Χρονικές Παρεμβολές (Κεφάλαιο 22) Στα νύχια της Καίτης

Όσο εκείνος κοιμόταν, οι άλλοι απολάμβαναν τη συντροφιά τού φίλου τους, που είχε λείψει τόσα χρόνια. Η δική τους χαρά, αντιστάθμιζε τη θλίψη του για την πρόσφατη γι’ αυτόν προδοσία.
Σε λίγες ώρες, ξύπνησαν και τον άλλον Άρη, έτοιμοι για την αποστολή του.
«Ξέχασα να σας πω, κάτι σημαντικό!» είπε. «...Ειδοποιήστε τη γυναίκα τού Γιώργου, (πώς την είπαμε;) τη Θεοδώρα, να σταματήσει την προετοιμασία τών αστροπλοίων για τις αποικίες στο Μπάρναρντ. Τόσο αυτό, όσο και όλα τα άλλα γύρω μας, (και δεν ξέρω ποια άλλα επέλεξε ο υπολογιστής), έχουν ήδη έτοιμες βάσεις μας, που περιμένουν την τηλεμεταφορά αποίκων. Θα βρείτε τις πληροφορίες στους δίσκους που σας έφερα»

Ένα σφύριγμα θαυμασμού ακούστηκε από τον Ανδρέα, και έτρεξε να ειδοποιήσει τη Θεοδώρα, ενώ ο Άρης άρχισε να φορά μία διαστημική στολή. Μετά, στάθηκε μπροστά στον Εξαϋλωτή, και σε λίγη ώρα, βρέθηκε σ’ ένα χώρο, κάτω από μία αποθήκη τής βάσης τής Καίτης, στον πλανήτη Άρη. Οι κινήσεις του ήταν δύσκολες μέσα στο σκάφανδρο, αλλά δεν είχε και πολλά να κάνει. Όλα, θα τα έκανε το ρομπότ που περίμενε εκεί υπομονετικά, τόσες δεκαετίες. Έδωσε εντολή, και το ρομπότ άρχισε να σκάβει ένα ανηφορικό τούνελ, προς την αποθήκη. Εκεί, κανείς δεν θα υπήρχε για να ακούσει τον θόρυβο. Η βάση όμως, ήταν περισσότερο οχυρωμένη απ’ όσο πίστευε. Η Καίτη, είχε κι αυτή ένα προηγμένο σύστημα εντοπισμού νετρίνων, και η παρουσία του είχε γίνει αισθητή. Οι συσκευές της, συνέλαβαν μία «βροχή» νετρίνων, προς κάποια συγκεκριμένη περιοχή, κάτω από την αποθήκη. Με τη σειρά της, έκανε έναν έλεγχο με μια δική της δέσμη σωματιδίων, και στην οθόνη τού υπολογιστή, φάνηκαν δύο σώματα να κινούνται προς τα επάνω.
«Συναγερμός!» Φώναξε προς τον υπολογιστή, ενώ η φωνή της ακούστηκε σε όλη τη βάση. «...Δεχόμαστε επίθεση από δύο ρομπότ τού Ανδρέα, κάτω από την αποθήκη τροφίμων!»
«Πώς στην ευχή το έκαναν αυτό; Πώς τα έστειλαν κάτω από το έδαφος; Μα τι τεχνολογία έχουν αναπτύξει;» μονολόγησε.
Στο μεταξύ, ο Άρης, μη γνωρίζοντας πως η παρουσία του έχει γίνει αντιληπτή, συνέχισε να ανεβαίνει προς την επιφάνεια, ώσπου το ρομπότ συνάντησε τον ατσαλότοιχο στο κάτω μέρος τής αποθήκης. Ο Άρης στάθηκε μακρύτερα, ενώ το ρομπότ άναψε μία φλόγα σε έναν από τους βραχίονές του. Στένεψε τη δέσμη, αύξησε τη θερμοκρασία του, και άρχισε να κόβει τον πάτο τής αποθήκης. Με την πρώτη τρύπα, ένα κύμα δυνατού αέρα, άρχισε να γεμίζει το κενό τής σήραγγας, με ένα δυνατό σφύριγμα. Σε λίγα λεπτά, και καθώς η τρύπα μεγάλωνε, η πίεση εξισορροπήθηκε, και το κενό γέμισε με αναπνεύσιμο αέρα. Τέλος, καθώς το ρομπότ ανέβαινε, ο Άρης έβγαλε το σκάφανδρο, και ακολούθησε το ρομπότ στην αποθήκη.
Ξαφνικά, μια λάμψη έσκισε το σκοτάδι, και το ρομπότ διαλύθηκε σε πολλά κομμάτια.
«Ακίνητος! Ψηλά τα χέρια!» ακούστηκε μια γνωστή φωνή, ενώ ένας προβολέας τον τύφλωσε. Ακολούθησε μια φωνή έκπληξης.
«Άρη! Ζεις;»
Ο Άρης, σήκωσε τα χέρια ψηλά. Τα φώτα άναψαν, και είδε πως ήταν κυκλωμένος από αρκετά ρομπότ, έναν άνδρα, και τρεις πανομοιότυπες γυναίκες, με την ίδια αστραφτερή ομορφιά τής Καίτης που γνώριζε. Οι τέσσερεις, έβγαλαν από τα μάτια τους τα γυαλιά υπερύθρου που φορούσαν, ώστε να τον βλέπουν στο σκοτάδι.
«Πίστευες πως με είχες σκοτώσει;» ρώτησε ο Άρης με κάποια ειρωνεία στη φωνή του, ενώ έψαχνε να καταλάβει ποια από τις τρεις είναι η Καίτη. «...Ποτέ δεν είναι αργά! Όπως βλέπεις, θα έχεις τη χαρά να ολοκληρώσεις την προδοσία σου, σκοτώνοντάς με, για 2η φορά!» συνέχισε. Μόλις είπε αυτά τα λόγια, η μία από τις τρεις, φώναξε θυμωμένη στις άλλες δύο:
«Μέσα εσείς γρήγορα! Και κλείστε και την πόρτα!»
«Φοβάσαι μη μάθουν τα κατορθώματά σου; Δεν τους έχεις πει πως είμαι άνδρας σου;» επέμεινε να την εκθέτει ο Άρης!
«Σώπα!» φώναξε εκείνη, σημαδεύοντάς τον με το όπλο, ενώ οι άλλες δύο κοπέλες, έφυγαν με μια απορημένη έκφραση, και έκλεισαν την πόρτα.
«Αυτός είναι ο εραστής σου;» ρώτησε ο Άρης στρεφόμενος προς τον άνδρα, που δεν είχε τολμήσει να πει λέξη.
«Εγώ μόνο ρωτάω εδώ!» απάντησε η Καίτη. «...Πώς σώθηκες;»
«Με ειδοποίησε ένας φίλος λίγα λεπτά πριν με προδώσεις.»
«Και πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια;» ρώτησε η Καίτη κάνοντας ότι δεν ακούει τις προσβολές.
«Προετοίμαζα αυτή τη συνάντηση!» απάντησε ο Άρης.
«Το σκέφτηκες πολύ να έρθεις εδώ;» είπε η Καίτη γελώντας ειρωνικά. «...Πώς βρέθηκες κάτω από τη βάση;» ρώτησε πάλι.
«Α! Αυτό είναι μυστικό! Όπως βλέπεις, σε έχουμε στο χέρι ό,τι ώρα θέλουμε» απάντησε ο Άρης ειρωνικά.
«Προς το παρόν, εγώ σ’ έχω στο χέρι! Και σε λίγο, δεν θα ‘χεις πια μυστικά» είπε θυμωμένη η Καίτη.
«Μην κάνεις όνειρα! Κομματάκια να με κόψεις, δεν θα μάθεις τίποτα!» είπε πεισματικά ο Άρης.
«Ακόμα εκεί είσαι; Δεν μ’ αρέσει να βασανίζω, και ειδικά εσένα. Θα μου πεις όμως ό,τι ξέρεις, με μια ένεση. Τη λένε: «ορό τής αλήθειας», και είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει η διεθνής κατασκοπεία. Θα καθίσουμε σαν δύο καλοί φίλοι, κι εσύ θα μου αδειάσεις όλη σου τη φωτογραφική μνήμη, με κάθε λεπτομέρεια» απάντησε εκείνη με ειρωνικά θριαμβευτικό ύφος. Ο Άρης, αντιλήφθηκε ξαφνικά τον κίνδυνο, και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Έπρεπε να τους κάνει να τον σκοτώσουν, πριν πει τα μυστικά που γνώριζε. Γύρισε ξαφνικά, και άρχισε να τρέχει προς το τούνελ. Ο άνδρας, τον σημάδεψε.
«Στα πόδια του!» τον πρόλαβε η Καίτη, που δεν είχε το κουράγιο να τον πυροβολήσει η ίδια.
Στο επόμενο δευτερόλεπτο, ο Άρης κυλιόταν στο πάτωμα με ένα βαθύ σκίσιμο από λέιζερ στο πόδι. Τα πάντα γύρω του σκοτείνιασαν, και έχασε τις αισθήσεις του.
Ξύπνησε σ’ ένα μαλακό κρεβάτι. Το πόδι του δεν πονούσε καθόλου. Στην πραγματικότητα, δεν αισθανόταν ούτε τα χέρια του, ούτε τα πόδια του. Στο στόμα του, υπήρχε κολλημένη μια ταινία, που δεν του επέτρεπε να μιλήσει.
Κοίταξε δίπλα του, και είδε κάποια από τις κοπέλες. Δεν πρέπει να ήταν η Καίτη, γιατί εκείνη φορούσε αλλιώτικα ρούχα, και είχε διαφορετικό χτένισμα.
«Ξύπνησες;» του είπε η κοπέλα μόλις τον είδε με ανοικτά μάτια. «...Τώρα που πήγαν όλοι για ύπνο; Αναρωτιέμαι γιατί η μαμά σου έκλεισε το στόμα. Τι δεν θέλει να μάθουμε;»
Την ίδια ώρα, ο Άρης προσπαθούσε να δει τα χέρια και τα πόδια του, ανασηκώνοντας το κεφάλι όσο μπορούσε.
«Μην ανησυχείς που δεν αισθάνεσαι τα άκρα σου. Σου έχουμε κάνει τοπική αναισθησία. Δεν νομίζω να προτιμούσες να σε δέναμε;» του είπε, και ο Άρης ξαναξάπλωσε. «...και το πόδι σου είναι σχεδόν καλά. Σου έκανα ανάπλαση ενώ κοιμόσουν. Κοιμήθηκες αρκετές ώρες, και τώρα κοντεύει να επουλωθεί»
Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητη, ενώ ο Άρης, προσπαθούσε να την ψυχολογήσει.
«...Καλά θα ήταν να συζητούσαμε για λίγο, αλλά η μαμά είπε να μη σου ανοίξω το στόμα. Έχω αρκετά χρόνια να συζητήσω με άλλον εκτός από αυτούς που είδες. Μόνο από τα δίκτυα τού υπολογιστή επικοινωνώ, με τους φίλους και τους συνεργάτες μας στη γη. Τι κρίμα! Μετά από τόσον καιρό, βρίσκομαι με κάποιον, και αυτός πρέπει να μείνει αμίλητος»
Ο Άρης, κάτι τής έγνεψε, κουνώντας το κεφάλι.
«...Εννοείς: όχι; Θέλεις να σου ανοίξω το στόμα;» Ο Άρης έγνεψε καταφατικά.
«...Κι αν η μαμά σε ρωτήσει με τον ορό τής αλήθειας; Θα βρω τον μπελά μου!»
Κοίταξε το ρολόι της.
