν ένιωσε ανακούφιση, όπως περίμενε. Απλώς το βάρος στο στήθος της μεγάλωσε, ξέροντας πως ακόμα και τότε κρατούσε κάποια πράγματα για τον εαυτό της και πως ακόμα και τα άσχετα σχόλια δεν θα έπαιρναν μακριά εκείνο το συναίσθημα ενοχής.
Ακόμα και τότε δεν εμπιστευόταν κανέναν αρκετά για να εκμυστηρευτεί όλα όσα τη βασάνιζαν.
Ίσως και να είχε αρχίσει να τρελαίνεται, εξάλλου είχε ξανακάνει την ίδια σκέψη... Η παλιά Κάσσι δεν θα πίστευε τίποτα από αυτά. Η παλιά Κάσσι, ακόμα κι αν ο ίδιος ο Θεός εμφανιζόταν μπροστά της, δεν θα πίστευε πως ήταν Εκείνος. Πώς ήταν τόσο ευκολόπιστη, πώς άφησε την ανάγκη της για άρνηση για οτιδήποτε έξω από τις ικανότητες του ανθρώπου; Ήταν άνθρωπος της επιστήμης, πίστευε στη δύναμή της και όχι σε κάτι αόρατες ιστοριούλες για παιδιά.
Ή μήπως όσα ήξερε ως αληθινά δεν ήταν τίποτα από ένα καλοστημένο πέπλο που έχει σκοπό να κρύψει την πραγματική αλήθεια; Και ποιος είπε πως η αλήθεια είναι σε όλους γνωστή, ποιος είπε ότι δεν πονάει;
Είχε αποκαλύψει στις καλύτερές της φίλες πως τους έκρυβε τόσα και τόσα πράγματα. Αυτά όμως που είχε κρατήσει για τον εαυτό της, ήταν η δεύτερη συνάντησή της με τη μαυροντυμένη γυναίκα, τι ένιωσε τότε, τι ένιωθε γενικότερα για την όλη κατάσταση και αρκετές άλλες λεπτομέρειες. Πίστευε πως ήταν κάτι αρκετά προφανές, μα προσπαθούσε ακόμα να το κρατήσει μυστικό.
Γέλα με παρέα, κλάψε μόνος σου... Το αντίθετο δεν βοηθά κανέναν.
Η Έλλα σηκώθηκε από το τραπέζι και η κοκκινομάλλα αναρωτήθηκε αν ήταν επειδή δεν άντεχε ούτε εκείνη την ξαφνική σιωπή και τα κενά βλέμματα απέναντί της ή απλώς επειδή είχε κάποια δουλειά να κάνει. Όπως και να 'χε, έπρεπε να τη ρωτήσει. Δεν ένιωθε ασφαλής χωρίς εκείνη, όχι αφού κατάλαβε πως δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον κόσμο στον οποίο είχε ριχθεί βίαια, χωρίς τη θέλησή της.
«Πού πας;» τη ρώτησε τελικά λιγάκι καχύποπτα. Είχε ένα άσχημο προαίσθημα.
Η Έλλα αναστέναξε και γύρισε να την κοιτάξει. Τα μάτια της είχαν μια απολογητική έκφραση και η Κάσσι ήξερε πως επιβεβαιώθηκε το ένστικτό της. «Δεν μπορώ να πάρω τέτοια απόφαση για μια ανήλικη, Κάσσι».
«Τι εννοείς;» Το φως ξαφνικά την ενοχλούσε και ευχήθηκε το δωμάτιο να ήταν σκοτεινό.
«Πες το ανόητο, πες το άχρηστο καπρίτσιο, μα όταν ένας υπερφυσικός είναι κάτω των δεκαοχτώ δεν γίνεται να πάρει αποφάσεις ο ίδιος για θέματα που αφορούν άλλους υπερφυσικούς. Εσύ έχεις μόνο έναν επιβεβαιωμένο υπερφυσικό κηδεμόνα, και αυτός είναι..».
«Η Γιοβάννα». τελείωσε η Κάσσι και τράβηξε τα μαλλιά της. Να το, το ήξερε πως κάτι θα γινόταν σύντομα.
