Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 1)

Ξυπνάω μέσα στη νύχτα λαχανιασμένος. Τα μάτια μου είναι ορθάνοιχτα, αλλά δε βλέπω καλά μέσα στο σκοτάδι. Η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή˙ είναι έτοιμη να βγει έξω από το στήθος μου. Σχεδόν πονάω. Οι πύλες… Μόλις άνοιξαν και ένας εκκωφαντικός και βαρύς τόνος ηχεί στα αφτιά μου.
Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Και γιατί μου μιλάει στα όνειρά μου; Τι ζητά; Η φωνή της είναι οικία, παρόλα αυτά δεν μπορώ να την αναγνωρίσω. Κοιτάζω γύρω μου. Μια σκιά βρίσκεται μπροστά από το παράθυρό μου. Καρφώνω το βλέμμα μου πάνω της αλλά δεν κινείται καθόλου από τη θέση της. Είναι ανατριχιαστική η όψη της και με τρομάζει. Δε με τρομάζει να τη βλέπω, με τρομάζει το γεγονός ότι απλώς είναι μέσα στο δωμάτιό μου, χωρίς να παίζει με το μυαλό κάποιου. Ξαφνικά το κεφάλι της γυρίζει και με κοιτάζει. Η ενέργειά της είναι επιθετική και άσχημη. Μπορώ να μυρίσω το πόσο άσχημη είναι.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι και την πλησιάζω. Όσο πιο κοντά της, έρχομαι τόσο πιο πολύ μου επιβάλει την παρουσία της. Μόλις φτάνω σε απόσταση ενός μέτρου περίπου, πηδάει με μια αστραπιαία κίνηση μακριά από εμένα και το σπίτι μου. Πολύ περίεργο. Τι να ήθελε άραγε; Πρώτη φορά έρχομαι τόσο κοντά με μια σκιά.
Οι πύλες κλείνουν και ο ήχος με κάνει να βάλω τα χέρια στο κεφάλι μου για να σταματήσω τον δυνατό ήχο. Η καρδιά μου δεν έχει ηρεμήσει ακόμη. Ανοίγω το παράθυρο για να μπει λίγο καθαρός αέρας μέσα. Κλείνω τα μάτια και παίρνω μερικές βαθιές ανάσες.
«Ξύπνα!» ακούω πάλι τη φωνή και ανοίγω τρομαγμένος τα μάτια μου, για να αντικρύσω τη σκιά που πριν λίγο βρισκόταν στο παράθυρό μου κολλημένη σχεδόν πάνω μου. Τα κόκκινα μάτια της βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τα δικά μου. Εκσφενδονίζομαι στο πάτωμα αρκετά μέτρια μακριά της. Μέχρι να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει εξαφανίζεται ξανά.
Ο ύπνος μου κάνει φτερά. Περνάει πολύ ώρα και δεν μπορώ να ηρεμήσω. Μπαίνω στο μπάνιο και ανοίγω τη βρύση στο κρύο, για να καταφέρω να χαλαρώσω λίγο. Μένω για πολλή ώρα κάτω από το δροσερό νερό και νιώθω σαν να σηκώνεται ένα βάρος από πάνω μου. Τελικά ηρεμώ και μεταφέρω τον εαυτό μου σ’ έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο που μόνο εγώ βλέπω και κατανοώ. Μην περιμένετε να σας περιγράψω έναν κόσμο μαγικό ή ονειρεμένο. Στον δικό μου κόσμο κανείς δε θέλει να ζει. Είναι μια έρημος, ένα άδειο και ξηρό μέρος. Ξηρό από συναισθήματα και λογική˙ άδειο από ιδέες και σκέψεις. Το απόλυτο τίποτα αυτού του μέρους είναι για εμένα το ιδανικό.
