Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 2-Κεφάλαιο 10)


ΞΕΦΩΤΟ ΛΟΥΞΙΑ

    Η ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΕ ΤΟ ΚΥΜΑ ΘΥΜΟΥ που την κατέκλεισε. Ήταν εξοργισμένη που είχε επιτρέψει στον Κλέιν να την δει τρομαγμένη. Αλλά είχε εκνευριστεί ακόμη περισσότερο με το γεγονός πως ο άντρας έμοιαζε να έχει πάντα μια απάντηση για όλα. Πώς ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί; Πως είχε μαντέψει κάτι τέτοιο με τόση σιγουριά; Η κοπέλα κοίταξε μακριά από τον Κλέιν δείχνοντας παγερή αδιαφορία για την ερώτησή του. Δεν σκόπευε να του πει πως είχε δει το φάντασμα του Τζάρεντ Λαστ, ούτε πως της είχε μιλήσει. Η Λύριο γέλασε πίσω από τον αδερφό της με την επιδεικτική ψυχρότητα της Μία. Ο Εστέφαν κοίταζε τον Κλέιν με δυσπιστία. Ο Σάντεν, από την άλλη, ήταν πίσω ακριβώς από τον νεαρό άντρα και ρουθούνισε εκνευρισμένος μόλις το βλέμμα του συναντήθηκε με εκείνο της κοπέλας.
«Πώς με βρήκατε;» Σκέφτηκε φωναχτά η Μία, όταν συνειδητοποίησε πως πριν μερικά λεπτά ήταν μόνη και χαμένη μέσα στο δάσος.

    Ο Σάντεν άνοιξε διάπλατα τα φτερά του και ούρλιαξε με δυνατή και βροντερή φωνή. Ύστερα άνοιξε τα σαγόνια του, και ένας πίδακας φωτιάς ξέφυγε από τον λαιμό του. Όταν έκλεισε το ανοιχτό του στόμα και κρύφτηκαν τα μυτερά του δόντια, ξεφύσησε ένα μεγάλο κύμα καπνού από τα ρουθούνια του. Η Μία κατάλαβε πως ο δράκος την είχε βρει και αναρωτήθηκε αν αυτό οφειλόταν στις οξυμένες αισθήσεις του ή στο μαγικό δέσιμο ανάμεσά τους. Ο Σάντεν, σαν να την κατάλαβε, χτύπησε τα φτερά του και έπεσε πάνω στο σώμα της με φόρα, προσπερνώντας τον Εστέφαν. Γάντζωσε την μπλούζα της με τα γαμψά νύχια του και μετά έγειρε το κεφάλι του πάνω στην φολίδα της. Η Μία ένιωσε μια ζεστασιά σε εκείνο το σημείο. Το κορίτσι κατάλαβε πως ο δράκος κάπως θα την έβρισκε, όσο θα είχε την φολίδα του στο στέρνο της. Γέλασε και μετά κοίταξε με μια θλιμμένη έκφραση την ξεσκισμένη μπλούζα της.
«Σάντεν, μεγαλώνεις γρήγορα. Πρέπει να το σταματήσεις αυτό που κάνεις με τα νύχια σου». Του είπε σκεπτόμενη πως την επόμενη φορά θα ήταν τόσο μεγάλα, που με ευκολία θα μπήγονταν στο δέρμα της. Ο δράκος έκανε μία άχαρη τούμπα από πάνω της, και έπεσε φαρδύς πλατύς, ανάσκελα στην κοιλιά και τα πόδια της. Της ανοιγόκλεισε τα μεγάλα και βαθιά κόκκινα μάτια του με τρυφερότητα και εκείνη γέλασε. «Και βάρυνες, φιλαράκο». Του είπε πειρακτικά και είδε τον ενοχλημένο δράκο να σηκώνεται από πάνω της και να βρυχάται εκνευρισμένος.
