Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 11)

Η Χλόη σταμάτησε το διάβασμα για μερικά δευτερόλεπτα για να ξεκουράσει τα μάτια της και για να αφομοιώσει τις πληροφορίες. Όχι πως δεν τις γνώριζε, προς Θεού, όλοι στην οργάνωση του Μαύρου Ρόδου ήξεραν για το μύθο γύρω από το ξίφος, απλά έπρεπε να τα ξαναθυμηθεί όλα αυτά.
Γύρισε και κοίταξε το τετράδιο που είχε ανοιχτό δίπλα από το βιβλίο. Ακόμα δεν είχε σημειώσει τίποτα στις λευκές του σελίδες και υπέθεσε πως αυτό θα συνεχιζόταν για λίγο ακόμα. Μέχρι, δηλαδή, να βρει κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό.
Συνέχισε την ανάγνωση από εκεί που την είχε αφήσει.
«Δικό μου;» επανέλαβε τα λόγια του Σεμπάστιαν η νεαρή κοπέλα και δοκίμασε το ξίφος στον αέρα. «Και πώς ακριβώς ένα απλό ξίφος θα με βοηθήσει να πραγματοποιήσω τις ευχές μου;»
«Δεν είναι ένα απλό ξίφος, Κριστίν, αλλά ένα μαγικό ξίφος. Βλέπεις, όποιος το έχει στην κατοχή του αποκτά δύναμη, γίνεται ισχυρός. Πες μου, αυτό δεν θέλεις· να γίνεις ισχυρή και να διοικήσεις τη χώρα»

Τον κοίταξε και τον σημάδεψε με τη μύτη του Μαύρου Ρόδου στο λαιμό. «Ναι, αυτό θέλω, δεν το κρύβω».
«Τότε είθε η επιθυμία σου να πραγματοποιηθεί με τη δύναμη του σκότους και της μαύρης μαγείας», δήλωσε ο άντρας και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα, αφήνοντας την Κριστίν μόνη.
Το επόμενο πρωί, η κοπέλα βρήκε τη μαύρη της φοράδα και με οδηγό το ποτάμι, κατάφερε να γυρίσει πίσω στην πόλη. Γύρισε στην καθημερινότητά της, αλλά κάτι μέσα της είχε αλλάξει. Η ίδια είχε γίνει πιο αυταρχική, ψυχρή και λιγομίλητη. Αφιερώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στις σπουδές της και στην εκμάθηση πολεμικών τεχνών, ενώ απέκτησε ένα τρομερό ενδιαφέρον για τη διπλωματία και την ιστορία. Της έγιναν πολλές προτάσεις για γάμο από επιφανείς και μη άντρες, αλλά εκείνη τις απέρριπτε. Είχε διαφορετικές προτεραιότητες από το να παντρευτεί εκείνον τον καιρό.
Πήγαινε σε ταβέρνες κρυφά από τον πατέρα της και μάζευε κόσμο για μία επανάσταση.
Ήθελε τον θρόνο και δεν το έκρυβε. Αποζητούσε την εξουσία. Και είχε βάλει στόχο να την αποκτήσει.
Μετά από έναν χρόνο, η μεγάλη ημέρα είχε φτάσει.
Καβάλα πάνω στο μαύρο της άλογο, η Κριστίν και οι ακόλουθοί της στήθηκαν έξω από το παλάτι, με τα ξίφη και τα τόξα τους έτοιμα. Άνοιξαν με τη βία την κεντρική πύλη και εισέβαλαν στο παλάτι. Αλλά τους περίμενε μία έκπληξη: οι στρατιώτες της βασιλικής φρουράς, με επικεφαλής τον πατέρα της Κριστίν και έναν νεαρό στρατηγό, το καμάρι της βασιλικής φρουράς.
Η κοπέλα σήκωσε το χέρι της ως σήμα για να σταματήσει τους άντρες της. Το περίμενε πως θα υπήρχε κάποια αντίστοιχη υποδοχή από τον πατέρα της.
«Κόρη μου, γιατί;» απόρησε ο γέρος αρχηγός. Η έκφρασή του ήταν μία μίξη θλίψης και απογοήτευσης. «Δεν σου δώσαμε τα πάντα; Ό,τι επιθυμούσες το είχες!»
