Στη Λάθος Πλευρά του Παραδείσου (Κεφάλαιο 27)

Οι πυροσβέστες έσβησαν με πολύ κόπο και μετά από πολλές ώρες την πυρκαγιά. Το αποτέλεσμα ήταν εφιαλτικό. Δεκαοκτώ πρόσφυγες είχαν βρει οικτρό θάνατο στην φωτιά. Στον τραγικό απολογισμό, συμπεριλαμβάνονταν και πέντε παιδιά.
               Η Αμαλία απολάμβανε το ποτό της μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση χαμογελώντας χαιρέκακα. Απέναντί της ο Γεράσιμος, καθισμένος στην πολυθρόνα, είχε ακουμπισμένο το πιγούνι τα στα δυο του χέρια.
               «Η αρχή έγινε...» είπε η Αμαλία «μα δε θα σταματήσουμε εδώ. Αυτό το καρκίνωμα πρέπει να ξεριζωθεί μια και καλή!»
               Ο μεσήλικας άντρας απέναντί της, έστεκε αμίλητος, σκεφτικός. Σηκώθηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο την πόλη που απλώνονταν μπροστά του «Νομίζω πως η κατάσταση ξέφυγε λίγο απ’ τον έλεγχο».
               «Τι εννοείς;» ρώτησε παραξενεμένη.
               Γύρισε και την παρατήρησε προβληματισμένος.
               «Μην μου πεις ότι τους λυπάσαι αυτούς τους μπάσταρδους! Έλεος!» συνέχισε.
               «Νομίζω ότι τραβήξαμε παραπάνω από ότι θέλαμε την προσοχή πάνω μας».
               Γούρλωσε τα μάτια της. Ήπιε το ποτό της και ξαναγέμισε το ποτήρι της «Ανοησίες! Τίποτα δε θα γίνει. Προτείνω μάλιστα να κλιμακώσουμε τις ενέργειες μας».
               «Τίποτα δε θα κάνουμε Αμαλία!» απάντησε και για πρώτη φορά από την ώρα που βρέθηκαν ο τόνος της φωνής του ήταν αυστηρός, θυμωμένος «Διακυβεύονται πολλά σ’ αυτή την υπόθεση για να το πάρουμε προσωπικά το θέμα».
               Το πρόσωπό της σκοτείνιασε και αγρίεψε «Ήταν η κόρη μου Γεράσιμε, η κόρη μας! Τι άλλο πρέπει να πάθουμε για να γίνει πιο προσωπικό το θέμα;»
               Την πλησίασε και την αγκάλιασε που έτρεμε ολόκληρη. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα.
               «Νομίζεις πως εγώ δεν πονάω;» είπε και η φωνή του βγήκε τώρα πιο μαλακή, με συμπόνια «Που κάθε μέρα πρέπει να πνίγω τον πόνο μου και να τον κρύβω, να χαμογελάω σαν να μη συμβαίνει τίποτα; Πρέπει όμως Αμαλία! Όλοι εμείς και αυτοί που είναι πάνω από μας, πολεμάμε για έναν σκοπό, για κάποια ιδανικά».
               Η Αμαλία τον απώθησε «Σκοτίστηκα για τις ιδέες και τις αξίες σας, εγώ το μόνο που θέλω, είναι αίμα για το παιδί μου!»
               Πέταξε το ποτήρι της στο πάτωμα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Στην πόρτα, έπεσε πάνω στην γυναίκα του. Δεν προσπάθησε καν να κρύψει το μίσος της και την προσπέρασε χωρίς να της μιλήσει. Κοίταξε τον άνδρα της με απορία και εκείνος αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους τάχα αδιάφορα λέγοντας «Έχει και αυτή τα δικά της».

               Ο Αλέξανδρος καθόταν στην άκρη του κρεβατιού ζαλισμένος ακόμα. Γύρισε και κοίταξε την Αρετή που κοιμόταν δίπλα του, το σεντόνι σκέπαζε ελάχιστα το γυμνό της κορμί. Σηκώθηκε αργά για να μην την ξυπνήσει και πήγε στο σαλόνι. Γέμισε ένα ποτήρι κρασί, κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα και άναψε τσιγάρο. Είχαν συμβεί τόσα πολλά και σε τόσο λίγο διάστημα που ήταν δύσκολο να τα διαχειριστεί. Και τώρα, εγκλωβισμένος σε μια σχέση με μια γυναίκα που του προκαλούσε τόσο αντιφατικά συναισθήματα.

               Η νεαρή γυναίκα με τη μελαμψή επιδερμίδα τράβηξε το φθαρμένο από τον χρόνο και τις κακουχίες σάλι, που πήγε να γλιστρήσει από τους ισχνούς της ώμους. Η έντονη μυρωδιά του καμένου είχε εισχωρήσει σε κάθε κύτταρο των ρουθουνιών της. Η αδελφή της είχε ήδη φορέσει τα μαύρα, ενώ δεν είχε αφήσει μοιρολόι για μοιρολόι από την πατρίδα τους. Όσο για την ίδια... σώμα και ψυχή αρνούνταν να δεχτούν αυτό που την είχε βρει από τη μια στιγμή στην άλλη. Η λογική είχε παραχωρήσει αμαχητί τη θέση της στην παράνοια, ενώ θλίψη και οδύνη είχαν θαρρείς αποτραβηχτεί σε κάποια αθέατη γωνίτσα του είναι της.
               «Φάτιμα! Φάτιμα παίζεις πάλι κρυφτό κουκλίτσα μου; Έλα παιδί μου να σου πλέξω μια χοντρή πλεξούδα! Δε σου ‘χω πει χιλιάδες φορές πως έτσι είναι πιο όμορφα από ότι λυτά;»
               Τα μισοκαμένα και σε πολλά σημεία σκισμένα ρούχα της, εμπόδιζαν αρχικά το πέρασμα μέσα από χαλάσματα κι αποκαΐδια. Γρήγορα όμως κατόρθωσε να τα ελέγξει. Έψαχνε κι έψαχνε έχοντας την τρέλα αποτυπωμένη στα αμυγδαλωτά της μάτια. Κι εκεί που είχε χάσει κάθε ελπίδα, της φάνηκε πως άκουσε τη φωνή της Φάτιμα κάτω από δυο πασσάλους, οι οποίοι είχαν γλιτώσει από τις πύρινες γλώσσες «Φάτιμα παιδί μου περίμενε! Θα σε βγάλω έξω, η μανούλα θα σε σώσει!»
               «Γυναίκα γιατί ψάχνεις για ζωντανούς ανάμεσα στα ερείπια του θανάτου;» την αγκάλιασε ένας άνδρας που έφερε ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι του «Μην ανησυχείς το αγγελούδι σου ίπταται ήδη στην αυλή μου!»
               Η νεαρή μητέρα ξεψύχησε επί τόπου...

               Η Αμαλία ήταν στην κυριολεξία ταύρος εν υαλοπωλείο. Δυο πρόσφατα αποκτηθέντα βάζα μινγκ ήταν τα πρώτα "θύματά" της. Σίγουρα θα ακολουθούσαν κι άλλα «Μα πώς είναι δυνατόν να με ενοχοποιούν για εμπρησμό; Τι πήγε στραβά;» ούρλιαζε καθώς έσπαγε μια εξάδα κρυστάλλινων ποτηριών.


Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου