Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 4 - Κεφάλαιο 11)


ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
    ΕΙΧΕ ΈΡΘΕΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗ με τον πιο σκοτεινό μάγο που είχε γνωρίσει ποτέ της. Ήταν τόσο ισχυρός που είχε νικήσει τον Κέζελθ- ο οποίος ήταν το σύμβολο της μαύρης μαγείας. Είχε βεβηλώσει το σώμα του βιολογικού της πατέρα και την κοίταζε με αλαζονεία. Σε εκείνο το σημείο η Άισλιν έκανε ένα λάθος. Αναζήτησε για το δωμάτιο όπου ο Κέζελθ είχε αφήσει τη μητέρα της. Δεν ήταν σίγουρη πως θα έβλεπε κάτι.

Δυστυχώς βρήκε τον ξενώνα με μεγάλη ευκολία. Το αιματοβαμμένο «ρουά ματ» στον τοίχο την ενημέρωνε πως η Έις είχε χάσει τη ζωή της. Ή πως το διεστραμμένο μυαλό του Κλέιν προσπαθούσε να ρίξει το ηθικό της Λευκής Αυτοκρατορίας. Όχι, δεν θα έγραφε κάτι τέτοιο με αίματα στον τοίχο αν δεν είχε πάρει τη ζωή της μητέρας της. Αν εκείνη συνερχόταν θα τον εξευτέλιζε. Ο Κλέιν είχε πέσει πραγματικά τόσο χαμηλά και είχε σκοτώσει τη γυναίκα που τον είχε εμπιστευτεί. Αναρρίγησε και τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα. Όμως δεν σκόπευε να αφήσει τον εαυτό της να βυθιστεί στην θλίψη. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της μέχρι που η υγρασία τους εξαφανίστηκε. Καλύτερα έτσι, σκέφτηκε αποφασιστικά. Κοίταξε το αλλοιωμένο πρόσωπο του Κέζελθ. Δεν θα πεθάνεις. Κατέληξε. Δεν θα σκοτώσω τον ίδιο μου τον πατέρα. Αλλά ο Κλέιν πρέπει να φύγει.
    Υπήρχαν τρόποι για να εξαγνίσεις ανθρώπους από το σκοτάδι. Σε αυτή τη περίπτωση ο Κλέιν ήταν το σκότος προσωποποιημένο. Αν κατάφερνε να τον διώξει με αυτόν τον τρόπο, δεν θα χρειαζόταν να σκοτώσει τον πατέρα της. Αναρρίγησε με τη λέξη πατέρας. Έκλεισε τα μάτια της και έμεινε εκτεθειμένη απέναντι στον μάγο. Συσσώρευσε όση ενέργεια της είχε δώσει Κέζελθ και την μετάτρεψε σε ριπή ανέμου. Ο κινούμενος αέρας μαστίγωσε τον Κλέιν κι εκείνος παρέμεινε ακίνητος. Την αντιμετώπιζε όπως θα έκανε ένας άνθρωπος με ένα μυρμήγκι. Ο άνεμος τυλίχτηκε γύρω από το σώμα του Κέζελθ μέσα στον οποίο κρυβόταν ο Κλέιν. Το πρώτο στάδιο είχε ολοκληρωθεί. Τώρα έπρεπε να μεταφέρει φως στο σώμα του Κέζελθ. Έστρεψε το πρόσωπό της προς τον ουρανό και πήρε μια βαθιά ανάσα. Αυτό θα πονέσει, είπε στον εαυτό της.
«Λούξιερ σερ ντάμιν.»
