Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 2)

ΕΡΑΜΠΟΡΝ

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΦΕΡΤΟΣ, που έδειχνε να αναγνωρίζει την κοπέλα, στάθηκαν μπροστά από τη πύλη του κελιού. Εκείνη ακόμη παρακολουθούσε τους άντρες με εξεταστική ματιά. Οι δύο στρατιώτες τον στήριζαν και ο τρίτος στεκόταν λίγο πιο μπροστά τους. Και οι τρεις είχαν τα πρόσωπά τους κρυμμένα πίσω από τις σιδερένιες περικεφαλαίες τους, όπως πάντα. Αντιθέτως ο επισκέπτης τώρα είχε σηκώσει το κεφάλι του και το πρόσωπό του φωτιζόταν αχνά από τον κοντινότερο πυρσό.

    Τα μαλλιά του είχαν μία καστανή μουντή απόχρωση. Το δέρμα του ήταν αρκετά ωχρό ή έτσι φαινόταν στον αδύναμο φωτισμό. Το χρώμα των ματιών του δεν ήταν διακριτό, γιατί μαύρες σκιές έπεφταν πάνω τους και τα έκαναν να μοιάζουν μαύρα. Στο πρόσωπό του διαγράφονταν σκούροι μωβ και καφέ μώλωπες πάνω από το έντονο ανάγλυφο που είχε το δέρμα του από τα οιδήματα. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα και σκισμένα. Στα κενά που δημιουργούσαν τα ξεσκισμένα ρούχα του αποκαλύπτονταν κάποιες κόκκινες πληγές. Η κοπέλα για μια στιγμή άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στο παραμορφωμένο πρόσωπο του αγοριού. Ύστερα έστρεψε τη ματιά της επίμονα στο πέτρινο έδαφος του κελιού.
     Οι αναμνήσεις της ξεκινούσαν και τελείωναν μέσα σε αυτό το κελί. Αυτό από μόνο του φανέρωνε τον λόγο που η κοπέλα ένιωθε αναστατωμένη. Δεν είχε αντικρύσει ποτέ ξανά κάποιο πρόσωπο. Όλοι οι φρουροί κρύβονταν πίσω από τις μεταλλικές και χοντροκομμένες περικεφαλαίες τους. Και ξαφνικά ένα άτομο είχε εμφανιστεί έξω από το κελί της. Έβλεπε τα μάτια του, αφού δεν υπήρχε το βαρύ μέταλλο για να τα κρύψει στο σκοτάδι. Η καρδιά της σκίρτησε αναστατωμένα καθώς αναρωτιόταν πώς ήταν τα πρόσωπα εκείνων που αγαπούσε κάποτε. Κοίταξε για μια ακόμη φορά τον ρακένδυτο άντρα και συνοφρυώθηκε. Δεν ήξερε πως ήταν ο κόσμος έξω από αυτό το καταθλιπτικό μέρος, αλλά αναρωτιόταν. Επιτέλους είχε την απάντησή της. Μπορούσε να σκεφτεί μερικές λέξεις για να περιγράψει τον κόσμο του επισκέπτη της. Οδυνηρός, σκληρός, βίαιος, τρομακτικός. Η απάντηση στο ερώτημά της δεν της αρκούσε όμως. Ήξερε πως δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο από την φυλακή της. Και έτσι πίστευε ότι ο κόσμος του επισκέπτη της έκρυβε ακόμη πολλά μυστικά.
