Διηγήματα Φαντασίας από τα όρια της ύπαρξης και της ζωής (Διήγημα 6ο) - "Γη 2"

Άνοιξα τα μάτια μου και η σκέψη μου ήταν κενή και θολή. Ποιος είμαι, αναρωτήθηκα, ξυπνώντας από έναν μακρύ ύπνο χωρίς όνειρα. Και τότε, μέσα σε δευτερόλεπτα, τα νευρωνικά μου δίκτυα πήραν ζωή. Μακρινές αναμνήσεις και γνώσεις κατέκλυσαν τον εγκέφαλό μου. Μακρινές κι όμως τόσο νωπές! Σαν να ήταν μόλις το προηγούμενο λεπτό! Ώστε φθάσαμε! Μάλλον όλα πήγαν καλά, σκέφθηκα και η ανυπομονησία με κυρίευσε.

Σήκωσα το χέρι μου και κοίταξα το ατομικό ρολόι στον καρπό μου. 4.238 μ.Χ.! Ώστε πέρασαν πάνω από 2.000 χρόνια κι όμως είμαι ζωντανός! Άρα, μάλλον όλα πήγαν καλά, σκέφτηκα.

Σηκώθηκα βιαστικά από την ανοικτή θήκη μου και για πρώτη φορά σκέφθηκα ότι έμοιαζε με φέρετρο, κάτι που δεν είχα σκεφθεί, όταν έμπαινα, 2.000 χρόνια πριν στη μακρινή Γη.

Δίπλα μου η Γεωπλάστης 2 είχε κι αυτή ανασηκωθεί στη θήκη της και με κοιτούσε με χαμόγελο αμίλητη. Τι όμορφη που είναι, σκέφθηκα κοιτάζοντας τα πανέμορφα καταπράσινα μάτια της και το λυγερό της σώμα. Και μάλλον το σκέφθηκα πολύ «δυνατά», γιατί το συνέλαβε ο αισθητήρας τού κρανίου της και μου ανταπέδωσε σιωπηλά τη φιλοφρόνηση στον δικό μου αισθητήρα κολακευμένη, με μια δική της έντονη σκέψη:

«Κι εσύ είσαι πανέμορφος, μ' αυτό το μυώδες σώμα».

Κινήθηκα προς τον διπλανό θάλαμο, με τη σύντροφό μου να με ακολουθεί. Η αγωνία της ήταν έκδηλη στον αισθητήρα μου, όπως ήταν έκδηλη σ' αυτήν και η δική μου ανυπομονησία. Ξεσφράγισα την πόρτα και στο διπλανό δωμάτιο είδα από τα τζαμάκια τους άλλους δύο συντρόφους μας να κοιμούνται στις θήκες τους. Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Η Γεωπλάστης 2 πάτησε το κουμπάκι και οι ενδείξεις εμφανίσθηκαν στις δύο τους θήκες φυσιολογικές.

«Νιώθω την ανάγκη να τους ξυπνήσω, να τους πω ότι φθάσαμε!» της είπα και χαμογέλασε.

«Αυτοί έχουν ακόμα μέλλον! Κράτα την ανυπομονησία σου για μισό ακόμα αιώνα και τότε βλέπουμε!» είπε γελώντας.

Ήδη ένιωθα να μου λείπουν, καθώς θυμόμουν την κοινή μας εκπαίδευση στη μακρινή Γη, όταν ετοιμαζόμασταν γι' αυτό το μακρινό, επικίνδυνο και πρωτοφανές ταξίδι. Όμως αυτοί ήταν οι αντικαταστάτες μας. Θα έμεναν εκεί ακίνητοι, μέχρι να σιγουρέψουμε την αποικία ή μέχρι να μας συμβεί κάτι απροσδόκητο για να μας αντικαταστήσουν.

Η σύντροφός μου ξεσφράγισε τη βαριά μολυβένια πόρτα τού θαλάμου μας και βγήκαμε στη γέφυρα τού σκάφους. Πλεύσαμε προς τα παράθυρα και τα ξεσφραγίσαμε. Και, ω! Τι θέαμα ήταν εκείνο! Ίσως την πιο κατάλληλη στιγμή για καρτ-ποστάλ, μπροστά μας έλαμπε ανάμεσα στα άστρα η Γη 2! Ένας κοκκινογάλαζος πλανήτης με τα δύο του φεγγάρια να λάμπουν στο βάθος.

«Ναι! Όλα πήγαν καλά!» φώναξε η σύντροφός μου και χτυπήσαμε ο ένας τις παλάμες τού άλλου, σε ένδειξη ενθουσιασμού.

Κινηθήκαμε βιαστικά να δούμε, αν υπήρχαν καταγραφές στις τηλεπικοινωνίες του σκάφους με τη Γη 1, τον μητρικό μας πλανήτη, που ο ήλιος του ούτε καν φαινόταν σε αυτόν τον ουρανό, 47 έτη φωτός μακριά. Αλλά αν και το φως ήθελε «μόνο» 47 χρόνια, το σκάφος μας χρειάσθηκε δύο χιλιετίες για το ταξίδι αυτό.

Σιωπή! Κανένα μήνυμα, κανένα σήμα!

