Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 3 - Εκείνη)

«Δεν μπορείς να τρέξεις μακριά μου!» τον άκουσα να φωνάζει.

Κρύφτηκα περισσότερο μέσα στις σκιές και δάγκωσα το κάτω χείλος μου νευρικά. Έκλεισα το μάτι μου και προσπάθησα να ανασάνω χωρίς να ακουστώ. Ακόμη και ο παραμικρός θόρυβος τον τραβούσε. Τα χείλη μου κουνήθηκαν αθόρυβα στον αέρα, «Σκατά!».

Ο διαβολεμένος δεν έλεγε να τα παρατήσει. Πλέον με κυνηγούσε μόνος του. Οι φρουροί είχαν χάσει τα ίχνη μου και έμεινε αυτός να διασχίζει τα κρυφά σοκάκια της πόλης. Μου έδινε την εντύπωση ότι τα ήξερε καλύτερα από τον καθένα. Μια γάτα στα αριστερά μου νιαούρισε, «Γαμώτο!». Τα βήματά του σταμάτησαν.

«Μάλιστα» τον άκουσα να λέει.

«Αναθεματισμένη γάτα!» είπα μέσα από τα δόντια μου, αλλά εκείνη δεν πτοήθηκε.

Αντιθέτως άρχισε να γουργουρίζει και να τρίβεται στα πόδια μου. Με μια μικρή σπρωξιά της μπότας μου την έκανα πιο πέρα και κοίταξα γύρω μου. Εντόπισα μια εσοχή στον τοίχο και πιάστηκα από αυτή, ανεβαίνοντας πιο ψηλά και κρεμάστηκα από τα κάγκελα ενός παραθύρου. Είδα την σκιά του πρίγκιπα με την άκρη του ματιού μου, να στρίβει. Χωρίς άλλη καθυστέρηση, πήδηξα και πιάστηκα στον απέναντι τοίχο, αναρριχώμενη γρήγορα, φτάνοντας στην ταράτσα. Κοίταξα κάτω. Ο πρίγκιπας δεν ήταν πουθενά. Να τα παράτησε; Αδύνατο μου φαινόταν.

Σφύριξα στον Χάρου, ενώ έτρεχα μέσα στο σκοτάδι με μόνο φως το ολόγιομο φεγγάρι. Το γεράκι έκρωξε και κατέβηκε με φόρα, ώσπου να φτάσει στο ύψος μου. Χαμογέλασα και πήδηξα πάνω από έναν τοίχο που βρισκόταν στο δρόμο μου.

Αφού είχα σιγουρευτεί ότι δεν με κυνηγούσε πλέον κανείς, κατέβηκα στο έδαφος, πάντα σε επιφυλακή. Κόλλησα την πλάτη μου στον κοντινότερο τοίχο και ξεπρόβαλα το κεφάλι μου. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή, παρά μόνο κάνα δυο μέθυσοι. Βγήκα από το στενό και προχώρησα προς το μέρος τους με σκοπό να τους προσπεράσω. Σκέπασα το κεφάλι μου με την κουκούλα του μακριού μανδύα και συνέχισα το δρόμο μου, όταν ένας από τους μεθυσμένους άντρες φώναξε, σέρνοντας το φωνήεν της τελευταίας λέξης:

«Επ, ομορφούλα!».

Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα αποδοκιμαστικά. Ήταν ψηλός, αρκετά ψηλός. Φαινόταν γεροδεμένος. Ίσως αγρότης; Είχε και το πιο σκούρο δέρμα, μαυρισμένο από τον ήλιο των χωραφιών. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και κολλημένα μεταξύ τους. Φαίνονταν υγρά. Από τον ιδρώτα ή έπεσε μέσα σε νερό; Πιθανώς να τον έδιωξαν από το καπηλειό πετώντας του ένα κουβά. Προσπαθούσε να περπατήσει ίσια ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε, ενώ στα χέρια του κρατούσε ένα λεπτό μισοάδειο μπουκάλι. Κρασί; Άφησα έναν αναστεναγμό και συνέχισα να προχωράω.

