Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 25 – Λάιλα)

Την επόμενη κιόλας μέρα ξεκινήσαμε για τη φυλή των Θραχάρ. Δεν είχα περάσει ποτέ τα σύνορα των Ασράι και έτσι δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω. Η περιγραφή του Λαχάρ για τους άνδρες αυτούς δε μου άρεσε και τόσο. Πέντε νέα κορίτσια, νέες κοπέλες να πηγαίνουν σε μια φυλή μόνο και μόνο για να τεκνοποιήσουν και άλλους άντρες. Τι γινόταν μετά; Πότε σταματούσε το βασανιστήριο τους; Τι πάθαιναν έπειτα από αυτό; Γυρνούσαν ποτέ σπίτια τους; Τόσες ερωτήσεις και τόσες απαντήσεις που φοβόμουν να πάρω.
Οι Ασράι μας αποχαιρέτησαν λαμπρά και η Βασίλισσα Νάιδα δήλωσε πως θα περιμένει να ακούσει νέα μας. Ως τότε, θα έψαχνε τα βιβλία της και θα μάζευε χρήσιμες πληροφορίες για την τελετή. Οι νεράιδες είχαν ετοιμάσει προσεκτικά τα άλογά μας, μα έλειπε ένα. Εκείνο του Λαχάρ που είχε σκοτωθεί πριν λίγες ημέρες. Και μιας και δεν υπήρχε κάποιο άλλο εύκαιρο, αποφασίστηκε να μοιραστεί ένα είτε με εμένα είτε με τον Κάιν. Ο πρίγκιπας της Σεβέλ, αρνήθηκε έντονα τη συμμετοχή του σε κάτι τέτοιο και έτσι έμενε μία λύση. Ο Λαχάρ θα ίππευε μαζί μου.

Μετά το χθεσινό συμβάν, δεν μπορούσα να τον κοιτάξω, πόσο μάλλον να μοιραστώ το άλογό μου μαζί του. Μου είχε αποκαλύψει πως θυμόταν τι είχε γίνει μεταξύ μας, αφότου ξύπνησε από το άγγιγμα της ομίχλης. Μα, δε σταμάτησε εκεί. Ο Χάρου καθισμένος στο χέρι μου, με κοίταξε και έγειρε το απαλό του κεφάλι στο πλάι. Του χαμογέλασα και τον χάιδεψα. Ύστερα τον άφησα να πετάξει από πάνω μας, όσο εγώ βολευόμουν στη σέλα και περίμενα. Κάποιος δίπλα μου ξερόβηξε. Κατέβασα το βλέμμα μου και είδα τα λευκόξανθα μαλλιά του Λαχάρ. Δεν τόλμησα να σύρω το βλέμμα μου πάνω στο δικό του και έτσι γύρισα πάλι μπροστά μου.

«Θα μπορούσες να πας λίγο πιο μπροστά;» με ρώτησε με έναν πιο σοβαρό τόνο. Δεν ήταν ψυχρός, αλλά δεν ήταν και ζεστός. Αδιάφορος, ήταν ο πιο σωστός χαρακτηρισμός. Οπότε, τώρα θα ήμασταν έτσι μεταξύ μας. Είτε δε θα μιλούσαμε, είτε θα αποφεύγαμε ο ένας τον άλλο.

Έσφιξα τα δόντια μου και μετακίνησα τους γοφούς μου κοντά στην αρχή της σέλας και απομάκρυνα τα πόδια μου από τους αναβολείς. Ο Λαχάρ έπιασε τα χαλινάρια και με έναν επιδέξιο σάλτο ανέβηκε στη σέλα και έκατσε από πίσω μου. Έριξε το στήθος του πάνω στην πλάτη μου και ψιθύρισε:

«Μπορώ;».

Η φωνή του ταξίδεψε ξυστά από το μάγουλό μου και ήταν αρκετή να κάνει το στομάχι μου να δεθεί κόμπος.

Κοκκίνισα και προσπάθησα να συγκρατήσω μια απότομη ανάσα. Το σώμα του με κάλυπτε ολόκληρη και ένιωθα την καρδιά του να χτυπά δυνατά στο στήθος του, στέλνοντας τους κτύπους της στο κορμί μου. Αναδεύτηκα και ξαναπήρα τον έλεγχο του εαυτού μου.

«Ναι, φυσικά» απάντησα με σταθερή φωνή.

