Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 29)

"Δεν ήταν μία απλή πρόταση, Χλόη!", έκανε ο Άγγελος και έδωσε μία μπουνιά σε έναν νεαρό. "Φύγε από εδώ! Είσαι κουρασμένη από τις αναμνήσεις!"


"Δεν. Υπάρχει. Περίπτωση", δήλωσε εκείνη, δίνοντας έμφαση σε κάθε λέξη της πρότασης.

Στο μεταξύ είχαν κάνει την εμφάνισή τους και άλλα μέλη του Μαύρου Ρόδου, καθιστώντας δυσκολότερη την άμυνα και αναγκάζοντας το Φάντασμα, τον Άγγελο και τη Χλόη να ενώσουν τις πλάτες τους.

"Ο Άγγελος έχει δίκιο, πρέπει να φύγεις από εδώ", συμφώνησε το Φάντασμα.

"Όχι!", έκανε κατηγορηματικά η Χλόη. "Είναι δική μου μάχη αυτή!"

"Το ξέρω, αλλά, Χλόη, σοβαρά, καλύτερα να φύγεις από εδώ!", είπε με σφιγμένα δόντια ο Άγγελος και την έπιασε από μπράτσο, κάνοντάς την να τον κοιτάξει.

"Έχω βρεθεί και σε χειρότερες καταστάσεις! Δεν είμαι μωρό! Ξέρω πως να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου!"

Τα σοκολατένια, γεμάτα ανησυχία μάτια του δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τα λαμπερά πράσινα δικά της.

"Το ξέρω, απλά θέλω να είσαι ασφαλής!", απάντησε ο Άγγελος και εκείνη τη στιγμή μία πύλη άνοιξε κάτω από τα πόδια της Χλόης και την κατάπιε.

"Πού την έστειλες;", ρώτησε ο Μαξ καχύποπτα.

"Την περιμένει ο Κρίστοφερ δύο τετράγωνα πιο κάτω"

***

Η αίσθηση της τηλεμεταφοράς ήταν σαν να κατέβαινε μία κλειστή τσουλήθρα σε κάποια παιδική χαρά ή κάποιο παιδότοπο. Ένα ουρλιαχτό τής τρυπούσε τα αυτιά και σύντομα κατάλαβε πως ανήκε στην ίδια.
Ένιωσε να πέφτει και τα πέλματά της ήρθαν σε επαφή με τσιμέντο και παραλίγο να έρθει σε άμεση επαφή με αυτό και το πρόσωπό της αν δεν την έπιανε εγκαίρως κάποιος. Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε τη μάσκα με τη νεκροκεφαλή, σήμα κατατεθέν των Φαντασμάτων, ένα γνώριμο φαρδύ σπαθί και ένα ζευγάρι πράσινα μάτια.

"Εμ, γεια..."

"Πώς είσαι;", τη ρώτησε το Φάντασμα. Εκείνη πήγε να απαντήσει ένα σκέτο 'καλά', αλλά εκείνος την έκοψε με ένα νεύμα του χεριού του. "Και μην πεις καλά ή μια χαρά, γιατί είσαι πιο άσπρη και από χαρτί"

Η κοπέλα αναστέναξε. "Κουρασμένη είμαι και γι'αυτό φταίει το Κουτί της Πανδώρας. Απαιτεί ένα αρκετά μεγάλο ποσό ενέργειας από τον χρήστη"

"Το φαντάστηκα". Παύση. "Δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθίσουμε εδώ παραπάνω, αλλιώς θα μας βρουν"

Της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει.

"Θα πάω στο κρυσφήγετό μου, εκεί θα είμαι ασφαλής για μερικές ώρες", δήλωσε η Χλόη.

"Στο διαμέρισμα στο οποίο σε βρήκαμε με τον Άγγελο πριν από κάποιες μέρες, αναφέρεσαι;"

"Ναι, σε εκείνο"

"Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα", είπε εκείνος.