Όταν ανοίγω τα μάτια μου νιώθω πολύ καλύτερα και κλείνω τη βρύση. Βγαίνω από το μπάνιο και σκουπίζομαι με μια πετσέτα, την οποία αφήνω έπειτα να πέσει στο πάτωμα. Κοιτάζω το πρόσωπο μου στον καθρέφτη και ενθουσιάζομαι από το πόσο κουρασμένος μπορεί να δείξει ένας άνθρωπος. Ξυρίζομαι βιαστικά και ο ήλιος μπαίνει μέσα από το παράθυρο του δωματίου. Πρέπει να βιαστώ. Αν καθυστερήσω πάλι θα με διώξουν από τη δουλειά.
Τρέχω και ντύνομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ. Βάζω τα παπούτσια μου και κατεβαίνω πέντε-πέντε τις σκάλες.
«Πάλι άργησες, μεγάλε αδερφέ;» ακούω την Ντόροθη να λέει, ενώ βάζει τα παπούτσια της στην είσοδο του σπιτιού. Της κάνω νόημα να μην το πει σε κανέναν βάζοντας το δάχτυλό μου στο κέντρο των χειλιών μου. Της κλείνω το μάτι και, ενώ εκείνη βάζει τα γέλια, εγώ καβαλάω το ποδήλατό μου και φεύγω.
Όσο τρέχω για να είμαι έγκαιρα στη δουλειά μου, θα σας πω μερικά πράγματα για τη ζωή μου. Λοιπόν, άφησα το σχολείο πολύ νωρίς, καθώς μου ήταν όλα πολύ βαρετά και αποφάσισα να δουλέψω. Δουλεύω τώρα τελευταία σε ένα ταχυδρομικό κέντρο στην περιοχή μου και διανέμω κυρίως γράμματα και λογαριασμούς. Τη μισώ αυτή τη δουλειά, αλλά είναι η μόνη μου επιλογή αυτή τη στιγμή. Η μητέρα μου, βασικά η θετή μου μητέρα, με πήρε από ένα ορφανοτροφείο όταν ήμουν παιδί ακόμα. Όλες οι αναμνήσεις μου από την παιδική μου ηλικία είναι πολύ θολές και έτσι δεν μπορώ να σας περιγράψω πολλά. Για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι ότι με μεγάλωσε με αγάπη - εμένα και την Ντόροθη - και ότι πρέπει να τη βοηθήσω να κρατήσει το σπίτι της. Η μικρή τα πάει καταπληκτικά στο σχολείο και δε θέλω να τα παρατήσει, για να βγάλει λεφτά για το σπίτι.
Είναι μια πανέμορφη δεσποινίδα οκτώ χρόνων, η οποία είναι συνεχώς κολλημένη πάνω μου όταν είμαι στο σπίτι. Η Μαρία, η μητέρα, είναι μόλις τριανταπέντε ετών και δουλεύει ως καθαρίστρια. Είναι μοναχική και πολύ αυστηρή, κυρίως μαζί μου. Αλλά δεν την παρεξηγώ. Δεν είμαι και από τα πιο ήρεμα άτομα. Πολλές φορές με μάζεψε από το τμήμα μετά από μπλέξιμο σε καυγάδες, αλλά δεν έχει καμία σημασία αυτό. Όσο για το μοναχική, υποθέτω πως και εγώ είμαι κάπως έτσι. Μου αρέσει να παίρνω το ποδήλατο μου και να πηγαίνω σε απομονωμένα μέρη, κυρίως στη θάλασσα.
Όταν έγινε ο πόλεμος στους ουρανούς, θυμάμαι που λέγαμε όλοι ότι θα πεθάνουμε. Πολλοί τελικά έφυγαν από τη ζωή. Έβλεπα κάθε φορά που κοιμόμουν αγγέλους να πολεμούν με δαίμονες. Στην ουσία, άγγελοι πολεμούσαν με αγγέλους, καθώς οι δαίμονες δεν είναι τίποτα παραπάνω από έκπτωτοι άγγελοι. Όπως ξέρετε, ο Θεός πριν από εμάς έφτιαξε τους αγγέλους. Όπως σ’ όλα του τα παιδιά, τους έδωσε ελεύθερη βούληση. Όσοι επαναστάτησαν εναντίον Του εξέπεσαν από το φως Του και δεν επέστρεψαν ποτέ. Κάποιες οντότητες είναι πιο δυνατές από άλλες. Κάποιες κρατήθηκαν μακριά, ενώ άλλες είναι φυλακισμένες στον κόσμο μας. Λέγεται ότι είναι κλεισμένοι μέσα σε φυλακές ή μέχρι και σε κατακόμβες μέσα σε μοναστήρια και αγίους τόπους. Εξαιτίας των προγόνων μας έπεσε και ο άνθρωπος από την αγκαλιά του Πατέρα και τώρα παλεύει για να πάει πάλι πίσω.