«Και σου είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, πατέρα. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερους γονείς από εσένα και τη μητέρα, αλλά αυτό που ποθεί η καρδιά μου δεν μπορείτε να μου το δώσετε».
«Σε έχει τυφλώσει η αλαζονεία σου, Κριστίν. Λυπάμαι που δεν το πρόσεξα νωρίτερα», είπε ο πατέρας της.
«Μη λυπάσαι, πατέρα. Ακόμα και αν το είχες προσέξει, εδώ θα ήμασταν πάλι», απάντησε εκείνη και έβγαλε το Μαύρο Ρόδο από το θηκάρι του.
Ο νεαρός στρατηγός δίπλα από τον πατέρα της Κριστίν, τη μιμήθηκε και τράβηξε κι εκείνος το ξίφος του. Ένα ξίφος με σκαλιστή λεπίδα, όπως το Μαύρο Ρόδο, με τη διαφορά πως η λαβή του ήταν λευκή. «Επικίνδυνο το ξίφος που κρατάς», δήλωσε και την είδε να ξεπεζεύει από το μαύρο της άλογο.
«Επικίνδυνο; Μου έχει προσφέρει αυτό που ποθώ. Και μπορώ να δω καθαρά πως κι εσύ έχεις το ίδιο όπλο με μένα».
«Κάνεις λάθος. Αυτό που κρατώ είναι το Λευκό Ρόδο και φτιάχτηκε για να προστατεύει, όχι να καταστρέφει!»
«Για να δούμε αν θα προστατέψει εσένα και τον βασιλιά σου, λοιπόν!» είπε η Κριστίν και του επιτέθηκε.
Η Χλόη σήκωσε το κεφάλι της από το βιβλίο έκπληκτη, συνειδητοποιώντας πως είχε ξεχάσει το Λευκό Ρόδο. Γνώριζε ότι υπήρχε, αλλά όχι πού. Και ενώ είχε γίνει χαμός σχετικά με το Μαύρο Ρόδο, το Λευκό δεν είχε αναφερθεί καν. Κανείς δεν το έψαχνε και σε σχέση με το μαύρο ξίφος, το τύλιγε ένα πέπλο μυστηρίου, επειδή πολύ απλά μετά από την αναφορά του στο μύθο, δεν υπάρχουν άλλες πηγές να το αναφέρουν.
Σημείωσε το όνομα στην κορυφή της σελίδας με ένα ερωτηματικό από δίπλα και γύρισε πίσω στο βιβλίο, καθώς το δεύτερο ξίφος ήταν μία παράξενη ιστορία.
Ο νεαρός απέκρουσε το χτύπημα της κοπέλας και ανταπέδωσε αμέσως, ξεκινώντας έτσι έναν θανατηφόρο χορό, στον οποίο τον πρώτο λόγο είχαν τα ξίφη τους. Δύο όπλα που ήταν φτιαγμένα από το ίδιο μέταλλο, με διαφορετική δύναμη.
Γύρω τους εξελισσόταν η μάχη ανάμεσα στις δύο αντιπαλόμενες μεριές, αλλά εκείνοι δεν έδιναν σημασία σε τίποτα πέρα από τη δική τους.
«Αρκετά!», ακούστηκε μία γυναικεία φωνή και όλοι πάγωσαν. Όχι από τη φωνή, αλλά από τη δύναμη της κοπέλας, η οποία κατάφερε να επηρεάσει και τα μαγικά ξίφη. «Κριστίν, εσύ ήσουν η μοναδική από την οποία δεν περίμενα κάτι», έδειξε με τα χέρια της τον χώρο, «κάτι τέτοιο».
«Όλοι έχουμε μία σκοτεινή πλευρά, Υψηλοτάτη. Απλά μερικοί την κρύβουν και μερικοί όχι».
Τα χείλη της πριγκίπισσας ενώθηκαν και έγιναν μία λεπτή γραμμή και πλησίασε με αργά βήματα την Κριστίν. Ακούμπησε απαλά την παλάμη της πάνω στο στέρνο της κοπέλας κι εκείνη τινάχτηκε προς τα πίσω και συγκρούστηκε με πάταγο πάνω σε μία κολώνα. «Λυπάμαι που ήρθαν τα πράγματα έτσι. Αλλά η ευημερία του βασιλείου του πατέρα μου είναι πιο σημαντική!»
