Summer Solstice (Κεφάλαιο 19)

ΜΠΡΑΙΝΤΕΝ

Από το εξωτερικό αυτό το σπίτι μοιάζει κομψό και υπερβολικά ακριβό για την οικονομική κατάσταση του νησιού. Είναι φτιαγμένο από ασβεστόλιθο και κάποιο σκληρό πέτρωμα, που δεν αναγνωρίζω, ενώ μέσα και έξω υπάρχει επένδυση από ξύλο φοίνικα. Μεγάλα, στρογγυλά παράθυρα σαν φινιστρίνια επιτρέπουν σε αρκετό φως, να μπει στο σπίτι και είναι τοποθετημένα με συμμετρικό τρόπο, ώστε να μοιάζει, λες και το φως δημιουργεί παραισθήσεις. Η έπαυλη είναι εξοπλισμένη με μια παραδοσιακή κουζίνα και τρία μπάνια. Επίσης διαθέτει ένα άνετο σαλόνι, πέντε υπνοδωμάτια, μια ευρύχωρη τραπεζαρία, μια βιβλιοθήκη και ένα κελάρι, το οποίο κρύβει πολλές πόρτες. Η κάθε μια οδηγεί σε ένα τούνελ, που εκτείνεται μίλια μακριά σε όλο το νησί. Κάποιοι πιστεύουν, ότι οι κατακόμβες μπορούν, να σε οδηγήσουν σε κάθε σημείο σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η διαρρύθμισή του θυμίζει ένα γιγαντιαίο Τ. Η οριζόντια γραμμή που είναι η πρόσοψη του σπιτιού καλύπτει ολοκληρωτικά την θέα του κήπου, ενώ η κάθετη γραμμή τον κόβει ακριβώς στη μέση. Στη μια του πλευρά βρίσκονται οι στάβλοι και οι αποθήκες και στην άλλη ο χώρος όπου οι ιδιοκτήτες απολαμβάνουν το τσάι τους χαμένοι μέσα σε πολύχρωμα λουλούδια. Ο πρώτος όροφος μοιάζει σχεδόν με μουσείο με όλα τα αγάλματα, τα εκατοντάδες βιβλία και τα αχρησιμοποίητα όπλα. Αυτά τα δωμάτια δεν χρησιμοποιούνται παρά μόνο σε σημαντικές περιπτώσεις. Ο δεύτερος όροφος είναι στο ίδιο μέγεθος με τον πρώτο, αλλά μέρος αυτού κρέμεται πάνω από την άκρη του ορόφου από κάτω δημιουργώντας μια προεξοχή στη μια πλευρά και μπαλκόνια στην άλλη. Η στέγη είναι ψηλή και έχει το σχήμα πυραμίδας. Είναι ντυμένη με στρογγυλά κεραμίδια, ενώ δυο μικρές καμινάδες ξεχωρίζουν από το κέντρο της. Μερικά μεγάλα παράθυρα επιτρέπουν αρκετό από το φως, να φωτίσει τα δωμάτια από κάτω, ενώ σε κάθε τους γωνιά αναπτύσσονται εξωτικά φυτά με υπέροχα χρώματα.
Από το μπαλκόνι του αρχοντικού παρατηρώ τους ανθρώπους στην αγορά, να κάνουν τα ψώνια και την βόλτα τους. Πέρα μακριά στον ορίζοντα η θάλασσα γυαλίζει, καθώς τα κύματά της ανεβοκατεβαίνουν με περηφάνια και κοροϊδεύουν τις αδύναμες αχτίδες του ήλιου. Χαμογελάω με φτιαγμένη διάθεση. Βέβαια η κατάσταση που έχουν οδηγηθεί τα πράγματα με το Στάρενιθ μόνο για γέλια δεν είναι, όμως… δε νομίζω, ότι υπάρχει κάτι, που θα μου χαλάσει τη σημερινή μέρα. Που είσαι Σελέστ; Ακόμα να πάρεις στα σοβαρά τα όνειρά μου; Ένας νευρικός χτύπος ακούγεται στην μπαλκονόπορτα, που με τραβά από τις σκέψεις μου. Ο υπηρέτης υποκλίνεται στη θέα μου.
