Μια φιγούρα έτρεχε μέσα στο δάσος. Η μαύρη κουκούλα κάλυπτε το πρόσωπο του Μάικλ, όσο έτρεχε να κρυφτεί από τους Σκοτεινούς. Είχαν καταλάβει ότι τους παρακολουθούσε και άρχισαν να τον κυνηγούν. Δέντρα ξεπετάγονταν μπροστά του μαζί με φωτιές και βροχή, στοιχεία που μπορούσαν να τον εμποδίσουν από το να γυρίσει στο αρχηγείο των Φωτεινών.
Ήταν πια κοντά στην έξοδο του δάσους. Εκατό μέτρα τον κρατούσαν από το να φτάσει στο αρχηγείο. Ένα κλαδί πετάχτηκε και τον έπιασε από το πόδι. Πριν προλάβει να το κόψει με πάγο, μια φωτιά άρχισε να καίει το μυαλό του. Οξύς πόνος απλώθηκε. Έκαιγε αφάνταστα. Ένα διαβολικό γέλιο ακούστηκε από μακριά.
«Για κοίτα να δεις. Ώστε εσύ μας κατασκόπευες, Μάικ;»
«Κέιτ! Έπρεπε να το περιμένω» αποκρίθηκε ο Μάικλ γεμάτος μίσος.
Η Κέιτ βγήκε από τις σκιές φανερώνοντας το πρόσωπό της. Τα μακριά ως τον αγκώνα μαύρα μαλλιά της είχαν μελί νότες στις άκρες τους. Αν και μόλις δεκαπέντε χρονών, ήταν μια πολύ ισχυρή Σκοτεινή. Φορούσε μια μαύρη μακριά καμπαρντίνα και μπλε ηλεκτρίκ γαλότσες.
«Καταλαβαίνεις βέβαια πως πρέπει να σε σκοτώσω, εφόσον μπλέκεσαι στα πόδια μας» του είπε. Ο τόνος της πρόδιδε πως απολάμβανε να έχει τον Μάικλ κρεμασμένο ανάποδα στον αέρα. Του την έδινε στα νεύρα που τον είχε πιάσει μια μικρότερή του. Ποτέ του δεν είχε συμπαθήσει την Κέιτ. Ήταν ένα… τσουλάκι που μπορούσε να χειριστεί τα περισσότερα αγόρια της τάξης του. Αλλά όχι εκείνον!
«Αλλά δε θα το κάνεις» της απάντησε ήρεμα.
«Όχι, δε θα το κάνω» είπε βλοσυρά. «Τουλάχιστον όχι ακόμα. Στο λέω για το καλό σου, Μάικλ. Μη μας παρακολουθήσεις ξανά, γιατί την επόμενη φορά ίσως να μη σε βρω εγώ και πίστεψέ με, τότε δε θα βγεις ζωντανός».
«Ίσως την επόμενη φορά να μην είμαι μόνος» της απάντησε επιθετικά.
«Άσε με να τον κομματιάσω, Κέιτ» ακούστηκε μια άλλη γυναικεία φωνή μέσα από τις σκιές. Ο Μάικλ ένιωσε το πόδι του να σφίγγεται πιο πολύ. Γέλασε.
«Έλα, Σκάιλερ. Βγες έξω, μη φοβάσαι. Εξάλλου είμαι σε μειονεκτική θέση. Δεν μπορώ να σε σκοτώσω». Η Σκάιλερ βγήκε αργά από τις σκιές με παγωμένο βλέμμα.
«Το ξέρεις πως δεν κάνω πλάκα, ηλίθιε». Κοίταξε την Κέιτ με ανυπομονησία. «Πες μου ότι θα τον σκοτώσω. Κάνε μου αυτό το δώρο. Για τα γενέθλιά μου;»
«Τα γενέθλιά σου είναι σε πέντε μήνες, βλαμμένη!» φώναξε αγανακτισμένος ο Μάικλ από το δέντρο. Τι ηλίθια δικαιολογία σκέφτηκε. Αν θέλουν να με σκοτώσουν, ας το κάνουν.