«...Έχω ακόμα δύο ώρες βάρδια! Δε βαριέσαι; Το πολύ - πολύ, να με στείλει στους εξωτερικούς πλανήτες για κανένα μήνα. Λοιπόν, θα σου ανοίξω το στόμα! Μόνο σε παρακαλώ, προσπάθησε αν μπορείς να μη με καρφώσεις!» του είπε, και τού έβγαλε την ταινία από το στόμα.
«Ευχαριστώ!» τής είπε ο Άρης. «...Πώς σε λένε;»
«Αφροδίτη! Και την αδελφή μου Σοφία» απάντησε εκείνη.
«Βλέπω πως η Καίτη ήξερε να εκτιμήσει τη σπάνια ομορφιά της, και σας τη μετέδωσε αυτούσια!» είπε ο Άρης, για να την κολακέψει, και σκέφτηκε πως πρέπει να το πέτυχε, γιατί η Αφροδίτη τον κοίταξε με κάποια αμηχανία, ενώ ένα απαλό κόκκινο χρώμα απλώθηκε στο πρόσωπό της.
«Γιατί ήθελες να μας σκοτώσεις;» τον ρώτησε ξαφνικά η κοπέλα.
«Δεν ήρθα να σας σκοτώσω! Δεν ξέρω τι σας είπε η Καίτη, αλλά ήρθα για να σώσω εσένα και την αδελφή σου. Αν ήθελα να σας σκοτώσω, δεν θα ερχόμουν εδώ! Θα έστελνα μια βόμβα, και τώρα δεν θα είχε μείνει τίποτα από τη βάση σας. Αν όμως αργήσω, ο Ανδρέας και η Ρίτα, θα ανατινάξουν τη βάση, με όλους μας μέσα.»
«Α, μην ανησυχείς! Η συσκευή σου στο τούνελ εξουδετερώθηκε. Δεν μπορεί να τηλεμεταφέρει τίποτα εδώ. Την έλυσαν και την αναλύουν η μαμά με τον Κώστα, για να την αντιγράψουν. Σε λίγο, θα μπορούμε κι εμείς να τηλεμεταφερόμαστε».
Ο Άρης, δεν της είπε τίποτα για τα τούνελ κάτω και από τις άλλες βάσεις τους.
«Δηλαδή, θέλεις να πεις πως δεν είσαι δολοφόνος; Κι αν μου λες ψέματα; Να τι θα κάνω! Θα σου κάνω ένεση με μικρή δόση τού ορού τής αλήθειας. Έτσι, δεν θα μπορείς να με κοροϊδέψεις, και όταν θα έρθει η Σοφία, θα έχει περάσει η επιρροή του.»
«Όχι! Σου λέω αλήθεια! Καλύτερα να με σκοτώσεις, παρά να σου πω περισσότερα!» φώναξε με απελπισία ο Άρης.
«Ούτως ή άλλως, η Καίτη θα τα μάθει. Θέλω να δω κι εγώ, γιατί προτίμησες να σε σκοτώσουν, από τον ορό τής αλήθειας» είπε η Αφροδίτη, και άνοιξε ένα συρτάρι. Ετοίμασε μία σύριγγα, και την άδειασε στο παράλυτο μπράτσο τού Άρη.
«Θα σκοτώσουν κι εσένα αν μάθεις!» έκανε μια τελευταία προσπάθεια ο Άρης.
«Δεν θέλουνε να σε σκοτώσουνε! Αμνησία θα σου προκαλέσουνε, και θα σε κρατήσουν εδώ για βοηθό» είπε η Αφροδίτη με χαμόγελο. «...Το πολύ - πολύ, να μου σβήσουν τις πρόσφατες μνήμες. Τώρα όμως, μου άναψες την περιέργεια. Λέγε! Τι συμβαίνει εδώ; Γιατί είπες πως είσαι άνδρας τής μαμάς;»
Στην επόμενη μισή ώρα, ο Άρης άρχισε να αναλύει όλα τα γεγονότα, από την ανακάλυψη τών ταχυονίων, ως την προδοσία τής Καίτης, και από τις διάφορες εκδοχές, ως τους υπόλοιπους κρυφούς δέκτες κάτω από όλες τις βάσεις τής Καίτης. Η Αφροδίτη, άκουγε με το στόμα ανοιχτό, μη μπορώντας να πιστέψει στ’ αυτιά της. Τέλος, ο Άρης ένοιωσε να υποχωρεί το μούδιασμα τού εγκεφάλου του, και άρχισε σιγά - σιγά να ελέγχει τη γλώσσα του.