    Η ματιά του συνάντησε την δική της. Η απρόσμενη επαφή προκάλεσε τρέμουλο στα χέρια της και το βλέμμα της εκσφενδονίστηκε μακριά του. Έβλεπε τώρα πως ο ατελείωτος χρόνος που περνούσε στο κελί την είχε τραυματίσει. Δύσκολα χαλιναγωγούσε τις σκέψεις της, και δεν είχε πια καμία αίσθηση του χρόνου. Ήταν τόσο αφηρημένη που είχε σχεδόν ξεχάσει. Το ρακένδυτο αγόρι με τα ζεστά χαρακτηριστικά την γνώριζε. Την είχε αποκαλέσει με ένα όνομα. Εκείνη είχε δεχτεί πρόθυμα την ταυτότητα αυτή. Μέσα της υπήρχε μια άβυσσος όπου συνεχώς στροβιλίζονταν οι ιδέες, οι σκέψεις και οι φιλοσοφήσεις της. Μα τώρα ξεκινούσε να συνειδητοποιεί πως μέσα στην άβυσσο είχε χτιστεί ένα σπίτι. Την έλεγαν Άισλιν. Το κελί δεν ήταν το σπίτι της. Ο κόσμος που δεν θυμόταν αποτελούσε απλά μια φωτεινή, θαμπή εικόνα. Μα τώρα είχε την Άισλιν. Ξεκινούσε να πιστεύει πως η υπόστασή της είχε σημασία, κάπου, κάποτε, για κάποιον.
«Άντε λοιπόν, κάνε αυτό για το οποίο ήρθες». Είπε ο ένας από τους στρατιώτες που στήριζαν τον ρακένδυτο άντρα με βαριά και βραχνή φωνή.
    Το αγόρι σπαρτάρισε στη θέση του προσπαθώντας να στηριχτεί στα πόδια του. Η Άισλιν έπιασε μηχανικά μία ξανθή τούφα των μαλλιών της και ξεκίνησε να την περιστρέφει γύρω από το δάχτυλό της. Την επόμενη στιγμή τα μάτια της στυλώθηκαν στην χρυσαφένια τούφα και στην αυθόρμητη κίνηση των δαχτύλων της. Αυτό ήταν κάτι καινούριο για κείνη. Δεν είχε κάνει ποτέ κάποια τόσο άσκοπη κίνηση. Αναρωτήθηκε αν αποτελούσε κάποια μακρινή ηχώ της κοπέλας που ήταν κάποτε. Ίσως εκείνη η κοπέλα να ήταν εγκλωβισμένη κάπου μέσα στο μυαλό της, όπως ακριβώς ήταν κι εκείνη στο κελί. Έστυψε το μυαλό της για να βρει κάποιο νόημα πίσω από την αρμονική κίνηση μα απογοητεύτηκε. Κατέληξε πως ίσως έτσι εκδήλωνε την αγωνία που ένιωθε. Γιατί ήταν πραγματικά τρομαγμένη. Ένας πληγωμένος άντρας που την γνώριζε είχε καταλήξει εκεί συρόμενος από δύο φρουρούς. Ως εκείνο το σημείο η Άισλιν ήταν ψύχραιμη και αφηρημένη. Μα όταν τους είχε ακούσει να λένε πως ο επισκέπτης είχε έρθει για να κάνει κάτι, είχε πανικοβληθεί.
«Την επόμενη φορά που θα θέλετε να κάνω κάτι τέτοιο φροντίστε να έχω λίγο περισσότερες αντοχές» Απάντησε ειρωνικά το αγόρι με φωνή νεανική και αρκετά λεπτή.
    Ο τρίτος στρατιώτης, ο μοναδικός που δεν στήριζε τον άντρα, τον χαστούκισε δυνατά. Ο σακατεμένος άντρας έφτυσε λίγο αίμα. Ενοχλημένος έσφιξε τα δόντια του και τα ζυγωματικά του διαγράφτηκαν λίγο πιο ξεκάθαρα πίσω από το πρησμένο του πρόσωπό. Η φυλακισμένη έσφιξε τις γροθιές της ενώ ένα κύμα θυμού την διαπερνούσε. Μάλλον αυτή ήταν μια αλλόκοτη μέρα για εκείνη. Μάθαινε τον εαυτό της λίγο λίγο, με κάθε μικρό ερέθισμα. Ώστε η Άισλιν αντιπαθούσε τη βία, σημείωσε στο μυαλό της.
«Αφήστε με να μπω μέσα»  Είπε ο νεαρός χωρίς να κοιτάξει κανέναν από τους φρουρούς στα μάτια.
