Η νύχτα που ο παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 37) - "One last favor"


Περνούσα μια περίοδο εθελοντικής σιωπής. Η θλίψη και το πένθος μου δεν είχαν διέξοδο, δεν είχα τρόπο να τα εκφράσω και έτσι προτίμησα να σιωπήσω. Τουλάχιστον σε αυτό το συμπέρασμα είχε καταλήξει ο Ραφαήλ. Με είχαν μεταφέρει σε ένα μεγάλο, λευκό δωμάτιο με μονάχα ένα κρεβάτι στον έναν τοίχο και μια διπλής όψης τζαμαρία στον άλλον. Κανένα διακοσμητικό, τίποτα αιχμηρό, καθώς φοβόντουσαν ότι μπορούσα να προσπαθήσω να αυτοκτονήσω. Ακούγεται τραγικό για έναν άγγελο, αλλά είχαν δίκιο. Ίσως να είχα μπει στον πειρασμό να τερματίσω τη μιζέρια μου, αν υπήρχε επιλογή. Από το μεγάλο τζάμι έβλεπα τους αγγέλους να περπατάνε έξω από το δωμάτιο μου με ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη, γιορτάζοντας τη νίκη τους απέναντι στο σκότος και θα έδινα και τη ζωή μου να ξεριζώσω αυτό το εκνευριστικό χαμόγελο μαζί με τα χείλη τους. Έτσι, προκειμένου να γλιτώσω από αυτό το θέαμα και από το γεγονός ότι τα πόδια μου δε με κρατούσαν για να στηριχτώ πλέον, τις τελευταίες μέρες δε σηκωνόμουν καν από το κρεβάτι. Έμενα ξαπλωμένη για ατελείωτες ώρες, σιωπηλή, να κοιτάω τον λευκό ουρανό του κρεβατιού μου, μέχρι που με ξαναέπαιρνε ο ύπνος.

Ο Κάιλ, πιστός και ακοίμητος φρουρός, δεν έφευγε λεπτό από το πλάι μου. Ακόμα και όταν ο πατέρας μου ή η ιεραρχική του θέση τον καλούσαν, εκείνος αγνοούσε τα πάντα και έμενε δίπλα μου. Ήλπιζε σιωπηλά σε μια συγχώρεση, σε ένα «Δεν πειράζει». Ήθελε να ξαναγίνουν τα πράγματα, όπως ήταν πριν φύγω και ένα μικρό κομμάτι μου το ήθελε αυτό. Ήθελε να ξαναχαθεί στην καλοσύνη και στην αγνότητα που είχε να μου προσφέρει ο Κάιλ. Ίσως έτσι να ηρεμούσα την ταραγμένη και κατεστραμμένη ψυχή μου. Αλλά δεν μπορούσα. Αυτή η ζωή... η ηρεμία και το φως... δεν ήταν για μένα. Ποτέ δεν ήταν. Μπορεί να προσπάθησα να υποκριθώ ότι μπορούσα να ταιριάξω, ότι μπορούσα να ζήσω τυλιγμένη στο φως προσφέροντας παρηγοριά και ανθρωπιά σε όποιον μου τη ζητούσε, αλλά με ήξερα καλύτερα πλέον. Όλο αυτό το διάστημα δεν είχα σταματήσει να σκέφτομαι. Τα λόγια του Ντάμιαν παίζανε ξανά και ξανά στο κεφάλι μου. Είχε καταφέρει να με καταλάβει καλύτερα σε αυτό το διάστημα που περάσαμε μαζί παρά εγώ σε όλη μου τη ζωή. Ήξερε ότι δεν ταίριαζα. Το είχε δει προτού καν εγώ καταλάβω τι ήθελα. Όπως και εγώ ήξερα ότι, αν συνέχιζα έτσι, ο θάνατος θα ήταν ένα τίποτα σε αυτό που είχα να ζήσω. Η αιωνιότητα θα ήταν ένα αδιάκοπο και αδυσώπητο μαρτύριο με φριχτές αναμνήσεις που θα με βασάνιζαν και θα με έκαναν ένα φάντασμα του εαυτού μου. Έπρεπε λοιπόν να κάνω κάτι για αυτό.