"Δεν έχω πού αλλού να πάω", παραδέχτηκε η Χλόη και έσφιξε το κράτημά της στα λουράκια του σακιδίου της. Εκείνο το διαμέρισμα ήταν η τελευταία της ελπίδα, μιας και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πάει να μείνει -ακόμα και για λίγες ώρες- στο σπίτι του Άντονι Γκρέις ή της Ζωής. "Αλλά εκεί για μερικές ώρες θα είμαι ασφαλής"

Το Φάντασμα την κάρφωσε με το πράσινο βλέμμα του. Κι εκείνος είχε ξεμείνει από ιδέες. "Θα έρθω μαζί σου ώστε αν προκύψει κάτι να μη χρειαστεί να το αντιμετωπίσεις μόνη σου"

***

Πλέον ο Άγγελος χρησιμοποιούσε κανονικά και με το νόμο τη δύναμή του, καθώς η Χλόη δεν ήταν παρούσα. Δεν ένιωθε καθόλου κούραση, μιας και η ανδρεναλίνη είχε τον πρώτο λόγο στο σώμα του. Το πρόσωπό του είχε γίνει μία ανέκφραστη μάσκα και ο ίδιος μία πολεμική μηχανή. Σαν τον παλιό του εαυτό, όταν ορμούσε στη μάχη χωρίς να υπολογίζει τίποτα παρά τις εντολές των ανωτέρων του. Το καθήκον ήταν πάνω απ'όλα.
Αλλά, πλέον, είχε μάθει να ταξινομεί τις προτεραιότητές του.
Απέκρουσε ένα χτύπημα με το σπαθί του και ανταπέδωσε. Δίπλα του ο Μαξ πάλευε κι αυτός με ό,τι είχε και δεν είχε, ενώ είχαν κάνει την εμφάνισή τους και άλλα Φαντάσματα για να βοηθήσουν σε μία μάχη χωρίς ουσία. Μία βεντέτα μεταξύ Φαντασμάτων και Μαύρου Ρόδου που κρατούσε δύο αιώνες τουλάχιστον, αν θυμόταν καλά ο Άγγελος, ο οποίος κάθε φορά που γινόταν μάχη τασσόταν με τους εκδικητές.
Η σφαίρα που στόχευε τον κορμό του σταμάτησε και άλλαξε πορεία, χτυπώντας τελικά αυτόν που την εκτόξευσθε. Το ίδιο συνέβη και με ένα βέλος, αλλά η τοξότρια πρόλαβε να το αποφύγει πριν την τραυματίσει.
Οι γαλάζιες φλόγες του Μαξ βρίσκονταν παντού, με τη λεπίδα από το ιαπωνικό του σπαθί να κάνει αντανάκλαση και να της δίνει μία απόκοσμη λάμψη μέσα στη νύχτα.
Από κάπου ακούστηκαν χειροκροτήματα από ένα και μόνο άτομο και όλοι πάγωσαν στις θέσεις τους, βαριανασαίνοντας. "Μπράβο! Όχι, μπράβο σας!", δήλωσε γελώντας και ξεπρόβαλλε από τις σκιές. Ήταν ένας νεαρός κοντά στα είκοσι, ψηλός, γεροδεμένος με λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου, μαύρα μαλλιά που έπεφταν στα βιολετιά του μάτια. "Ποτέ δε θα σταματήσετε να με εκπλήσσετε!"

Φορούσε ένα μαύρο κοντομάνικο και ένα απλό σκούρο μπλε τζιν, με διπλωμένα τα μπατζάκια λίγο πιο πάνω από τους αστραγάλους και μαύρα αθλητικά με λευκή σόλα.
Η έκφραση του Άγγελου σκλήρυνε και ένιωσε το θυμό του Μαξ να φουντώνει. "Τι θες εδώ, Λούκας;"

"Έχεις τόσο καιρό να με δεις, Άγγελε, και απλά με ρωτάς ψυχρά τι θέλω εδώ;"

"Και πάλι πολιτισμένα το έκανε. Κανονικά θα έπρεπε να σε χαιρετήσει με μία σφαίρα στον κρόταφο ή με μία λεπίδα να διαπερνά τα σωθικά σου", έφτυσε ο Μαξ, η απέχθεια προς τον Λούκας να γίνεται φανερή στη φωνή του.

