Crown of blood (Κεφάλαιο 7)

Αφότου αποχωρούν όλοι από την κεντρική είσοδο του παλατιού Μπάκινγκχαμ, δύο μαύρες σκιές βγαίνουν από τα σώματα των νεκρών αντρών. Είναι οι ψυχές τους, που βγαίνουν από τα σώματά τους και πηγαίνουν κάπου αλλού. Περνούν πάνω από εκατοντάδες σπίτια Άγγλων και πάνω από πάρκα. Όλα τα μικρά παιδιά που παίζουν έξω τις κοιτούν με απορία˙ τι μπορεί να είναι αυτά τα δύο μαύρα πράγματα στον ουρανό που μοιάζουν με σύννεφα;

Οι δύο σκιές κατευθύνονται προς τον ήλιο και, όταν φτάνουν εκεί, στέκονται για λίγο πάνω στις ηλιαχτίδες, μέχρι που μετατρέπονται από μαύρες σκιές σε κατακόκκινες φιγούρες. Μπροστά τους δεσπόζει ένα παλάτι από χρυσό που γύρω του βρίσκονται φρουροί˙ η μορφή τους είναι ίδια με τους δυο άντρες. Με αργά βήματα πλησιάζουν τη διαμαντένια πύλη του παλατιού και μόλις φτάνουν, ένας από τους φρουρούς τους ανοίγει την πόρτα και με ένα νεύμα τους δείχνει να περάσουν μέσα.

Στο κέντρο του παλατιού υπάρχει ένας μεγάλος θρόνος φτιαγμένος από λάβα, που είναι τόσο ψηλός, ώστε αυτός που κάθεται εκεί να μπορεί να δει τα πάντα γύρω του και η φωνή του να ακούγεται πολύ δυνατά. Κανείς δεν κάθεται όμως εκεί τη στιγμή που οι δύο άντρες μπαίνουν μέσα. Ξαφνικά, εμφανίζεται καθισμένος πάνω στον θρόνο ένας ηλικιωμένος άντρας με μια πολύ μακριά γενειάδα. Κοιτάει τους δυο άντρες στα μάτια και αμέσως μιλάει με την ήρεμη φωνή του.

«Κύριοι, χαίρομαι που προσπαθήσατε να πάρετε τον θρόνο της Αγγλίας, γιατί με αυτό τον τρόπο θα καταφέρω να γίνω επιτέλους βασιλιάς και να κάνω τη μαγεία νόμιμη. Έτσι δε θα χρειάζεται να κρυβόμαστε πια όλοι εμείς οι ξεχωριστοί και χαρισματικοί άνθρωποι. Αλλά αποτύχατε… Τι πρέπει να κάνω εγώ τώρα με εσάς τους δύο; Να σας εκτελέσω ή να σας ρίξω μια ολοκαίνουρια κατάρα που θα σας κάνει τέρατα; Μάλλον το δεύτερο» αποφασίζει ο ηλικιωμένος μάγος. Σηκώνει ψηλά τα δύο του χέρια και ψελλίζει μερικά ακαταλαβίστικα λόγια. Οι δύο άντρες δε βλέπουν καμία διαφορά πάνω τους, μάλλον η κατάρα δε λειτουργεί. Τότε, ο ηλικιωμένος με άλλη μια κίνηση του χεριού του σπάει τους λαιμούς των δύο αντρών, οι οποίοι πέφτουν στο πάτωμα σαν δύο άψυχα πράγματα που κάποιος πέταξε, επειδή δεν τα χρειάζεται ή δεν τα θέλει άλλο.

Η ώρα περνάει και οι δυο άντρες παραμένουν σωριασμένοι στο πάτωμα. Ο μάγος αρχίζει να ανησυχεί μήπως η κατάρα του δεν έπιασε, αλλά τότε και οι δύο άντρες ξυπνούν, σηκώνονται από το έδαφος και κοιτούν τον μάγο με τα πλέον κατακόκκινα μάτια τους.