    Η ματιά του έμενε προσηλωμένη στο έδαφος. Η κοπέλα τον κοιτούσε επίμονα, περιμένοντας τα βλέμματά τους να διασταυρωθούν. Αν την κοιτούσε, ίσως καταλάβαινε αν τα κίνητρά του ήταν καλά ή όχι. Ή ίσως ανακάλυπτε κάτι ακόμη για τον εαυτό της. Εκείνος όμως φαινόταν να αποφεύγει εξίσου και τη δική της ματιά. Όσο οι στιγμές περνούσαν η Άισλιν αισθανόταν κίνδυνο. Εγκατέλειψε την προσπάθειά της να επικοινωνήσει με τον επισκέπτη και κοίταξε τον χώρο γύρω της. Έψαχνε για κάποια διέξοδο όμως είχε εξετάσει τον χώρο εξονυχιστικά πολύ καιρό πριν.
    Ο φρουρός που τον είχε χτυπήσει προηγουμένως, τράβηξε έναν μεγάλο χοντροκομμένο κρίκο από τον τοίχο δίπλα στο κελί και περιεργάστηκε τα τέσσερα χρυσά κλειδιά που ήταν περασμένα σε αυτόν. Βρήκε το σωστό και άνοιξε το μεγάλο λουκέτο που κρατούσε τη μεγάλη σιδερένια πόρτα σφραγισμένη. Έσπρωξε με δύναμη τη πόρτα κι εκείνη ανταποκρίθηκε γεμίζοντας με έναν ήχο μεταλλικού τριξίματος το μπουντρούμι και τους έρημους γύρω διαδρόμους.
    Η Άισλιν ανατρίχιασε και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Σημείωσε στο πίσω μέρος του μυαλού της πως έπρεπε να επεξεργαστεί τις αποκρίσεις του σώματός της στο φόβο, αργότερα. Κοίταξε τρομοκρατημένη τον άντρα που άνοιγε την πόρτα του κελιού. Εκείνη τη στιγμή μόνο μπόρεσε να καταλάβει πως ο κόσμος που δεν θυμόταν, την τρόμαζε. Ακόμη κι αν ήταν βασανιστικός ο χρόνος που είχε περάσει φυλακισμένη, ένιωθε πάντα ασφαλής. Κανείς δεν της μιλούσε, κανείς δεν παραβίαζε τον προσωπικό της χώρο. Τώρα που δεν τη χώριζε το βαρύ μέταλλο από τους βίαιους στρατιώτες και τον περίεργο επισκέπτη της, φοβόταν. Ολόκληρος ο κόσμος της στένευε και από το μέγεθος του κελιού, έφτανε στο μέγεθος του κορμιού της. Αισθανόταν ζαλάδα και ασφυκτιούσε. Όλα όσα ήξερε μέχρι τότε ήταν μια ψευδαίσθηση. Τίποτα δεν ήταν σταθερό, τώρα μπορούσε να το δει ξεκάθαρα. Ολόκληρος ο κόσμος της τρεμούλιαζε σε μια στιγμή. Τελικά δεν ήταν ο χώρος που της ανήκε. Μόνο το σώμα της ήταν ολοκληρωτικά δικό της. Τώρα έπρεπε να μαζέψει όλο της τον κόσμο μέσα σε ένα καχεκτικό και ταλαιπωρημένο σώμα.
    Ο φρουρός έπιασε τον νεαρό και τον τράβηξε μέσα στο κελί. Οι δύο τους ξεκίνησαν να τη πλησιάζουν. Ο στρατιώτης περνούσε τον νέο άντρα που τρέκλιζε πάνω από δύο κεφάλια και ήταν εύσωμος. Η κοπέλα έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, όμως δεν άργησε να νιώσει την πλάτη της να αγγίζει τον κρύο τοίχο. Συνέχισε να κάνει μάταιες προσπάθειες να τον διαπεράσει μα εκείνος ήταν σκληρός και αδιάφορος. Άφησε απότομα ένα μεγάλο κύμα αέρα να ξεχυθεί από το στόμα της.
