Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 28)


ΜΠΡΟΟΥΝ

               Πετάγομαι έντρομος από το κρεβάτι του Ντάριον, όταν ακούω την Ρέιβεν να ουρλιάζει. Παραπατώντας μέσα στο σκοτάδι βγαίνω στον διάδρομο με κατεύθυνση το δωμάτιό της. Η Φλάριον έχει κάνει το ίδιο από το δωμάτιο των Λάντεν και τρίβοντας τα νυσταγμένα της μάτια με ακολουθεί ανήσυχη.

               Βρίσκουμε την Ρέιβεν, να χτυπιέται στην αγκαλιά της αρχόντισσας Κέιτλιν. Το κορμί της τραντάζεται από βίαιους σπασμούς, ενώ το δέρμα της γυαλίζει από τον ιδρώτα, που προκαλεί ο αρρωστημένος της πυρετός. Ονειρεύεται. Τα μάτια της είναι ερμητικά κλειστά και δακρύζουν, το πρόσωπό της όλο μια μάσκα αβάσταχτου πόνου. Τα σεντόνια από κάτω της είναι βουτηγμένα στο αίμα.
               «Σσσς! Ηρέμησε καρδούλα μου. Είσαι ασφαλής τώρα». Ψιθυρίζει η Κέιτλιν πάνω στα μαλλιά της. «Εμείς θα σε προστατέψουμε. Ηρέμησε». Την σφίγγει στην αγκαλιά της και την κουνά απαλά, σαν να νανουρίζει βρέφος.
                Προσπαθούμε να την ακινητοποιήσουμε, να τη βοηθήσουμε και να την ηρεμήσουμε, αλλά η Κέιτλιν κουνά αρνητικά το κεφάλι της αποτρέποντάς μας. Μόνο τότε παρατηρούμε τις επιφανειακές γρατσουνιές στον λαιμό της, που αιμορραγούν. Η Ρέιβεν την πλήγωσε κατά λάθος πάνω στην πάλη τους.
               «Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη». Την ακούμε, να ψελλίζει.
               «Παραληρεί». Βογκά η Φλάριον χαϊδεύοντάς της το μπράτσο.
               «Αν την δαγκώσω…» αρχίζω να λέω, αλλά ο δρακόλυκος που είναι κουλουριασμένος κάτω από το περβάζι του παραθύρου γρυλίζει επιθετικά κάνοντάς με να οπισθοχωρήσω. Δεν ήξερα ότι η Σκαρ, το κατοικίδιο της Ρέιβεν είναι στην πραγματικότητα ένας φύλακας.
               «Η Ρέιβεν δεν είναι αυτό που ήταν» λέει η Κέιτλιν κρατώντας της τα μπράτσα πάνω από το κεφάλι της. «Η Μοργκάνα της έκανε πολλά, και αν μη τι άλλο, πλέον θα συνηθίσει να ζει με αυτά».     
Τραβά ελαφρά τον γιακά του φορέματός της και κοιτά το καμένο δέρμα στο στήθος της, που έχει αφήσει η σφραγίδα των Βεντιλάντορ. Την γνήσια, που άλλαξαν οι Αβυσσαίοι. Η πλάτη της είναι σκαμμένη από βαθιές χαρακιές και οι καρποί της, που υποτίθεται ότι έχουν αρχίσει να θεραπεύονται, είναι στιγματισμένοι από τα δεσμά που κάποτε τους κρατούσαν βίαια ενωμένους.
               «Όμως είναι ζωντανή. Αυτό έχει μόνο σημασία» λέει η Φλάριον τραβώντας μερικές τούφες μαλλιών μακριά από το ιδρωμένο της πρόσωπο.
               «Είναι πράγματι;» ρωτά η Κέιτλιν.
               Την κοιτάζουμε ερωτηματικά, μα εκείνη δεν κάνει τίποτα άλλο, πέρα από το να γνέψει αφηρημένα. Τι ακριβώς έχει στο μυαλό της;
«Είναι αργά κι αύριο θα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε μαζί της. Πηγαίνετε να κοιμηθείτε».
               «Και η Ρέιβεν;» διαμαρτύρομαι ανήσυχος. «Αν πάθει πάλι κάποια κρίση…»
               «Είμαι εγώ εδώ για να την προσέχω και η Σκαρ δεν πρόκειται να την αφήσει από τα μάτια της» λέει κάνοντας νόημα στον δρακόλυκο. «Θα είμαστε εντάξει. Το ίδιο και η Ρέιβεν».
               Η Φλάριον και εγώ μουρμουρίζοντας αβέβαιοι για την επιλογή της Κέιτλιν, φεύγουμε σιωπηλοί. Στον διάδρομο, πριν χωριστούμε για να πάμε στα δωμάτιά μας, κοιταζόμαστε θλιμμένοι. Μυρίζομαι στην ατμόσφαιρα, ότι κάτι ανησυχητικό συμβαίνει, που η Κέιτλιν δε θέλει να μοιραστεί μαζί μας. Κάτι σχετικό με την Ρέιβεν που δε θέλει να ξέρουμε.
«Δεν μου αρέσει που εκείνη κουβαλήθηκε ως εδώ». Σφυρίζω κακόκεφα. «Ακόμα και αν έχει σχέση με την Ρέιβεν».
               «Ανησυχεί για εκείνη όπως και εμείς. Επίσης θα μας βοηθήσει να ξεφύγουμε στην περίπτωση, που μας κυνηγήσουν οι Αβυσσαίοι».
               «Δεν θα μας κυνηγήσουν οι Αβυσσαίοι. Όλο αυτό είναι στημένο».
               «Τι λες; Ηλίθιος είσαι; Η Ρέιβεν…»
               «Πέθανε. Και η μόνη που θα μπορούσε να την αναστήσει, είναι η Μοργκάνα. Δεν ξέρω τι πραγματικά της συνέβη και πώς κατάφερε να το σκάσει, αλλά δε νομίζω ότι την ζωντάνεψε από την καλή της καρδιά». Σταυρώνω τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου και ξεφυσάω σκεπτικός. «Κάτι θέλει και είμαι σίγουρος, ότι όταν έρθει η ώρα, θα πάρει την Ρέιβεν πίσω. Θα την σκοτώσει ξανά».
               «Όχι. Μας την πήρε μια φορά. Αλλά τώρα θα είμαστε προετοιμασμένοι». Χαμογελώντας μου γλυκά σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της και με φιλά στο μάγουλο. «Όνειρα γλυκά, μικρέ αδερφέ».


Ηλιάνα Κλεφτάκη