Τα μάτια της Σκάιλερ άστραψαν κατάμαυρα. Έσφιξε κι άλλο το κλαδί γύρω από το πόδι του. Αν τον είχε πιάσει μόνη της, τώρα θα ήταν νεκρός. Αλλά η Κέιτ ήταν εκείνη που έκανε κουμάντο. Μερικές φορές, ένιωθε πως η Σκάιλερ ήθελε να σκοτώσει και την Κέιτ. Κάμποσες φορές, καθώς έτρεχαν στο δάσος, ξεπετούσε κλαδιά με αποτέλεσμα εκείνη να πέφτει.
«Θα σε αφήσουμε να φύγεις. Με την προϋπόθεση πως δε θα μας ξανά παρακολουθήσεις» είπε ανάλαφρα η Κέιτ. Ο Μάικλ τις κοίταξε ειρωνικά. Ακόμα και κρεμασμένος ανάποδα, διατηρούσε αυτό το χαρακτηριστικό στοιχείο του.
«Αυτό είναι κομματάκι δύσκολο πλέον». Η Κέιτ τον κοίταξε μπερδεμένη.
«Τι εννοείς;»
«Για Σκοτεινοί, είστε λιγάκι χαζοί, δε νομίζεις; Ξεχνάς ότι αύριο έχει γενέθλια η Έμιλι; Αύριο ενηλικιώνεται επίσημα. Το ηλίθιο βραχιόλι που της έδωσες για να κρύψει τη φύση της θα είναι άχρηστο» της απάντησε. Η Κέιτ δάγκωσε αμήχανα το εσωτερικό του κάτω χείλους της. Το είχε ξεχάσει…
«Και ποιος σου είπε ότι το ξέχασα;» αντιγύρισε, χωρίς να γίνει πιστευτή από τον Μάικλ, που είχε φυσικά καταλάβει από το βλέμμα της πως έλεγε ψέματα. Δεν του έφτανε απλώς να ξέρει την αλήθεια, ήθελε και να την εκνευρίσει, πράγμα εύκολο, αφού άλλωστε, το πετύχαινε πάντα.
«Το βλέμμα σου. Πίστεψέ με, η υποκριτική σου ικανότητα είναι λιγάκι σκουριασμένη. Και εγώ που νόμιζα πως εσείς οι Σκοτεινοί είστε εξαιρετικοί ηθοποιοί». Η Σκάιλερ έσφιξε ακόμα πιο δυνατά το κλαδί.
«Δεν είμαστε απόβλητα του κόσμου για να μας μιλάς έτσι. Μόνο και μόνο επειδή δεν ακολουθούμε τον δικό σας τρόπο δράσης, δε σημαίνει ότι δεν είμαστε ίδιοι».
«Από τη στιγμή που το χρώμα στα μάτια σας γίνεται μαύρο, δεν είστε ίδιοι με εμάς. Νομίζετε πως δράτε με τον σωστό τρόπο. Νομίζετε πως εμείς είμαστε δικτάτορες. Αλλά στην πραγματικότητα, εσείς είστε -και θα είστε- αποβράσματα» απάντησε αγκομαχώντας ο Μάικλ. Πλέον δεν ένιωθε το πόδι του.
«Αρκετά!» φώναξε μια φωνή μέσα από τις σκιές. Ήταν η Μίνα. Ο Μάικλ το κατάλαβε αμέσως. Ήταν η μόνη που συμπαθούσε από τους Σκοτεινούς.
«Σκάι, άφησέ τον κάτω» της είπε. Η Σκάιλερ φάνηκε ενοχλημένη, αλλά άφησε απλά τον Μάικλ στο έδαφος.
«Κέιτ, πάμε» είπε εκνευρισμένη. Τα δυο κορίτσια έφυγαν και στο ξέφωτο έμειναν μόνο η Μίνα και ο Μάικλ.