«Σου μιλάω» μουρμούρισε.

Ένα γέλιο ξέφυγε από τα χείλη του άλλου μεθύστακα πριν πέσει στο έδαφος, μέσα σε μια βρώμικη λακκούβα, γεμάτη με ένας Θεός ξέρει τι, και άρχισε επιτόπου να ροχαλίζει. Όλα εξελίσσονταν υπέροχα.

«Έι!» ξαναφώναξε.

Έσφιξα τα δόντια μου και τον πλησίασα. «Βούλωσέ το» ψιθύρισα απειλητικά.

Αν μου έκανε σκηνή, θα μαζευόταν κόσμος και το τελευταίο που ήθελα ήταν αυτό. Δεν ήθελα σε καμιά περίπτωση να με βρουν πάλι οι φρουροί ή, χειρότερα, ο πρίγκιπας.

«Ω… ά-άγρια» είπε και άρχισε να γελά.

Έμεινα να τον κοιτάζω όσο έγερνε δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να ευθυγραμμίσει το σώμα του. Μόλις έκατσε σε ένα σημείο, έκανα να φύγω. Τον προσπέρασα και συνέχισα να περπατώ ατάραχη.

«Δεν... Δεν... Τε-Τελείω... Σα, τσούλα!» ούρλιαξε πετώντας το μπουκάλι με το ποτό κάτω. Εκείνο έκανε έναν εκκωφαντικό ήχο, καθώς διαλυόταν σε χίλια κομμάτια. Σταμάτησα και έστρεψα το κεφάλι στα δεξιά, κοιτώντας πίσω μου, πάνω απ' τον ώμο μου.

«Είσαι μεθυσμένος. Τράβα στο σπίτι σου» είπα αδιάφορα. Πέρασαν μερικές στιγμές απόλυτης ησυχίας ανάμεσά μας. Έκανα ένα βήμα μπροστά, όταν άρχισε να γελά σα τρελός.

«Όλες ίδιες! Τσούλες! Στοί...Χημα... Πως και η μα... Η μάνα σου ήταν μία!».

Τότε όλα σκοτείνιασαν. Το μυαλό μου σταμάτησε να λειτουργεί και απλά στεκόμουν, κοιτώντας το απόλυτο κενό. Ένας τρομερός πόνος στο δεξί μου μάτι με έφερε ξανά στο τώρα. Έφερα την παλάμη μου προς αυτό, σε μια προσπάθεια να σταματήσω τον φρικτό πόνο. Τα γόνατά μου λύγισαν και μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη μου. Δεν επέτρεψα, όμως, στον εαυτό μου να πέσει. Η ανάσα μου έβγαινε βίαια από το στόμα και τότε το ένιωσα. Κάτι καυτό να ρέει από την παλάμη μου. Κάτι καυτό και σχεδόν πηχτό. Έφερα τρεμάμενο το ελεύθερο χέρι μου στο στιλέτο και το έτεινα μπροστά μου. Έβγαλα την παλάμη μου από το μάτι και κοίταξα έντρομη την κοπέλα που καθρεφτιζόταν σ’ αυτό. Το μάτι από καφέ είχε πάρει ένα βαθύ μπλε χρώμα και δάκρυζε. Δάκρυζε αίμα. Το ακούμπησα τρομοκρατημένη και το κοίταξα εξεταστικά. Τι στο καλό;

Τότε ένα χέρι ήρθε και ακούμπησε τον ώμο μου. Τινάχτηκα μπροστά και γύρισα να κοιτάξω τον μεθύστακα. Αυτός ανοιγόκλεινε τα μάτια σα να προσπαθούσε να τα καθαρίσει από την θολούρα που πιθανώς έβλεπε και με έδειξε.

«Λοιπόν» μουρμούρισε, «...Κάτι λέγαμε... Για την… Μ-». Και πριν πει τίποτα άλλο, του κάρφωσα το στιλέτο στην κοιλιά.