«Θέλω να μου πεις πώς μπορώ να κόψω τα φτερά μου» γύρισα και είπα στον Κάιλ ένα απόγευμα από εκείνα τα ατελείωτα που εκείνος καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι μου και μου διάβαζε. Τον είδα να παγώνει, ένα χαμόγελο να εμφανίζεται στα χείλη του ακούγοντας τη φωνή μου που όμως χάθηκε, όταν συνειδητοποίησε τι είχα πει.

«Γιατί:» ήταν το μόνο που με ρώτησε. Έστρεψα το βλέμμα μου πάλι από εκείνον στο ταβάνι και σταύρωσα τα χέρια στο στήθος.

«Πονάει...» του είπα τελικά ηττημένη νιώθοντας τα μάτια μου να υγραίνονται. «Δεν είναι πια το ίδιο».

«Δεν καταλαβαίνω. Θα έπρεπε να χαίρεσαι αντί να είσαι έτσι. Εξαιτίας σου καταφέραμε κάτι που δεν είχαμε ποτέ φανταστεί. Καταφέραμε θανάσιμο πλήγμα στο σκοτάδι. Χάρη σε εσένα, χιλιάδες αδέρφια μας ζήτησαν συγχώρεση και επέστρεψαν πίσω σε εμάς. Αυτό ήταν κάτι που δεν περιμέναμε ποτέ να γίνει!» Σηκώθηκα αργά, ακουμπώντας δοκιμαστικά τα γυμνά μου δάχτυλα στο πάτωμα και λαμβάνοντας έναν τρομερό πόνο ως απάντηση από τους μυς μου. Τόσο καιρό ακίνητη, τους είχα βλάψει. Σηκώθηκα ωστόσο και προχώρησα προς το μεγάλο τζάμι. Κοίταξα έξω τον άδειο διάδρομο και το μεγάλο σιντριβάνι με το τρεχούμενο νερό και γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος του.

«Έχεις δίκιο...» είπα τελικά και είδα την ελπίδα να ζωντανεύει μέσα του. «Δεν καταλαβαίνεις». Ακούμπησα το δάχτυλο μου στο διπλά ενισχυμένο τζάμι και έκλεισα τα μάτια μου. Άφησα ένα κύμα απόγνωσης να ξεχυθεί από μέσα μου και το γυαλί θρυμματίστηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Κάιλ. Ο θόρυβος έκανε τους αγγέλους σε κοντινή απόσταση να σπεύσουν να δουν τι συνέβη. Με κοίταξαν με τρόμο, καθώς έβγαινα από την λευκή φυλακή μου και προχωρούσα ατάραχη προς το δωμάτιο του πατέρα μου με τα γυαλιά να κόβουν το δέρμα στα πόδια μου και αφήνοντας ένα ματωμένο μονοπάτι πίσω μου. Δεν μπήκα καν στον κόπο να χτυπήσω και εισέβαλλα μέσα, όπου τον είδα να κάθεται γύρω από μια μεγάλη εστία φωτιάς, τυλιγμένος με τον λευκό μανδύα του. Οι σύντροφοι του, οι υπόλοιποι της Τάξης γύρισαν να με κοιτάξουν αρχίζοντας να διαμαρτύρονται για την διακοπή, αλλά εκείνος ούτε καν φαινόταν να τους δίνει σημασία. Κατέβασε την κουκούλα του και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«Ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα ερχόσουν, κόρη μου» είπε γλυκά και έσπασε τον κύκλο της Τάξης. Οι υπόλοιποι βρέθηκαν με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο από την ένταση της δύναμης που έσπασε με την αποχώρησή του, αλλά ούτε αυτό φάνηκε να τον επηρεάζει. Ήρθε και στάθηκε απέναντι μου και έφερε τα χέρια του στους ώμους. «Ξέρω τι χρειάζεσαι. Και όσο και αν με πονά θα σου το δώσω». Δε χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο, όπως ούτε και εγώ. Έσκυψε και με φίλησε δειλά στο μέτωπο και έκλεισα τα μάτια μου στην επαφή.

Το επόμενο δευτερόλεπτο που τα άνοιξα η μεγάλη φωτιά, οι σύντροφοι του και ο μανδύας του είχαν χαθεί, δίνοντας τη θέση τους στον γνωστό μου προθάλαμο. «Θέλω να σε ακούσω να το λες, Λιλιάνα. Αν δεν το ζητήσεις, αν δεν προφερθεί από τα χείλη σου, δεν μπορώ να το κάνω».

«Θέλω να μου κόψεις τα φτερά. Θέλω να με κάνεις να ξεχάσω. Δε θέλω να θυμάμαι τίποτα από αυτά. Ούτε τον Παράδεισο, ούτε εσένα, ούτε κανέναν». Η φωνή μου παλλόταν. Το άκουγα όπως το άκουγε και εκείνος. Χαμογέλασε δειλά και κάθισε στην πολυθρόνα πίσω του.

«Είσαι σίγουρη ότι αυτό θες; Όλος αυτός ο πόνος σε έχει κάνει αυτό που είσαι σήμερα». Είχε δίκιο. Ακόμα και σε αυτή τη φάση του αρνητισμού με θεωρούσαν έναν από τους πιο χρήσιμους αγγέλους. Τον Άγγελο που είχε φέρει το Φως. Που είχε αλλάξει την άποψη των Πρεσβύτερων για τα θηλυκά Ουράνια Όντα. Τίτλους που δεν ήθελα να φέρω πια.

«Είμαι σίγουρη» είπα απλά σκύβοντας το κεφάλι ντροπιασμένη. Ήξερα ότι αυτό που ζητούσα ήταν ρηχό και εγωιστικό, αλλά μόνο αυτό θα με έκανε να μην πονάω άλλο.

«Μπορώ να σε κάνω να ξεχάσεις και το παρελθόν σου. Τις οικογένειες, τι πληγές σου...»

«Όχι!» τον διέκοψα απότομα. Αυτά ήταν κάτι που μπορούσα να διαχειριστώ. Αυτά ήταν ότι με έκαναν αυτό που ήμουν παλιά. Δεν μπορούσα να ζητήσω να τα ξεχάσω όλα. Μια τέλεια ζωή... Όχι, αυτό δε μου ταίριαζε. Δε μου άξιζε. «Μόνο τα πρόσφατα». Σηκώθηκε αργά. Η κούραση ήταν φανερή επάνω του. Είχε γιατρευτεί πλέον πλήρως και αυτό που μπορούσα να ξεχωρίσω πλέον πάνω του ήταν η σοφία. Η σοφία ενός πλάσματος που έχει ζήσει από την αρχή του κόσμου, που έχει δει τα πάντα. Όλο τον πόνο, όλη την απόγνωση, όλη την καταστροφή του ανθρώπινου γένους. Αυτά καθρεφτίζονταν στις βαθιές ρυτίδες που είχαν χαραχτεί στο μέτωπο του. Είχε κουραστεί. Είχε απελπιστεί. Και όμως έστεκε αγέρωχος και ασταμάτητος. Για πρώτη φορά. και ίσως για τελευταία, θαύμασα τον πατέρα μου. Ήμουν περήφανη για εκείνον και ίσως, κάπου βαθιά μέσα μου, να καταλάβαινα τον λόγο που δε με είχε αναζητήσει. Το καθήκον του ήταν μεγαλύτερο από μένα. Τώρα το έβλεπα καθαρά.

«Τίποτα δεν είναι μεγαλύτερο από εσένα» μου είπε καρφώνοντας με, με εκείνα τα μεγάλα πράσινα μάτια να αντανακλούν στα δικά μου. Δε με εξέπληττε πλέον το γεγονός ότι ήξερε τι σκεφτόμουν. Όχι, το είχα ξεπεράσει αυτό. Τα λόγια του πάλι, ναι, αυτά ήταν κάτι πρωτάκουστο. «Για αυτό και θα πραγματοποιήσω την επιθυμία σου. Υπό έναν όρο. Ξέρω ότι η μητέρα σου θα τρελαθεί, αν κόψεις τα φτερά σου έτσι απλά. Δε θα ήθελε κάτι τέτοιο για σένα και δεν μπορώ να είμαι εγώ αυτός που θα της προκαλέσει τόσο πόνο». Γέλασα. Για πρώτη φορά, εδώ και τόσο καιρό ένας οξύς ήχος βγήκε από το λαρύγγι μου, ότι πιο κοντινό μπορούσα να βγάλω σε γέλιο από τις κοιμισμένες φωνητικές μου χορδές.

«Ακόμα την αγαπάς». Δε θα το αρνιόταν. Δε θα είχε και νόημα.

«Αγάπησα την μητέρα σου μια φορά, με όλη μου την καρδιά. Μου χάρισε ένα παιδί. Δεν μπορώ να διώξω αυτό το συναίσθημα για εκείνη, όσο και να προσπαθώ. Και πίστεψε με, προσπάθησα πολύ».

«Τότε καταλαβαίνεις γιατί θέλω αυτή την αμνησία». Χαμογέλασε θλιμμένα.

«Ναι. Αλλά πρώτα θα δεχτείς τον όρο μου».

«Ακούω».

«Δε θα σου κόψω τα φτερά. Θα στα καταστείλω. Θα στα κλειδώσω, όπως και όλες τις ικανότητες σου ως αγγελικό ον. Θα τα θάψω βαθιά στο μυαλό σου, ώστε να μην μπορείς να τα βρεις. Αν κάποια μέρα αποφασίσεις ότι θέλεις να τα ψάξεις, να με ψάξεις, θα είναι εκεί. Ή, αν δεν το κάνεις ποτέ, όταν έρθει η ώρα να απαλλαχτείς από το ανθρώπινο σώμα σου, εγώ ο ίδιος θα έρθω σε σένα να σε ρωτήσω πώς θες να συνεχίσεις». Τον άκουγα προσεκτικά. Φαινόταν δίκαιος όρος και ίσως καλύτερος από αυτό που ήθελα. Ίσως με τα χρόνια, πολλά χρόνια μέσα στην άγνοια των συναισθημάτων μου να ξεπερνούσα τον πόνο φυσικά. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και μου χαμογέλασε ξανά. «Θα σε προσέχω να το θυμάσαι» είπε και τράβηξε μια χρυσή αλυσίδα από τον λαιμό του. Ένας διακριτικός, χρυσός σταυρός κρεμόταν στην άκρη του με ένα γαλάζιο πετράδι στην μέση. Τι ταιριαστό κόσμημα για έναν Άγγελο! Το πέρασε γύρω από τον λαιμό μου και τον κοίταξα καχύποπτα. «Για καλή τύχη...» ψιθύρισε προσπαθώντας να καταπιεί τον λυγμό του χωρίς επιτυχία. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια μου τη στιγμή που έβαλε τον δείκτη του στο κέντρο του μετώπου μου. «Σ' αγαπάω. Πάντα» ήταν οι τελευταίες λέξεις του και πρόσεξα ένα δάκρυ να κυλά από την άκρη των ματιών του, πριν σκοτεινιάσουν τα πάντα...

~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~

Φωτεινές, καυτές ακτίνες εισέβαλλαν απρόσκλητες από τις τεράστιες τζαμαρίες κάνοντάς με να γρυλίσω και να ψάξω στα τυφλά το τηλεχειριστήριο για τα στόρια. Το βρήκα στο κομοδίνο μου και το πάτησα γρήγορα. Ο χαρακτηριστικός ήχος από τον ιμάντα άρχισε να ακούγεται, αλλά πλέον ήταν αργά. Είχα ήδη ξυπνήσει και με χάλια διάθεση μάλιστα. Σηκώθηκα παραπαίοντας προσπαθώντας να κρατήσω την ισορροπία μου βαδίζοντας στα τυφλά μες στο απόλυτο σκοτάδι. Ευτυχώς η θέρμανση ήταν ανοιχτή, γιατί αν και είχε ήλιο, περνούσαμε τον πιο κρύο Δεκέμβρη των τελευταίων χρόνων.

Έφτασα ψαχουλεύοντας τον τοίχο στο μπάνιο και άνοιξα το καυτό νερό της ντουζιέρας. Το άφησα λίγο να τρέξει, τόσο ώστε να γεμίσει με ατμούς τον χώρο και χώθηκα μέσα απαλλαγμένη από τα ρούχα μου. Το νερό κυλούσε καυτό πάνω μου διώχνοντας το μούδιασμα του αγουροξυπνήματος και αφέθηκα στο απαλό του χάδι. Ακούμπησα τη γυμνή μου πλάτη στα πλακάκια και έκλεισα τα μάτια μου. Εκτός από την άσχημη διάθεση, είχα σηκωθεί και με ένα ανεξήγητο βάρος στο στήθος. Δε θυμόμουν τίποτα από την προηγούμενη μέρα αλλά ξέροντάς με, προφανώς θα είχα μεθύσει τόσο πολύ στο μαγαζί εχθές που ήταν λογικό να μη θυμάμαι τίποτα. Έτριψα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου κι άρπαξα την πετσέτα από δίπλα μου, την τύλιξα γύρω μου και βγήκα από το μπάνιο. Προχώρησα αργά στο δωμάτιο μου, σταματώντας για λίγο μπροστά στον καθρέφτη μου. Το κορίτσι που με αντίκριζε δε φαινόταν το ίδιο. Ήταν σαν να είχα κουβαλήσει όλα τα βάρη του κόσμου στις πλάτες μου. Μεγάλοι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου, κάτωχρο, σχεδόν διάφανο δέρμα, μάτια που πεταγόντουσαν από τις κόγχες τους. Ένιωθα τους μυς μου πιασμένους επίσης. Ίσως να χρειαζόμουν ένα διάλειμμα από τη δουλειά. Θα το έλεγα στη Ζόι, το βράδυ στο μαγαζί. Κάθισα στο κρεβάτι μου και άρχισα να τρίβω με μανία τα υγρά μαλλιά μου. Αυτά εντάξει, δικαιολογούνταν και καλύπτονταν κάτω από δυο-τρεις στρώσεις μακιγιάζ. Αυτό το βάρος στο στήθος όμως από που είχε προέλθει; Αυτή η τάση να κουκουλωθώ κάτω από το πάπλωμα και να κλαίω νύχτα-μέρα; Ω, ναι! Σίγουρα ήθελα διακοπές.
           
Άφησα την πετσέτα στο κρεβάτι μου και έσπευσα να ντυθώ. Ήθελα να κάνω κάποια ψώνια, πριν πάω στη δουλειά. Έβαλα το χοντρό παλτό μου και τύλιξα ένα κασκόλ γύρω από τον λαιμό μου. Μια έντονη μυρωδιά αναδύθηκε από το μάλλινο ύφασμα. Θειάφι; Βαριά, δυνατή μυρωδιά που έκανε τα μάτια μου να δακρύζουν ταυτόχρονα όμως, με κάποιον παράξενο τρόπο, με έκανε να ηρεμώ. Χαμένη στο άρωμα βγήκα έξω στην κρύα Νέα Ορλεάνη.


NADIA