Χρονικές Παρεμβολές (Κεφάλαιο 14) Η εκδίκηση του Άρη

Εκείνο το μεσημέρι, ο Άρης επισκέφθηκε το τμήμα Εφαρμογών Νέας Τεχνολογίας, και μπήκε στο εργαστήριο νέων υλικών. Πήρε ένα χαρούμενο ύφος, και πλησίασε τον πάγκο εργασίας. Εκεί, εργάζονταν δύο άνδρες, και τρεις γυναίκες.
«Πώς πάει η δουλειά;» τους ξάφνιασε.
«Α! κύριε Άρη καλώς ορίσατε! Πολύ καλά!» είπε η επικεφαλής. «...Όπου να ‘ναι, τελειώνουμε τους νέους υπεραγωγούς, και έχουν ακριβώς τα προβλεπόμενα χαρακτηριστικά. Θα «πιάσουν» αμέσως στην αγορά!»
«Είστε ο κύριος Άρης;» ακούστηκε μία φωνή από την άλλη άκρη τού πάγκου. Ο Άρης γύρισε, και είδε μία πανέμορφη κοπέλα να τον πλησιάζει. Είχε ένα απαλό παιδικό πρόσωπο, και καταπράσινα μάτια. Ο Άρης, αν και την είχε δει στις φωτογραφίες και τις βιντεοταινίες τής 4ης εκδοχής, εξεπλάγη από την ομορφιά της. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ ομορφότερη. Αναρωτήθηκε πόσο πιο όμορφη θα ήταν χωρίς αυτόν τον σκούφο εργασίας, που έκρυβε τελείως τα μαλλιά της.
«Ναι, εγώ είμαι! Εσείς ποιά είστε;» είπε με προσποιητή ψυχραιμία.

«Ονομάζομαι Καίτη Φράγκου, και είμαι χημικός. Έχω ακούσει τόσα για εσάς, που ήθελα να σας γνωρίσω. Έχετε αλλάξει την ιστορία τής επιστήμης και τής Ευρώπης! Δεν υπάρχει επιστημονικό άρθρο, που να μη γράφει το όνομά σας. Από τότε που αρχίσατε τις επιστημονικές σας ανακαλύψεις, το όνειρό μου ήταν να σας γνωρίσω. Γι’ αυτό έπιασα δουλειά εδώ, για να συμβάλλω στο έργο σας...»
«Και να με γνωρίσετε;» ρώτησε πονηρά ο Άρης.
«Ναι! Βέβαια!» απάντησε η Καίτη, χωρίς να χάσει την ευκαιρία.
«Τότε, τι θα έλεγες να φάμε μαζί σήμερα μετά τη δουλειά; Εργένης είμαι, και τρώω στο εστιατόριο κάθε μέρα. Θέλεις να πάμε παρέα;»
«Και βέβαια! Τι ώρα;» ρώτησε χαρούμενη η Καίτη.
«Θα σε πάρω στις 2:00 με το αυτοκίνητό μου, και θα πάμε σ’ ένα εστιατόριο στην Κηφισιά...» είπε ο Άρης, και τους χαιρέτησε.
«Παραήταν εύκολο!» σκέφτηκε η Καίτη χαρούμενη και απορημένη.
«Άντε Καίτη! μου φαίνεται ότι έκανες την τύχη σου!» είπε η επικεφαλής τού εργαστηρίου. «...Ξέρεις πόσα λεφτά έχει; Και είναι και καλός άνθρωπος! «
«Σώπα βρε Μαρία! να φάμε πάμε, δεν πάμε για γάμο!» είπε η Καίτη, και γύρισε στη δουλειά της. Στις 2:00, πράγματι, ο Άρης επέστρεψε. Η Καίτη που μόλις είχε αλλάξει ρούχα, έβγαινε από το εργαστήριο. Ο Άρης, έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Είσαι πολύ όμορφη χωρίς τα ρούχα τής δουλειάς!» τής είπε με ειλικρίνεια. Εκείνη χαμογέλασε, βγάζοντας τα πλούσια ξανθά μαλλιά της μέσα από το παλτό της.
«Καλά θα ήτανε να μην ήταν πράκτορας!» σκέφτηκε ασυναίσθητα ο Άρης καθώς έβγαιναν.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο, και ξεκίνησαν με κατεύθυνση προς την Κηφισού. Ο Άρης, θα την πήγαινε στο μαγαζί εκείνο που είχε πάει η Ρίτα με τον Ανδρέα, στο πρώτο τους ραντεβού.