    Τότε συνειδητοποίησε πως κρατούσε την ανάσα της για ώρα. Όλα είχαν ξεκινήσει όταν η πόρτα του κελιού της άρχισε να ανοίγει. Τότε ο κόσμος της είχε στενέψει επικίνδυνα και δεν της επέτρεπε να αναπνεύσει. Ο λεπτοκαμωμένος άντρας προσπάθησε να της χαμογελάσει, αλλά η έκφρασή του κατέληξε περισσότερο σε μορφασμό πόνου παρά σε πραγματικό χαμόγελο. Ακόμη κι αν οι μώλωπες και τα οιδήματα αλλοίωναν το πρόσωπό του η ματιά της Άισλιν άστραψε. Ώστε έτσι ήταν το χαμόγελο. Φάνταζε δύσκολο κάποιος να κυρτώσει τα χείλη του και να αντικρύσει με ζεστασιά κάποιον άλλο, μα εκείνος το είχε κατορθώσει. Η Άισλιν αντέγραψε μηχανικά τον άντρα και κύρτωσε τα χείλη της. Τότε το ένιωσε. Ένα ασθενές κύμα ευφορίας την είχε διαπεράσει. Χαμόγελο, σκέφτηκε αφηρημένα. Η απόσταση ανάμεσα στην φυλακισμένη και στους άντρες ολοένα και μειωνόταν.
    Το αγόρι τράβηξε το χέρι του απότομα, σε μία προσπάθεια να απελευθερωθεί από τη λαβή του στρατιώτη και παραπάτησε από αδυναμία. Όταν ανέκτησε την ισορροπία του, πλησίασε περισσότερο την κοπέλα.
«Άκου, Άισλιν». Είπε με ήρεμη, κατευναστική φωνή. «Αυτό που θα κάνω, δεν το έχω προσπαθήσει ποτέ ξανά.». Τα λόγια του διακόπηκαν από την τραχιά και απότομη φωνή του φρουρού πίσω του.
«Δεν χρειάζεται να της εξηγήσεις τίποτα. Φυλακισμένη είναι, απλά κάνε ότι είναι να κάνεις». Τον διέταξε.
    Εκείνος ρουθούνισε θυμωμένος και έβγαλε έναν κόκκινο σφαιρικό κρύσταλλο από τη τσέπη του. Η Άισλιν συνέχιζε να εξοργίζεται με τον φρουρό δίχως να μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να κατευνάσει τις σκέψεις της και προσηλώθηκε στο αγόρι και στον κρύσταλλο που κρατούσε. Ήταν κόκκινος σαν αίμα, και αντανακλούσε το φως ρίχνοντας πολλές ερυθρές αχτίνες στην γκρίζα φυλακή. Είχε δει αίμα, όταν έξυνε τον ανένδοτο τοίχο με τις παλάμες της. Ήταν κόκκινο, και σε αντίθεση με το ωχρό της δέρμα και το μαύρο κελί της ήταν όμορφο.  
    Η φυλακισμένη απλά κοίταζε το ρακένδυτο αγόρι και το κόκκινο πετράδι. Τα μάτια της ήταν άψυχα σε αντίθεση με τις πολύ ζωντανές σκέψεις της. Πλέον ήθελε να μάθει τι θα συνέβαινε. Είχε σταματήσει να φοβάται και είχε μετατραπεί σε έναν ψυχρό παρατηρητή έτοιμο να καταγράψει νέες πληροφορίες. Το πρόσωπό του πλησίασε το δικό της. Τώρα εκείνη μπορούσε να δει τα κεχριμπαρένια μάτια του. Ένα ακόμη χρώμα προστέθηκε στην παλέτα του μυαλού της και επέτρεψε στον εαυτό της να χαμογελάσει. Τα χείλη της κύρτωσαν και ευφορία την διαπέρασε. Ξεκινούσε να πιστεύει πως ήταν τυχερή για όσα είχαν συμβεί.