Ο Λαχάρ πέρασε τα χέρια του σε κάθε πλευρά μου, πάνω από τους μηρούς και έκλεισε στις παλάμες του τα χαλινάρια του αλόγου, αγκαλιάζοντας το κορμί μου με το δικό του. Τα τράβηξε προς το μέρος του ελαφρώς και έδωσε το σήμα στο άλογο να ξεκινήσει τον περήφανο καλπασμό του με τον Χάρου να πετά από πάνω μας, ταιριάζοντας την ταχύτητά του με αυτή του αλόγου. Σε όλη τη διαδρομή μείναμε σιωπηλοί και δεν ήξερα αν την προτιμούσα την ησυχία μεταξύ μας ή όχι.

Τα σύνορα μεταξύ των Ασράι και των Θραχάρ φύλασσε ένα πανδοχείο. Στο ισόγειό του φιλοξενούσε ένα καπηλειό, ενώ τα δωμάτια καταλάμβαναν τον χώρο που εξελισσόταν στο δεύτερο όροφο. Η κατασκευή ήταν ιδιαίτερα φροντισμένη, με την κάθε πέτρα της λειασμένη σε σημείο που να λαμποκοπάει, κομμένη σε τέλεια σχήματα. Ήταν ένα σχετικά μεγάλο κτίριο που πλαισιωνόταν από το Μαύρο Δάσος και έκανε το γκρίζο χρώμα του, να φαντάζει πιο σκοτεινό. Οι δαυλοί που έκαιγαν, φώτιζαν ορισμένα τμήματα του πανδοχείου και κυρίως τα ανοίγματα των παραθύρων και της μεγάλης θύρας. Η σκεπή ήταν καλυμμένη με δεμένα στάχυα. Ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζαν στο σκοτάδι.

Μας είχε πάρει μια μέρα να βγούμε από το Δάσος και αναγκαστικά θα μέναμε στο κατάλυμα, μέχρι την ανατολή του ηλίου. Από εκεί θα προχωρούσαμε στο πρώτο χωριό της κυριαρχίας των Θραχάρ και θα περνούσαμε στην δικιά τους χώρα που βρισκόταν στο κέντρο των πέντε περιοχών απ' όπου μάζευαν τις νύφες τους. Ήλπιζα να μην ερχόμουν σε επαφή με τις νύφες. Το τελευταίο που ήθελα ήταν να δω τα άβουλα κορίτσια να υπόκεινται σε όλα αυτά. Οι νόμοι των Θραχάρ ήταν περίεργοι και ο λαός τους επιβεβαίωνε.

Μόλις φτάσαμε μπροστά από το πανδοχείο, ο Λαχάρ πήδηξε από το άλογο και κατευθύνθηκε προς τους στάβλους του πανδοχείου. Τι στο καλό; Ξεπέζεψα και έδεσα το άλογο κοντά στις πρόχειρες ταΐστρες. Ο Κάιν κοιτούσε τον πρίγκιπα της Ινάλ να χτυπάει την πόρτα των στάβλων και μου έκανε νόημα να πάω προς τα εκεί. Έγνεψα και προχώρησα προς τα εκεί. Στα μισά της διαδρομής μου η πόρτα άνοιξε και μια στρουμπουλή κυρία τον κοίταξε από πάνω ως κάτω πριν τον σφίξει στην αγκαλιά της. Ο Λαχάρ γέλασε και την αγκάλιασε και εκείνος. Είχε έρθει ξανά εδώ;

Πλησίασα τους αγκαλιασμένους και καθάρισα το λαιμό μου βήχοντας ελαφρώς. Η κυρία έσπρωξε απαλά τον Λαχάρ στο πλάι και με κοίταξε χτυπώντας τα χέρια της μεταξύ τους. Αμέσως ίσιωσε το λευκό μαντήλι που κάλυπτε το κεφάλι της και έκρυβε τα μαλλιά της. Έπειτα έσιαξε την ποδιά της και χτύπησε το μακρύ λινό της φόρεμα προσπαθώντας να τιθασεύσει το τσαλάκωμα. Το μελαψό δέρμα της έλαμπε κάτω από τη φωτιά των δαυλών και τα μάτια της ήταν όμοια με εκείνα του Λαχάρ: καταγάλανα και πολύ εκφραστικά, άνοιγαν το σχιστό της βλέμμα. Στράφηκε στον Λαχάρ και τον χτύπησε απαλά στον ώμο πριν αγκαλιάσει σφιχτά εμένα. Η κίνησή της με ξάφνιασε, αλλά όχι τόσο όσο τα λόγια της.