Κάθισαν σ’ ένα τραπέζι κοντά στο τζάκι, και άρχισαν να μιλούν για τη δουλειά, για τη ζωή τους, και τους στόχους τους. Και οι δύο τους, φερόντουσαν σαν ερωτευμένα μαθητούδια, αλλά στην πραγματικότητα, το ψέμα πήγαινε σύννεφο. Έτσι, το απόγευμα χώρισαν, ευχαριστημένοι και οι δύο από τις «επιδόσεις» τους. Αυτό όμως που δεν γνώριζε η Καίτη, ήταν πως από εκείνη τη στιγμή, ένας δορυφόρος υψηλής τεχνολογίας, παρατηρούσε την κάθε της κίνηση.
Τις επόμενες ημέρες, ο Άρης συναντήθηκε μαζί της αρκετές φορές, μα την κρατούσε ακόμα σε απόσταση. Έπαιζε μαζί της τη γάτα και το ποντίκι, ώσπου έφτασε η τελευταία εβδομάδα τού Ιανουαρίου. Τα σεληνιακά ρομπότ, ήταν ήδη εκατοντάδες, και εργάζονταν εντατικά, διαμορφώνοντας κάτω από την επιφάνεια τη Σεληνιακή βάση. Στις επόμενες 7 ημέρες, οι εργασίες στη Σελήνη θα τελείωναν.
Εκείνο το πρωί, ο Άρης έφυγε, βάζοντας το σχέδιό του στην τελική φάση. Αφού τελείωσε τις πρωινές του υποχρεώσεις, πήγε στο εργαστήριο να βρει την Καίτη. Εκείνη, μόλις τον είδε έτρεξε κοντά του ανυπόμονα.
«Έλα! Πού ήσουνα; Τέσσερις μέρες σε ψάχνω!» του είπε.
«Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες!» απάντησε εκείνος. «...Ευτυχώς, τώρα έχω λασκάρει λίγο, και για τέσσερις ημέρες θα βλεπόμαστε συχνότερα...»
Πράγματι, εκείνες τις ημέρες έβγαιναν μαζί καθημερινά. Την 4η ημέρα, ο Άρης την πήγε στο σπίτι του στον Ταύρο. Είχε μεταφέρει πλέον από εκεί, οτιδήποτε επικίνδυνο, και έτσι την κάλεσε. Κάθισαν στο σαλόνι, και άρχισαν να συζητούν. Κάποια στιγμή, ο Άρης άρχισε να της λέει:
«Κοίταξε Καίτη, τώρα πια είσαι δικός μου άνθρωπος, και ξέρω καλά πως μπορώ να σου εμπιστευθώ τα μυστικά μου. Θα μπορέσεις να κρατήσεις ένα μυστικό;»
«Και βέβαια! είπε εκείνη χαρούμενη, και συνέχισε κάνοντας τη δύσκολη: ...αν όμως δεν με εμπιστεύεσαι, καλύτερα μη μου το πεις»
«Σε εμπιστεύομαι, μα σκέφτομαι πως είναι καλύτερα να μη γνωρίζεις πολλά...» τη βασάνισε λίγο ο Άρης.
«Κοίτα Άρη, θέλω τα δικά σου βάσανα να είναι και δικά μου!» είπε η Καίτη, πιάνοντας το χέρι του, μήπως και χάσει την ευκαιρία.
«Καλά, θα σου πω» είπε ο Άρης, και άρχισε το παραμύθι του:
«Πριν από λίγα χρόνια, γνωρίστηκα σ’ ένα επιστημονικό συνέδριο, με έναν Ρώσο επιστήμονα, με ειδικότητα στην Πυρηνική Φυσική. Αυτός, εργαζόταν κάποτε στο πρόγραμμα τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης, για τη δημιουργία ενός αντιδραστήρα σύντηξης. Ήταν ένα απόρρητο πρόγραμμα, που το γνώριζαν ελάχιστοι άνθρωποι, και λειτουργούσε παράλληλα με το επίσημο, που ήταν γνωστό σε πολλούς.
