Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 15)


ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ

                Ανακουφισμένος παρακολουθώ από τα τείχη του οχυρού τις εναπομείναντες γραμμές των Αβυσσαίων, να χάνονται μέσα στο σκοτάδι σαν κυνηγημένες.  Κερδίσαμε ακόμα μια μάχη ρουτίνας προστατεύοντας τα σύνορα της Αστέρια από τους εχθρούς της, όμως για πόσο θα συνεχιστεί αυτό; Η γη των Αβυσσαίων εξαπλώνεται διαρκώς, η δύναμή τους αυξάνεται και οι στρατοί τους πολλαπλασιάζονται. Η Μοργκάνα γίνεται πανίσχυρη και η μέρα που οι δυνάμεις των Φωτοφόρων και των Ζοφερών θα δουν την άνοδό της, δεν θα αργήσουν.

                Η Λατβέρια είναι η πιο κοντινή χώρα στα σύνορα της Αστέρα και της Αστέρια. Και όλοι πια βλέπουν, πόσο σημαντική είναι σύμφωνα με τα ύπουλα σχέδια της σκοτεινής βασίλισσας. Μέσα σ’ έναν μήνα χάθηκαν και τα οκτώ οχυρά της, που κρατούσαν τους Αβυσσαίους μακριά από τη γη της Αστέρια και οι υπερασπιστές της έχουν εξολοθρευθεί. Τώρα οι ορδές των Αβυσσαίων προελαύνουν προς την πόλη. Ο άρχοντας των Ζοφερών έχει βέβαια στείλει ενισχύσεις, αλλά οι στρατιώτες του δεν είναι αρκετοί, για να αλλάξουν καταλυτικά την έκβαση του πολέμου. Η βοήθεια των Ζοφερών καταφέρνει απλώς και μόνον ν’ ανακόψει προσωρινά την προέλαση του εχθρού μέχρι την στιγμή, που οι δυνάμεις της βασίλισσας θα εφορμήσουν ξανά.
                Ένας στρατιώτης με μαύρη γυαλιστερή πανοπλία πλησιάζει λαχανιασμένος τον βασιλιά διαλύοντας τις αποφράδες σκέψεις του.
«Άρχοντα, πιάσαμε δύο αιχμαλώτους. Τους έχουμε στα μπουντρούμια». Αναγγέλλει.
«Όχι αιχμαλώτους». Γαβγίζω εκνευρισμένος. «Εκτελέστε τους, πριν ανατείλει ο ήλιος!»
«Είναι μια γυναίκα κι ένας άντρας. Η γυναίκα θέλει, να σας μιλήσει. Λέει, πως αυτά που θα πει σίγουρα αφορούν εσάς…» λέει δειλά ο στρατιώτης κρατώντας το βλέμμα του στο έδαφος.
                Γυρίζω προς το μέρος του και τον κοιτάζω απορημένος και έπειτα του κάνω νόημα, να φέρει την γυναίκα ενώπιον μου, αλλά ξαφνικά αλλάζω γνώμη. Είμαι περίεργος γι’ αυτούς τους δυο. Ο στρατός της Μοργκάνα αποτελείται κυρίως από πνεύματα-σκιές, ούτε εγώ ο ίδιος δεν μπορώ, να αποφασίσω, τι από τα δύο είναι. Όμως οι αιχμάλωτοι που πιάσαμε, θα είναι ζωντανά όντα, για να νομίζουν οι άντρες μου, ότι έχουν κάποια αξία, για να μου ζητήσουν ακρόαση.
«Οδήγησέ με σε αυτήν». Τον προστάζω και τον ακολουθώ με βαρύθυμο βήμα.