Ο νεαρός με τα βιολετί μάτια άρχισε να γελάει μανιωδώς, ένας γεμάτος ήχος που ταίριαζε σε ανταγωνιστή ταινίας που εξηγούσε τα σατανικά του σχέδια. "Δεν έχεις αλλάξει καθόλου, παλιέ μου φίλε!"

Ο Μαξ έσφιξε το κράτημά του στη λαβή του σπαθιού του. "Δεν είμαι φίλος σου, όχι αφού γύρισες την πλάτη στα Φαντάσματα"

"Και η αδερφή σου, πιο γλυκιά από ποτέ", συνέχισε ακάθεκτος.

Ο Άγγελος έπιασε με δύναμη το μπράτσο του φίλου του για να τον συγκρατήσει. "Μην επιτεθείς, ακόμα", του είπε τηλεπαθητικά.

"Αν τολμήσεις να την πειράξεις, θα υπάρξουν άσχημα αντίποινα, Λούκας!", γρύλισε ο Μαξ.

"Δεν γνωρίζω για πόσο ρεμάλι ή καθίκι με έχεις, αλλά δεν είμαι τόσο ώστε να επιτεθώ σε μία αθώα κοπέλα, την οποία συμπαθώ κιόλας, μόνο και μόνο για να την μπω σε σένα, Μαξ", δήλωσε ο Λούκας και σήκωσε τα χέρια του στο ύψος του στέρνου του. "Αν θέλω να σου επιτεθώ, θα το κάνω ευθέως και το ξέρεις αυτό. Με ξέρεις καλύτερα από τον καθένα"

"Ευχαριστώ για την επεξήγηση. Πολύ χρήσιμη"

"Τώρα μπες στο ψητό, Λούκας. Για ποιο λόγο βρίσκεσαι εδώ;", ρώτησε ο νεαρός με τα καστανά μάτια, ο οποίος είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.

"Θες απάντηση στο προφανές, Αναγνώστου;", τον ειρωνεύτηκε και στα μάτια του υπήρχε μία παιχνιδιάρικη λάμψη.

"Εγώ κι εσύ έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις για το τι είναι προφανές και τι όχι"

"Χμ, αφού το θέτεις έτσι, τότε θα σου πω: για σένα είμαι εδώ"

Ο Άγγελος έπρεπε να το περιμένει. Τι πιο λογικό από το να χρειαστεί τη βοήθειά του για να βρει το Μαύρο Ρόδο;

"Όταν οι υπόλοιποι καταδιώκουν τη Χλόη Βαμβοπούλου, εγώ προτιμώ να αναζητήσω τη δική σου βοήθεια"

"Τζάμπα κόπος, Λούκας, δε θα την έχεις", σχολίασε ο Άγγελος μέσα από τα δόντια του και ο Λούκας γέλασε ξανά.

"Μα, ποιος είπε πως θα το κάνεις οικειοθελώς, φίλε μου;"

Ο νεαρός με τα καστανά μάτια μαρμάρωσε. Σκηνές από το συμβάν ενάμιση χρόνο πριν άρχισαν να τον κατακλύζουν και πριν προλάβει να αυτοσυγκρατηθεί, είχε ορμήξει στον Λούκας και οι δυο τους αντάλλαζαν μπουνιές.

"Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει υποχείριό σου ξανά, Λούκας!", φώναξε.

"Αυτό θα το δούμε!"

Κατάφερε να πετάξει από πάνω του τον Άγγελο και έβγαλε ένα περίστροφο από τη θήκη που κρεμόταν στη ζώνη του. Άρχισε να πυροβολεί, αλλά καμία σφαίρα δεν πέτυχε τον Άγγελο χάρη στις δυνάμεις του.

"Βλέπω ότι έχεις διατηρήσει τη φόρμα σου"

Ο νεαρός με τα καστανά μάτια έμεινε σιωπηλός. Αν άνοιγε το στόμα του θα τον έβριζε και θα του φώναζε. Τον είχε καταστρέψει, τον είχε κάνει να μισεί την ίδια του την ύπαρξη και να κρύβεται. Αλλά αυτό ανήκε στο παρελθόν.
Ίσιωσε τον κορμό του και έσφιξε το σαγόνι του, ενώ το απλό σπαθί που κρατούσε μέχρι πρωτίστως αντικαταστάθηκε από ένα περίτεχνο ξίφος με λευκή λαβή.

