ANGELS: The Academy (Κεφάλαιο 4)

"Καλά είμαι", απάντησα στον άγγελο. "Πονάει το κεφάλι μου υπερβολικά. Αλλά καλά είμαι". Προσπάθησα να σηκωθώ.
"Είναι παρενέργειες από την εικονική ζωή που έζησες", μου είπε και με βοήθησε να σηκωθώ πιάνοντάς μου το χέρι.
"Εικονική ζωη;" Τι μου έλεγε; δηλαδή δεν ήμουν εκεί πραγματικά; "Δηλαδή δεν θα πέθαινα αν δεν ολοκλήρωνα το χρίσμα;".
"Θα πέθαινες", απάντησε με ήρεμο τρόπο. "Το σώμα σου είχε μείνει εδώ, αλλά η ψυχή σου είχε μπει στο εικονικό σώμα. Με αποτέλεσμα, αν πέθαινες εκεί, το σώμα που είχε μείνει εδώ θα έμενε χωρίς ψυχή οπότε δεν θα μπορούσες να επιζήσεις".
Δεν ήξερα τι να του απαντήσω και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς μιλούσε τόσο φυσιολογικά για έναν θάνατο.
"Επέζησε;", ακούστηκε μια φωνή από το βάθος.
"Ναι!", απάντησε ο Ραούλφ.
Ο ηλικιωμένος άντρας με πλησίασε με αργά βήματα και με ρώτησε: "Μπορείς να μου δώσεις τα κλειδιά που βρήκες;".
"Μα δεν τα έχω. Ήταν στο εικονικό μου σώμα", του απάντησα, μιας και πριν ο Ραούλφ μου είπε ότι δεν ήμουν με το κανονικό μου σώμα.
"Γλυκιά μου, μπορεί να ήταν εικονικό το σώμα αλλά τα κλειδιά υπάρχουν εκεί που τα έβαλες", απάντησε με ένα γέλιο.
"Ορίστε", απάντησα και έβαλα το χέρι μου στην τσέπη για να του τα δώσω.
"Μπορείς να μου δώσεις και το τρίτο κλειδί;", μου είπε.
"Δεν έχω κάποιο άλλο κλειδί", Απάντησα ενώ έψαξα και την άλλη τσέπη μου.
"Δεν γίνεται", μου απάντησε αυστηρά. "Μου έχεις δώσει μόνο τα δύο κλειδιά. Το κλειδί των αγγέλων και το κλειδί της δύναμης".
"Δεν γίνεται. Είχα βρει και τα τρία κλειδιά", απάντησα και τότε θυμήθηκα. Το ένα κλειδί το είχα αφήσει σε εκείνο το σπίτι. "Το ξέχασα σε ένα σπίτι το πρώτο κλειδί".
"Πρέπει να πας πίσω. Να το φέρεις", μου είπε αυστηρά.
"Μα πως θα πάω;", ρώτησα γεμάτη απορία.
"Θα σε στείλω πίσω. Δεν θα μπορέσω να σε κρατήσω πολύ ώρα εκεί όμως. Αν δεν το βρεις έγκαιρα δεν θα μπορέσεις να γυρίσεις πίσω", απάντησε αυστηρά και ήρθε και κάθισε μπροστά μου. "Για να γυρίσεις, πρέπει να πας στο σημείο που θα εμφανιστείς και να πεις: Λέφους Όρους".
"Άλφους γιούρους. Ίνγκριμ Αλέξιους. Λίλεν Ρόουζ", είπε και τότε θυμήθηκα αυτά τα λόγια. Τα είχε ξαναπεί και την πρώτη φορά. Αυτή την φορά όμως δεν χρειάστηκε να μου δώσει κάτι να πιω. Πήγα κατευθείαν πίσω.
Εμφανίστηκα πάλι ακριβώς στο ίδιο σημείο που ήμουν και τότε. Ο κόσμος ήταν πάλι γύρω μου και μια γυναίκα ερχόταν με θυμό κοντά μου. Ήταν αυτή που έλεγε ότι ήταν μάνα μου.