«Αυτά που μου είπες, πως είμαι όμορφη, τα πίστευες, ή τα έλεγες για να με κολακέψεις;» πρόλαβε να ρωτήσει η Αφροδίτη, βλέποντας το βλέμμα του να ζωηρεύει.
«Και τα δύο!» είπε με ειλικρίνεια ο Άρης, και σε λίγα δευτερόλεπτα, συνήλθε εντελώς. Δεν θυμόταν τίποτα, και τη ρώτησε:
«Σου τα είπα όλα;»
«Ναι, και είχες απόλυτο δίκιο. Είναι τρομερή ευθύνη αυτή η γνώση, και τώρα έχω κι εγώ μερίδιο. Γι’ αυτό η μαμά δεν μας είχε πει τίποτα περί ταχυονίων!» και του είπε σε εμπιστευτικό τόνο: «Σε παρακαλώ να με εμπιστεύεσαι! Θα σε βοηθήσω να φύγεις από εδώ, μα θέλω να με πάρεις μαζί με την αδελφή μου, και να μη σκοτώσετε κανέναν. Να τους κάνετε σβήσιμο μνήμης, όπως θα σου έκαναν αυτοί, μα να μη τους σκοτώσετε! Δεν είναι κακοί άνθρωποι! Μόνο φιλόδοξοι είναι. Η μαμά, μιλούσε συχνά για κάποιον Άρη, με πολλή συμπάθεια. Μια φορά την άκουσα να λέει, πως δεν γνώριζε πως ο Άρης ήταν στην αποθήκη τών ρομπότ. Τώρα καταλαβαίνω, πως ήταν ατύχημα το ότι κόντεψες να σκοτωθείς. (Όχι εσύ, ο Άρης τής 4ης εκδοχής)»
«Κάποτε που μάλωνε η μαμά με τον Κώστα, του είπε: «Ο Άρης μου φερόταν καλύτερα!» και τον έκανε να σκάσει. Αυτόν να προσέχεις, γιατί πρέπει να σε ζηλεύει»
«Και πώς μπορώ να σε εμπιστευτώ;» ρώτησε ο Άρης.
«Δεν έχεις άλλη επιλογή! Αλλά εγώ, θα πάρω μαζί μου ένα μπουκαλάκι από τον ορό τής αλήθειας, και όταν θα πάμε στη βάση σας, θα μου κάνεις εσύ το ίδιο τεστ που σου έκανα» και με αυτά τα λόγια, έκρυψε στην τσέπη της ένα μπουκαλάκι.
«Κάνε κάτι λοιπόν να σηκωθώ από εδώ!» είπε ο Άρης ανυπόμονα.
«Όχι! Έχω άλλο σχέδιο! Μη φοβάσαι ό,τι κι αν γίνει. Θα φύγουμε στην ώρα μας. Μόνο να μην πεις τίποτα στην αδελφή μου, επειδή δεν ξέρω πώς θα αντιδράσει. Καλύτερα να κάνεις πως δεν συνήλθες ακόμα, και όλα τα άλλα θα τα αναλάβω εγώ» τον καθησύχασε.

Την υπόλοιπη ώρα, την πέρασαν συζητώντας σαν δύο καλοί φίλοι. Ο Άρης την συμπάθησε αμέσως. Κι εκείνη όμως, χαιρόταν τη συζήτηση μαζί του, μετά από χρόνια απομόνωσης, όλο με τους ίδιους ανθρώπους. Εκείνο που δεν γνώριζαν όμως, ήταν πως μία κάμερα κι ένα μικρόφωνο, κατέγραφαν όλη τους τη συζήτηση.



Χρόνης Πάροικος