«Επιτέλους! Ο Λαχάρ μου έφερε να γνωρίσω την σύντροφό του!» είπε η γυναίκα και με χτύπησε στην πλάτη, χωρίς να με αφήσει να ανασάνω. Μετά από λίγο που μου φάνηκε σαν αιώνες, με έσπρωξε πίσω κρατώντας με από τους ώμους και είδα μερικά δάκρυα να σχηματίζονται στα μάτια της «Είμαι η Εβερίλντα».

Ο Λαχάρ μπήκε ανάμεσά μας και την διέκοψε με ένα αμήχανο χαμόγελο στα χείλη του «Εβερίλντα αυτή δεν είναι η σύντροφός μου» ακούμπησε το χέρι της και το πήρε μέσα στα δικά του.

Ύστερα με σύστησε στην παραξενεμένη γυναίκα.

«Εβερίλντα, από εδώ η Αλιάνα. Ανήκει στην πρεσβεία της Σεβέλ και εγώ απλά την συνοδεύω σε μια πολλή σημαντική συνάντηση, μαζί με τον πρίγκιπα και τους ιππότες του».

«Αλιάνα, από εδώ η Εβερίλντα. Η παλιά τροφός μου στο παλάτι της Ινάλ και πλέον μαγείρισσα στο πανδοχείο του Φάιρα».

Η Εβερίλντα αποδείχθηκε πολύ ζεστός άνθρωπος και μιλούσε γρήγορα και γεμάτη συγκίνηση με τον Λαχάρ στη γλώσσα τους. Την έβλεπα που μου έριχνε ματιές ανάμεσα στα λόγια τους και ύστερα ρωτούσε κάτι τον πρίγκιπα με εκείνον να κουνά το κεφάλι του πέρα δώθε και να γελά.

«Σε περιμένει, ξέρεις» του είπε και τώρα την καταλάβαινα και εγώ.

«Αλήθεια; Θέλω να την δω!» αναφώνησε ο Λαχάρ και τα μάτια του έλαμψαν από χαρά.

Τους άφησα να ζήσουν την στιγμή ευτυχίας τους και ύστερα τους ανακοίνωσα πως θα έδινα αναφορά στον Κάιν για τις κινήσεις του Λαχάρ, ώστε να γνωρίζει που ήταν. Η Εβερίλντα με σταμάτησε και μου είπε να την ακολουθήσω. Ήθελε να μου δείξει κάτι. Λογικά το άτομο που ήθελε να συναντήσει ο Λαχάρ.

Η Εβερίλντα άνοιξε την πόρτα του στάβλου και με τράβηξε μαζί της μέσα στο ζεστό χώρο. Στη γωνία έκαιγε μια σιγανή φωτιά και στο σκαμνάκι καθόταν ένας γέρος άντρας με καμπούρα. Δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό του, μα φαινόταν άρρωστος. Το σώμα του τραντάχτηκε από ένα δυνατό βήχα, αλλά η μαγείρισσα τον αγνόησε. Με έσυρε πέρα από εκείνον και μας έφερε σε ένα ανοιχτό χώρο το πάτωμα του οποίου ήταν καλυμμένο με φανταχτερό και αφύσικα πράσινο γρασίδι. Η Εβερίλντα, άφησε το χέρι μου και έκατσε μπροστά από ένα δωμάτιο που το έφρασσε μια μικρή πόρτα. Χτύπησε το ξύλο της και μια μουσούδα αλόγου έκανε την εμφάνισή της. Μα δεν ήταν ένα οποιοδήποτε άλογο. Αυτό ήταν παράξενο. Ήταν ολόχρυσο και η χαίτη του έλαμπε φωτίζοντας τα μάτια μου. Από την κορυφή του κεφαλιού του πετάγονταν δυο γερά και μαύρα κέρατα με διακλαδώσεις που έμοιαζαν με χέρια ανοιχτά σε στάση προσφοράς. Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και άφησε το πλάσμα να βγει από το μικρό του χώρο. Οι οπλές του ήταν σχεδόν αθόρυβες και πατούσαν προσεκτικά πάνω στο χορτάρι, σα να το σέβονταν. Τα δυνατά του πόδια άρμοζαν στο εξίσου γερό και ψηλό του σώμα. Ξαφνικά χλιμίντρησε και άνοιξε τα δυο φτερά που κοσμούσαν τα πλευρά του. Ήταν τόσο όμορφα και το χρώμα τους, κόκκινο της φωτιάς έκανε αντίθεση με το κορμί του. Δεν είχα ξαναδεί τόσο υπέροχο πλάσμα.