                Τα τείχη της Λατβέρια έχουν ύψος εννέα μέτρων και πάχος πάνω από δυόμισι, ενώ μια τεράστια τάφρος περιβάλλει το κάστρο και τις συνοικίες της πόλης. Δεξιά και αριστερά από την κεντρική πύλη ορθώνονται πέτρινοι πύργοι σκοπιάς, ενώ άλλοι τέσσερις υψώνονται σε κάθε πλευρά κατά μήκος των τειχών. Ανάμεσα στις πέτρες είναι στερεωμένοι μυτεροί πάσσαλοι αλειμμένοι με το διαβόητο Λατβεριανό δηλητήριο, που σκοτώνει μέσα σε δευτερόλεπτα. Οι ίδιοι πάσσαλοι είναι τοποθετημένοι σε όλο το μήκος της τάφρου, ενώ η διάβαση προς την πόλη γίνεται από μια στενή γέφυρα μπροστά από την κεντρική πύλη.
                Καθώς ο φρουρός με οδηγεί προς την κεντρική πλατεία της πόλης, η έρημη αγορά και τα κλειστά, αμπαρωμένα παράθυρα των σπιτιών με μελαγχολούν. Η αγορά που άλλοτε έσφυζε από ζωή και εμπορική κίνηση απλώνοντας ολούθε τριγύρω ευωδιές από ακριβά μπαχάρια κι εξωτικά βότανα, τώρα φαντάζει γυμνή ένα φάντασμα του παρελθόντος, που πια αναδύει την βρώμα από τις ακαθαρσίες των ζώων και το αίμα των πολεμιστών. Η ατμόσφαιρα έχει μολυνθεί από την οσμή των πτωμάτων, που είναι σπαρμένα έξω από τα τείχη και στον ουρανό διαρκώς πετούν κυκλικά, λαίμαργα όρνια, που νοστιμεύονται ανθρώπινη σάρκα σε αποσύνθεση κι αίμα.
                Όλα αυτά δεν μου επιτρέπουν φαύλη αισιοδοξία, που πλέον συνειδητοποιώ, ότι οι άμυνες της Λατβέρια δεν θα αντέξουν για πολύ ακόμη. Αργά ή γρήγορα είναι αναπόφευκτο, να επιστρέψω πίσω στο Ρασάτ. Η πολυμήχανη Μοργκάνα έχει πολλούς άσους στο μανίκι της και διαθέτει αξιόλογες δυνάμεις, που ακόμη δεν έχουν ριχτεί στην μάχη. Μάλιστα κάποια στιγμή καθώς προχωρώ, νιώθω, πως ήδη οι στρατιώτες μου πίσω στο κάστρο μου δέχονται νέα επίθεση!
                Άλλωστε δεν υπάρχουν πια σύμμαχοι για ν’ αντιμετωπίσουν μαζί τον στρατό των Αβυσσαίων. Και από τη στιγμή που οι Ψιθυριστές είναι ανίκανοι, να πολεμήσουν με την πέτρινη φύση τους στο Ντίτριχ, οι Φύλακες είναι αδύνατον, να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Όσο ισχυρές και αν είναι οι δυνάμεις τους, οι Αβυσσαίοι είναι περισσότεροι και η σκοτεινή βασίλισσα φροντίζει καθημερινά ν’ αναπληρώνει τις απώλειές τους. Το να μπορέσει, να τους δώσει ένα καλό «μάθημα» περισσότερο αποτελεί… ευγενή πόθο παρά δυνατότητα!
                Φτάνουμε στις φυλακές, όπου κρατούν τους αιχμαλώτους. Τα μπουντρούμια είναι σκοτεινά δίχως παράθυρα γεγονός, που κάνει την μυρωδιά των ακαθαρσιών ακόμα πιο ανυπόφορη. Μόνο μερικοί δαυλοί καίνε έξω από κάθε κελί, μα το μόνο που καταφέρνει το ισχνό φως τους, είναι, να ξεθωριάζει τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα των φυλακισμένων ή να ρίχνει σκιές κάνοντάς τους, να φαντάζουν απόκοσμοι. Ο δεσμοφύλακας των Φωτοφόρων ξεκλειδώνει το τελευταίο κελί και μου υποκλίνεται με σεβασμό παραμερίζοντας, για να περάσω. Ο φρουρός του Μαλέφι κι ένας από τον δικό μου στρατό με ακολουθούν για κάθε ενδεχόμενο.