«Αν είναι δυνατόν, δεν θέλω να της μιλήσω τώρα, πόσο μάλλον να μου κάνει μπέιμπι σίτινγκ!»
«Πρέπει να καταλάβεις πως η κατάσταση δεν είναι εύκολη, Κάσσι. Δεν μπορώ να πάρω μια τέτοια ευθύνη, γιατί απλούστατα εγώ κι εσύ δεν έχουμε καμία συγγένεια. Θα το ήθελα πραγματικά, αλλά δεν γίνεται».
Η Κάσσι ρούφηξε τα χείλη της, εισέπνευσε βαθιά από τη μύτη της και έκλεισε τα μάτια της. Η Έλλα είχε δίκιο· η κατάσταση απαιτούσε ψυχραιμία, την οποία εκείνη από τη φύση της, δεν είχε και σε απόθεμα. Έπρεπε να φανεί δυνατή, έστω κι αν η δύναμή της είχε στερεύσει.
«Ωραία» αναστέναξε «κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις. Κορίτσια εσείς τι πιστεύετε;»
Εκείνες ακόμα λιγάκι σοκαρισμένες, κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους. Η Κάσσι αναρωτήθηκε πως θα ένιωθε εκείνη αν η καλύτερή της φίλη περνούσε τόσα πολλά μόνη της και βρήκε πως η απάντηση θα ήταν οι αντιδράσεις που είχαν τον τελευταίο καιρό η Σαμ και η Μία.
Δεν μπορούσε να σκέφτεται για πάντα αυτά, όμως. Σηκώθηκε από την καρέκλα και πήρε το κινητό της Έλλα αποφασιστικά από το χέρι της αγγέλου, καταφέρνοντας να την εκπλήξει. Πληκτρολόγησε τον αριθμό της γυναίκας την οποία εμπιστευόταν μέχρι πρωτίστως υπερβολικά πολύ, και περίμενε να το σηκώσει.
Δεν χρειάστηκε να περιμένει πάρα πολύ. Στο πρώτο κουδούνισμα η γιαγιά της το σήκωσε, μα δεν ήταν η φωνή της που άκουσε.
«Α, Κασσάνδρα, το ήξερα πως θα μας καλούσες εσύ πρώτη» είπε μια αντρική φωνή.
Ποιος ήταν εκείνος ο άντρας;
«Δήλωσε τ' όνομά σου και τι θες» του είπε, με τον τρόπο που μιλούσε ο πατέρας της στον στρατό. Είχε ανατριχιάσει από το ένστικτο της απειλής, μα έπρεπε να διατηρήσει την όποια ψυχραιμία διέθετε.
Η Κάσσι, ψύχραιμη. Προφανώς και η όλη κατάσταση την είχε αλλάξει, μα αυτό ήταν τραγικό για τα δικά της δεδομένα.
Μπορούσε σχεδόν να νιώσει το χαμόγελο του ομιλητή της.
«Γιατί δεν ανοίγεις την πόρτα να μάθεις; Η γιαγιά σου είναι μαζί μου».
Ακούστηκε το κουδούνι και η Έλλα ήδη πήγαινε να ανοίξει την πόρτα, οπότε η Κάσσι καταπίεσε τον πανικό της. Η άγγελος -τώρα φύλακας άγγελος- δεν ήταν ηλίθια, θα ήξερε πως έξω ήταν κάποιος καλός.
Και ποιος ήταν καλός και ποιος κακός σε αυτή την ιστορία;
Ήξερε όμως ήδη την απάντηση.
Όποιος δεν θέλει να με σκοτώσει, είναι σύμμαχος. Όχι φίλος ή καλός απαραίτητα, μα σύμμαχος.
«Χαίρομαι πολύ που επιτέλους σε βρίσκω, παιδί της Φωτιάς» άκουσε τη φωνή του άντρα από πίσω της, και δεν μπόρεσε να μην ανατριχιάσει. Πίεσε τον εαυτό της να γυρίσει θαρραλέα προς την κατεύθυνσή του, έτοιμη ακόμα και να τυφλωθεί από το τι θα έβλεπε. Ήταν προφανές πως εκείνος ο χαρακτηρισμός ήταν σημαντικός, γιατί δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί τη γυναίκα και το κουτί, το οποίο είχε καταφέρει να «βρει». Η «φλόγα» είχε βρεθεί από εκείνη, μα δεν ήξερε καν τι ακριβώς ήταν ή πού την βρήκε. Δεν ήξερε τίποτα, και αυτό τη σκότωνε.