"Τώρα μιλάς σωστά, Άγγελε!", αναφώνησε ο Λούκας και μία μωβ λάμψη τον τύλιξε. Είχε ενεργοποιήσει κι εκείνος τις δυνάμεις του, αλλά ο Άγγελος δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να νικήσει τούτη τη φορά.

Ο νεαρός με τα βιολετί μάτια μειδίασε και στην κάνη του όπλου σχηματίστηκε με μωβ χρώμα ένα σχέδιο σαν σφραγίδα από κάποια ξεχασμένη φυλή και στο κέντρο της είχε έναν ρούνο. Πάτησε τη σκανδάλη και μία ασημένια σφαίρα εκτοξεύτηκε προς το μέρος του Άγγελου, ο οποίος την απέκρουσε με το ξίφος του. Άρχισε να επιτίθεται στον αντίπαλό του με γρήγορες κινήσεις, αλλά το μόνο που του κατάφερε δύο γρατζουνιές, μιας και δεν ήταν συγκεντρωμένος.

"Μέριλ...", ψέλλισε ο Άγγελος και την ίδια στιγμή το σχήμα του ρούνου έλαμψε λευκό στο μπράτσο του.

"Πάντα ξεχνάς την ειδικότητά μου στους ρούνους"

Ο νεαρός ένιωσε την περιοχή του δέρματος στην οποία βρισκόταν ο ρούνος να καίει σαν τη φωτιά και προσπάθησε να τον αφαιρέσει με τις δυνάμεις του, χωρίς καμία επιτυχία. Πότε πρόλαβε να τον σχηματίσει;

"Τι του έκανες;", φώναξε εξοργισμένος ο Μαξ και επιτέθηκε στον Λούκας.

"Ήρεμα, τίγρη, δεν τον πείραξα!"

Γαλάζιες φλόγες τον περικύκλωσαν και ετοιμάστηκαν να τον κάψουν, αλλά μετατράπηκαν σε λευκές και υποχώρησαν, κάνοντας τον Μαξ να σαστίσει. "Απλά τον έκανα μία από τις μαριονέτες μου προς το παρόν"

Γύρισε προς τον Άγγελο, ο οποίος ήταν πλέον ανέκφραστος και το ξίφος του είχε εξαφανιστεί. "Πάμε, έχουμε να βρούμε το Μαύρο Ρόδο"

Και με αυτά τα λόγια, τους τύλιξε λευκός καπνός και εξαφανίστηκαν.

Τα μέλη του Μαύρου Ρόδου έφυγαν κι αυτά, χωρίς να νοιαστούν περαιτέρω για τον κύριο εχθρό τους, τα Φαντάσματα.
Ο Μαξ από την άλλη ήταν έξω φρενών. Χτύπησε με τη γροθιά του τον κοντινότερο τοίχο, μην μπορώντας να συγκρατήσει άλλο τα νεύρα του και έβγαλε από το λαρύγγι του μία αγανακτισμένη κραυγή. Τα είχε κάνει θάλασσα, αλλά υποσχέθηκε στον εαυτό του πως άπαξ και ξανάβλεπε τον Λούκας θα του έκανε τη ζωή κόλαση. Του είχε στερήσει τον φίλο του και είχε παίξει μαζί του, πράγμα ασυγχώρητο. Έκλεισε τα μάτια του, πήρε μία βαθιά ανάσα και προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε μία σειρά. Έπρεπε να ειδοποιήσει τον Κρίστοφερ και τη Χλόη για τον Λούκας και τους σκοπούς του και στη συνέχεια είχε σκοπό να βρει έναν τρόπο να ακυρώσει ό,τι ξόρκι είχε ενεργοποιηθεί με εκείνον τον ρούνο.