Τότε, η Σοβιετική Ένωση άρχισε να διασπάται, και ο Γιούρι, - έτσι τον έλεγαν, (το επώνυμό του δεν κατάφερα να το συγκρατήσω ποτέ), βρέθηκε ξεκρέμαστος σε άλλη χώρα, και κυρίως ήταν πολιτικά αντίθετος με το νέο καπιταλιστικό καθεστώς. Δεν ήθελε μια τέτοια ανακάλυψη να δοξάσει τη νέα καπιταλιστική κυβέρνηση, και έφυγε. Και λέω ανακάλυψη, επειδή ο Γιούρι είχε πραγματικά σχεδιάσει αντιδραστήρα σύντηξης. Έτσι, για πολιτικούς λόγους, δεν παρέδωσε ποτέ το πλήρες σχέδιο στη νέα κυβέρνηση. Ο Γιούρι όμως, ήταν Ρωσοπόντιος, με μητέρα Ελληνίδα τού Πόντου. Βλέποντας λοιπόν ότι κινδύνευε, μου εμπιστεύθηκε την τεχνολογία του, γνωρίζοντας τις αριστερές μου πεποιθήσεις, και τον αγώνα μου στην εξέγερση τού Πολυτεχνείου. Σε λίγες ημέρες έφυγε για το Καζακστάν, και από τότε δεν τον ξαναείδα. Πιστεύω πως τον εξαφάνισαν, για να μη διαρρεύσουν οι γνώσεις του στη Δύση...
«Δηλαδή, έχεις τα σχέδια τού αντιδραστήρα σύντηξης;» ρώτησε δήθεν έκπληκτη η Καίτη.
«Και βέβαια το έχω, και μάλιστα, το έχω δώσει στην Ελληνική κυβέρνηση, και σε λίγο καιρό, ο πρώτος αντιδραστήρας σύντηξης στον κόσμο, θα λειτουργήσει στην Ελλάδα!»
Ο Άρης, ήταν βέβαιος πως οι μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν ήδη για την κατασκευή τών δύο αντιδραστήρων, και έτσι τής έλεγε πράγματα ήδη γνωστά σ’ αυτήν, που την έπειθαν όμως, πως λέει την αλήθεια. Είχε προσέξει επίσης, πως όταν άρχισε να μιλάει, η Καίτη πήρε από την τσάντα της ένα χαρτομάνδηλο, και υπέθεσε ότι έβαλε σε λειτουργία κάποιο κασετόφωνο. Έτσι, με το ζόρι κρατούσε τα γέλια του, με όσα της έλεγε.
«...Καταλαβαίνεις τώρα, γιατί η κυβέρνηση δεν μου χαλάει χατίρι;» ρώτησε την Καίτη.
«Και τώρα, μόνο η κυβέρνηση έχει τα σχέδια;» μπήκε στο ψητό η Καίτη.
«Όχι φυσικά! κράτησα αντίγραφα! Έλα να σου δείξω την κρυψώνα. Μόνο εγώ κι εσύ τη γνωρίζουμε, και ο Ανδρέας ο συνεταίρος μου»
Την πήρε από το χέρι, και την πήγε στον χώρο που στέγαζε κάποτε το εργαστήριό του. Τράβηξε λίγο τον πάγκο, και ανασήκωσε ένα πλακάκι από το πάτωμα. Μέσα σε μια τρύπα, φάνηκαν ένα μάτσο χαρτιά, με διάφορα σχέδια.
«Εδώ, μικρός έκρυβα τα παραμύθια μου από τη μαμά μου. Τώρα, κρύβω τα σχέδια που θα αλλάξουν το πρόσωπο τού κόσμου» είπε, και το ξαναέκλεισε όπως ήταν. «...Τα υπόλοιπα πράγματα που μου έμαθε, τα έχω ήδη παρουσιάσει από τα ερευνητικά μου κέντρα, ως δικές μας ανακαλύψεις. Λίγα έμειναν ακόμα, που θα παρουσιαστούν στους προσεχείς μήνες. Γι’ αυτά όμως, δε χρειάζονται σχέδια. Τα έχω στο μυαλό μου. Καλά που γνώρισα τον Ανδρέα! Μόλις κέρδισε το λαχείο, του αποκάλυψα τα μυστικά μου, και συνεργαστήκαμε» είπε ο Άρης, καθώς έμπαιναν πάλι στο σαλόνι.
«Έτσι εξηγείται η ξαφνική σας έκρηξη γνώσεων και πλούτου!» είπε πεπεισμένη η Καίτη.
«Τώρα, όλα αυτά, μπορούν να είναι και δικά σου κάποτε...» είπε ο Άρης, αφήνοντας να εννοηθούν πολλά.