    Ήδη από τη στιγμή που κινούσε τα χείλη της αισθάνθηκε πως ένα κομμάτι ξεσκιζόταν από μέσα της. Ούρλιαξε από τον πόνο. Ολόκληρο το σώμα της κομματιαζόταν ή τουλάχιστον έτσι ένιωθε καθώς το φως την εγκατέλειπε. Λευκές αχτίδες ξεπήδησαν από το στέρνο της και βυθίστηκαν μέσα στο συνονθύλευμα του ανέμου. Φως εγκατέλειπε το κορμί της και τρύπωνε μέσα σε εκείνο του Κέζελθ. Τα γόνατά της λύγισαν αλλά οι αχτίδες συνέχισαν να ξεφεύγουν από μέσα της. Ο Κλέιν γρύλισε και η κοπέλα χαμογέλασε αχνά. Ξεκινούσε να πιστεύει πως η προσπάθειά της είχε αποδώσει καρπούς. Αλλά εκείνη τη στιγμή το λευκό φως έγινε μαύρο σαν πίσσα. Ξεκίνησε να ρέει από τον άντρα προς εκείνη. Βουτούσε στο στέρνο της σαν να ήταν δηλητήριο. Αυτή το φορά δεν ένιωθε πως έχανε ένα κομμάτι της. Αισθανόταν σαν να αιμορραγούσε εσωτερικά. Υπέφερε. Τυλίχτηκε από τους πόνους και προσπάθησε να ανασάνει. Ο Κέζελθ την είχε προειδοποιήσει. Είχε επιμείνει πως έπρεπε να τον σκοτώσει γιατί ήταν πολύ δυνατός.
«Τι συγκινητικό!» Είπε ο Κλέιν ενώ καθάριζε τον άνεμο που τον περιέβαλλε με τα χέρια του - σαν να ήταν άσχημη μυρωδιά. «Προσπαθείς να σώσεις τον πατέρα σου;» Η Άισλιν έτρεμε από την αδυναμία. Το σκοτάδι είχε σταματήσει να διεισδύει μέσα της. Όμως το σώμα της πονούσε παντού. Τον αγριοκοίταξε.
«Προσπαθώ να σε σκοτώσω.» Ο Κλέιν γέλασε ηχηρά.
«Τώρα που απέμεινες έτσι τι θα κάνεις;» Η κοπέλα έσφιξε τα δόντια της εξοργισμένη. «Μην ανησυχείς, σύντομα θα συναντήσεις τη μητέρα σου. Είμαι σίγουρος πως έχετε πολλά να πείτε.» Η καρδιά της Άισλιν άρχισε να πάλλεται γρήγορα και αδρεναλίνη κύλησε σε όλο της το σώμα.
    Σηκώθηκε όρθια και προσπάθησε να τον πλησιάσει. Εκείνος χαμογελούσε χαιρέκακα. Ήταν ικανοποιημένος που την εξόργιζε. Έκανε μια μεγάλη κίνηση με το χέρι του και αποκάλυψε το σώμα της Φιέρας. Την κρατούσε κοντά του. Τα μάτια της ήταν κόκκινα από το κλάμα. Η Άισλιν μαλάκωσε στην θύμηση των προηγούμενων γεγονότων. Ο Κλέιν την είχε αναγκάσει να προσπαθήσει να δολοφονήσει όλους όσους βρίσκονταν στο χορό. Δεν είχε δει το πραγματικό του πρόσωπο η Άισλιν, όμως ήξερε πως ήταν εκείνος που είχε απαγάγει την αδερφή του Κίλιαν. Ήταν απόλυτα σίγουρη πως την εκμεταλλευόταν. Άλλωστε εκείνος την προμήθευε με κάτι που θύμιζε ζωτική ενέργεια. Το παιδί την κοίταξε πανικόβλητο και προσπάθησε να την πλησιάσει. Το χέρι του Κλέιν όμως την γάντζωσε και την κράτησε κοντά του.
«Δεν θα κάνω τίποτα απολύτως Άισλιν. Αν σκοτώσεις τη Φιέρα, θα βγω από το σώμα του Κέζελθ και θα σε αφήσω να με σκοτώσεις.» Η κοπέλα ανατρίχιασε και τα μάτια της έλαμψαν εξοργισμένα.
«Ποτέ.» Ούρλιαξε θυμωμένα.
«Κλέιν, Κλέιν. Έμεινες μόνος και τώρα θες να χάσεις και το κορίτσι;» Αυτή η φωνή δεν ήταν δική της. Η χροιά της ήταν αντρική και οικεία. Ανήκε στον Κίλιαν, όμως η Άισλιν δεν τον έβλεπε. Το σώμα του Κέζελθ χωρίστηκε στα δύο και εκτοξεύτηκαν αίματα πάνω στην Φιέρα και την Άισλιν.
«Όχι.» Μουρμούρισε μάταια η κοπέλα ενώ ένα δάκρυ κυλούσε στο πρόσωπό της. «Όχι, όχι, όχι.» Συνέχισε πανικόβλητη.
«Λυπάμαι Άισλιν, μα η αδερφή μου βρισκόταν σε κίνδυνο.» Της είπε ο Κίλιαν και την κοίταξε λυπημένα.
    Το σώμα του Κέζελθ είχε καταρρεύσει και ο άντρας στεκόταν πίσω από αυτό. Τα μαύρα του ρούχα και το πρόσωπό του είχαν λεκιαστεί με αίματα. Το θέαμα ήταν αποτρόπαιο. Κι άλλα αίματα. Πρώτα το «ρουά ματ» και τώρα αυτό. Η Άισλιν έστρεψε τη ματιά της μακριά του. Σύρθηκε μέχρι το σώμα του πατέρα της και μερικά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και κατέληξαν πάνω του. Ο Κλέιν πήρε τη μορφή μαύρης σκιάς και στάθηκε αντιμέτωπος με τον Κίλιαν. Μα η Άισλιν δεν κατάλαβε τίποτα. Σήκωσε το κεφάλι της και αναζήτησε το κορίτσι.
«Φιέρα, έλα κοντά μου.» Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της.
    Το παιδί την πλησίασε υπάκουα. Τα μάτια του ήταν πρησμένα και το πρόσωπο του βρεγμένο. Η Άισλιν τράβηξε τη Φιέρα και την κράτησε στην αγκαλιά της. Ύστερα τοποθέτησε το χέρι της πάνω στον Κέζελθ. Ήξερε πως το σχέδιό της είχε πολλές πιθανότητες αποτυχίας. Μα έπρεπε να προσπαθήσει. Είχε φέρει ένα άτομο πίσω στη ζωή παλιά. Αυτή τη φορά ήθελε να φέρει δύο, ταυτόχρονα. Στραβοκατάπιε. Η Φιέρα την έσφιξε στην αγκαλιά της με τα μικρά της χέρια. Είχε καταλάβει πόσο πολύ ρίσκαρε τη ζωή της η κοπέλα για να σώσει εκείνη και τον πατέρα της.
«Σε ευχαριστώ.» Ψιθύρισε στο αυτί της. Η Άισλιν γέλασε ξέπνοα. Ακόμη πονούσε αβάσταχτα.
«Στο είχα υποσχεθεί έτσι δεν είναι; Σήμερα θα γίνεις φυσιολογικό παιδί.» Μερικά δάκρυα του παιδιού μούσκεψαν τον ώμο της.
    Έπρεπε να τα καταφέρει. Δεν είχε το περιθώριο να αποτύχει. Το παιδί έπρεπε να απελευθερωθεί από τα δεσμά του μάγου. Αλλιώς θα την χρησιμοποιούσε ξανά σαν να ήταν μαριονέτα του. Κι αν πέθαινε ο Κλέιν, το ίδιο θα συνέβαινε και στη Φιέρα. Η κοπέλα δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Συγκέντρωσε όλη της τη δύναμη στις παλάμες της. Την ίδια στιγμή γέμισε την καρδιά της με όσα περισσότερα συναισθήματα είχε. Πόνος, λύπη, θλίψη, οργή, θυμός. Όλα όσα ένιωθε για το παιδί και τον άντρα βάρυναν την καρδιά της.
    Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να αισθανθεί τα πάντα. Ένιωθε μόνη χωρίς την Έις. Ήταν πληγωμένη που εκείνη και ο Κέζελθ δεν θα της μιλούσαν ποτέ μαζί, όπως είχαν πει ότι θα έκαναν. Ένιωθε παράπονο που δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον πατέρα της. Όλη της τη ζωή της έλλειπε η πατρική αγάπη. Τώρα είχε μάθει πως ο Κέζελθ την αγαπούσε πριν καν γεννηθεί. Δεν μπορούσε να του επιτρέψει να φύγει έτσι απλά. Έπρεπε να της σταθεί σαν σωστός πατέρας. Έπρεπε να είναι δίπλα της τώρα που η μητέρα της είχε φύγει. Θυμήθηκε τα αίματα που σχημάτιζαν τις λέξεις «ρουά ματ». Δάκρυα ξεκίνησαν να κυλούν από τα μάτια της. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να τα σταματήσει. Είχε ανάγκη να μιλήσει με τον Κέζελθ. Ήθελε να μάθει κι άλλα για εκείνη. Ίσως είχε πει κάτι περισσότερο που ο άντρας παρέλειψε να της αναφέρει. Μια λευκή βελούδινη στρώση ξεκινούσε να τυλίγει το σώμα της. Η στρώση έρρεε μέσα στο σώμα του Κέζελθ σαν να ήταν τρεχούμενο νερό.
    Αμέσως μετά οργή τύλιξε τη καρδιά της. Η Φιέρα. Ήταν απλά ένα παιδί και ο Κλέιν δεν είχε διστάσει να την σκοτώσει. Πόσο απαίσιος ήταν; Την είχε κρατήσει κλεισμένη στο Ίορντεθ. Ένα παιδί μόνο, βυθισμένο στο σκότος της πόλης του θανάτου. Ο μόνος λόγος που είχε επιβιώσει ήταν πως ήταν ήδη νεκρή. Αναρρίγησε και αισθάνθηκε το μίσος της να σιγοκαίει όλο της το κορμί. Το λευκό βελούδο που την περιέβαλε άρχισε να γλιστράει και στο σώμα του παιδιού.
    Ο πόνος που αισθανόταν την βοήθησε να καταλάβει πως ο άντρας σίγουρα κακομεταχειριζόταν τη Φιέρα. Αναρρίγησε και κάθε κύτταρο του κορμιού της θέλησε να περιθάλψει το παιδί. Η απουσία της είχε αφήσει ένα μεγάλο κενό μέσα στη καρδιά του Κίλιαν. Τον είχε οδηγήσει μέσα στο σκοτάδι, του είχε δέσει τα μάτια και τον είχε αφήσει μόνο και τυφλό. Όλα θα ήταν αλλιώς αν η Φιέρα είχε παραμείνει ζωντανή.
    Ένα θραύσμα από τις αναμνήσεις της άλλης Άισλιν επιτέθηκε στο μυαλό της. Θυμήθηκε κάτι που είχε ακούσει λίγο πριν βυθιστεί στην άβυσσο. Ο Αντρέ είχε πει κάτι σημαντικό σε έναν ακόλουθο του Κλέιν. Ο λόγος που είχε γίνει κυνηγός ήταν επειδή ένα άτομο που αγαπούσε είχε πεθάνει από έναν μάγο. Από τότε τον αηδίαζε η μυρωδιά της μαγείας. Δεν υπήρχε ερώτημα. Η Φιέρα ήταν εκείνο το άτομο που είχε στιγματίσει τον άντρα με την απουσία του. Εξ αιτίας του πόνου που του είχε προκαλέσει, ο Αντρέ είχε αλλάξει. Είχε μετατραπεί σε κυνηγό αναπόφευκτα.