Όλα αυτά βέβαια είναι ιστορίες που κάποιοι πιστεύουν εξ ολοκλήρου, εν μέρει ή και καθόλου. Η Μαρία πηγαίνει κάθε μέρα στην εκκλησία και ανάβει λιβάνι. Δε μιλάει πολύ, αλλά πάντα μου έλεγε αυτές τις ιστορίες. Μου μιλούσε για δαίμονες και αγγέλους, για οντότητες που είναι φυλακισμένες και φθαρμένες. Θυμάμαι πως η αγαπημένη μου ιστορία ήταν αυτή της δημιουργίας του κόσμου. Πριν από εμάς υπήρχαν οι άγγελοι. Μετά τις επτά μέρες της δημιουργίας, οι έκπτωτοι άγγελοι θέλησαν να πάρουν το κομμάτι του Θεού που βρισκόταν μέσα μας. Έτσι, ο Πατέρας, για να μας προστατεύσει, έφτιαξε τους προστάτες και φύλακές μας. Περίεργο βέβαια, γιατί ενώ βλέπω δαίμονες, άγγελο δεν έχω δει ποτέ και δεν ξέρω τι πρέπει να πιστέψω και τι όχι.
Πολλές φορές φέρνω στον νου μου την ιστορία με το σπήλαιο του Πλάτωνα. Οι άνθρωποι έκαναν ένα πείραμα. Πήραν μια ομάδα ανθρώπων και την έβαλαν να καθίσει μπροστά από μια φωτιά σε μια σπηλιά. Μπροστά τους υπήρχε ένας άδειος τοίχος. Οι άνθρωποι αυτοί, όχι μόνο φορούσαν παρωπίδες, αλλά ήταν και δεμένοι, για να μην κουνιούνται και να μη βλέπουν γύρω τους. Κάθε τόσο κάποιοι άλλοι άνθρωποι δημιουργούσαν σκιές στον τοίχο με τη φωτιά που έκαιγε πίσω από τους δεμένους. Και έτσι το μόνο που έβλεπαν ήταν οι σκιές που κάποιοι άλλοι δημιουργούσαν. Με τον καιρό έμαθαν να ζουν έτσι και να νομίζουν ότι όσα βλέπουν είναι η μοναδική πραγματικότητα. Μια μέρα ένας άνθρωπος έσπασε τα δεσμά του και βγήκε έξω από τη σπηλιά. Αυτό που είδε τον έκανε να φοβηθεί και να γυρίσει πίσω όπου μπορούσε να συνεχίσει να κοιτάζει τις σκιές. Μια άλλη φορά, έσπασε τα δεσμά ένα άλλο άτομο που όταν είδε τον αληθινό κόσμο ξετρελάθηκε. Γύρισε πίσω γεμάτος αγωνία να το πει στους φίλους του, αλλά τον περιγέλασαν, τον έδιωξαν, τον αγνόησαν και πολύ λίγοι τον ακολούθησαν στην πραγματική ζωή.
Αυτή η ιστορία μου έμαθε λοιπόν τρία πράγματα. Πρώτα, να μη θεωρώ αυτό που λένε όλοι ότι είναι σωστό ή αληθινό. Έπειτα, να ψάχνω πάντα να βρω την αλήθεια και να μην κοιτάζω με παρωπίδες. Και τέλος, να μην απορρίπτω κάποιον που μπορεί να θέλει να με βοηθήσει. Ίσως να ζω σε έναν κόσμο που στην πραγματικότητα δεν υφίσταται. Ίσως να μην είναι όλα όπως τα βλέπουμε…
Ωραία! Έφτασα στην ώρα μου! Πάω τρέχοντας μέσα στο ταχυδρομείο, παίρνω τον πάκο που με περιμένει εκεί και τον φορτώνω στο ποδήλατο. Χαιρετάω τη Λούση που περιμένει πώς και πώς να την καλημερίσω και, αφού μου χαμογελάει γεμάτη ευχαρίστηση, φεύγω.