«Κανείς δεν μιλά έτσι για την μάνα μου» γρύλισα πριν γυρίσω το στιλέτο και το φτάσω ως την άκρη της κοιλιάς του.

Ύστερα έκανα ένα βήμα πίσω, αφήνοντας τον να πέσει νεκρός στο έδαφος με ένα βαρύ γδούπο. Χωρίς να διστάσω, πλησίασα το σώμα του κοιμισμένου και τον έσυρα κοντά στο νεκρό. Έβγαλα ένα δεύτερο στιλέτο από την μπότα μου και αφού το λέκιασα με αίμα, το άφησα στο χέρι του μεθυσμένου. Πριν φύγω του έσκισα τα ρούχα σε ορισμένα σημεία. Αλλιώς δεν θα γινόταν πιστευτός ο φόνος μεταξύ δυο τελειωμένων μεθυσμένων. Σκούπισα και το στιλέτο μου στο παντελόνι του πριν με κοιτάξω πάλι. Το μάτι μου ήταν καφέ. Κατέβασα την κουκούλα μου και χάθηκα στο σκοτάδι αθόρυβη για άλλη μια φορά.

Είχα σκοτώσει έναν αθώο με δικιά μου πρωτοβουλία. Και δεν ένιωθα την παραμικρή τύψη. Μόλις μπήκα στην καλύβα μου, σχεδόν έτρεξα στο δοχείο που είχα στο τραπέζι γεμάτο με καθαρό νερό. Έριξα άπλετο στο πρόσωπό μου καθαρίζοντάς το από το ξεραμένο αίμα και έπλυνα τα τρεμάμενα χέρια μου. Είχα βγει εκτός ελέγχου. Αλλά δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα ήταν ότι μου άρεσε.

«Πέρασες καλά;» άκουσα μια φωνή πίσω μου.

Γύρισα απότομα και προσπάθησα να εστιάσω στον τόπο προέλευσης του ήχου, ενώ η καρδιά μου αντηχούσε δυνατά στ' αυτιά μου. Το βλέμμα μου έπεσε σε μια σκιά που στηριζόταν στον τοίχο. Γρήγορα ανέβασα το χέρι μου στο θηκάρι του στιλέτου.

«Τς, τς, τς» έκανε ο άγνωστος και με μια ξαφνική κίνηση άναψε τον δαυλό που είχα στηριγμένο στον τοίχο. Η μορφή πήρε χρώμα και οι σκιές διαλύθηκαν ανάμεσά μας. Με κοίταξε και χαμογέλασε στραβά, σχεδόν ειρωνικά.  

«Πώς με βρήκες;» σύριξα.

«Ήταν αρκετά εύκολο. Αφού βαρέθηκα να τρέχω γύρω-γύρω, είπα να σε ακολουθήσω από... Αέρος».
Μου πήρε μια στιγμή για να καταλάβω τι εννοούσε. Ο Χάρου! Ακολούθησε το γεράκι μου! Μα τώρα δεν έβλεπα πουθενά τον φτερωτό μου σύντροφο.

«Πού είναι;» ρώτησα απειλητικά.

«Δεν έχω ιδέα» απάντησε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του «Όταν μπήκα στο σπίτι, πέταξε μακριά πριν προλάβω να του φυτέψω ένα βέλος. Είναι έξυπνο πουλί».
Ηρέμησα κάπως από μέσα μου όταν άκουσα ότι ο Χάρου είχε ξεφύγει. Τουλάχιστον ένας από εμάς ήταν απόλυτα ελεύθερος. Τα μάτια μου έμειναν καρφωμένα στη φιγούρα του πρίγκιπα που με πλησίαζε. Στο φως της φλόγας φαινόταν πιο μεγάλος και πιο ώριμος. Ένας καλός και ικανός ανιχνευτής και πολεμιστής.

«Μην με πλησιάζεις» τον προειδοποίησα.

«Μπορούμε να το κάνουμε με τον δύσκολο ή τον εύκολο τρόπο» αποκρίθηκε απλώνοντας τα χέρια του στο χώρο.

«Ή με κανένα τρόπο».

«Τον δύσκολο λοιπόν» μουρμούρισε στον εαυτό του και ξεσπάθωσε.
Μιμήθηκα την κίνησή του και έλαβα επιθετική στάση, φέρνοντας το στιλέτο μπροστά από το πεδίο της οράσεως μου, ενώ πλάτυνα το άνοιγμα των ποδιών μου πατώντας σταθερά στο έδαφος. Το πάτωμα έτριξε και τα μέταλλα βρέθηκαν να πετούν σπίθες. Η κουκούλα μου έπεσε από το κεφάλι, αφήνοντας τα μάτια του πρίγκιπα να χαζέψουν κάθε σπιθαμή του προσώπου μου. Κάγχασε και κλότσησε τα πόδια μου. Έπεσα προς τα πίσω, αλλά ανασηκώθηκα γρήγορα. Το βήμα του ήταν ταχύ και σίγουρο καθώς με κύκλωνε. Παρατηρούσε την κάθε λεπτομέρεια και την κάθε κίνηση. Ξανατόλμησα επίθεση μόλις βρήκα άνοιγμα στα δεξιά του. Μα το κατάλαβε και έκλεισε αστραπιαία την περιοχή φέρνοντας την αιχμή του σπαθιού ξυστά στο μηρό του. Το στιλέτο μου βρήκε στο σπαθί του και πετάχτηκε μακριά με δύναμη. Την ίδια στιγμή η πλάτη μου βρήκε στο πάτωμα. Η ανάσα μου βγήκε με φόρα από τους πνεύμονες, σχεδόν πνίγοντας με. Τα χέρια μου καρφώθηκαν στο πλάι από το γερό κράτημα του πρίγκιπα, ενώ σκαρφάλωσε πάνω μου.

«Είσαι καλή» παραδέχτηκε λαχανιασμένος «Μα όχι τόσο καλή».

Προσπάθησα να κουνηθώ, αλλά ήταν σαν να τα έβαζα με βράχο. «Έτσι τις ρίχνεις τις γυναίκες, πρίγκιπά μου;».

Γέλασε τρανταχτά: «Όχι όλες».

Και πριν αντιδράσω, έλυσε την καλύπτρα του αριστερού μου ματιού. Μια κοφτή ανάσα μου και ένας λυγμός ξέφυγαν από το στήθος μου. «Όχι» παρακάλεσα, αλλά ήταν ήδη αργά.

«Αλιάνα... θα πρέπει να βρίσκεσαι πιο συχνά σ' αυτή τη στάση. Είναι σχεδόν διασκεδαστικό» ψιθύρισε εκείνη.

Ο πρίγκιπας για μια στιγμή τα έχασε, αλλά γρήγορα επανήλθε. «Και εσένα πώς να σε αποκαλώ;» την ρώτησε.

«Κάλιντα» γουργούρισε, γλύφοντας τα χείλη της.

«Ενδιαφέρον» ψιθύρισε ο πρίγκιπας. «Πρώτη φορά γνωρίζω από κοντά μια Νεκροφιλημένη».

«Ευχαριστημένος;» ρώτησε αυτή.

Έσκυψε στο αυτί της, «Έτσι και έτσι». Και με μια απότομη κίνηση κοπάνησε το κεφάλι μου στο πάτωμα.

Όταν ξύπνησα, μύρισα καμένο και το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Ανοιγόκλεισα το μάτι, αλλά μια ομίχλη κάλυπτε τα πάντα. Κάποιος με κουβαλούσε; Άκουσα τις οπλές αλόγου στο ξερό χώμα. Γύρισα το βαρύ μου κεφάλι στα δεξιά, θέλοντας να ξεράσω. Κάτι καιγόταν πίσω μου. Άπλωσα το χέρι μου προς τα εκεί. Για πρώτη φορά ένιωθα τόσο κουρασμένη...

Το χέρι μου έπεσε μπροστά και όλα μαύρισαν.


Ella Sarlot