«Να σου γνωρίσω τη Λάιλα» ψιθύρισε ο Λαχάρ και με δυσκολία προσπάθησα να τον ακούσω και να τον παρακολουθήσω. Ήμουν χαμένη μπροστά σε αυτό το πανέμορφο ζώο.

Έκανα ένα βήμα μπροστά, μα το άλογο χτύπησε δυνατά τις οπλές του και έκανε μερικά βήματα πίσω. Ο Λαχάρ έβαλε το χέρι του μπροστά μου και προχώρησε προς το εξαίσιο αυτό δημιούργημα. Σήκωσε την παλάμη του ψηλά και περπάτησε αργά αργά προς το μέρος του. Το άλογο τίναξε το κεφάλι του και έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του. Ο πρίγκιπας σταμάτησε ελάχιστα βήματα μακριά του και ίσιωσε τον κορμό του με το χέρι του ακόμη υψωμένο. Η Λάιλα σε σημάδι αναγνώρισης χτύπησε την παλάμη του και ύστερα τον σκούντηξε στο μάγουλο με τη μουσούδα της. Αμέσως βάλθηκε να τρίβει το κεφάλι της πάνω του και χλιμίντρησε χαρούμενη. Ο Λαχάρ την έπιασε και της μουρμούρισε κάτι κοιτώντας τη σοβαρά στα μάτια. Έπειτα γύρισε σε μένα και μου έκανε νόημα να πλησιάσω.

«Σιγά-σιγά» προειδοποίησε η Εβερίλντα και ήρθε στο πλάι μου, δίνοντάς μου μια μικρή ώθηση.

Έκανα ένα βήμα μπροστά και συνέχισα με τον ίδιο ρυθμό για το επόμενο. Το άλογο τίναξε τη μουσούδα του ψηλά και έσκυψε το κεφάλι της προτάσσοντας τα κέρατά της. Ο Λαχάρ προσπάθησε να την ηρεμήσει και όταν τα κατάφερε με προέτρεψε να συνεχίσω τα αργά βήματα. Βρισκόμουν πλέον πολύ κοντά στο παράξενο πλάσμα. Ύψωσα το χέρι μου όπως ο πρίγκιπας έκανε πριν και ο Λαχάρ το έπιασε, ταράσσοντας με. Η καρδιά μου σκίρτησε και η ανάσα μου πιάστηκε στο λαιμό μου. Ξεροκατάπια και τον άφησα να με οδηγήσει στη Λάιλα. Τα ακροδάχτυλα μου ακούμπησαν την απαλή της μουσούδα και χάραξαν ένα μονοπάτι στη γραμμή της. Η παλάμη μου ακούμπησε ολόκληρη και έμεινα λίγο ακίνητη συνηθίζοντας την αίσθηση της αφής και αφήνοντας το άλογο να εξοικειωθεί με εμένα. Εκείνη, σκούντηξε την παλάμη μου παιχνιδιάρικα και έκλεισε τα μάτια της, αφήνοντας τον εαυτό της να καλομάθει στο χάδι μου. Έφερα και το άλλο μου χέρι πάνω στο κεφάλι της και την χάιδεψα απαλά, προσπαθώντας να μην την ανησυχήσω.

«Ανήκει στα Περάιτονς» ψιθύρισε ο Λαχάρ «Είναι μυθικά άλογα που ζουν μακριά από τους ανθρώπους συνήθως και είναι αρκετά άγρια, μα αν τα πλησιάσεις και τα εξημερώσεις μένουν στο πλάι σου για μια ζωή. Σε σέβονται και εσύ με τη σειρά σου κάνεις το ίδιο».

«Μα αν ζουν μακριά από τους ανθρώπους, αυτό πως βρέθηκε εδώ;» ρώτησα και χάιδεψα τη χαίτη της.

«Την βρήκε η Εβερίλντα πριν λίγα χρόνια αιμόφυρτη στο Δάσος, όταν πήγε για να μαζέψει καρπούς και μανιτάρια για το φαγητό. Την είχαν πληγώσει κυνηγοί και την χώρισαν από το κοπάδι της. Της πήρε καιρό να την συνηθίσει. Δεν δεχόταν καμιά φροντίδα και δεν την άφηνε να την πλησιάσει. Η Εβερίλντα αναγκάστηκε να την κοιμίσει με έλαια που έριξε στο φαγητό της για να καταφέρει να περιποιηθεί την πληγή της. Από τότε και κάθε μέρα την επισκεπτόταν και η Λάιλα σε λίγο καιρό ήταν ξανά υγιέστατη. Αντί, όμως, να ακολουθήσει το κοπάδι της, ακολούθησε το σωτήρα της και να πως βρέθηκε εδώ. Εγώ την γνώρισα λίγο καιρό μετά, όταν ήρθα για επίσκεψη στην Εβερίλντα. Τότε είχα αναλάβει τη μελέτη της Κάλιντα και ο σκοπός μου είχε γίνει δεκτός για να διασχίσω τα σύνορα» μου απάντησε και έφερε και εκείνος το χέρι του πάνω στο κεφάλι του πλάσματος, δίπλα από το δικό μου.

«Μερικά πλάσματα είναι άγρια επειδή έτσι είναι η φύση τους. Δεν νιώθει μοναξιά μακριά από το κοπάδι της; Γιατί πρέπει να τα εξημερώνει όλα ο άνθρωπος;».

«Σίγουρα θα νιώθει μοναξιά μακριά από το κοπάδι της, μα και εδώ βρήκε ένα ζεστό σπίτι που την φροντίζει και την αγαπά. Αν δεν την εξημερώναμε θα πέθαινε μόνη της στο Δάσος».

«Παρόλα αυτά, μερικά πλάσματα πρέπει να τα αφήνει κανείς μόνα τους. Δεν θέλουν να τα αγγίζουν και να προσπαθούν να τα πλησιάσουν».

«Γιατί να μην αποζητούν αυτή την σύνδεση; Γιατί να θέλουν να μείνουν μόνα τους;» αναρωτήθηκε ο Λαχάρ και με κοίταξε τόσο έντονα που με ανάγκασε να γυρίσω προς τα εκείνον. Τα μάτια του, γεμάτα περιέργεια μετακινούνταν συνεχώς από τα δικά μου προς τα χείλη μου και περίμενε την απάντησή μου.

«Γιατί φοβούνται» απάντησα σχεδόν αμέσως.

Πλέον δεν μιλούσαμε για τα πλάσματα. Οι λέξεις μας είχαν άλλο νόημα και το γνωρίζαμε και οι δύο. Με είχε κλειδώσει με το βλέμμα του και δεν μπορούσα να ελευθερωθώ. Αν και δεν ήμουν σίγουρη πως το ήθελα. Τίποτε δεν ήταν σίγουρο μαζί του. Με αποδιοργάνωνε εντελώς και με έκανε να νιώθω πράγματα που με φόβιζαν και ξυπνούσαν έναν άλλο εαυτό μου. Πιο... Εξημερωμένο.

«Τι φοβούνται;» με ρώτησε ο Λαχάρ και έσκυψε για να με ακούσει καλύτερα, εισβάλλοντας στον αέρα μου και κλέβοντας μου ανάσες. Με υπνώτιζε και ένα μέρος του εαυτού μου δεν ήθελε να ξυπνήσει. Έκανα ένα δειλό βήμα μπροστά και μίκρυνα στο ελάχιστο την απόσταση μεταξύ μας.

«Το τι θα ακολουθήσει μετά» αποκρίθηκα και οι ψίθυροι μου βρήκαν ανταπόκριση στα μισάνοιχτα χείλη του.

Ξάφνου, η Λάιλα τίναξε την μουσούδα της, τρομάζοντας μας και έκανα αρκετά βήματα προς τα πίσω, μακριά από τους δυο τους. Έφερα τα δάχτυλά μου στα χείλη μου. Τι πήγα να κάνω; Συγκεντρώσου, Αλιάνα. Μην τον αφήνεις να σε κάνει να χάνεσαι, υπενθύμισα στον εαυτό μου.

«Νομίζω πως είναι αργά και θα πρέπει να βρούμε τον Κάιν για να κανονίσουμε τις βάρδιες και το που θα κοιμηθούμε» είπα γρήγορα, μπερδεύοντας λίγο τα λόγια μου.

Ο Λαχάρ μάλωνε το άλογο και έστρεψε ελάχιστα το κεφάλι του προς εμένα, χωρίς να με κοιτά.

«Ναι, έχεις δίκιο. Πήγαινε πρώτη και θα ακολουθήσω σύντομα».

Έγνεψα και βγήκα σχεδόν τρέχοντας από το στάβλο, χαιρετώντας φευγαλέα την Εβερίλντα που με κοιτούσε με ένα πλατύ χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπό της.
 
Ella Sarlot