Η Καίτη χαμογέλασε, αλλά κρυφά μέσα της ένιωσε αηδιασμένη, κοιτάζοντας το προγούλι τού Άρη. «Όχι πως είναι άσχημος, (σκέφτηκε), αλλά αν ήταν πιο αδύνατος... και αν είχε περισσότερα μαλλιά... και αν δεν είχε αυτά τα κακόγουστα γυαλιά... και αν δεν είχα τον Κώστα... και αν δεν φοβόμουν τη CIA... Μπα! καλύτερα τα χρήματα που θα πάρω από την υπηρεσία, παρά να μπλέξω»
«Λοιπόν Καίτη, θα λείπω για τρεις μέρες τουλάχιστον, σε κάποιες υποχρεώσεις μου στη Γερμανία. Σε παρακαλώ να με θυμάσαι, και να μη σου ξεφύγει τίποτα απ’ αυτά σε κανέναν!» της είπε, καθώς τη συνόδευε στην εξώπορτα.
«Κρίμα που θα του το κάνω αυτό! Είναι τόσο καλός!» σκέφτηκε η Καίτη, καθώς του έδινε ένα αποχαιρετιστήριο φιλί, και πλησίασε το αυτοκίνητό της.
Το ίδιο βράδυ, ο Άρης, ο Ανδρέας και η Ρίτα, καθόντουσαν στο λυόμενο τού κοσμοδρομίου τους, και έβλεπαν τηλεόραση πλάϊ στο τζάκι. Πιο πολύ όμως, γελούσαν με τα παραμύθια τού Άρη.
«Τι σχέδια είναι αυτά που τής έδειξες;» ρώτησε η Ρίτα.
«Να σου πω. Απ’ έξω, η κατασκευή θα μοιάζει με τους δύο δικούς μας αντιδραστήρες. Ακόμα και τα εξαρτήματα, θα είναι σχεδόν τα ίδια. Μερικές αλλαγές όμως στο σχήμα, στη σύνθεση και στην ένταση τών πεδίων, κάποια ηθελημένα λάθη στις εξισώσεις, με ταυτότητες άγνωστες σ’ αυτή την εκδοχή, θα δημιουργήσουν τεράστιες διαφορές στη λειτουργία. Αυτό όμως, θα το καταλάβουν μόνο όταν θα λειτουργήσει» απάντησε ο Άρης με ζωηρές χειρονομίες.
«Και τι θα βγει απ’ αυτή την κατασκευή;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Η πιο ακριβοπληρωμένη χύτρα ταχύτητος τού κόσμου!» είπε ο Άρης ξεκαρδισμένος στα γέλια.
«Τι να γίνεται τώρα στο σπίτι σου;» αναρωτήθηκε η Ρίτα απευθυνόμενη στον Άρη, και άλλαξε κανάλι. Σ’ εκείνη τη συχνότητα, λάμβαναν κωδικοποιημένη εικόνα από το δορυφόρο τους, που παρακολουθούσε πότε την Καίτη, πότε το σπίτι τού Άρη, και πότε έστελνε εικόνες και πληροφορίες από τις εργασίες στη Σελήνη. Οι οπτικές του ικανότητες ήταν τέτοιες, που μπορούσε να διακρίνει στο σκοτάδι, και να αναγνωρίσει οποιονδήποτε, χρησιμοποιώντας ακόμα και δέσμες υπερύθρου.
Η Καίτη, είχε συναντήσει έναν άνδρα, και κατευθύνονταν προς τον Ταύρο. Στο σπίτι τού Άρη, επικρατούσε ησυχία.
Κατά τις 12:00 όμως, δύο σκιές πλησίασαν στο σκοτάδι με προφύλαξη το σπίτι. Γρήγορα, άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν αμίλητοι. Ο Άρης, έδωσε σήμα στο δορυφόρο, και άρχισαν να βλέπουν στην τηλεόραση το εσωτερικό τού σπιτιού. Μέσα, ήταν κρυμμένες μικροσκοπικές κάμερες και κοριοί, που παρακολουθούσαν τα πάντα. Η Καίτη και ο συνεργάτης της, τράβηξαν τον πάγκο, ανασήκωσαν το πλακάκι, και φωτογράφισαν όλα τα χαρτιά που υπήρχαν εκεί. Έπειτα, τα ξαναέβαλαν όλα όπως ήταν, και έφυγαν γελώντας.
«Είναι πολύ όμορφη!» θαύμασε η Ρίτα την Καίτη.

Στο μεταξύ, οι δύο πράκτορες κλείδωσαν πάλι την εξώπορτα, και αφού αντάλλαξαν ένα φιλί, απομακρύνθηκαν γελώντας. Γελώντας πήγαν στα κρεβάτια τους και οι τρεις φίλοι, ικανοποιημένοι.



Χρόνης Πάροικος