«Ο πατέρας σας και οι άλλοι άρχοντες έχουν συγκεντρωθεί στο Μαύρο Τριαντάφυλλο, όπως ζητήσατε». Με ενημερώνει. «Να ετοιμάσω το άλογό σας;»
«Ναι. Θα αναχωρήσω αμέσως για το λιμάνι». Απαντάω χαμογελώντας στραβά. Ελπίζω ο γέρος μου και οι άρχοντες να είναι ανοιχτόμυαλοι και να λάβουν στα σοβαρά, τα όσα έχω, να τους πω».
Μπαίνω μέσα στο δωμάτιό μου και σταματάω μπροστά από τον μεγάλο καθρέφτη πάνω από την συρταριέρα, πριν προσεγγίσω την πόρτα. Ρίχνω μια ματιά στον εαυτό μου και μορφάζω ικανοποιημένος. Τουλάχιστον ο πατέρας μου, ο περίφημος Έμερι Ντρέις της Μπουργκότζια δε θα με πει βρωμιάρη πειρατή. Τα μαλλιά μου είναι φρεσκολουσμένα και πιασμένα χαμηλά στον αυχένα μου με μαύρη βελούδινη κορδέλα, ενώ έχω περάσει κερί από πάνω τους, για να γυαλίζουν. Τα νύχια μου είναι κομμένα και το σώμα μου μυρίζει τριαντάφυλλα αντί για την συνηθισμένη αρρενωπή μυρωδιά του.
Το σακάκι με τα μακριά μανίκια καλύπτει το σώμα μου ως κάτω από την μέση και είναι σφιχτά δεμένο με κορδόνια ψηλά στην αριστερή πλευρά. Τα μανίκια του είναι άνετα και το στρίφωμά τους τελειώνει στους καρπούς μου σε ένα φαρδύ σαν βεντάλια άνοιγμα, ενώ από τον ώμο ως το τελείωμα είναι διακοσμημένα με μια μονή, χοντρή, χρυσή κλωστή. Το σακάκι έχει ένα φαρδύ, τριγωνικό ντεκολτέ το οποίο αποκαλύπτει μέρος από το στιλάτο, κομψό πουκάμισο, που φοράω από κάτω. Ένα τσόκερ από σκοινί σφίγγει τον γιακά του στον λαιμό μου και συγκρατείται από μια πόρπη με ιδιαίτερο σχέδιο. Το παντελόνι μου από την άλλη είναι απλό χωρίς υπερβολικά σχέδια και θα το έλεγα λίγο φαρδύ γι’ αυτά, που έχω συνηθίσει ως τώρα. Μια υφασμάτινη ζώνη το κρατά σταθερό στη μέση μου, ενώ οι μπότες μου κρύβονται κάτω από τον μακρύ ποδόγυρο.
Έχω βάλει επιμονή και υπομονή σε όλο αυτό, για να πετύχει. Ο πόλεμος δεν είναι η λύση, όσους μπελάδες και αν γυρεύει το Στάρενιθ. Στην αποψινή μάζωξη ίσως καταφέρω, να τους πείσω για την σημαντικότητα της Κρήνης και τον ρόλο που θα παίξει η Σελέστ Κίλμπορν σε όλο αυτό, καθώς και για τον τρόπο που μπορούμε, να γλιτώσουμε τον πόλεμο και την απώλεια των αθώων. Σφίγγω τις γροθιές μου νευρικός. Με αυτές τις σκέψεις βγαίνω έξω και αφήνω την έπαυλη. Το νησί Έστρελ είναι περισσότερο εμπορικό νησί, παρά κατοικήσιμο. Σε αυτό το μέρος μπορείς, να βρεις το οτιδήποτε. Από κλεμμένους θησαυρούς έως μισθοφόρους. Οι έμποροι έχουν απλώσει την πραμάτειά τους στους πάγκους τους, ενώ τα πλοία των ξένων πηγαινοέρχονται τριγύρω στη θάλασσα. Το Έστρελ είναι αρκετά μικρό νησί και έχει την έκταση ενός πυκνοκατοικημένου χωριού δέκα χιλιάδων ατόμων και βρίσκεται ανάμεσα στο Κρέομορ και το νησί των Κίλμπορν. Επίσης για να πάει κάποιος στο νησί των Κίλμπορν, πρέπει πρώτα, να διαθέτει πλοίο με μικρό βύθισμα, για να μην συγκρουστεί στους πολλούς υφάλους, που βρίσκονται ολόγυρά του.
Ανεβαίνω στον Μαύρο Τριαντάφυλλο με τον αέρα εκείνου, που δεν δέχεται εμπόδια στον δρόμο του και προσπερνάω το πλήρωμα με κατεύθυνση την καμπίνα του καπετάνιου. Όταν μπαίνω μέσα οι άρχοντες τις Μπουργκότζια συζητούν έντονα και μάλλον διαφωνούν για ένα θέμα, που δεν είμαι ενημερωμένος. Κανένας τους δε σηκώνεται, για να με χαιρετήσει, όπως αρμόζει στον καπετάνιο του πλοίου, όμως από την αρχή ήξερα, τι έπαιρνα. Υποθέτω, ότι οι πειρατές χαίρουν της ίδιας αντιμετώπισης ακόμα και αν ανήκουν στις πιο ευγενείς οικογένειες της Μπουργκότζια. Στραβώνω τα χείλη μου σε μια ενοχλημένη γκριμάτσα και κάθομαι στην κορυφή του τραπεζιού, καθώς οι καβγάδες συνεχίζονται. Ξεροβήχω διακριτικά, αλλά κανένας δεν μου δίνει σημασία, ώσπου ο λοχαγός μου, που στέκεται πάντα σιωπηλός στις σκιές, ορμάει μπροστά και χτυπάει τα όπλα του ενοχλημένος στο τραπέζι. Σαστίζω και γελάω ταυτόχρονα με την απερίσκεπτη όμως αποτελεσματική αντίδρασή του.
«Μιας και έχω την προσοχή σας τώρα, νομίζω, πως μπορούμε, να ξεκινήσουμε την συνεδρίασή μας». Λέω εύθυμα περνώντας το βλέμμα μου από τα μάτια όλων και αφήνοντάς το λίγο περισσότερο στο πρόσωπο του πατέρα μου. «Καλώς ήρθατε στο πλοίο μου».
«Γιατί δεν μπαίνεις κατευθείαν στο θέμα; Με το Στάρενιθ να ετοιμάζεται για πόλεμο, δεν έχουμε ώρα για τις ανόητες ιδέες σου». Γρυλίζει επιθετικά ο πατέρας μου κάνοντάς με, να χαμογελάσω με ενδιαφέρον. Προφανώς ακόμα δεν έχει ξεπεράσει, το ότι αποφάσισα, να γίνω πειρατής, από το να πάρω τη θέση του στην Μπουργκότζια.
«Εγώ από την άλλη νομίζω, ότι είστε απελπισμένοι. Αλλιώς σίγουρα δε θα δεχόσασταν τόσο σύντομα την πρότασή μου». Απαντάω με ύφος κυριαρχικό και ο πατέρας μου χτυπάει θυμωμένος την γροθιά του στο τραπέζι. Σηκώνω το χέρι μου, για να τον κάνω, να σταματήσει, πριν προκαλέσει κάποια σκηνή. «Το Έστρελ είναι το μοναδικό νησί, που δεν ανήκει σε καμία χώρα. Εδώ είμαστε όλοι ίσοι, γι’ αυτό η οποιαδήποτε επιβολή θα είναι μάταιη». Τους ενημερώνω όλους.