    Το βελούδο ξεκίνησε να λιγοστεύει. Βουτούσε μέσα στα δύο σώματα και εγκατέλειπε την Άισλιν. Μόλις και το τελευταίο ίχνος λευκού εξαφανίστηκε η Φιέρα έγινε πιο κόκκινη. Ξεκίνησε να βήχει σαν να πνιγόταν. Το κομμένο σώμα του Κέζελθ ενώθηκε και πήρε κι εκείνο μια πιο κοκκινωπή απόχρωση. Το παιδί λιποθύμησε στα χέρια της και ο Κέζεθ παρέμεινε αναίσθητος. Η Άισλιν μισάνοιξε τα μάτια της και τους παρατήρησε. Με το ζόρι κρατούσε το κορμί της όρθιο. Έσκυψε πάνω από τον πατέρα της και άκουσε την καρδιά του. Χτυπούσε σταθερά. Ήταν ζωντανός. Μειδίασε και τράβηξε το παιδί κοντά της. Χτύπος. Κι άλλος χτύπος. Τα είχε καταφέρει. Χαμογέλασε στα λιπόθυμα σώματά τους και σκούπισε τα δάκρυά της.
    Ένας βρυχηθμός αντήχησε σε ολόκληρο το Μέινλοουν. Μα ο ήχος προερχόταν από κάπου κοντά. Η Άισλιν αναζήτησε την πηγή του στον ουρανό και τρομοκρατήθηκε. Βρισκόταν πάνω από το κεφάλι της. Ο λευκός-κόκκινος δράκος που ζύγιζε τόνους βρισκόταν πάνω από το κεφάλι της και ετοιμαζόταν να εκτοξεύσει έναν πίδακα φωτιάς στο σημείο όπου πάλευε ο Κίλιαν με τη σκιά του Κλέιν.
«Αν ήμουν εσύ θα έφευγα μακριά.» Πρότεινε η Μία στην Άισλιν, ενώ την κοίταζε υπεροπτικά από τη ραχοκοκαλιά του δράκου.
    Η κοπέλα δεν είχε ενέργεια ούτε για να μιλήσει. Είχε μόλις χρησιμοποιήσει πολύ ισχυρή μαγεία. Ο πίδακας εκτοξεύτηκε κατά πάνω τους. Τα δύο άτομα που είχε μόλις σώσει η Άισλιν, ο Κίλιαν που πάλευε, ακόμη και η ίδια η κοπέλα, κινδύνευαν να χάσουν τη ζωή τους. Αν της απέμενε δύναμη θα τους προστάτευε. Μα με το ζόρι στεκόταν. Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε να την τυλίξουν οι φλόγες. Όταν δεν συνέβη τίποτα μισάνοιξε τα βλέφαρά της μπερδεμένη. Ο Κίλιαν στεκόταν ένα μέτρο μακριά της. Είχε δημιουργήσει μια μαύρη σφαίρα γύρω τους. Οι φλόγες έγλειφαν τη σφαίρα μα δεν κατάφερναν να τη διαπεράσουν. Το έδαφος έξω από την σκοτεινή ασπίδα κατέρρεε. Η μαύρη σκιά του Κλέιν βρισκόταν ανάμεσα στις φλόγες και έχανε το σχήμα της. Μόλις οι φωτιά κόπασε, ο Κίλιαν άφησε την μαύρη σφαίρα να λιώσει. Κοίταξε την Άισλιν με λαμπερά μάτια.
«Σε ευχαριστώ. Τώρα μπορώ να τον σκοτώσω.» Η κοπέλα τον παρακολούθησε καταβεβλημένη καθώς ορμούσε προς την σκιά. «Μία πάρε την Άισλιν, τη Φιέρα και τον Κέζελθ μακριά από αυτό το μέρος.»
«Κίλιαν δίνε του, είναι δικός μου.» Του ανταπάντησε η κοπέλα και ξέσκισε τη μακριά της φούστα. Το μάκρος της ήταν πρόβλημα.
«Η Σύλβια.» Τα λόγια του Κίλιαν έκαναν το αίμα της Μία να παγώσει. «Βρίσκεται στην πύλη του στρατοπέδου και περιμένει τον Κέζελθ. Φύγε.» Ο Σάντεν ούρλιαξε με οργή και τα μεγάλα του πόδια γάντζωσαν τα τρία σώματα που βρίσκονταν από κάτω του. Δίχως δεύτερη σκέψη τίναξε τα φτερά του και όρμησε στον ουρανό.


Ράνια Ταλαδιανού