"Λίλεν. Που ήσουν; Ο πατέρας σου έχει γίνει έξω φρενών", φώναζε θυμωμένα. Με πλησίασε, μου έπιασε το χέρι και με πήγε πάλι σε εκείνο το σπίτι.
Μόλις μπήκαμε μέσα ο άντρας που υποτίθεται ήταν ο πατέρας μου με πλησίασε "Που ήσουν πάλι;", φώναξε πιο δυνατά από την προηγούμενη φορά.
Όλα φαίνονταν σαν να επαναλαμβάνονται, αλλά με πιο δύσκολο για μένα τρόπο. "Συγγνώμη", είπα και έφυγα τρέχοντας προς το δωμάτιο.
Μόλις μπήκα μέσα βρήκα το κλειδί, που το είχα ακουμπήσει στο κρεβάτι, το πήρα, το έβαλα στην τσέπη μου και έφυγα παλι τρέχοντας για να φύγω από αυτό το σπίτι και να γυρίσω πίσω.
"Για που το έβαλες;", φώναξε ο άντρας που υποτίθεται ήταν πατέρας μου.
"Να βρω την φίλη μου", απάντησα και άρχισα να περπατάω ακόμα πιο γρήγορα.
Λίγο πριν φτάσω στην πόρτα με έπιασε από το χέρι και με ανέβασε με το ζόρι στο δωμάτιο. "Δεν θα ξαναβγείς από εδώ μέσα. Να μάθεις να με ακούς άλλη φορά", είπε και κλείδωσε την πόρτα.
Τι θα κάνω τώρα; σκέφτηκα. Έπρεπε να φύγω, να γυρίσω πίσω, γιατί δεν μπορώ να μείνω πολύ ώρα εδώ. Κοίταξα το παράθυρο και είδα ότι ήταν πολύ ψηλά για να κατέβω. Κάτι έπρεπε να κάνω. Τότε θυμήθηκα τα φτερά μου. Δεν ήταν όμως πίσω στην πλάτη μου. Μάλλον με κάποιο τρόπο έπρεπε να τα κάνω να εμφανιστούν. Σκέφτηκα ότι κάτι θα υπάρχει στην βιβλιοθήκη για να με βοηθήσει να το κάνω.
Έψαχνα πόση ώρα και επιτέλους βρήκα ένα βιβλίο - Αγγελικά Ξόρκια. Μάλλον εδώ μέσα θα μπορούσα να βρω ό, τι ήθελα. Ευτυχώς βρήκα να ξόρκι για την ενεργοποίηση των αγγελικών δυνάμεων. "Λέμφους. Άριουμ. Έντιουμ", φώναξα.
Τα κατάλευκα φτερά μου εμφανίστηκαν και τα ρούχα μου αντικαταστάθηκαν με ένα μοβ φόρεμα. Άνοιξα το παράθυρο και πήδηξα έξω.
Πετούσα τόσο ψηλά που μπορούσα να δω τα πάντα. Όταν έφτασα στο σημείο που έπρεπε, προσγειώθηκα άτσαλα και ένα δυνατό κρακ ακούστηκε. Το ένα φτερό μου είχε σπάσει, αλλά ήταν ακόμα πάνω μου. "Λέφους Όρους", φώναξα και το σώμα μου μεταφέρθηκε πίσω.
"Το φτερό μου. Πονάει", φώναξα.
Ο Ραούλφ με πλησίασε και με μια δυνατή κίνηση το έσπρωξε και το έβαλε στην θέση του. "Έχει χρυσά μάτια", φώναξε.
Ο ηλικιωμένος άντρας με πλησίασε και μου είπε: "Φέρε μου το κλειδί.". Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη και του το έδωσα.
"Είναι αδύνατον", είπε. "Αυτός ο συνδυασμός κλειδιών, έχει να εμφανιστεί από τότε που φοίτησε στην ακαδημία ο Εωσφόρος".


Γιάννης Θεοδωρόπουλος