«Όντως είναι», απάντησε η Κριστίν και σηκώθηκε με δυσκολία από το μαρμάρινο δάπεδο. «Υψηλοτάτη, είστε έτοιμη να παλέψετε γι’ αυτήν;» Ύψωσε το Μαύρο Ρόδο στο επίπεδο των ματιών, πιο αποφασισμένη από ποτέ και έτοιμη να διεκδικήσει το θρόνο.
Πριν προλάβει να απαντήσει η πριγκίπισσα, ο νεαρός στρατηγός μπήκε μπροστά της, κόβοντάς της τη θέα της Κριστίν.
«Εγώ είμαι ο αντίπαλός σου, όχι η πριγκίπισσα!»
«Το ίδιο μου κάνει, αρκεί να τελειώνουμε», απάντησε η κοπέλα και η λεπίδα του ξίφους της τυλίχτηκε με μαύρες φλόγες.
Ως απάντηση, το ξίφος του νεαρού έλαμψε απειλητικά. Κανείς δεν απειλούσε το βασίλειο και την έβγαζε καθαρή, ήταν δύο ασύμβατες έννοιες.
Από την άλλη, η πριγκίπισσα ήθελε να είναι αυτή που θα αντιμετωπίσει την πρώην φίλη της και νυν εχθρό της και σε αυτό θα τη βοηθούσε η δύναμη, την οποία είχε ανακαλύψει πως κατείχε τον τελευταίο χρόνο, λίγο μετά από τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της. Απελευθέρωσε τη δύναμή της, η οποία πήρε τη μορφή ενός σμαραγδένιου δράκου από την ανατολή και αιωρήθηκε ακριβώς από πάνω της, κάνοντας αισθητή την παρουσία του. Η κοπέλα έκανε ένα βήμα προς τον στρατηγό και την Κριστίν που πάλευαν και ύστερα και άλλο ένα και μετά και ένα τρίτο. Ήταν αποφασισμένη να βάλει ένα τέλος σε όλο αυτό.
Το γιγαντιαίο ερπετό, διαισθανόμενο τις προθέσεις του κατόχου του, μπήκε ανάμεσα στα δύο Ρόδα.
«Φτάνει, Κριστίν!» αναφώνησε.
«Τι μού έχεις κάνει; Δεν μπορώ να κουνηθώ!» γρύλισε η μαυρομάλλα κοπέλα. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του Μαύρου Ρόδου για να σπάσει το ξόρκι της πριγκίπισσας, αλλά αποδείχτηκε μάταιος κόπος.
«Όσο και να προσπαθείς, δεν θα μπορέσεις να νικήσεις τον Σμαραγδένιο Δράκο», είπε ο νεαρός στρατηγός, «η δύναμή του είναι ισχυρότερη από αυτή των Ρόδων».
«Οχι!»
«Κι όμως, Κριστίν. Ο Δράκος υπάρχει για να διατηρεί τις ισορροπίες ανάμεσα στο Λευκό και το Μαύρο Ρόδο και τον υπόλοιπο κόσμο», έκανε η πριγκίπισσα και γυρνώντας προς το μέρος του νεαρού, τού έκανε νόημα να την πάρει από εκεί. Εκείνος, αφού έβαλε το ξίφος του πίσω στο θηκάρι του, έκανε μία ελαφριά υπόκλιση και μετέφερε την Κριστίν στα μπουντρούμια.
Εκείνη τη νύχτα, όλη η πόλη ξύπνησε από τις φωνές και τις κατάρες της Κριστίν, η οποία ορκίστηκε να επιστρέψει. Αλλά κανείς δεν έμαθε τι απέγινε μετά από αυτό το συμβάν. Κανείς δεν ξανάκουσε για την κόρη του αρχηγού της φρουράς με το πραγματικό της όνομα. Γιατί το όνομα του μαγικού ξίφους είχε γίνει το δικό της.
Η Χλόη έκλεισε το βιβλίο, ξεφυσώντας. Ώστε ο Σμαραγδένιος Δράκος ανήκε στην πριγκίπισσα... Και τώρα σε αυτήν.