***

Περπατούσαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ανάμεσα στα σοκάκια της παλιάς πόλης, διαγράφοντας σκόπιμα κύκλους με το φόβο μήπως τους ακολουθούσαν.
Η Χλόη είχε χρησιμποιήσει το Σμαραγδένιο Δράκο για να ελέγξει για τίποτα το ασυνήθιστο, αλλά όλα ήταν φυσιολογικά. Κανείς δεν τους είχε πάρει στο κατόπι, αλλά δεν ήθελαν να το ριψοκινδυνεύσουν.
Η κοπέλα σταμάτησε μπροστά από έναν τοίχο γεμάτο με γκράφιτι και το Φάντασμα τη μιμήθηκε. Έβγαλε έναν μαρκαδόρο από το σακίδιό της και άρχισε να γράφει κάτι πάνω στον ήδη ζωγραφισμένο τοίχο. Την εμφάνισή της έκανε μία πύλη, την οποία λίγο πριν την περάσει, έκανε νόημα στο Φάντασμα να την ακολουθήσει κι εκείνο υπάκουσε. Βρέθηκαν πίσω στο διαμέρισμα, το οποίο η Χλόη αποκαλούσε κρυσφήγετο και που πριν από μερικές μέρες την είχαν βρει. Ο τοίχος δίπλα από την κύρια είσοδο δεν ήταν πλέον σε κομμάτια, σημάδι πως κάποιος τον είχε επιδιορθώσει.

Ο Άγγελος, σκέφτηκε η κοκκινομάλλα, το 'πε και το 'κανε.

Στο μυαλό της ήρθε εκείνο το βράδυ, που τη μία στιγμή καθόταν αναπαυτικά στον καναπέ του σαλονιού της και την άλλη πάλευε με τον Άγγελο. Τέτοια αντίθεση.
Το τετράδιο, το οποίο είχε παρατήσει πάνω σε ένα τραπεζάκι, βρισκόταν ακόμα στη θέση του, μαζί με ένα μολύβι και ένα στυλό. Τα πήρε στα χέρια της, κάθισε σε έναν από τους καναπέδες και στρώθηκε στη δουλειά. Αν ήθελε να κάνει απόρθητο το μέρος, έστω και για μερικές μόνο ώρες, έπρεπε να αρχίσει το γράψιμο. Μόνο που αυτή τη φορά είχε και τη βοήθεια του Σμαραγδένιου Δράκου, ένα πλεονέκτημα το οποίο έπρεπε να χρησιμοποιήσει σωστά.
Το Φάντασμα στεκόταν λίγο πιο δίπλα και απλά παρακολουθούσε την κοπέλα να γράφει. Το στυλό έτρεχε πάνω στο λευκό χαρτί του τετραδίου και οι σελίδες γύριζαν η μία μετά την άλλη. Έκανε προσπάθειες να της μιλήσει, αλλά η κοπέλα με τα πράσινα μάτια ήταν χαμένη στο δικό της κόσμο. Σήκωσε το κεφάλι της μόνο αφού τελείωσε και είχε στήσει τείχη και τείχη από προστατευτικά ξόρκια. Δεν ήθελε να της χαλάσει ξανά κανείς τον ύπνο.

"Εντυπωσιακό", σχολίασε το Φάντασμα, επιθεωρώντας τα προστατευτικά τείχη που είχε δημιουργήσει η κοπέλα. "Αλλά θα μπορούσες να μου πεις να βοηθήσω, μιας και είσαι κουρασμένη από το Κουτί της Πανδώρας"

"Δεν υπάρχει πρόβλημα", του απάντησε, "για την ακρίβεια, θα βοηθήσεις τώρα, καθώς δεν έχω άλλη ενέργεια και πρέπει να πάω να κοιμηθώ"

Σηκώθηκε νωχελικά από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. "Σαν στο σπίτι σου!", φώναξε λίγο πριν κλείσει την πόρτα πίσω της.

Έβγαλε μόνο τα παπούτσια της και έπεσε μπρούμυτα στο μαλακό στρώμα. Και πριν το καταλάβει, την είχε πάρει ο ύπνος για τα καλά. Ένας ύπνος, ο οποίος δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ.
Ξανθίππη Γιωτοπούλου