Faded Memories - "Ένα σεντούκι αμαρτίες" (Διήγημα 18ο / Μέρος Β)

Δεν είχε τίποτα άλλο σημασία, πέρα από το να καταφέρει να αναπνεύσει ξανά. Ο πόνος που ένιωθε στους πνεύμονές της όλο και δυνάμωνε, κάνοντας τα μάτια της να τσούζουν και να δακρύζουν. Όταν το δυνατό του κράτημα έφυγε από τα μαλλιά της και επέστρεψε στον λαιμό της, κατάφερε να υψώσει ξανά το κεφάλι της και να τον αντικρίσει.
«Δεν ξέρω τι άλλο θες να σου πω. Σου εξήγησα τα πάντα. Τώρα θέλω να δω την κόρη μου!» ούρλιαξε με οργή κι ένιωσε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπό της.
«Δεν είσαι σε θέση να απαιτείς τίποτα, μάγισσα. Θα τη δεις, όταν θα το πω εγώ» την έσπρωξε με δύναμη προς τα πίσω κι εκείνη βρέθηκε και πάλι στο έδαφος. Τα χέρια και τα πόδια της δεν την κρατούσαν κι έτσι παρέμεινε ξαπλωμένη, αφήνοντας τον ιδρώτα της να μουσκέψει το χώμα. Με όση δύναμη της είχε μείνει στη φωνή της, κατάφερε να ψελλίσει:
«Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Δεν είμαι μάγισσα, όπως λες. Δεν έχω κάνει τίποτα από αυτά που με κατηγορείς».
«Αυτό θα το κρίνω εγώ. Πες μου, πώς κατάφερες να σώσεις τη μικρή; Ήταν ετοιμοθάνατη».
«Ήταν απλά βότανα. Τα βρήκα στο δάσος. Έλειπα ολόκληρη την ημέρα, ελπίζοντας να μην πεθάνει το κοριτσάκι μου και μόλις βρήκα ό,τι χρειαζόμουν, έτρεξα στο πλευρό της να τη βοηθήσω».
«Ή απλώς ετοίμαζες τα ξόρκια σου και τα μάγια σου και επέστρεψες για να τη γυρίσεις πίσω από την άλλη πλευρά, μάγισσα. Σταμάτα τα ψέματα. Νομίζεις πως θα πιστέψω ότι ένα σωρό φύλλα γιάτρεψαν ένα ετοιμοθάνατο κορίτσι; Και αφού τα ήξερες όλα αυτά, γιατί δεν τα είχες φέρει νωρίτερα; Γιατί δεν το είχες πει σε κανέναν ότι υπάρχουν αυτά τα… βότανα, όπως τα αποκαλείς;»
               Φυσικά δεν μπορούσε να του δώσει απάντηση σε αυτό. Χρόνια ολόκληρα γιάτρευε στα κρυφά πολλές από τις γειτόνισσές της, όμως καμιά τους δεν ήθελε να μπλεχτεί και να το παραδεχτεί. Όταν είχαν πρωτοειπωθεί οι κατηγορίες σε βάρος της, καμιά δεν είχε προχωρήσει μπροστά για να την υποστηρίξει. Είχαν μείνει όλες σιωπηλές και δυσπρόσιτες, από τον φόβο ότι η οργή του αρχηγού της φυλής θα στρεφόταν πάνω τους και θα είχαν και οι ίδιες μπλεξίματα.  
               «Ήταν το μυστικό μου» είπε απλά και το επόμενο πράγμα που ένιωσε ήταν μια κλωτσιά στην κοιλιά της. Η όρασή της θόλωσε για ακόμα μια φορά από τα δάκρυα, όμως δεν τόλμησε να μιλήσει. Ό,τι κι αν έλεγε θα ήταν εις βάρος της.
               «Ψέματα, για ακόμα μια φορά. Αφού λοιπόν σου αρέσουν τα παιχνίδια, ας παίξουμε ένα καινούργιο. Λέγεται: “Δε θα ξαναδώ ποτέ την κόρη μου”. Νομίζω θα το απολαύσεις».
Ήταν τα τελευταία του λόγια, πριν βγει από τη φυλακή της και την αφήσει πληγωμένη και εξουθενωμένη. Είχε να φάει τρεις μέρες και το νερό που της είχαν δώσει ήταν λιγοστό. Είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει κι έκλεισε τα μάτια της ηττημένη. Ήθελε τόσο πολύ να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει, να πάρει το κοριτσάκι της και να το σκάσει από αυτήν την κόλαση. Παλιότερα, θεωρούσε το χωριό εκείνο σπίτι της, ένα μέρος όπου θα ήταν ασφαλής και θα μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένη με την κόρη της, έπειτα από τον τραγικό θάνατο του άντρα της. Το είχε πιστέψει, μέχρι πριν από λίγες μέρες. Η κόρη της είχε αρρωστήσει με βαρύ πυρετό και ο μόνος τρόπος να τη σώσει ήταν να της φτιάξει ένα μείγμα βοτάνων, που το είχε μάθει από τη μητέρα της. Δεν ήξερε μάγια. Δε είχε ειδικές δυνάμεις. Το μόνο που ήξερε καλά ήταν να συνδυάζει βότανα και να φτιάχνει δυνατά φίλτρα για αρρώστιες. Αυτή ήταν η μόνη δύναμή της. Και την είχε χρησιμοποιήσει στο μέγιστο. Όμως της είχε κοστίσει την ελευθερία της. Τρεις μέρες περίμενε ο αρχηγός και μόλις η μικρή είχε γίνει εντελώς καλά, οι κατηγορίες έπεσαν βροχή. Την είχε κλείσει σε αυτή τη βρωμερή φυλακή και δεν την άφηνε να δει κανέναν. Μόνο τη βασάνιζε για να του αποκαλύψει το «μυστικό» της.

«Μαμά».
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και αντίκρισαν σκοτάδι. Είχε κιόλας νυχτώσει. Όμως ανάμεσα στις σκιές διέκρινε ένα ξανθό κεφαλάκι κι ένα ζευγάρι καστανά, γνώριμα μάτια να την κοιτούν.
«Αλίνα» σχεδόν φώναξε και έκλεισε γρήγορα το στόμα της με το χέρι της. Σύρθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έπιασε τα μικροσκοπικά χεράκια τής κόρης της με τα δικά της. «Τι κάνεις εδώ; Μπορεί να σε δει κάποιος. Είναι πολύ επικίνδυνο!» ψιθύρισε και με το βλέμμα της έλεγξε όλο τον χώρο της μπροστά της σε περίπτωση που έβλεπε το οτιδήποτε να κινείται.
«Μα μου λείπεις, μανούλα. Από τότε που με έκανες καλά δε σε έχω ξαναδεί. Δεν καταλαβαίνω… Γιατί σε έκλεισε ο αρχηγός εδώ; Γιατί σε τιμωρεί; Επειδή με έσωσες; Δεν ήθελε να με σώσεις;»
«Ήθελε, αγάπη μου» της χάιδεψε το πρόσωπο. Είπε προσεχτικά τα επόμενά της λόγια. «Όμως, νομίζει ότι το έκανα με λάθος τρόπο και δεν του αρέσει. Αλλά μην ανησυχείς, σε λίγο καιρό η μανούλα θα βγει από εδώ και θα είμαστε πάλι μαζί» προσπάθησε να την καθησυχάσει.
«Πότε; Δε θέλω να σε βλέπω άλλο εδώ. Σε θέλω μαζί μου. Δε θέλω να μένω άλλο μια στο ένα σπίτι και μια στο άλλο. Θέλω να γυρίσουμε στο δικό μας». Το πονεμένο βλέμμα του κοριτσιού σπάραξε την καρδιά της και πήρε μια βαθιά ανάσα για να μην επιτρέψει στα δάκρυα να επιστρέψουν στα μάτια της.
«Σύντομα, ψυχή μου, σύντομα. Γι’ αυτόν τον χρόνο που μας μένει θέλω να μου υποσχεθείς κάτι. Θα κρατάς την κούκλα που φτιάξαμε μαζί όσο πιο δυνατά μπορείς και θα σκέφτεσαι ότι είμαι δίπλα σου».
«Δεν είναι το ίδιο».
«Το ξέρω, αλλά είναι για λίγο. Μέχρι να βγω από εδώ».
«Το υπόσχεσαι;»
Ήθελε τόσο πολύ να την πάρει αγκαλιά και να τη σφίξει στα χέρια της. Ήθελε να της πει ότι όλα θα πήγαιναν καλά κι ότι μόλις τελείωνε αυτό το βασανιστήριο θα πήγαιναν να ζήσουν μόνες τους μακριά από εκεί. Ήθελε να της υποσχεθεί ότι θα ήταν για πάντα ευτυχισμένη. Αντί για όλα αυτά, ένευσε μία φορά και κράτησε το προσωπάκι τής Αλίνας μαλακά στα χέρια της.
«Θέλω να επιστρέψεις γρήγορα πίσω. Δεν μπορούν να σε βρουν εδώ κι επιπλέον είναι πολύ αργά. Πρέπει να ξεκουραστείς. Κάνε μου τη χάρη, κάνε μια ευχή στ΄ αστέρια και κλείσε τα ματάκια σου γι’ αυτό το βράδυ. Αύριο θα ξημερώσει μια καλύτερη ημέρα».
Όταν ένιωσε τη θέρμη της φωτιάς και τα πνευμόνια της κατακλύστηκαν από τον πυκνό καπνό, ήξερε ότι αυτή η μέρα δύσκολα θα ερχόταν. Όταν ο άντρας την ελευθέρωσε από τη φυλακή, έτρεξε με μανία και θυμό να βρει το κοριτσάκι της.
Είχε τα μάτια της κλειστά, όπως την είχε συμβουλέψει, όμως όσο κι αν την τράνταζε, δεν τα άνοιγε. Έμελλε να μείνουν αιώνια κλειστά και να μην την αντικρίσουν ποτέ ξανά.
«Τη σκότωσες! Σκότωσες την κόρη μου» του φώναζε δυνατά κρατώντας το άψυχο κορμί τής κόρης της στα χέρια της. Ήταν η σειρά της να κρατήσει τη σχεδόν καμένη πλέον κούκλα στα χέρια της δυνατά. «Εύχομαι μέσα από την ψυχή μου, όση δυστυχία σκορπίσατε σε αυτόν εδώ τον τόπο σήμερα, άλλη τόση να σας βρει στη ζωή σας» του είπε και έφυγε τρέχοντας προς τη μεριά του δάσους. Την τελευταία στιγμή γύρισε το βλέμμα της και τον είδε να σκύβει και να παίρνει το παπουτσάκι τής κόρης της. Οργή την κατέκλυσε και ήταν έτοιμη να γυρίσει πίσω, όταν τον είδε να βάζει το παπουτσάκι μέσα στο γιλέκο του και να σκουπίζει ένα δάκρυ από τα μάτια του. Έπειτα ανέβηκε στο άλογό του, έριξε μια τελευταία ματιά στο κατεστραμμένο χωριό και άρχισε να ιππεύει προς την αντίθετη μεριά. Είχε τόσο πόνο στα μάτια του, λες και δεν είχε μόλις σκοτώσει τόσους ανθρώπους. Λες και δεν είχε αφαιρέσει τη ζωή και την πνοή από τους διπλανούς του. Λες και δεν ήθελε στην πραγματικότητα να κάνει αυτές τις αμείλικτες πράξεις.
Έστρεψε το πρόσωπό της προς τον ουρανό. Δεν είχε αστέρια να κοιτάξει, έκανε όμως της ευχή της πάραυτα.
Ας μη ζούσε κανείς την ανείπωτη θλίψη που ένιωθε στην ψυχή της εκείνη τη στιγμή…


Θεοδώρα Σέρβου