Κάνω διανομή σε πέντε τετράγωνα και μετά ξαναφορτώνω. Το αφεντικό μου είναι γνωστός της Μαρίας και με πήρε κατευθείαν στη δουλειά. Νομίζω ότι του αρέσει. Αλλά τώρα θα μου πεις, σε ποιον άντρα δεν αρέσει η Μαρία; Είναι μια γυναίκα που τη βλέπεις στον δρόμο και τη θαυμάζεις, αλλά δεν αφήνει κανέναν να την πλησιάσει. Δε χρειάζεται άντρα δίπλα της, το οποίο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ήταν μόλις εικοσιτριών ετών όταν με έφερε στο σπίτι, από εύπορη οικογένεια, την οποία δεν είδα ποτέ. Τότε εγώ ήμουν μόλις επτά.
Αφήνω τα γράμματα από πόρτα σε πόρτα και ξαφνικά μια γνωστή γυναίκα μπαίνει μπροστά μου τρομαγμένη και πέφτω κάτω. Μια στιγμή. Δεν είναι ακριβώς γυναίκα. Είναι η Λιζ, η κολλητή φίλη της Ντόροθη. Μόλις συνέρχομαι βλέπω τα μεγάλα κάστανα μάτια της να με κοιτούν έντρομα.
«Μαξ! Σήκω! Η Ντόροθη!» μου λέει και τα δάκρια τρέχουν ποτάμι από τα μάτια της.
«Τι έπαθε η Ντόροθη;» λέω ενώ την αρπάζω από τα μπράτσα και την ταρακουνώ. Δεν μπορεί να μιλήσει από το κλάμα και μέσα από τα αναφιλητά της μου δείχνει με το χέρι της μια μάζα ανθρώπων μαζεμένη γύρω από κάποιον.
«Ω, Θεέ μου. Εάν υπάρχεις, ας μην είναι η Ντόροθη αυτό που κοιτούν όλοι» λέω ενώ πάω τρέχοντας προς τα εκεί και σπρώχνω τον κόσμο.
Ο φόβος μου ήταν αληθινός. Στη μέση του κόσμου βρίσκεται η Ντόροθη, με μια κηλίδα αίμα δίπλα στο κεφάλι και το στόμα της. Έχουν καλέσει ασθενοφόρο. Φωνάζω να ανοίξουν χώρο, για να μην την πνίγουν και πάω κοντά της.
«Ω, Θεέ μου, τι έπαθες; Τι συνέβη;» παραμιλάω ενώ πιάνω το κεφάλι της. Ανοίγει τα μάτια της και με κοιτά σχεδόν χαμένη.
«Άρρωστη… Είμαι Άρρωστη, αδερφέ» ακούω τη φωνή της να μου λέει αλλά το στόμα της δεν κουνιέται. Άκουσα τη φωνούλα της να μου μιλάει μέσα στο κεφάλι μου! Πριν προλάβω να αναρωτηθώ για το οτιδήποτε, έρχεται το ασθενοφόρο. Της κρατάω το χέρι, ενώ την ανεβάζουν στο φορείο. Μια ζάλη μου έρχεται σαν κύμα στο κεφάλι μου και παραπατώ. Της πιάνω ξανά το χέρι και η ζάλη είναι τόσο δυνατή που με ρίχνει κάτω.
Τι συμβαίνει, τέλος πάντων; Αίμα τρέχει από το στόμα μου και το σώμα μου με εγκαταλείπει. Βλέπω τους δύο ανθρώπους που έβαλαν την Ντόροθη στο φορείο να έρχονται προς τα εμένα.
«Ντόροθη...» καταφέρνω να πω και μετά τίποτα.
Σκοτάδι.
Κενό…


Παρασκευή Γκύζη