    Κοίταξε γύρω της και είδε όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω στον Σάντεν και σε εκείνη. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει, όμως όταν επικοινωνούσε με τον μικρό δράκο δεν πρόσεχε τίποτα γύρω της. Έμοιαζε σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Συνήθως ήταν μόνοι εκείνες τις στιγμές βέβαια. Όμως ακόμη και αυτή τη φορά, που ήταν περιτριγυρισμένη από ανθρώπους, δεν είχε σκεφτεί ούτε για μια στιγμή να τους κοιτάξει. Όταν μιλούσε με τον Σάντεν, πρόσεχε μόνο εκείνον. Και ο δράκος δεν πρόσεχε σχεδόν ποτέ κάποιον πέρα από εκείνη. Τον είχε πιάσει βέβαια μερικές στιγμές να επικοινωνεί με τον Εστέφαν. Τότε πολυάριθμες τσιμπιές ζήλιας κεντούσαν την κοιλιά της.
«Γλυκιά μου, να σε αποχαιρετήσω;» Η Λύριο πλησίασε την Μία και την πήρε μία μεγάλη αγκαλιά.
    Η Μία στο άκουσμα τον λέξεών της ένιωσε θλίψη αλλά και λίγη ανακούφιση. Η γυναίκα της είχε συμπεριφερθεί πολύ όμορφα και είχε κάνει κάτι για εκείνη χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα. Ήταν οικείες οι αλλόκοτες στιγμές που είχε ζήσει η Μία μαζί της, στο μαγαζί και στο ξέφωτο. Θυμήθηκε το φρικτό κέικ κολοκύθας, και το περίεργο τσάι γλυκόριζας που άρεσαν στην Λύριο τόσο πολύ. Επίσης αναπόλησε την στιγμή που η γυναίκα θρυμμάτισε τον διαμαντένιο δεσμό που έδενε τον Σάντεν μαζί της. Τότε, το κορίτσι είχε δει ένα όμορφο κομμάτι της μαγείας. Τα θραύσματα είχαν δημιουργήσει μια λαμπερή σκόνη που είχε απλωθεί παντού γύρω της. Οι αντανακλάσεις τους έστελναν ασημένιο φως προς κάθε κατεύθυνση, και τα κομμάτια λαμπύριζαν μαγικά. Ήταν η πρώτη φορά που είχε τυλιχτεί από ασημόσκονη, και δεν θα ξεχνούσε πως η Λύριο της είχε δώσει εκείνη την ανάμνηση.
    Ο πρώτος λόγος που οδηγούσε την Μία σε ένα αίσθημα ανακούφισης, ήταν πως δεν θα χρειαζόταν να κοιτάζει αυτά τα μεγάλα  και αφύσικα μάτια της γυναίκας. Ίσως να ήταν κακό που προκαλούσαν τρόμο στον εσωτερικό της κόσμο, όμως δεν μπορούσε να ελέγξει αυτό που αισθανόταν. Δεν ήταν μόνο το μεγάλο τους μέγεθος, αλλά και το ξένο και απόκοσμο μωβ που τα διακοσμούσε. Η Μία δεν είχε δει ποτέ ξανά τέτοια απόχρωση, ή κοντινή της, στα μάτια κάποιου. Ένιωθε πως κάτι κακό, ή θλιβερό, ή σκοτεινό κρυβόταν πίσω από αυτά. Πάντως σίγουρα κάτι μαγικό. Ο συνδυασμός όμως αυτών των λέξεων έφερνε εφιαλτικές αναμνήσεις στο κορίτσι. Ο δεύτερος λόγος που η Μία ανέμενε την αποχώρησης της γυναίκας, ήταν εκείνο το φρικιαστικό μάτι που βρισκόταν στο εσωτερικό της παλάμης της. Είχε βάλει τα δυνατά της για να μην σκεφτεί αυτό το περίεργο μάτι, όμως η εικόνα του την στοίχειωνε. Όποτε η Λύριο πήγαινε να την αγγίξει, δεν μπορούσε παρά να τραβηχτεί μακριά. Αυτό την έκανε να αισθάνεται απαίσια, αφού η γυναίκα μόνο όμορφα της είχε φερθεί. Για αυτό ήθελε να χωρίσουν οι δρόμοι τους, για να πάψει να της φέρεται με αυτόν τον αυθόρμητο τρόπο της.