«Βλέπω πως δεν ξεχνάς τα γενέθλια της ξαδέλφης μου» είπε η Μίνα εντυπωσιασμένη. Ο Μάικλ σηκώθηκε με δυσκολία από το λασπωμένο χώμα.
«Ποτέ δεν ξέχασα τα γενέθλιά της και ούτε πρόκειται».
«Πες μου κάτι. Κι αν διαλέξει τη δική μας πλευρά; Την αγαπάς για πάρα πολύ καιρό, Μάικλ. Ξυπνάς και κοιμάσαι με την εικόνα της. Τι θα γίνει αν διαλέξει εμάς και όχι εσένα;»
«Τίποτα δε θα αλλάξει το πώς νιώθω για εκείνη».
«Μην είσαι σίγουρος για τίποτα. Μην ξεχνάς τον τρόπο που της φέρεσαι τα τελευταία χρόνια».
«Έπρεπε» απάντησε λακωνικά. Η Μίνα σήκωσε το ένα της φρύδι κοιτώντας τον ειρωνικά.
«Αλήθεια; Έπρεπε να την αγνοείς; Να την πληγώνεις κάθε φορά κάνοντας επίδειξη με όλες τις κοπέλες που σε περιτριγυρίζουν στους διαδρόμους του σχολείου;»
«Γιατί εσείς είστε καλύτερες; Λέτε πως είστε φίλες της, αλλά το μόνο που κάνετε είναι να τη γράφετε. Μην κρίνεις εμένα, πριν κρίνεις τον εαυτό σου». Η Μίνα έκανε μια μεγάλη παύση. Στα λεγόμενα του Μάικλ υπήρχε μια δόση αλήθειας.
«Τέλος πάντων. Αύριο θα αποδειχτεί αγώνας δρόμου και για τις δυο μεριές».
«Ας κερδίσει ο πιο γρήγορος και ο πιο έξυπνος» είπε με νόημα. Η Μίνα χαμογέλασε.
«Δηλαδή εμείς! Μπορείς να φύγεις». Ο Μάικλ κοίταξε καχύποπτα τη Μίνα και έπειτα γύρισε και βγήκε από το δάσος.
Έφτασε στο αρχηγείο σκεπτικός και με χαμηλωμένο το κεφάλι. Ο πατέρας του τον περίμενε όπως πάντα στο γραφείο του με την πλάτη της καρέκλας γυρισμένη στην πόρτα. Μόλις ο Μάικλ μπήκε μέσα, η καρέκλα γύρισε αργά, βασανιστικά αργά, αποκαλύπτοντας τον πατέρα του, ο οποίος κάπνιζε ένα Marlboro Gold.
«Πως πήγε; Έμαθες τι σχεδιάζουν οι Σκοτεινοί;» Ο Μάικλ κατέβασε το κεφάλι του ηττημένος.
«Δυστυχώς όχι. Με κατάλαβαν πριν ανακαλύψω τι σχεδιάζουν. Με κυνηγούσαν στο δάσος».
«Είπαν κάτι για αύριο;»
«Ναι. Ότι θα νικήσουν εκείνοι». Ο πατέρας του χαμογέλασε ειρωνικά.
«Έτσι νομίζουν! Τώρα πήγαινε. Δε σε χρειάζομαι. Πρέπει να είσαι έτοιμος για αύριο».
Ο Μάικλ γύρισε και έφυγε αμίλητος, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω του.