Σημείωσε το όνομα της δύναμης τρεις σειρές πιο κάτω από το όνομα του Λευκού Ρόδου και άνοιξε το επόμενο βιβλίο, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στον τίτλο.
Αναφερόταν και αυτό αποκλειστικά στο μύθο του Μαύρου Ρόδου, χωρίς να έχει περισσότερες λεπτομέρειες από το προηγούμενο κι έτσι το έκλεισε και το έβαλε στην άκρη.
Το τρίτο βιβλίο ήταν γραμμένο από έναν ειδικό πάνω στους μύθους και τους θρύλους. Εξηγούσε πως η ιστορία του Μαύρου Ρόδου μπορεί να έχει για βάση πραγματικά γεγονότα, αλλά δεν παύει να είναι προϊόν μυθοπλασίας.
«Μάλιστα», μουρμούρισε η Χλόη και αποφάσισε πως το συγκεκριμένο βιβλίο δεν άξιζε περαιτέρω προσοχή. Η ιστορία ήταν αληθινή, το ξίφος υπήρχε, όπως και η μαγεία.
Η κοπέλα σηκώθηκε από την άβολη καρέκλα και περπάτησε πάνω κάτω στον χώρο για να ξεμουδιάσει και να κάνει ένα μικρό διάλειμμα. Ξανακάθισε και πήρε ένα βιβλίο με λευκό εξώφυλλο. Το συγκεκριμένο έκανε λόγο για την εύρεση ενός ξίφους με λεπίδα στολισμένη με τριαντάφυλλα και μαύρη λαβή, σε έναν τάφο, ο οποίος χρονολογούνταν από τον δέκατο πέμπτο αιώνα.
Όπως και ο ίδιος ο μύθος.
Αυτή η ανακάλυψη, που έγινε στις αρχές του εικοστού αιώνα από τους Ροντόλφο Λούτσι και Λούκας Κρόσμπι, έδωσε το έναυσμα για την επανεξέταση του μύθου ως μια αληθινή ιστορία, αλλά η ιδέα απορρίφθηκε σχεδόν αμέσως και το ξίφος εξαφανίστηκε. Πολλοί είχαν πει πως κλάπηκε, αλλά κανένας δεν επιβεβαίωσε τη φήμη και όποιος σκάλιζε την ιστορία, μετά από λίγο σταματούσε.
Ή τον σταματούσαν, σκέφτηκε η κοπέλα.
Επομένως, το Μαύρο Ρόδο βρισκόταν στην οργάνωση για περίπου έναν αιώνα, ενώ η ίδια η οργάνωση ήταν σχεδόν εξακοσίων ετών, ιδρύτρια της οποίας υπήρξε η Κριστίν, η πρώτη κάτοχος του μαγικού ξίφους.
Αν γινόταν, θα ήθελε να επισκεφτεί και τη βιβλιοθήκη της οργάνωσης, μιας κι εκεί ο όγκος των πληροφοριών θα ήταν πολύ μεγαλύτερος, αλλά απέρριψε κατευθείαν την ιδέα. Θα έπρεπε να βολευτεί με αυτά που βρήκε για αρχή και στη συνέχεια θα έβλεπε.
Επόμενο βιβλίο.
Αυτό αναφερόταν και στα δύο ξίφη, το Μαύρο και το Λευκό Ρόδο. Πιο συγκεκριμένα, οι συγγραφείς του βιβλίου πραγματεύονταν πως αυτά τα δύο ξίφη είναι τόσο όμοια, αλλά και τόσο διαφορετικά την ίδια στιγμή. Το Yin και το Yang στη δυτική τους μορφή. Το φως και το σκοτάδι.
Φτιαγμένα από το ίδιο μέταλλο, το καθένα όμως, δημιουργήθηκε για να υπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς, φύλακες της ισορροπίας μεταξύ καλού και κακού.
Αρκετοί υποστήριξαν πως οι κάτοχοι των σπαθιών είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, αλλά κανείς δε γνώριζε αν αυτό ήταν αλήθεια ή ψέμα, μία γνώμη των ρομαντικών αναγνωστών του μύθου. Το ότι τα δύο Ρόδα μοιράζονταν έναν ιδιαίτερο δεσμό, αυτό ήταν ένα αποδεδειγμένο γεγονός.
Και για αυτόν τον λόγο κανένα από τα δύο δεν ήταν ικανό να σφραγίσει τις δυνάμεις του άλλου. Αυτή ήταν αρμοδιότητα του Σμαραγδένιου Δράκου.
Στο διάβασμα της φράσης η Χλόη ξεροκατάπιε. Δική της δουλειά ήταν να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ του κόσμου και των Ρόδων. Στο μυαλό της, φυσικά και είχε αποτύχει, καθώς άφηνε το Μαύρο Ρόδο να κυριαρχεί και ίσως γι’ αυτό να το έκλεψε από την οργάνωση και να το έκρυψε.
Μία πράξη που δήλωνε ότι είχε καταφέρει να απαγκιστρωθεί από την οργάνωση και να υπηρετήσει διαφορετικούς σκοπούς. Να κάνει δικά της όνειρα.
Να γιατί έκανε αυτό, το οποίο έκανε!
Έκλεισε το βιβλίο για τα Ρόδα και πήρε εκείνο που έλεγε για τον Σμαραγδένιο Δράκο. Τώρα καταλάβαινε για ποιο λόγο η Ισμήνη της είχε πει να αναζητήσει πληροφορίες για το Μαύρο Ρόδο και τον Σμαραγδένιο Δράκο!
Η πρώτη σελίδα έδινε γενικές πληροφορίες για τη δύναμη. Ήταν η μοναδική η οποία είχε ένα συγκεκριμένο όνομα και μία συγκεκριμένη μορφή. Ήταν μία δύναμη που υπάκουγε περισσότερο στον εαυτό της, παρά στον κάτοχό της.
Γνωστά όλα αυτά, σκέφτηκε η κοκκινομάλλα κοπέλα. Αλλά πώς όλα αυτά θα τη βοηθούσαν να σπάσει ένα ξόρκι το οποίο δημιούργησε με τη βοήθεια του Σμαραγδένιου Δράκου και μόνο με τη δική του βοήθεια θα μπορούσε να το σπάσει; Δε γνώριζε και σίγουρα δεν υπήρχε περίπτωση να χρησιμοποιήσει τη δεύτερή της δύναμη. Θα έβρισκε άλλον τρόπο.
Το βιβλίο έγραφε πως είχε παρατηρηθεί ότι η δύναμη του Δράκου έκανε την παρουσία της αισθητή μόνο όταν υπήρχε κάποια κρίση και έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπισή της.
«Ω, τέλεια», αναφώνησε η Χλόη και σκέπασε με την παλάμη τα μάτια της. Άκουσε βήματα να έρχονται προς το μέρος της και γύρισε απορημένη να δει ποιος ήταν.
«Χλόη», ψιθύρισε η Μυρτώ, φανερά ανήσυχη. «Πρέπει να φύγεις, η αρχιφύλακας Τζέσσικα Φέλτερ είναι στην υποδοχή με δύο ένστολους!»
Ξεκίνησε να μαζεύει τα βιβλία, τα οποία είχε αφήσει η κοκκινομάλλα σε μία στήλη πάνω στο τραπέζι, ενώ η Χλόη άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της όσο πιο ήσυχα μπορούσε. Σε ένα φύλλο χαρτί έγραψε "υπάρχει πίσω πόρτα;" και το έδειξε στη νεαρή βιβλιοθηκάριο, η οποία της άρπαξε το στυλό και της απάντησε "δεν γίνεται να το διακινδυνεύσεις, θα έχουν τοποθετήσει κι εκεί αστυνομικό"
Και τότε στη Χλόη ήρθε φλασιά. «Πώς ξέρεις ποια είμαι και με προστατεύεις;»
«Θα σου εξηγήσω άλλη φορά, στο υπόσχομαι. Τώρα δεν έχουμε χρόνο», έγραψε στο τετράδιο η Μυρτώ και της έκανε νόημα να σηκωθεί, ενώ η ίδια έριχνε κάποια βιβλία στο πάτωμα για να μην ακουστεί το σύρσιμο της καρέκλας στην οποία καθόταν η άλλη κοπέλα.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου