Ιδαν(ε)ική Ζωή του Ιωάννη Τζάνη

Έδωσα και το τελευταίο μου ευρώ στο Στοίχημα και όχι πάνω σε μια απόφαση της στιγμής. Όλο το χρόνο έκανα αιματηρές οικονομίες, έτρωγα μόνο μια φορά τη μέρα για να γλιτώνω λεφτά και να που τώρα τα πόνταρα όλα στο Μουντιάλ της Ρωσίας. Οι μισοί και παραπάνω θαμώνες του πρακτορείου πόνταραν στον επιθετικό της Βραζιλίας για πρώτο σκόρερ της διοργάνωσης, πράγμα πολύ πιθανό να συμβεί γι’ αυτό και συγκεντρώνει τόσο χαμηλή απόδοση στη συγκεκριμένη κατηγορία. Εγώ δε μάζευα φράγκα κάνοντας τόσες στερήσεις απλά για να ποντάρω 200 ευρώ και να πάρω άλλα τόσα. Είναι η μεγάλη μου ευκαιρία να βγω απ’ τα σκατά, γι’ αυτό πόνταρα πάνω στον φορ του Ιράν. Μετά φίλησα το δελτίο, το έδωσα στο ταμείο και τώρα πηγαίνω σπίτι μ’ ένα λουλούδι στο χέρι, όπου με περιμένει η Αλεξάνδρα. 
Τη βρίσκω να κάθεται στο μπαλκόνι και να χαζεύει αφηρημένη τις πολυκατοικίες καθώς ο ήλιος κοντεύει να δύσει και το χλωμό του φως πέφτει κουρασμένα πάνω στους τοίχους και στα κλειστά ή μισόκλειστα καφετιά στόρια. Η Αθήνα είναι μια άσχημη μέγαιρα τις περισσότερες ώρες της ημέρας μα κάτι τέτοιες στιγμές, απ’ την ώρα που αρχίζει να βραδιάζει ως το ξημέρωμα, μετατρέπεται σε μια νεράιδα με άγρια ομορφιά. Μπαίνοντας στο διαμέρισμα ανοίγω το συρτάρι που βρίσκεται στο σαλόνι και μέσα του έχω κρύψει όλο το απόγευμα ένα χάρτινο στέμμα που έφτιαξα για εκείνη.
  «Αυτό είναι για σένα, όμορφη» της δίνω το λουλούδι.
  «Καλή ιδέα: πλαστικό λουλούδι, δε μαραίνεται κιόλας» λέει απαξιωτικά και κάνει πως το μυρίζει. Το ακουμπάει στο τραπεζάκι.
  «Φταίει που δεν έχω λεφτά για αληθινό και επίσης δεν θέλω να κλέψω ένα» απολογούμαι.
  Βολεύομαι στην καρέκλα δίπλα της και την χαϊδεύω στην πλάτη.
  «Οι απέναντι έφυγαν για διακοπές σήμερα… και οι από κάτω γύρισαν από διακοπές» λέει μελαγχολικά.
  «Αν όλα πάνε καλά, σε ένα μήνα θα είμαστε κι εμείς διακοπές».
  «Τα πόνταρες όλα στον επιθετικό της Γαλλίας;»
  «Ναι …ναι, όλα στο κανόνι της Γαλλίας!» απαντάω με πειστικότητα ψέματα.
  «Θα πάμε για μπάνιο στη θάλασσα αύριο;» με ρωτάει.
  «Δύσκολα. Λεωφορεία και τρένα έχουν απεργία και η μηχανή τελευταία βγάζει προβλήματα».
  «Λογικό να βγάζει προβλήματα ένα παπάκι 125 κυβικών και μάλιστα εφταετίας».