…
Το ένιωθε! Ήταν αυτό το γνωστό πια αίσθημα πως κάτι την απειλούσε. Ένα πρωτόγνωρο ρίγος τη συντάραξε. Τον τελευταίο καιρό, σε κάθε όνειρό της, κάτι -ή καλύτερα κάποιος- την καταδίωκε. Αυτή τη φορά, τέσσερις φιγούρες την εμπόδιζαν από το να φύγει. Δεν ξεχώριζε τις μορφές, παρά πάνω τα χρώματά τους, που γυάλιζαν στο γκρίζο φόντο. Γαλάζιο, κόκκινο, κίτρινο και γκρι…
Η Έμιλι γύρισε να φύγει, αλλά ένας ξαφνικός, δυνατός αέρας έκλεισε την πόρτα, κλείνοντάς της τον δρόμο. Έπειτα, ένα γαλάζιο φως την περικύκλωσε. Τα πνευμόνια της γέμισαν με νερό. Ένιωσε να βυθίζεται σε μια γαλάζια, βαθιά λίμνη, που ο πάτος της ήταν αδύνατο να βρεθεί. Προσπάθησε να βγει στην επιφάνεια, αλλά το γαλάζιο την τραβούσε πιο πολύ, σαν κινούμενη άμμο˙ όσο πιο πολύ κουνιόταν, τόσο πιο πολύ βυθιζόταν. Το γαλάζιο μετατράπηκε σε μπλε και το μπλε σε πηχτό μαύρο. Πεθαίνω, σκέφτηκε πανικόβλητη. Πεθαίνω… Και τότε πετάχτηκε, πνίγοντας τη φωνή της που ήταν έτοιμη να βγει.
Η Έμιλι έπιασε το στήθος της που ανεβοκατέβαινε με βίαιο τρόπο. Κοίταξε δίπλα της το ρολόι. Μια και μισή το πρωί.
«Διάολε, όχι πάλι» μονολόγησε. Σηκώθηκε αλαφιασμένη από το κρεβάτι της και μάζεψε τα βρεγμένα από τον ιδρώτα μαλλιά της σε μια πρόχειρη κοτσίδα. Έπειτα κάθισε ξανά στο κρεβάτι και μάζεψε τα πόδια της κοντά στο σώμα της, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει τα ταραγμένα νεύρα της και να νιώσει κάποια ασφάλεια.
Αυτό κι αν ήταν παράξενο όνειρο… Έβλεπε το ίδιο όνειρο εδώ και τρεις μήνες, αλλά ποτέ πριν δεν είχε δει το γαλάζιο φως. Ποτέ πριν δεν είχε νιώσει πως πνίγεται. Είναι απλώς ένα όνειρο, σκέφτηκε τελικά ανασηκώνοντας τους ώμους της. Ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι της. Αύριο ήταν μια σημαντική μέρα. Δεν έπρεπε να την απασχολούν ηλίθια όνειρα…
Rene Rafael
Ήταν πια κοντά στην έξοδο του δάσους. Εκατό μέτρα τον κρατούσαν από το να φτάσει στο αρχηγείο. Ένα κλαδί πετάχτηκε και τον έπιασε από το πόδι. Πριν προλάβει να το κόψει με πάγο, μια φωτιά άρχισε να καίει το μυαλό του. Οξύς πόνος απλώθηκε. Έκαιγε αφάνταστα. Ένα διαβολικό γέλιο ακούστηκε από μακριά.
«Για κοίτα να δεις. Ώστε εσύ μας κατασκόπευες, Μάικ;»
«Κέιτ! Έπρεπε να το περιμένω» αποκρίθηκε ο Μάικλ γεμάτος μίσος.
Η Κέιτ βγήκε από τις σκιές φανερώνοντας το πρόσωπό της. Τα μακριά ως τον αγκώνα μαύρα μαλλιά της είχαν μελί νότες στις άκρες τους. Αν και μόλις δεκαπέντε χρονών, ήταν μια πολύ ισχυρή Σκοτεινή. Φορούσε μια μαύρη μακριά καμπαρντίνα και μπλε ηλεκτρίκ γαλότσες.
«Καταλαβαίνεις βέβαια πως πρέπει να σε σκοτώσω, εφόσον μπλέκεσαι στα πόδια μας» του είπε. Ο τόνος της πρόδιδε πως απολάμβανε να έχει τον Μάικλ κρεμασμένο ανάποδα στον αέρα. Του την έδινε στα νεύρα που τον είχε πιάσει μια μικρότερή του. Ποτέ του δεν είχε συμπαθήσει την Κέιτ. Ήταν ένα… τσουλάκι που μπορούσε να χειριστεί τα περισσότερα αγόρια της τάξης του. Αλλά όχι εκείνον!