Άραγε, υπήρχαν ακόμα εκεί άνθρωποι; Άραγε υπήρχε ακόμα η Γη 1; Κι αν ακόμα υπήρχαν, μας θυμόταν πια κανένας; Τα πρόσωπά μας σκυθρώπιασαν. Ήμασταν άραγε μόνοι και ξεχασμένοι; Ένα παλιό ξεχασμένο πείραμα των προγόνων τους; Είχαν πλέον οι άνθρωποι άλλες ασχολίες και ανησυχίες από τη δική μας αποστολή; Μήπως περίμεναν απλώς δικό μας σήμα για να απαντήσουν; Ποιος μπορούσε να περιμένει μια απάντηση που θα ερχόταν σε 95 χρόνια;

Στείλαμε μήνυμα πως «φθάσαμε καλά» κι ότι «προχωράμε σύμφωνα με το πρόγραμμα» και ξεσφραγίσαμε τα μολύβδινα ψυγεία στους μολύβδινους θαλάμους μας. Σπόροι, σπέρμα και ωάρια έδειχναν σε άριστη κατάσταση· και φορτώσαμε τα μισά απ' αυτά στο σκάφος καθόδου, μαζί με τις μισές μήτρες. Οι άλλες τέσσερεις, μαζί με τα αναπληρωματικά σπέρματα, θα έμεναν εκεί στο σκάφος για το μέλλον, μαζί με τους κοιμισμένους αντικαταστάτες μας.

Η κάθοδος πήγε καλά, στην πολική τοποθεσία που μας είχε προγραμματίσει ο υπολογιστής τού σκάφους. Τα αλεξίπτωτα με τις αποσκευές ακούμπησαν απαλά στο άγονο αμμώδες έδαφος, ένα μόλις χιλιόμετρο από το δίκτυο λιμνών και ποταμών. Εδώ θα ήταν το λίκνο τής νέας ανθρωπότητας!

Η πίεση ήταν καλή, μα η θερμοκρασία υψηλή, σ' έναν πλανήτη με τόσο διοξείδιο του άνθρακα! Και μόνο νωρίς το πρωί ή τη νύχτα ή στον «βαρύ Χειμώνα» του πλανήτη, θα μπορούσε προς το παρόν να βγει κάποιος άνθρωπος χωρίς στολή με τον αναπνευστήρα οξυγόνου του στην ύπαιθρο, για να μην ψηθεί από τη ζέστη. Και για τις αναβράζουσες θάλασσες του Ισημερινού ούτε συζήτηση!

Η δίδυμη αδελφή τής Γης, η Γη 2, ήταν ένας καλός πλανήτης για τον άνθρωπο. Με έναν κίτρινο νάνο ήλιο, σαν τον δικό μας, στη σωστή απόσταση, με δύο φεγγάρια που θα έδιναν ελαφρές παλίρροιες, με μια βαρύτητα όπως της πρώτης Γης και με νερό! Πολύ νερό!

Στήσαμε τα καταλύματα πλάι στον λόφο με τις σπηλιές και μέσα εκεί λαξεύσαμε νέες κατοικίες, κάτω απ' το έδαφος, με τη δροσιά της "Γης". Ανοίξαμε τις τεχνητές μήτρες και γονιμοποιήσαμε 4 ωάρια με σπέρματα ανθρώπων από φυλές της Γης. Κάθε 9 μήνες τέσσερεις νέοι άνθρωποι, για 10 χρόνια ως τώρα. Και μήτρες ζώων, 4 νέα είδη κάθε φορά.

Ελευθερώσαμε τους πρώτους μικροοργανισμούς στο στείρο περιβάλλον του πλανήτη σε αέρα και νερό και στο έδαφός του φυτέψαμε τα πρώτα του φυτά. Φτιάξαμε κήπους και δασάκια και ο ευλογημένος αυτός πλανήτης δε μας αρνήθηκε την άφθονη βροχή του. Δουλέψαμε νύχτα και μέρα ακούραστα αυτά τα δέκα χρόνια, για να μπορούμε σήμερα να σας προσφέρουμε παιδιά, όλα αυτά τα αγαθά τού Θεού που βλέπετε στο τραπέζι σας.

Και τώρα, σε λίγο η «μαμά» θα σας ανοίξει την πόρτα να βγείτε για παιχνίδι στο λιβάδι και για το πρώτο ψάρεμα στη λίμνη. Φορέστε όλοι σας τους αναπνευστήρες σας και μη μαλώνετε! Μην κόβετε λουλούδια εκεί έξω. Όποιος θέλει, θα πάρει αργότερα λουλούδια από τους εσωτερικούς κήπους. Και όταν σας φωνάξουμε για μάθημα να μην αργήσετε να μπείτε, γιατί υπάρχουν ακόμα τόσα πολλά που πρέπει να σάς διδάξουμε! Γνώσεις των προγόνων σας, θησαυρισμένες για εσάς. Επιστήμες, θρησκείες και φιλοσοφίες. Τεχνολογίες και παλιά ιστορία της πρώτης Γης.




Τα παιδιά βγήκαν τρέχοντας στο καταπράσινο ανθισμένο λιβάδι παίζοντας κάτω από τα δένδρα και πλατσουρίζοντας στο ρηχό ποτάμι. Ο ουρανός δεν ήταν ακόμα γαλανός, ήταν όμως όμορφος σαν ηλιοβασίλεμα, κάτω από πολύχρωμα σύννεφα.

Ο Γεωπλάστης 1 έπιασε με στοργή το χέρι τής συντρόφου του και το φίλησε τρυφερά. Εκείνη χαμογέλασε ευτυχισμένη βλέποντας τα παιδιά τους να παίζουν χαρούμενα, σίγουρη πλέον ότι η αποστολή τους είχε πετύχει.

«Έλα αγάπη μου! Οι μπαταρίες μας φορτίσθηκαν. Ας αποσυνδεθούμε να πάμε κι εμείς με τα παιδιά στη λίμνη. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από επίβλεψη σ' αυτή την ηλικία και είναι τόσο εύθραυστοι!»

«Και τόσο πολύτιμοι!» συμπλήρωσε εκείνη αποσυνδέοντας τον βραχίονα τροφοδοσίας από την πρίζα και σφραγίζοντας το καπάκι τής μασχάλης της.


Χρόνης Πάροικος