    Με μια απότομη κίνηση ο άντρας παραμέρισε τα μαλλιά της και τα τοποθέτησε στον ένα της ώμο. Έτσι, άφησε εκτεθειμένο ένα κομμάτι του λαιμού της. Όσο έκανε αυτή τη κίνηση ξεκίνησε να κινεί τα χείλη του σαν να μουρμούριζε άηχα κάποια προσευχή. Τοποθέτησε το πετράδι στο πίσω μέρος του λαιμού της. Εκείνη αναρίγησε όταν το κρύο κρύσταλλο ήρθε σε επαφή με το δέρμα της. Το αγόρι συνέχισε να κουνάει τα χείλη του και η πέτρα ξεκίνησε να ζεσταίνεται.
    Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε η Άισλιν ήταν πως η πέτρα ζεσταινόταν απλά λόγω της επαφής της με το θερμότερο δέρμα της. Μετά όμως, ξεκίνησε να την καίει. Η κοπέλα προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά από τη πέτρα που έκαιγε το δέρμα της όμως ο μεγαλόσωμος στρατιώτης την πλησίασε με γρήγορο βήμα και κράτησε το κεφάλι της ακίνητο. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να συγκρατήσει μια κραυγή πόνου καθώς η πέτρα συνέχιζε να την καίει όλο και πιο πολύ. Μία βραχνή κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της προδίδοντάς την. Όταν ξαναβρήκε την ψυχραιμία της προσπάθησε να υπομείνει τον πόνο μέχρι να σταματήσει. Όμως φαινόταν πως ο χρόνος είχε παγώσει. Ο πόνος προχώρησε βαθύτερα. Τώρα αισθανόταν την φωτιά μέσα στα κόκαλά της. Έτρεμε από τον πόνο αλλά ακόμη δεν επέτρεπε στον εαυτό της να βγάλει κάποιον ήχο.
    Αυτή ήταν άραγε η τιμωρία της που προσπάθησε να καταλάβει τον κόσμο που δεν θυμόταν; Ή μήπως αυτή ήταν η πραγματική εικόνα εκείνου του κόσμου; Οδυνηρός, σκληρός, βίαιος, τρομακτικός, της είπε χλευαστικά μια μικρή φωνή στο κεφάλι της. Η ροή των σκέψεών της διακόπηκε από τις αμέτρητες σουβλιές πόνου. Η φωτιά που έκαιγε το δέμα και τα σωθικά της είχε εξαπλωθεί. Πλέον το αίμα στις φλέβες τις κόχλαζε. Άνοιξε το στόμα της αυθόρμητα για να ουρλιάξει από τον πόνο μα δεν συνέβη τίποτα. Όταν όμως η φωτιά έφτασε την καρδιά της άκουσε από κάπου μακριά τον εαυτό της να ουρλιάζει. Εκείνη την φορά η φωνή της ήχησε πεντακάθαρη και ξέφυγε από το κελί ταξιδεύοντας στους διαδρόμους. Ούρλιαζε ξανά και ξανά, όμως η το μαρτύριό της συνεχιζόταν. Ήταν εξαντλημένη και αισθανόταν πως βρισκόταν ζαλισμένη στο χείλος ενός γκρεμού. Τότε ησύχασε. Άνοιξε τα μάτια της, αναμένοντας να δει φλόγες να τυλίγουν και να σιγοκαίουν το δέρμα της, όμως δεν είδε τίποτα. Το σώμα της ήταν ανέγγιχτο από τη φωτιά που ένιωθε. Ο πόνος είχε ξεπεράσει τα όρια που μπορούσε να αντέξει το κορίτσι. Η καρδιά της παλλόταν ανέλεγκτη και άρρυθμη. Οι ανάσες της ήταν γρήγορες και κοφτές. Πριν προλάβει να ουρλιάξει ξανά, το σώμα της κατέρρευσε. Έχασε τις αισθήσεις της και το πιο υπέροχο είδος γαλήνης κάλυψε όλο της το κορμί.

Ράνια Ταλαδιανού