«Αλλά δε θα το κάνεις» της απάντησε ήρεμα.
«Όχι, δε θα το κάνω» είπε βλοσυρά. «Τουλάχιστον όχι ακόμα. Στο λέω για το καλό σου, Μάικλ. Μη μας παρακολουθήσεις ξανά, γιατί την επόμενη φορά ίσως να μη σε βρω εγώ και πίστεψέ με, τότε δε θα βγεις ζωντανός».
«Ίσως την επόμενη φορά να μην είμαι μόνος» της απάντησε επιθετικά.
«Άσε με να τον κομματιάσω, Κέιτ» ακούστηκε μια άλλη γυναικεία φωνή μέσα από τις σκιές. Ο Μάικλ ένιωσε το πόδι του να σφίγγεται πιο πολύ. Γέλασε.
«Έλα, Σκάιλερ. Βγες έξω, μη φοβάσαι. Εξάλλου είμαι σε μειονεκτική θέση. Δεν μπορώ να σε σκοτώσω». Η Σκάιλερ βγήκε αργά από τις σκιές με παγωμένο βλέμμα.
«Το ξέρεις πως δεν κάνω πλάκα, ηλίθιε». Κοίταξε την Κέιτ με ανυπομονησία. «Πες μου ότι θα τον σκοτώσω. Κάνε μου αυτό το δώρο. Για τα γενέθλιά μου;»
«Τα γενέθλιά σου είναι σε πέντε μήνες, βλαμμένη!» φώναξε αγανακτισμένος ο Μάικλ από το δέντρο. Τι ηλίθια δικαιολογία σκέφτηκε. Αν θέλουν να με σκοτώσουν, ας το κάνουν.
Τα μάτια της Σκάιλερ άστραψαν κατάμαυρα. Έσφιξε κι άλλο το κλαδί γύρω από το πόδι του. Αν τον είχε πιάσει μόνη της, τώρα θα ήταν νεκρός. Αλλά η Κέιτ ήταν εκείνη που έκανε κουμάντο. Μερικές φορές, ένιωθε πως η Σκάιλερ ήθελε να σκοτώσει και την Κέιτ. Κάμποσες φορές, καθώς έτρεχαν στο δάσος, ξεπετούσε κλαδιά με αποτέλεσμα εκείνη να πέφτει.
«Θα σε αφήσουμε να φύγεις. Με την προϋπόθεση πως δε θα μας ξανά παρακολουθήσεις» είπε ανάλαφρα η Κέιτ. Ο Μάικλ τις κοίταξε ειρωνικά. Ακόμα και κρεμασμένος ανάποδα, διατηρούσε αυτό το χαρακτηριστικό στοιχείο του.
«Αυτό είναι κομματάκι δύσκολο πλέον». Η Κέιτ τον κοίταξε μπερδεμένη.
«Τι εννοείς;»
«Για Σκοτεινοί, είστε λιγάκι χαζοί, δε νομίζεις; Ξεχνάς ότι αύριο έχει γενέθλια η Έμιλι; Αύριο ενηλικιώνεται επίσημα. Το ηλίθιο βραχιόλι που της έδωσες για να κρύψει τη φύση της θα είναι άχρηστο» της απάντησε. Η Κέιτ δάγκωσε αμήχανα το εσωτερικό του κάτω χείλους της. Το είχε ξεχάσει…
«Και ποιος σου είπε ότι το ξέχασα;» αντιγύρισε, χωρίς να γίνει πιστευτή από τον Μάικλ, που είχε φυσικά καταλάβει από το βλέμμα της πως έλεγε ψέματα. Δεν του έφτανε απλώς να ξέρει την αλήθεια, ήθελε και να την εκνευρίσει, πράγμα εύκολο, αφού άλλωστε, το πετύχαινε πάντα.