  «Αλλά μπορούμε να κάνουμε ηλιοθεραπεία στην ταράτσα ή εδώ στο μπαλκόνι. Να, θα σηκώσω την τέντα…» αντιπροτείνω. «Τώρα που το σκέφτομαι, μήπως να πάω στον γέρο του 1ου ορόφου, αυτόν με το Αλτσχάιμερ να του πω τα κάλαντα;»
  «Όχι, δεν χρειάζεται».
  «Ούτε αυτό χρειάζεται, πριγκίπισσα;» λέω και της φοράω στο κεφάλι το χάρτινο στέμμα που μέχρι τώρα κρατούσα έτσι ώστε να μη φαίνεται.
  Εκείνη βάζει τα γέλια.
  «Όχι, ούτε αυτό» απαντάει και το κατεβάζει από τα μαλλιά της.
  Σκέφτομαι πόσο γελοίος γίνομαι. Αλήθεια, τι κάνει ακόμα μαζί μου, δε μπορώ να της δώσω το παραμικρό απ’ όσα θέλει. Το σκέφτομαι καιρό τώρα. Αν ζητήσει να φύγει τώρα, θα το καταλάβω.
  «Αν ζητήσεις…» ξεκίνησα να λέω όμως με διέκοψε.
  «Γιατί προσποιείσαι κάτι που δεν είσαι;»
  «Τι θέλεις να πεις;» τη ρώτησα μόνο και μόνο από αυθορμητισμό. Καταλάβαινα.
  «Γιατί μου φέρνεις πλαστικά λουλούδια; Και γιατί μου τάζεις διακοπές ενώ δε μπορείς να μου τις προσφέρεις; Και γιατί με στολίζεις μ’ ένα χάρτινο στέμμα; Και γιατί τέλος πάντων αποκαλείς μηχανή ένα παπάκι 125 κυβικών;»
  Έχει σκοτεινιάσει και δεν βλέπω πια τις εκφράσεις του προσώπου της, η φωνή της όμως ακούγεται ήρεμη. Το σχετικό σκοτάδι είναι σύμμαχός μου καθώς έχω κοκκινίσει από τη ντροπή μου.
  «Κοίτα, αν θες να φύγεις και να μ’ αφήσεις θα το καταλάβω …» επανέρχομαι στην αρχική μου σκέψη.
  «Αν ήθελα να φύγω και να σ’ αφήσω θα το είχα κάνει εδώ και καιρό. Αλλά δε θέλω και ξέρεις γιατί;»
  Δε μίλησα, αφήνοντάς της το χώρο να συνεχίσει.
  «Γιατί όσα λίγα ή όσα πολλά λεφτά και να ‘χεις αυτό είναι κοινό για όλους» είπε δείχνοντας προς τα πάνω.
  Κοίταξα τον σκοτεινό ουρανό, ένα αχνά σκούρο πέπλο με μια υποψία από αστέρια να λάμπουν σε ολόκληρη την επιφάνειά του και ένα ολόγιομο φεγγάρι. Δεν είχα προσέξει ότι έχει πανσέληνο. Μάλλον ήμουν απασχολημένος να φέρομαι σαν ηλίθιος.
   Με αγκάλιασε από τους ώμους και μείναμε έτσι για αρκετή ώρα να κοιτάμε τον πανέμορφο ουρανό. Τώρα που είχε μαλακώσει η ατμόσφαιρα ήταν ευκαιρία να της πω την αλήθεια.
  «Να σου πω…» είπα δειλά «...σχετικά με πριν… σου είπα ψέματα. Πόνταρα όλα τα χρήματα στον επιθετικό του Ιράν».
  Η Αλεξάνδρα γέλασε.
  «Δεν πειράζει. Κι αυτός μπορεί να τα καταφέρει. Ξέρεις… δε με νοιάζει, όσο έχουμε αυτόν τον υπέροχο ουρανό να κοιτάμε».
  «Κρίμα που δε θα ‘ναι για πάντα εδώ …» έκανα μελαγχολικά.
  «Εσύ όμως; Εσύ δε θα ‘σαι;» αποκρίθηκε.

Ιωάννης Τζάνης