Ήταν άραγε σωστή η επιλογή της να αποκρύψει την ύπαρξη της γυναίκας;
Αφού είχε γυρίσει στην κατεύθυνση του άντρα, η Κάσσι είχε θαμπωθεί. Όχι, δεν ήταν τα ξανθά, ακατάστατα μαλλιά ή τα καστανά μάτια του που την έκαναν σχεδόν να παγώσει στη θέση της. Ήταν η αύρα του: επιβλητική, αυστηρή, καλοσυνάτη μα και επιφυλακτική.
Ήταν ένα τέλειο πρότυπο, μία ισορροπία μεταξύ άσχημου και όμορφου, με όλες τις σημασίες που θα μπορούσαν να έχουν για τον κάθε άνθρωπο αυτές οι δύο λέξεις.
«Κάσσι, όχι Κασσάνδρα» τον διόρθωσε και έσφιξε το χέρι του, ή τουλάχιστον προσπάθησε να το κάνει. Εκείνος απλά απέφυγε την κίνηση λες και την περίμενε, έπιασε τα δάχτυλά της και τα επισκίασε με τα δικά του. Άφησε τον ελεύθερό του αντίχειρα να χαϊδέψει την ανάστροφη του χεριού της και έπεσε στα γόνατά του, αφήνοντας το κεφάλι του να πέσει μπροστά σε ένδειξη σεβασμού. Τι ακριβώς συνέβαινε;
Σήκωσε ένα φρύδι απορώντας, καταπνίγοντας την ανάγκη της να απομακρυνθεί από αυτόν. Το βλέμμα της στράφηκε ξανά στο πρόσωπό του, εκείνο με την όμορφη μα και άσχημη ουλή κάτω από το αριστερό του μάτι. Ήταν κάπου στα σαράντα, μα φαινόταν υπερβολικά ελκυστικός για εκείνη την ηλικία. Άλλωστε η Κάσσι έβλεπε όποιον ήταν πάνω από τα τριάντα πέντε γέρο.
Η σοβαρή του έκφραση έφυγε όταν της χαμογέλασε πονηρά και ξανασηκώθηκε στο ύψος του.
«Δεν καταλαβαίνω καν γιατί με προετοίμαζες για τη συμπεριφορά ενός αφελούς παιδιού, Γιοβάννα. Η εγγονή σου έχει τη δύναμη μιας Ιέρειας και την ικανότητα να κρύβει σχεδόν άρτια τα συναισθήματά της... Αν δεν ήμουν αυτός που είμαι, θα νόμιζα ότι όντως η καρδιά σου είναι ψυχρή όπως και τα χέρια σου». Δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει τη γιαγιά της έφηβης και επέλεξε να κοιτάζει την Κάσσι, λες και έψαχνε κάτι πάνω της. Κάτι που, αν έκρινε από την έκφρασή του, είχε βρει.
«Μη μιλάς έτσι μπροστά στο παιδί! Δεν χρειάζεται να ξέρει τόσα…»
Γύρισε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση της αλαφιασμένης και αρκετά πανικοβλημένης Γιοβάννα και γέλασε κοφτά.
«Το παιδί δεν είναι πλέον παιδί, Μάγισσα των Φίλτρων. Έχει δει πολλά και δεν θα ήθελε να της συμπεριφέρεσαι σαν παιδί. Έχω δίκιο, Κασσάνδρα;»
Το όνομα που χρησιμοποίησε ο άντρας την επανέφερε στην πραγματικότητα. Τι πραγματικά ήξερε για εκείνον; Τίποτα, εκτός από το γεγονός ότι είχε προσωπική σχέση με τη γιαγιά της και πως πίσω από την εύθυμη διάθεσή του, ήταν πολύ μετρημένος άνθρωπος.
Πήρε το χέρι της μακριά από το δικό του, που ακόμα το κρατούσε, και τον αγριοκοίταξε.
«Είπαμε, Κάσσι, το Κασσάνδρα είναι κακά νέα, ήταν από πάντα. Αν υπάρχει ένα πράγμα που δεν μου άρεσε ποτέ, είναι να χρειάζεται να επαναλαμβάνομαι».
Εκείνος απέμεινε να την κοιτάει, χωρίς να προδίδουν τίποτα τα μάτια του και το σώμα του για την επόμενη κίνησή του, μα ξαναχαμογέλασε.
«Έχει τσαγανό πάντως».
«Μεγάλη γλώσσα έχω, όχι τσαγανό, αλλά θα σας κόψω τη δική σας έτσι και δεν μου δείξετε τον απαραίτητο σεβασμό».
Ήταν η σειρά του να σηκώσει το φρύδι του, και την κοίταξε περιφρονητικά. Δεν ήξερε γιατί, μα η παλάμη της σφίχτηκε και το πρόσωπό της έμεινε ανέκφραστο.
«Ίσως να έπρεπε να ήσουν Παιδί του Πάγου…»
«Και εσείς λιγάκι πιο σαφής με τις ορολογίες που χρησιμοποιείτε». Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται από όλα τα μυστικά που κρύβονταν γύρω της. Ζητούσε να μάθει τουλάχιστον για εκείνα που αφορούσαν την ακεραιότητά της.
«Κάσσι, αρκετά». την προειδοποίησε η Γιοβάννα.
«Εσύ ξέρεις, γιαγιά. Δεν θα θέλαμε να διαπράξουμε μια ύβρις προς τους θεούς με την αλαζονεία μας, έτσι δεν είναι;» Η στάση της γυναίκας μπροστά της ήταν αυτό που την πλήγωνε περισσότερο απ’ όλα, το ότι ένιωθε μόνη της μπροστά σε ένα βουνό προβλημάτων ήταν αυτό που της προκαλούσε θυμό.
Ο σαρκασμός πάντα ήταν ο τρόπος της να κρύβει τα συναισθήματά της. Ευχόταν να μπορούσε να σταματήσει να τον χρησιμοποιεί έτσι, μα δεν γινόταν αυτό. Αισθανόταν απειλούμενη, και θα έπρεπε να αντιμετωπίσει όλους όσους την έκαναν να νιώθει έτσι, γιατί ήταν μόνη της εναντίον του κόσμου.
Η Γιοβάννα έσφιξε το σαγόνι της και ο ξανθός άντρας παρέμεινε ήσυχος πριν σφυρίξει περιπαιχτικά.
«Και εσείς είστε;» του έκοψε τη φόρα η Κάσσι. Χρειαζόταν εξηγήσεις, κάποιος έπρεπε επιτέλους να της τις δώσει, όχι να κάνει σαν μωρό παιδί!
Εκείνος χαμογέλασε γοητευτικά, έβγαλε το ψηλό καπέλο (που δεν είχε) και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Όλα πάνω του έσταζαν ειρωνεία, μα η έφηβη δεν πτοήθηκε.
«Τέιμς ο Γ' της Αγγλετέρας ομορφιά μου. Και εσύ είσαι η Κασσάνδρα Σλέιερ, η νεότερη απόγονος των μαγισσών του Σάλεμ. Έχουμε να κάνουμε πολλή δουλειά μαζί αγαπητή μου, και δεν γίνεται να πραγματοποιηθεί όσο είσαι χωμένη σε μια τρύπα».

_____________________

«Θα συμφωνήσω» μπήκε στη συζήτηση κι η Έλλα. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω, είμαι η Γκαμπριέλλα». Έσφιξαν τα χέρια τους με τον ίδιο τρόπο που είχε κάνει ο Τέιμς προηγουμένως με την Κάσσι. Σίγουρα ήταν κάτι σημαντικό για αυτούς. «Ειλικρινά, πιστεύω πως πρέπει να πράξουμε γρήγορα, πριν να είναι πια αργά».
Ο Τέιμς ένευσε και κινήθηκε προς τις άλλες δύο έφηβες. Η Μία, συγκρατημένη όπως πάντα, συστήθηκε και η Σαμ έκανε το ίδιο με ένα ελαφρό τρέμουλο στα χέρια της. Ο Βρετανός τις επεξεργάστηκε για αρκετή ώρα, πριν νεύσει προς την κατεύθυνση της Γιοβάννα, διαβεβαιώνοντάς τη για κάτι που κανείς άλλος δεν ήξερε.
«Αρχικά, είμαι μάγος από μια μικρή κοινότητα στην πατρίδα, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία των Υπερφυσικών του είδους μας. Δεν ξέρω κατά πόσο γνωρίζετε για τα είδη, αλλά εκεί έξω υπάρχουν πέντε αναγνωρισμένα: Άνθρωποι, Μάγισσες, Λυκάνθρωποι, Άγγελοι και Δαίμονες. Οι βρυκόλακες, οι αλλαζόμορφοι και τα ξωτικά δημιουργήθηκαν από προσμίξεις των ειδών, κατάρες και πανίσχυρα ξόρκια μαύρης μαγείας. Με καταλαβαίνετε ως εδώ;»
«Μάλιστα» είπαν η Σαμ και η Μία. Δεν τους φαινόταν και τόσο περίεργο, άλλωστε ήξεραν από πρώτο χέρι για τους δαίμονες και τους αγγέλους, και όπως φαινόταν για τις μάγισσες.
«Εξαίσια. Αυτό που δεν θα καταλάβετε, ακόμα κι αν δείτε τις προσωποποιήσεις των ιερών Στοιχείων, είναι πως όλοι εμείς που βρισκόμαστε σε αυτό το σπίτι, ανήκουμε σε αυτά τα είδη, και δυστυχώς ή ευτυχώς, κανείς μας δεν είναι άνθρωπος».
«Τελευταία φορά που έλεγξα δεν είχα ούτε μορφή λύκου, ούτε φτερά, ούτε ουρές, ούτε μαγικές σκούπες, ούτε κυνόδοντες ή κάποιο άλλο μη ανθρώπινο χαρακτηριστικό!» διαμαρτυρήθηκε η Μία. Η Κάσσι ήξερε πως όταν η φίλη της δεν είχε τον έλεγχο μιας κατάστασης, τον έψαχνε, και δεν ησύχαζε μέχρι να τον βρει και να τον αποκτήσει.
Ο Τέιμς φάνηκε να μην έχει κάτι να πει πάνω σε αυτό. Μετά από μία σιγή λίγων δευτέρων, η Μία κάθισε στην καρέκλα που καθόταν πριν, σταύρωσε τα πόδια της και του ζήτησε να συνεχίσει πιο συνοπτικά και να τους πει γιατί δεν μπορούσαν να φύγουν από το σπίτι της Έλλα, την οποία ακόμα αντιπαθούσε αρκετά.
«Υπάρχουν πέντε είδη, πέντε στοιχεία. Εσείς ξέρετε τέσσερα, μα οι υποστηρικτές της αρχαίας θρησκείας θεωρούμε ότι υπάρχει και ένα πέμπτο στοιχείο, το Πνεύμα. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν οι διαστάσεις άρχιζαν να χάνονται στο σκοτάδι και οι Θεοί πέθαιναν, νομίζω πως κάτι ξέρετε για αυτά. Ο Θεός αυτής της διάστασης αργοπεθαίνει κι αυτός, και ευτυχώς για εμάς, υπάρχουν τέσσερα άτομα τα οποία εκπροσωπούν τα τέσσερα είδη που έχουν ως καθήκον να προστατεύουν το πέμπτο, τους ανθρώπους, αλλά και τους εαυτούς τους. Για να μην τα πολυλογώ και για να ικανοποιήσω την απαιτητικότητα της δεσποινίδας από 'κει» έδειξε τη Μία «η Κασσάνδρα είναι Μάγισσα, η Σαμάνθα Λυκάνθρωπος και η Σελέμια είναι κατά το ένα τέταρτο δαίμονας, που την καθιστά υπερφυσική».
«Το ήξερα» ξεστόμισε σοκαρισμένη η Σαμ. «Το ήξερα πως κάτι πήγαινε στραβά με εμένα, το κατάλαβα όταν μια μέρα γρύλισα στην Κάσσι αντί να τη βρίσω. Μου είχε βγει τόσο φυσικά, και ένιωθα τις τρίχες στο κεφάλι μου να σηκώνονται, λες και υπήρχε ηλεκτρισμός. Το επιβεβαίωσα όταν η μητέρα μου μού έδωσε λίγο ακόνιτο σε μορφή φαρμάκου και η επαφή με έκανε σχεδόν να ουρλιάξω από τον πόνο. Όταν έφυγε, είδα πως είχα πάθει έγκαυμα στο χέρι όπου έριξα το υγρό, και πως είχα γίνει υπερευαίσθητη στο φως. Το έψαξα, αλλά δεν το πίστεψα... Τι να πίστευα δηλαδή; Ότι εγώ είμαι ένα τέρας;!»
«Οι λυκάνθρωποι δεν είναι τέρατα!» μίλησε η Γιοβάννα για πρώτη φορά μετά από αρκετή ώρα. «Αν μη τι άλλο, είναι πολύ καλοί κυνηγοί, ναι, παίρνουν μορφή υπερμεγέθους λύκου, αλλά ούτε τρώνε ωμό κρέας ούτε ανθρώπους ούτε προκαλούν καταστροφές!»
«Καλύτερα να ακούσετε με ησυχία, αλλιώς θα έχουμε προβλήματα! Λίγος χρόνος, πολλές απειλές!» Υπήρχε αναβρασμός στο δωμάτιο, όλοι το ήξεραν, αλλά έπρεπε να χαθεί για χάρη των πολύτιμων πληροφοριών που θα ακολουθούσαν.
«Όμορφα. Όπως έλεγα, κατανοώ ότι σας είναι δύσκολο να το πιστέψετε, αλλά πρέπει. Όσο πιο σύντομα το αποδεχθείτε, τόσο καλύτερα για εσάς. Κατανοώ επίσης ότι δεν θέλετε να μπείτε σε αυτόν τον φονικό χορό, αλλά οι ευθύνες είναι βαθιά ριζωμένες μέσα σας και δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Γενιές και γενιές Υπερφυσικών περιμέναμε να έχουμε κάποιους σημαντικούς στρατιώτες να μας βοηθήσουν στον αγώνα για επιβίωση εναντίον του πραγματικού εχθρού, και τώρα είστε εδώ! Το καθήκον σας καλεί, ανταποκριθείτε στο κάλεσμά του!»
«Για μισό λεπτό. Όχι μόνο έρχεστε και μας λέτε ότι δεν είμαστε άνθρωποι αλλά και μας στρατολογείτε για μια αποστολή αυτοκτονίας;» Επιτέλους, δεν υπήρχε κανένα συναίσθημα πάνω της. Ο Τέιμς έδειξε να εκπλήσσεται λίγο αλλά της απάντησε.
«Δεν είναι έτσι, Σελέμια. Είστε απαραίτητες για τον αγώνα, και αν μπορούσαμε να βρούμε και την τέταρτη, θα είχαμε ισχυρές πιθανότητες να νικήσουμε!»
«Μα ακόμα δεν ξέρουμε αρκετά!» φώναξε η Σαμ. «Ακόμα δεν ξέρουμε τι ακριβώς είμαστε, ακόμα δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι αυτή η τέταρτη, ακόμα δεν ξέρουμε αν θα ζήσουμε άλλη μια μέρα, ακόμα δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε με τις ζωές που είχαμε πριν την παραίσθηση της φωτιάς!»
«Πράξτε σωστά και θα ζήσετε. Κάντε λάθος επιλογές και θα πεθάνετε. Αν μείνετε άπραγες, δεν θα πράξετε σωστά! Όσο για το τελευταίο…» Ο Τέιμς έκανε μια παύση για τους δικούς του λόγους.
«Θα πρέπει να τις παρατήσετε, γιατί δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα ψέμα. Πάντα ψάχνατε την αλήθεια, έτσι δεν είναι; Ορίστε, αυτή είναι. Ωμή και άχαρη, όπως της αρμόζει, σας ζητά παραπάνω απ’ όσα είστε διατεθειμένες να δώσετε, μα τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι μπορείτε να προσφέρετε. Ζητήσατε απαντήσεις και έδωσα αρκετές: το τι θα κάνετε με αυτή τη γνώση είναι δικό σας θέμα». Ο Τέιμς φόρεσε το μαύρο παλτό του και συνέχιζε να παρατηρεί προσεχτικά τα άτομα στα οποία απευθυνόταν.
«Πρέπει να καταλάβετε ότι όποιος αυξάνει τις γνώσεις του, αυξάνει και τα διλήμματά του». Η Έλλα κοίταζε το υπερπέραν, σκεπτόμενη τα δικά της διλήμματα· παρελθοντικά, παροντικά και ίσως μελλοντικά.
Το τι τους περίμενε δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί από κανέναν μας, ούτε καν από εμένα.


Ο Τέιμς ένευσε, ξέροντας πως ως ένα πρώην ουράνιο ον θα είχε μεγάλη σοφία. «Θα ήθελα ειλικρινά να σας ζητήσω να με εμπιστευτείτε όλες μέσα στο δωμάτιο, μα ξέρω πως για κάποιες είναι πιο δύσκολο από κάποιες άλλες, οπότε επιτρέψτε μου να σας ζητήσω κάτι άλλο: εμπιστευτείτε τους εαυτούς σας και τις δυνάμεις σας». Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί σε όλο το σπίτι, τους ανοιχτόχρωμους τοίχους και τα μοντέρνα φωτιστικά και έπειτα γύρισε προς την κατεύθυνση της πόρτας. Άρχισε να περπατά προς τα εκεί, συνεχίζοντας τα λόγια του.
«Βασιστείτε πρώτα στα βάθη της ψυχής σας, γιατί εκείνα κρύβουν τις απαντήσεις που χρειάζεστε, και όχι στο μυαλό: εκείνο είναι για τους ανθρώπους μονάχα. Είθε οι καλόβουλοι Θεοί να είναι μαζί σας και να σας βοηθήσουν με τις επιλογές που θα κάνετε». Με αυτή την τελευταία φράση είχε βγει από την πόρτα σαν κανονικός άνθρωπος, και την είχε κλείσει πίσω του ήρεμα.
Όταν η προσοχή όλων είχε φύγει από τον Τέιμς, ανακάλυψαν ότι η Γιοβάννα είχε ήδη φύγει. Στην θέση της υπήρχε σε ένα σκαμνάκι ένα τάπερ με σπιτικά μπισκοτάκια με κομματάκια σοκολάτας, μαζί με ένα σημείωμα.
«Για την πιο γενναία κοπέλα της εποχής μας» διάβασε φωναχτά η Κάσσι και τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα, τα οποία φρόντισε να εξαφανίσει πριν βρουν την ευκαιρία να ελευθερωθούν από τη φυλακή τους.
Έστω κι αν ήταν για μια στιγμή, η Κάσσι ένιωσε φυσιολογική καθώς μασουλούσε ανόρεχτα τα θεσπέσια μπισκότα, τα οποία όμως δεν έκαναν τίποτα για να ξεφορτωθούν την πικρίλα στο στόμα της.
Ήξερε ότι δεν ήταν φυσιολογική, παρόλα αυτά κρατήθηκε από αυτή τη σχεδόν ανθρώπινη χειρονομία, γιατί οι άνθρωποι της είχαν λείψει.
«Λοιπόν Έλλα… Τι πρέπει να κάνω για να ξεφύγω;»
Η Έλλα την κοίταξε θλιμμένα και πήρε ένα μπισκότο και εκείνη, έχοντας εξοικειωθεί πολύ με την Κάσσι.
Δεν χρειαζόταν να μιλήσει, γιατί το βλέμμα της τα έλεγε όλα.
“Κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό, μόνο να το αποδεχθεί.”
«Θεού βουλή, δυστυχώς δική μας εντολή. Αυτή η αλήθεια με πονάει περισσότερο απ’ ό,τι πονάει εσένα, γιατί εμένα το Θείο με έχει απαρνηθεί».
Το κλίμα και πάλι ήταν βαρύ, το βάρος των αποφάσεων και των αναμνήσεων υπερβολικά μεγάλο για να σηκωθεί από ένα μόνο ον.
Η αλήθεια την έκανε να νιώθει βρόμικη που ζούσε μέσα στο ψέμα· δεν την αποδεχόταν, και ούτε δύο χιλιάδες κιλά σαπούνι δεν μπορούσαν να την ξεπλύνουν από τις τύψεις.

Ρένια Μ.