«Χαίρομαι που ξυπνήσατε. Ήρθε λοιπόν η ώρα να λάμψει η βασιλεία μου. Δημιούργησα ένα νέο είδος, είστε νεκροί, αλλά ζείτε κανονικά σαν όλους τους ανθρώπους. Δε θα πεθάνετε ποτέ, αλλά δυστυχώς μέσα σε αυτή την τέλεια κατάρα που δημιούργησα υπάρχουν κάποια αρνητικά. Μην ανησυχείτε βέβαια, φρόντισα και για αυτά. Δεν μπορείτε να έρθετε σε επαφή με το φως του ήλιου και για να μην πεθάνετε από αφυδάτωση θα πρέπει να τρέφεστε με ανθρώπινο αίμα. Το κακό είναι ότι φρόντισα μόνο για το πρώτο. Έχω δημιουργήσει δυο δαχτυλίδια ημέρας που θα πρέπει να τα φοράτε συνέχεια, για να μην σας κάψει το φως του ήλιου. Όσο για το δεύτερο, δυστυχώς οι δύσμοιροι οι άνθρωποι θα χάνουν πολύ αίμα επειδή θα το πίνετε εσείς. Μπορείτε επίσης να δημιουργήσετε κι άλλους σαν εσάς, δίνοντάς τους να πιούν λίγο από το αίμα σας. Για να είναι επιτυχής η μετάβαση από άνθρωπο σε νεκροζώντανο, στη συνέχεια πρέπει να τους σκοτώνετε».

Οι δύο άντρες για μια στιγμή κοιτάζονται και με γρήγορες κινήσεις, που το ανθρώπινο μάτι είναι δύσκολο να δει, ορμούν πάνω στον γέρο μάγο, αλλά πριν προλάβουν να τον βλάψουν, ο μάγος με πολύ δυνατή μαγεία τους πετάει στην άλλη άκρη του παλατιού.

«Δε σας κατηγορώ, γιατί ξέρω πως πεινάτε πολύ. Γυρίστε πίσω στη γη και πιείτε το αίμα όσων ανθρώπων χρειάζεστε, να το κάνετε διακριτικά όμως. Για να σας βοηθήσω, σας έχω δώσει μια μοναδική ικανότητα, αν κοιτάξετε κάποιον θνητό μέσα στα μάτια, θα κάνει ό,τι του πείτε. Η ικανότητα αυτή λέγεται ψυχαναγκασμός. Φύγετε από εδώ και πηγαίνετε πίσω στη γη» διατάζει ο μάγος και οι δύο άντρες απομακρύνονται από το παλάτι με γρήγορες κινήσεις. Όταν ο μάγος μένει μόνος του μονολογεί:

«Τα πάντα θα είναι δικά μας σε λίγο καιρό. Θα είμαστε οι δυο μοναδικοί άρχοντες όλου του κόσμου».

Οι δύο νεκροζώντανοι, πρώτοι του είδους τους, φτάνουν πίσω στην Αγγλία και το μόνο που σκέφτονται είναι αυτό το κόκκινο παχύρρευστο υγρό που ρέει μέσα στις φλέβες των ζωντανών. Το αίμα γίνεται σκοπός της ζωής τους˙ τώρα πια δεν σκέφτονται τίποτα άλλο εκτός από αυτό.

Ο Σεβ και ο γιος του ο Άρθουρ είναι έτοιμοι να βάλουν τα μυτερά τους δόντια μέσα στους μαλακούς λαιμούς ανήξερων ανθρώπων και να καταβροχθίσουν κάθε σταγόνα από το αίμα τους. Ο Άρθουρ δεν ακούει τον μάγο που τον συμβούλεψε να τρέφεται κρυφά. Όποιον βλέπει μπροστά του, τον τραβάει με δύναμη και βάζει τα δόντια του μέσα του. Από την άλλη ο Σεβ, όταν βρίσκει το θύμα του, το ψυχαναγκάζει να τον ακολουθήσει και να μην φωνάζει όταν του πίνει το αίμα. Ακούει όμως τους χτύπους της καρδιάς του ανθρώπου και όταν καταλαβαίνει πως είναι λίγο πριν τον θάνατο σταματάει. Έπειτα ψυχαναγκάζει το θύμα του να ξεχάσει όσα έγιναν, να πάει σ’ ένα νοσοκομείο και να πει πως του επιτέθηκε ένα άγριο ζώο καθώς πήγαινε για πεζοπορία. Και οι δύο απολαμβάνουν πολύ να πίνουν αίμα. Τώρα πια το να πίνουν το αίμα ανυπεράσπιστων ανθρώπων είναι η καθημερινότητά τους. Εκτός από ανάγκη, αρχίζουν να το θεωρούν και παιχνίδι, μιας και μπορούν να αναγκάζουν τους ανθρώπους να κάνουν ό,τι αυτοί θέλουν.



Γιάννης Θεοδωρόπουλους