«Δεκτό». Απαντάει ο περιφερειάρχης και θείος μου Έλμερ Ντρέις του Ντρούβελ. «Ας αρχίσει η συνεδρίασή μας. Ο χρόνος είναι πράγματι πολύτιμος, για να τον σπαταλάμε σε ανούσια ξεσπάσματα. Σωστά αδερφέ;» ρωτάει τον πατέρα μου και εκείνος αφήνει ένα κοφτό γρύλισμα ως απάντηση.
«Όλοι ξέρουμε πλέον τις προθέσεις του Στάρενιθ και τις δολοπλοκίες του. Οι Ολιβάρες πατούν επί πτωμάτων, για να επιτύχουν αυτό, που θέλουν, δίχως να νοιάζονται για τις συνέπειες. Επιτίθενται στα βασίλεια των άλλων χωρών και τα καταστρέφουν. Όχι για να αυξήσουν τα εδάφη τους, αλλά για να σβήσουν ολοκληρωτικά μια περιοχή από τον χάρτη». Αρχίζω αναφέροντας τα γνωστά. «Ο μόνος τρόπος για να το αποτρέψουμε, είναι, να αντεπιτεθούμε συγκεντρώνοντας όλους τους εχθρούς του Στάρενιθ».
«Δεν είσαι ο πρώτος, που το σκέφτηκε αυτό». Σχολιάζει επικριτικά ο πατέρας μου και κατσουφιάζω.
«Δεν τελείωσα». Απαντάω επιθετικά. «Τα πράγματα έχουν ως εξής: κάποιος θα σκοτώσει τους Ολιβάρες, πριν ο κόσμος τυλιχτεί στις φλόγες της απληστίας τους. Πέρα απ’ όλα αυτά υπάρχει κάτι, που δεν είμαι σίγουρος, για το αν έχετε ενημερωθεί». Τους κοιτάζω έναν προς έναν προσεχτικά και σμίγουν τα φρύδια τους συνοφρυωμένοι. «Ο Γκασπάρντ Ολιβάρες πρόκειται, να παντρευτεί την Σελέστ Κίλμπορν. Και ο πιο άσχετος καταλαβαίνει, ότι ο λόγος του γάμου τους δεν αφορά την περιουσία του Κρέομορ. Στην κατοχή της έχει ένα όπλο γνωστό και ως Κρήνη του Σύμπαντος, αλλά δεν είναι κάτι, που ο οποιοσδήποτε, μπορεί, να χρησιμοποιήσει. Οι Ολιβάρες νομίζουν, ότι κατέχονας την Κρήνη εξουσιάζουν τον κόσμο, όμως στην πραγματικότητα η Κρήνη δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πύλη για μια άλλη διάσταση».
»Πριν χιλιάδες χρόνια ενεργοποιήθηκε, για να εξαλείψει τους δαίμονες και να αυξήσει τον ανθρώπινο πληθυσμό. Αν ενεργοποιηθεί ξανά, είναι πιθανό το αποτέλεσμα, να αντιστραφεί και εμείς να εξολοθρευτούμε».
«Άρα… το μόνο που πρέπει, να κάνουμε, είναι, να σκοτώσουμε τους Ολιβάρες ή να καταστρέψουμε την Κρήνη;» ρωτάει ο Έμερις Ντρέις πιάνοντας σκεφτικός το πηγούνι του. «Δεν μου αρέσει, που έχουμε μόνο δύο επιλογές».
«Βασικά είναι μια. Η καταστροφή της Κρήνης δεν αποτελεί επιλογή. Προσπάθησα ήδη, να την διαλύσω αλλά μάταιος κόπος. Τις περισσότερες φορές οι επιθέσεις μου εξοστρακίστηκαν και όσες κατάφεραν, να την χτυπήσουν, δεν τους προκάλεσαν την παραμικρή γρατσουνιά». Οι άρχοντες παίζουν με τους κανόνες μου και η οποιαδήποτε εξυπνάδα είναι ανούσια. «Πέρα απ’ όλα αυτά υπάρχει μια υπόνοια, ότι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δεν έχει κακό σκοπό για την Κρήνη. Ελπίζω, πως οι λόγοι του για να παντρευτεί την Σελέστ, είναι μόνο, για να προστατέψει αυτό το όπλο από την οικογένειά του. Βέβαια αυτή είναι μόνο η γνώμη μου».
Οι άρχοντες αρχίζουν, να μουρμουρίζουν για τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουμε και τις επιλογές, που έχουμε. Για να είμαι ειλικρινής, δεν γνωρίζω τις πραγματικές προθέσεις του πρίγκιπα Γκασπάρντ. Είναι ικανός ηγέτης και πάντα τυπικός στην πολιτική του θέση. Οι περιοχές που διοικεί στο Στάρενιθ ευημερούν σε σχέση με τις περιοχές, που διοικούν τα αδέρφια του. Ο λαός του τον αγαπάει και τον υποστηρίζει. Είναι έξυπνος, για να μην ξέρει, τι αντιμετωπίζει, οπότε όποια ακριβώς και αν είναι τα σχέδιά του, δεν έχω ιδέα, τι θα κάνει στη Σελέστ Κίλμπορν.
«Όποιοι και αν είναι οι λόγοι, θα πρέπει, να σκεφτούμε την άμυνά μας. Στην περίπτωση που το Στάρενιθ αποφασίσει, να επιτεθεί απευθείας στην Μπουργκότζια, θα πρέπει, να έχουμε τη δύναμη, να αντεπιτεθούμε». Λέει ο πατέρας μου με σοβαρή φωνή και οι περιφερειάρχες συμφωνούν κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά.
«Σε αυτό ίσως να βοηθήσω». Μουρμουρίζω διστακτικά. Έπειτα τους κάνω νόημα, να με ακολουθήσουν.
Οδηγώ τους άρχοντες στο αμπάρι και μετά από μια μυστική πόρτα στο εσωτερικό του πλοίου. Οι περιφερειάρχες κοιτάζουν έκπληκτοι τριγύρω. Τα τοιχώματα του πλοίου είναι φτιαγμένα από μέταλλο και ανά διαστήματα στους τοίχους κρέμονται λάμπες δίχως φλόγα. Τα βήματά μας ακούγονται υπόκωφα στους σιδερένιους διαδρόμους, όταν μπαίνουμε στην αίθουσα ελέγχου, όπου από δω μπορώ, να ελέγξω ολόκληρο το πλοίο χωρίς την βοήθεια κανενός πληρώματος. Γρανάζια γυρίζουν και γουργουρίζουν γεμίζοντας τον Μαύρο Τριαντάφυλλο με ζωντάνια.
«Εξωτερικά μοιάζει με ένα κανονικό πλοίο, αλλά από μέσα είναι φτιαγμένο από μέταλλο και σίδερο, για να προστατεύεται από τα εχθρικά κανόνια. Δε χρειάζεται μόνο τον άνεμο, για να κινηθεί. Η ηλιακή ενέργεια είναι αρκετή, για να παράγει ηλεκτρισμό και να βάλει τις μηχανές σε λειτουργία».
«Εξαιρετικό». Σχολιάζουν με θαυμασμό οι άρχοντες. «Με έναν στόλο από τέτοια πλοία θα μπορούσαμε, να κάνουμε σκόνη το ναυτικό του Στάρενιθ. Που μπορούμε, να τα βρούμε;»
«Πρέπει μόνο, να τα φτιάξουμε». Αποκρίνομαι με ένα λαμπερό χαμόγελο, καθώς σχέδια και πιθανότητες στριφογυρίζουν στο μυαλό μου.

Ηλιάνα Κλεφτάκη