«Το βλέμμα σου. Πίστεψέ με, η υποκριτική σου ικανότητα είναι λιγάκι σκουριασμένη. Και εγώ που νόμιζα πως εσείς οι Σκοτεινοί είστε εξαιρετικοί ηθοποιοί». Η Σκάιλερ έσφιξε ακόμα πιο δυνατά το κλαδί.
«Δεν είμαστε απόβλητα του κόσμου για να μας μιλάς έτσι. Μόνο και μόνο επειδή δεν ακολουθούμε τον δικό σας τρόπο δράσης, δε σημαίνει ότι δεν είμαστε ίδιοι».
«Από τη στιγμή που το χρώμα στα μάτια σας γίνεται μαύρο, δεν είστε ίδιοι με εμάς. Νομίζετε πως δράτε με τον σωστό τρόπο. Νομίζετε πως εμείς είμαστε δικτάτορες. Αλλά στην πραγματικότητα, εσείς είστε -και θα είστε- αποβράσματα» απάντησε αγκομαχώντας ο Μάικλ. Πλέον δεν ένιωθε το πόδι του.
«Αρκετά!» φώναξε μια φωνή μέσα από τις σκιές. Ήταν η Μίνα. Ο Μάικλ το κατάλαβε αμέσως. Ήταν η μόνη που συμπαθούσε από τους Σκοτεινούς.
«Σκάι, άφησέ τον κάτω» της είπε. Η Σκάιλερ φάνηκε ενοχλημένη, αλλά άφησε απλά τον Μάικλ στο έδαφος.
«Κέιτ, πάμε» είπε εκνευρισμένη. Τα δυο κορίτσια έφυγαν και στο ξέφωτο έμειναν μόνο η Μίνα και ο Μάικλ.
«Βλέπω πως δεν ξεχνάς τα γενέθλια της ξαδέλφης μου» είπε η Μίνα εντυπωσιασμένη. Ο Μάικλ σηκώθηκε με δυσκολία από το λασπωμένο χώμα.
«Ποτέ δεν ξέχασα τα γενέθλιά της και ούτε πρόκειται».
«Πες μου κάτι. Κι αν διαλέξει τη δική μας πλευρά; Την αγαπάς για πάρα πολύ καιρό, Μάικλ. Ξυπνάς και κοιμάσαι με την εικόνα της. Τι θα γίνει αν διαλέξει εμάς και όχι εσένα;»
«Τίποτα δε θα αλλάξει το πώς νιώθω για εκείνη».
«Μην είσαι σίγουρος για τίποτα. Μην ξεχνάς τον τρόπο που της φέρεσαι τα τελευταία χρόνια».
«Έπρεπε» απάντησε λακωνικά. Η Μίνα σήκωσε το ένα της φρύδι κοιτώντας τον ειρωνικά.
«Αλήθεια; Έπρεπε να την αγνοείς; Να την πληγώνεις κάθε φορά κάνοντας επίδειξη με όλες τις κοπέλες που σε περιτριγυρίζουν στους διαδρόμους του σχολείου;»
«Γιατί εσείς είστε καλύτερες; Λέτε πως είστε φίλες της, αλλά το μόνο που κάνετε είναι να τη γράφετε. Μην κρίνεις εμένα, πριν κρίνεις τον εαυτό σου». Η Μίνα έκανε μια μεγάλη παύση. Στα λεγόμενα του Μάικλ υπήρχε μια δόση αλήθειας.
«Τέλος πάντων. Αύριο θα αποδειχτεί αγώνας δρόμου και για τις δυο μεριές».
«Ας κερδίσει ο πιο γρήγορος και ο πιο έξυπνος» είπε με νόημα. Η Μίνα χαμογέλασε.
«Δηλαδή εμείς! Μπορείς να φύγεις». Ο Μάικλ κοίταξε καχύποπτα τη Μίνα και έπειτα γύρισε και βγήκε από το δάσος.