                Οι δύο κρατούμενοι σηκώνουν το βλέμμα τους, όμως μόνο η γυναίκα τολμά, να το κρατήσει σταθερά προς το πρόσωπό μου. Αυτή η γυναίκα είναι ταλαιπωρημένη και δε μοιάζει καθόλου με πολεμίστρια. Τα ρούχα της είναι διαφορετικά, σαν να προέρχονται από κάποιον άλλο κόσμο και η έκφραση του προσώπου της μου υποδηλώνει, πως δεν ξέρει, τι θα πει σεβασμός σε κάποιον ανώτερό της. Πόσο μάλλον σε κάποιον που πρόκειται, να αφαιρέσει την ζωή της με τα ίδια του τα χέρια. Γιατί αυτό σκοπεύω, να κάνω στο τέλος.
                «Έχεις κάτι για μένα;» ρωτάω απότομα και σταυρώνω ανυπόμονα τα μπράτσα μου μπροστά από το στήθος μου.
                Η γυναίκα χαμογελάει αινιγματικά και σηκώνεται όρθια με κόπο. Μια βαθιά πληγή στην κοιλιά της αιμορραγεί σιωπηλά και τα σωθικά της μοιάζουν έτοιμα, να ξεχυθούν έξω από στιγμή σε στιγμή. Πονάει, όμως δε διαμαρτύρεται.
«Είσαι άνθρωπος τελικά». Λέω συμπερασματικά.
«Ήμουν. Τώρα είμαι μια σκιά στον στρατό της Μοργκάνα». Αποκρίνεται η γυναίκα με το πικρό χαμόγελο, πάντα να τραβά το πρόσωπό της.
Ο άντρας δίπλα της κουνιέται νευρικά και ξεροκαταπίνει βγάζοντας έναν τραχύ ήχο, σαν να του έχουν κόψει τη γλώσσα.
«Πώς σε πέρασε η Μοργκάνα από τις Πύλες; Το Σεγκρέντο βρίσκεται στα δικά μας χέρια». Μουρμουρίζω σκεφτικός. Αν έχει βρει έναν τρόπο, για να μετακινεί τον οποιονδήποτε μέσα από τις πύλες δίχως το κατάλληλο κλειδί, τότε τα πράγματα είναι πολύ σοβαρότερα απ’ όσο θα ήθελα, να πιστεύω.
«Σκοτώνοντάς με κι επαναφέροντάς με σε άλλο σώμα».
«Ποια είσαι;» ρώτησε ο βασιλιάς στενεύοντας τα μάτια του. «Τι θέλεις από μένα; Μήπως έχεις σκοπό, να μου αποκαλύψεις τα σχέδια της κυράς σου;»
Η γυναίκα απέναντί μου στραβώνει τα χείλη της σε μια οδυνηρή ανάμνηση.
«Κάποτε με έλεγαν Τάσα Λάντεν και τον άντρα μου Τζέρβις». Λέει γνέφοντας προς τον πεσμένο δίπλα της άντρα. «Πλέον δεν έχουμε όνομα». Συμπληρώνει λυπημένα.
«Νομίζεις ότι ενδιαφέρομαι για το πώς ονομάζεσαι; Τι είναι αυτό, που πρέπει να ξέρω;» ρωτάω ανυπόμονα νιώθοντας, πως αυτή η καταραμένη παίζει με τα νεύρα μου. «Τι πληροφορία μπορεί τάχα, να μου δώσει ένας λιποτάκτης;» προσθέτω ειρωνικά.
«Δεν είμαστε λιποτάκτες! Δεν προδώσαμε την βασίλισσά μας. Και τώρα ξέρουμε, ότι δεν υπάρχει άλλος χρόνος για εμάς. Υπάρχει κάτι… που θα ήθελα, να γνωρίζεις. Κάτι που με τρώει εδώ και καιρό». Χαμογελάει στραβά. «Κάποτε είχαμε κάνει μια συμφωνία με τη Μοργκάνα. Θα προσέχαμε το μωρό, που θα μας έδινε και εκείνη θα μας έκανε αθάνατους. Αλλά προφανώς δεν μπορείς, να κάνεις συμφωνία με την Σκοτεινή Βασίλισσα…».
«Για ποιο μωρό κάνεις λόγο;» σφίγγομαι με σκοτεινιασμένο πρόσωπο. Μια ρυτίδα αρχίζει, να σκάβει το μέτωπό μου. Υπάρχει περίπτωση, να μιλάει για…
«Το δικό σου! Την κόρη σου! Την μικρή σου πριγκίπισσα!» απαντά θαρρετά η γυναίκα.
Ασυναίσθητα τραβάω το στιλέτο, που έχω περασμένο στη ζώνη μου και χτυπώντας την απότομα στον τοίχο το πιέζω στον λαιμό της. Μια σταγόνα αίματος κυλά στο αστραφτερό ατσάλι. Η γυναίκα φαίνεται, να φοβάται, αλλά δεν αντιστέκεται.
«Πού είναι;» ουρλιάζω οργισμένος. «Πού την έχετε;»
«Την έχει η Μοργκάνα. Θα τη βασανίσει, για όσο καιρό θέλει, να παίξει και μετά θα την σκοτώσει! Έτσι και αλλιώς ποτέ δεν έγινε ο στρατιώτης, που ήθελε στο πλάι της. Ήταν πάντα τόσο εκνευριστικά καλή και αυτό την θύμωνε».
Σηκώνω το χέρι μου, για να την χτυπήσω, όμως η αλήθεια που βλέπω στα μάτια της δεν με αφήνει. Όχι, αυτή η γυναίκα δεν λέει ψέματα.
«Και η Φλόγα;» ρωτάω με αγωνία.
«Ασφαλής. Την έχουν οι Φύλακες, υποθέτω. Αλλά αυτό μάλλον ήδη το ξέρεις. Αυτό που δεν ξέρεις, είναι, ότι η κόρη σου… η κόρη μου… θα γίνει η καταστροφή των Φυλάκων. Αυτό τουλάχιστον είπε η Μοργκάνα».
Αφήνω το χέρι μου, να πέσει και οπισθοχωρώ σοκαρισμένος. Νιώθω την γη, να υποχωρεί κάτω από τα πόδια μου. Η κόρη μου! Η μοναδική μου πριγκίπισσα που θεωρούσα εδώ και δεκαεπτά χρόνια νεκρή, είναι κάπου εκεί έξω ζωντανή και με χρειάζεται!
                Βγαίνω από το κελί των αιχμαλώτων παραπατώντας και κάνω νόημα στον δεσμοφύλακα, να τελειώνει μαζί τους.
                «Ρέιβεν Λάντεν». Ακούω τη γυναίκα, να μου φωνάζει απ’ το κελί. «Αυτό είναι το όνομά της τώρα».
                «Ρέιβεν». Ψιθυρίζω δοκιμάζοντας τη λέξη στο στόμα μου. «Ρέιβεν». Επαναλαμβάνω προσπαθώντας, να τιθασέψω μέσα μου την ανείπωτη χαρά που καλπάζει φρενιασμένη.
Νιώθω τα πρώτα σημάδια ευτυχίας, να γαληνεύουν την ταραγμένη μου ψυχή. Δεν μπορώ, να το πιστέψω: Η κόρη μου είναι ζωντανή! Και τότε συνειδητοποιώ, πως ακόμη ένα ύψιστο καθήκον βαραίνει τις πλάτες μου: Να σώσω την κόρη μου από τα νύχια της Μοργκάνα… αλλά αν αυτό είναι ψέματα; Ένα καλοσχεδιασμένο ψέμα της Μοργκάνα για να ρίξει τις άμυνες μου;


Ηλιάνα Κλεφτάκη