«Αντίο. Δεν θα ξεχάσω πως πρέπει κάποια στιγμή να σε ξεπληρώσω για όσα έκανες για μένα». Της είπε με ένα ειλικρινές και μεγάλο χαμόγελο που δεν χάριζε εύκολα σε κάποιον. Η Λύριο φάνηκε χαρούμενη και της χαμογέλασε θερμά. Έφυγε γρήγορα όμως, αφού μάλλον είχε ήδη χαιρετήσει τους υπόλοιπους. Το κορίτσι μάλωσε τον εαυτό του που ανάγκασε την γυναίκα να την ψάξει για να την αποχαιρετήσει.
«Έλα λοιπόν, πρέπει να κοιμηθούμε». Είπε ο Εστέφαν και έπιασε το χέρι της. Εκείνη τον κοίταξε ερωτηματικά και τραβήχτηκε μακριά από εκείνον.
    Ακολούθησε τον Κλέιν και τον Εστέφαν και πριν το καταλάβει βρίσκονταν στο δέντρο που έψαχνε εξ αρχής. Μόνο που μπροστά από αυτό σιγόκαιγε μια φωτιά και ήταν απλωμένες τρεις κουβέρτες. Ήταν μια για τον καθένα και το μέγεθος της κάθε κουβέρτας αρκούσε για να τυλιχτεί κάποιος. Ήταν αναμενόμενο πως δεν υπήρχε κάτι για τον δράκο. Ήταν στην φύση του να είναι ανεξάρτητος. Η Μια γέλασε στην ιδέα του δράκου κουλουριασμένου με μια κουβέρτα. Όταν δύο περίεργα αντρικά βλέμματα καρφώθηκαν πάνω της ησύχασε και προσποιήθηκε πως δεν είχε γελάσει ποτέ. Η νύχτα είχε φέρει μαζί της ένα κρύο αεράκι που φύσησε δυνατά και πέρασε μέσα από τις χαραγές της σχισμένης μπλούζας την Μία. Εκείνη έβαλε τα χέρια της στην κοιλιά της σε πια προσπάθεια να ζεσταθεί
«Πάω να ρίξω μια ματιά στα άλογα». Είπε ο Κλέιν και προσπέρασε τον Εστέφαν και τη Μία με γρήγορες και μεγάλες δρασκελιές.
    Η κοπέλα κοίταξε την πλάτη του που χάθηκε αρκετά μέτρα μακριά, μέσα στον παραμελημένο μικρό στάβλο που είχαν δανειστεί. Όταν κοίταξε τον Εστέφαν, πρόσεξε πως τα μάτια του ήταν προσηλωμένα πάνω στο σώμα της, και ήταν σίγουρη πως στο βλέμμα του διέκρινε έλξη. Χαμογέλασε ευχαριστημένη που τον είχε τσακώσει. Τέντωσε το σώμα της πάνω στην κουβέρτα στην οποία καθόταν. Τον κοίταξε και πήρε μία πόζα που θεωρούσε θηλυκή.
«Τι κοιτούσες μόλις τώρα;» Τον ρώτησε με ένα μικρό χαμόγελο κρυμμένο στα χείλη της.