Έφτασε στο αρχηγείο σκεπτικός και με χαμηλωμένο το κεφάλι. Ο πατέρας του τον περίμενε όπως πάντα στο γραφείο του με την πλάτη της καρέκλας γυρισμένη στην πόρτα. Μόλις ο Μάικλ μπήκε μέσα, η καρέκλα γύρισε αργά, βασανιστικά αργά, αποκαλύπτοντας τον πατέρα του, ο οποίος κάπνιζε ένα Marlboro Gold.
«Πως πήγε; Έμαθες τι σχεδιάζουν οι Σκοτεινοί;» Ο Μάικλ κατέβασε το κεφάλι του ηττημένος.
«Δυστυχώς όχι. Με κατάλαβαν πριν ανακαλύψω τι σχεδιάζουν. Με κυνηγούσαν στο δάσος».
«Είπαν κάτι για αύριο;»
«Ναι. Ότι θα νικήσουν εκείνοι». Ο πατέρας του χαμογέλασε ειρωνικά.
«Έτσι νομίζουν! Τώρα πήγαινε. Δε σε χρειάζομαι. Πρέπει να είσαι έτοιμος για αύριο».
Ο Μάικλ γύρισε και έφυγε αμίλητος, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω του.
…
Το ένιωθε! Ήταν αυτό το γνωστό πια αίσθημα πως κάτι την απειλούσε. Ένα πρωτόγνωρο ρίγος τη συντάραξε. Τον τελευταίο καιρό, σε κάθε όνειρό της, κάτι -ή καλύτερα κάποιος- την καταδίωκε. Αυτή τη φορά, τέσσερις φιγούρες την εμπόδιζαν από το να φύγει. Δεν ξεχώριζε τις μορφές, παρά πάνω τα χρώματά τους, που γυάλιζαν στο γκρίζο φόντο. Γαλάζιο, κόκκινο, κίτρινο και γκρι…
Η Έμιλι γύρισε να φύγει, αλλά ένας ξαφνικός, δυνατός αέρας έκλεισε την πόρτα, κλείνοντάς της τον δρόμο. Έπειτα, ένα γαλάζιο φως την περικύκλωσε. Τα πνευμόνια της γέμισαν με νερό. Ένιωσε να βυθίζεται σε μια γαλάζια, βαθιά λίμνη, που ο πάτος της ήταν αδύνατο να βρεθεί. Προσπάθησε να βγει στην επιφάνεια, αλλά το γαλάζιο την τραβούσε πιο πολύ, σαν κινούμενη άμμο˙ όσο πιο πολύ κουνιόταν, τόσο πιο πολύ βυθιζόταν. Το γαλάζιο μετατράπηκε σε μπλε και το μπλε σε πηχτό μαύρο. Πεθαίνω, σκέφτηκε πανικόβλητη. Πεθαίνω… Και τότε πετάχτηκε, πνίγοντας τη φωνή της που ήταν έτοιμη να βγει.
Η Έμιλι έπιασε το στήθος της που ανεβοκατέβαινε με βίαιο τρόπο. Κοίταξε δίπλα της το ρολόι. Μια και μισή το πρωί.
«Διάολε, όχι πάλι» μονολόγησε. Σηκώθηκε αλαφιασμένη από το κρεβάτι της και μάζεψε τα βρεγμένα από τον ιδρώτα μαλλιά της σε μια πρόχειρη κοτσίδα. Έπειτα κάθισε ξανά στο κρεβάτι και μάζεψε τα πόδια της κοντά στο σώμα της, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει τα ταραγμένα νεύρα της και να νιώσει κάποια ασφάλεια.
Αυτό κι αν ήταν παράξενο όνειρο… Έβλεπε το ίδιο όνειρο εδώ και τρεις μήνες, αλλά ποτέ πριν δεν είχε δει το γαλάζιο φως. Ποτέ πριν δεν είχε νιώσει πως πνίγεται. Είναι απλώς ένα όνειρο, σκέφτηκε τελικά ανασηκώνοντας τους ώμους της. Ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι της. Αύριο ήταν μια σημαντική μέρα. Δεν έπρεπε να την απασχολούν ηλίθια όνειρα…
Rene Rafael