    Εκείνος έβγαλε το καστανό του πανωφόρι. Το ακούμπησε πάνω στην κουβέρτα και μετά ξεκίνησε να ξεκουμπώνει το λευκό του πουκάμισο. Η Μία ανατρίχιασε και πρόσεξε το δέρμα του άντρα που φαινόταν όλο και περισσότερο. Τι κάνει; Αναρωτήθηκε με περιέργεια. Όταν συνειδητοποίησε πως είχε τα μάτια της καρφωμένα στο πουκάμισό του, το οποίο ξεκούμπωνε, κοίταξε επίμονα την φωτιά. Εσύ τι κάνεις; Μάλωσε τον εαυτό της. Αφού όλα τα κουμπιά του πουκαμίσου του ήταν ξεκούμπωτα ο άντρας έγειρε προς το μέρος της για να της τραβήξει τη προσοχή. Η Μία, χωρίς ακόμη να έχει καταλάβει τι ακριβώς έκανε ο Εστέφαν, και χωρίς να νιώθει άνετα με το ανοιχτό του πουκάμισο, τον κοίταξε ξανά. Δεν είχαν πολλά ρούχα για να αλλάζει τώρα. Βασικά δεν είχαν κανένα άλλο ρούχο. Θα τους έδιναν καινούρια στο στρατόπεδο του Μέινλοουν. Ο Εστέφαν έβγαλε τελείως το πουκάμισο και αποκάλυψε ολόκληρο το πάνω μισό μέρος του σώματός του, που είχε αρκετά έντονα εξογκώματα από γυμνασμένους μύες. Ήταν σίγουρα πιο γεροδεμένος από όσο φαινόταν όταν φορούσε ρούχα. Η Μια αναγκάστηκε για δεύτερη φορά να στρέψει το βλέμμα της στην φωτιά. Αυτή τη φορά όμως ο Εστέφαν την ταρακούνησε για να αφήσει στην αγκαλιά της το πουκάμισό του. Η κοπέλα τον κοίταξε γεμάτη απορία και προσπάθησε να αποφύγει να στέψει το βλέμμα της στο ξεγυμνωμένο σώμα του.
«Φόρα αυτό, η μπλούζα σου είναι πολύ σχισμένη. Δεν έχει νόημα να κρυώνεις». Η Μία έτεινε προς το μέρος του το πουκάμισο αρνούμενη να το δεχτεί. «Εγώ έχω το πανωφόρι μου, εσύ δεν έχεις πάρει τίποτα τέτοιο». Της είπε με ένα μεγάλο καλοπροαίρετο χαμόγελο.
«Κοίτα, εγώ δεν χρειάζ...». Ξεκίνησε να του λέει πεισματάρικα όταν εκείνος έβαλε τα δάχτυλά του στα χείλη της.
«Θα το φορέσεις, ή θα στο φορέσω εγώ;» Την ρώτησε αποφασιστικά και δυναμικά. Η Μία τον κοίταξε εκνευρισμένη όμως το βλέμμα του δεν άλλαζε. Ήταν πολύ σοβαρός. Δεν σκόπευε να φορέσει ξανά το λευκό του πουκάμισο.
«Καλά». Φόρεσε το πουκάμισο και ένιωσε λίγο θυμό που ο Εστέφαν έκανε κάτι τόσο ευγενικό για εκείνη. «Σ’ ευχαριστώ». Του είπε με μισή καρδιά και μέσα από τα δόντια της.
    Μια στιγμή μετά, σκέφτηκε κάτι που την έκανε να χαμογελάσει. Ήταν η σειρά της να τον κάνει να αισθανθεί άβολα. Μέσα από την μπλούζα της φορούσε έναν μαύρο κορσέ που αποκάλυπτε μόνο την κοιλιά της, όμως ο Εστέφαν δεν το ήξερε. Σήκωσε την μπλούζα της, χωρίς να τον κοιτάξει και την έβγαλε. Μπορούσε να πει με σιγουριά πως αισθανόταν το έντονο βλέμμα του άντρα, καρφωμένο πάνω της. Έβγαλε τελείως την μπλούζα και έμεινε με τον σφιχτοδεμένο κορσέ της. Φόρεσε το πουκάμισο και κούμπωσε σιγά σιγά τα κουμπιά του. Της ήταν αρκετά άνετο και έτσι αποφάσισε να αφήσει αρκετά κουμπιά ανοιχτά για να αποκαλύπτεται λίγο ο κορσές. Αυτό κολάκευε καλύτερα το μπούστο της από ότι ένα κλειστό, φαρδύ πουκάμισο.
«Είσαι περίεργη κοπέλα, Μία Μόλτεν». Της είπε ο Εστέφαν που φαινόταν ακόμη επηρεασμένος από την αλλαγή ρούχων που είχε κάνει μπροστά του. Κοιτούσε μακριά της τώρα, όμως διαγραφόταν σε όλο του το πρόσωπο πως σκεφτόταν εκείνη.


Ράνια Ταλαδιανού