Summer Solstice (Κεφάλαιο 34)

ΣΕΛΕΣΤ

Δάκρυα που δεν μπορώ, να ελέγξω, μουσκεύουν τα μάγουλά μου και νοτίζουν τα γόνατά μου. Ο πόνος που απλώνεται στο στήθος μου ξεπερνάει τον πόνο της οποιαδήποτε πληγής. Το μίσος και η απέχθεια που διέκρινα στο βλέμμα του Σιρκάν με έχουν στιγματίσει, αν και ξέρω, ότι αυτό οφείλεται στα μάγια του Ρόις. Το βάρος που έχει καταπλακώσει το στήθος μου, κοντεύει, να με συντρίψει. Τι να κάνω; Πως να τον βοηθήσω, όταν δεν μπορώ καν, να τον πλησιάσω και να του μιλήσω; Έστω να μάθω τον λόγο αυτής της συμπεριφοράς. Δυσκολεύομαι, να πιστέψω, ότι τρελάθηκε έτσι στα ξαφνικά.

Ο Φόστερ φρουρός πάντα έξω από την καμπίνα του Γκασπάρντ δε με αφήνει, να το κουνήσω από δω ούτε για μια μικρή βόλτα στο κατάστρωμα, ενώ ο Γκασπάρντ με το ζόρι περνάει λίγες ώρες μαζί μου. Αν και η μάχη με τους πειρατές δε διήρκεσε πολύ και συγκεκριμένα κόπασε, όταν ο Σιρκάν αιχμαλωτίστηκε, το πλοίο δέχτηκε κάμποσα πυρά και έχει ζημιές, που πρέπει, να μπαλωθούν. Οποιαδήποτε άλλη επίθεση θα μπορούσε, να θεωρηθεί καταστροφική και ειλικρινά… κανένας μας δεν έχει το κουράγιο, να αντιμετωπίσει τον οποιονδήποτε. Το θέμα του Φρεντέρικο και της Κρήνης είναι ήδη ένα δυσβάσταχτο φορτίο.

«Φόστερ… άσε με, να δω τον Σιρκάν. Πρέπει να του μιλήσω». Του ζητάω για μια ακόμη φορά, όμως εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι του και με σπρώχνει πίσω στο δωμάτιο. «Είναι ζωντανός τουλάχιστον; Φρόντισε κάποιος τις πληγές του; Πες μου σε παρακαλώ».

«Είναι μια χαρά». Απαντάει ψυχρά ο Γκασπάρντ για λογαριασμό του Φόστερ. «Πρέπει, να ενοχληθώ, που νοιάζεσαι περισσότερο για την υγεία του αντί για την δική μου;»

Έρχεται προς το μέρος μου βλοσυρός κάνοντάς με, να οπισθοχωρήσω και η πλάτη μου ακουμπάει σε μια από τις βιβλιοθήκες του γραφείου του. Το χέρι του με προσεγγίζει και τυλίγεται γύρω από τον αυχένα μου τραβώντας με προς το μέρος του. Χαμογελάει στραβά, καθώς η καρδιά μου χοροπηδάει στο στήθος μου και ξεροκαταπίνω μην ξέροντας, τι να κάνω. Την τελευταία φορά που προσπάθησα, να τον φέρω κοντά μου και να δοκιμάσουμε, να χάσω τις ικανότητές μου, ντροπιάστηκα. Τώρα δεν…

«Νιώθω τύψεις γι’ αυτόν. Εγώ τον έφερα σε αυτήν την κατάσταση και ναι νοιάζομαι για την υγεία του. Ότι και αν έκανε, είναι φίλος μου». Ψελλίζω αδύναμα.

«Γιατί είσαι τόσο νευρική; Έπαψα, να τσακώνομαι μαζί σου από το Έστρελ. Κατάλαβα, ότι πάντα θα κάνεις του κεφαλιού σου, ότι και αν πω». Αναστενάζει κάπως απογοητευμένος ή ίσως προβληματισμένος. «Εμπρός λοιπόν. Πήγαινε, να τον δεις. Εγώ εδώ θα είμαι. Πάρε τον Φόστερ μαζί σου».

Υπακούω στη διαταγή του, δίχως να χρειαστεί, να το επαναλάβει δεύτερη φορά και αρπάζοντας τον έκπληκτο Φόστερ από το μπράτσο τον τραβάω μαζί μου στο αμπάρι, όπου κρατείται ο Σιρκάν. Είναι σκοτεινά και κάθε τόσο σκοντάφτω σε κάποιο κουτί. Που να πάρει! Ο Φοστερ με σταματάει και με τραβάει πίσω του. Είτε θέλει, να με προστατέψει από την αδεξιότητά μου είτε από τον Σιρκάν. Τελικά καταλήγω στο πρώτο συμπέρασμα, όταν τον βλέπω αλυσοδεμένο, πίσω από τα κάγκελα ενός κλουβιού. Με το ζόρι χωράει κάποιος στο μέγεθός του και για να κοιμηθεί, ούτε λόγος.

«Σιρκάν». Βογκάω πληγωμένα.

Σηκώνει το κεφάλι του και με κοιτάζει. Στα μάτια του δεν υπάρχει πια αυτό το μίσος, αλλά συνεχίζουν, να είναι ψυχρά και αποστασιοποιημένα. Τα χείλη του σχηματίζοντας μια λεπτή γραμμή τραβιούνται προς τα πίσω απειλητικά. Τι να περνάει από το μυαλό του αυτή τη στιγμή; Να σκέφτεται, πως να με σκοτώσει, να προσπαθεί, να με αναγνωρίσει ή μήπως λυπάται, για ότι έκανε; Πλησιάζω κοντύτερα στο κλουβί παρά την άρνηση του Φόστερ, να υποχωρήσει από μπροστά μου και γονατίζω απέναντι από τον Σιρκάν. Τα χέρια του σφίγγονται σε γροθιές πάνω στα μπανταρισμένα πόδια του, εκεί όπου τον πυροβόλησε ο Γκασπάρντ.

«Σιρκάν… τι σου συνέβη; Πως μπορώ, να σε βοηθήσω;» ρωτάω σιγανά.

«Εσύ φταις».

«Εγώ! Τι έκανα εγώ; Για ποιο πράγμα κατηγορούμαι;» σμίγω τα φρύδια μου μπερδεμένη.

«Είσαι μια απ’ αυτούς και γι’ αυτό θα πρέπει, να πεθάνεις. Θα πρέπει, να σε σκοτώσω, αλλιώς θα με σκοτώσεις εσύ». Παραληρεί. «Είσαι μια Κίλμπορν. Αυτά κάνετε στους Άργκρεθ. Άτιμη! Ξιπασμένη Ιέρεια!» τι! Σίγουρα με μπερδεύει με κάποια άλλη. Δεν εξηγείται αλλιώς.

Στρέφομαι προς τον Φόστερ για βοήθεια, όμως δε μοιάζει, να δίνει σημασία στα λόγια του. Υποθέτω, πως νομίζει, ότι τα έχει χαμένα. Είχα ακούσει κάποτε για το μίσος των Άργκρεθ για τους Κίλμπορν και το αντίστροφο, όμως ποτέ δεν υπέθεσα, ότι θα ζούσα αυτές τις διακρίσεις με κάποιον, που ξέρω σχεδόν όλη μου τη ζωή. Με κάποιον που πάντοτε κρατούσε την ψυχή μου στα χέρια του, την προστάτευε. Και τώρα απλά θέλει, να με σκοτώσει;

«Δεν είμαι αυτή, που νομίζεις. Δε θα σου έκανα ποτέ κακό». Αγγίζω τρυφερά το χέρι του μέσα από τα κάγκελα. «Σιρκάν μεγαλώσαμε μαζί. Είμαστε σαν αδέλφια. Δε θυμάσαι τη ζωή μας στο Κρέομορ; Οι γονείς μου σ’ αγαπούσαν. Σε φρόντισαν και σε προστάτεψαν, όταν δεν είχες κανέναν».

«Οι γονείς σου σκότωσαν τους γονείς μου». Είναι το μόνο, που παίρνω σαν απάντηση. Όχι, δεν είναι αλήθεια. Δε θα το έκαναν ποτέ. «Αν είμαστε φίλοι, γιατί δεν με ελευθερώνεις;»

«Φόστερ το κλειδί». Λέω απότομα έχοντας στυλωμένα τα μάτια μου στον Σιρκάν, ο οποίος δε σαλεύει ούτε στιγμή. Από την άλλη ο ακόλουθος του πρίγκιπα Γκασπάρντ δεν υπακούει. «Φαίνεται ήρεμος, οπότε δεν είναι απαραίτητο, να τον κρατάμε φυλακισμένο».

«Με συγχωρείς, αλλά δεν πρόκειται, να βγει από εκεί μέσα, αν δεν το επιτρέψει ο πρίγκιπας». Αποκρίνεται βλοσυρός και περνώντας το μπράτσο του κάτω από το δικό μου, με σηκώνει όρθια. «Λυπάμαι. Είναι ώρα, να γυρίσουμε στην καμπίνα».

Δεν φέρνω αντίρρηση. Έτσι και αλλιώς θα ήταν μάταιο, να του αρνηθώ. Θα με γύριζε στο δωμάτιο έχοντας με φορτωμένη στον ώμο του. Ρίχνω άλλη μια ματιά στον παλιό μου φίλο. Τα μάτια μας δεν ανταμώνουν. Έχει χαμηλώσει το βλέμμα του στο έδαφος, έτσι όπως τον βρήκα. Πληγώνει την καρδιά μου στην αξιολύπητη εμφάνισή του. Δεν είμαι αυτή, που νομίζεις. Ποτέ δε θα σου έκανα κακό. Πίστεψέ με!

Όταν επιστρέφω στο δωμάτιο, που μου έχει παραχωρήσει ο Γκασπάρντ, η διάθεσή μου έχει πέσει κάτω από το μηδέν και γαμώτο δεν μπορώ, να κάνω τίποτα, για να το αλλάξω αυτό. Δεν έχω ιδέα, πως λειτουργούν τα ξόρκια και τι νόμο ακολουθούν οι μάγισσες, για να μεταλλάξουν με αυτόν τον τρόπο κάποιον. Θέλω όσο τίποτα άλλο, να αγκαλιάσω τον Σιρκάν και να του πω, ότι όλα θα πάνε καλά, όμως κανένας δεν πρόκειται, να μου δώσει την άδεια για κάτι τέτοιο. Ο πρίγκιπας και ο Φόστερ φοβούνται, ότι θα γίνει βίαιος και θα μου κάνει κακό. Όποιον πρόγονο Άργκρεθ και αν αντιπροσωπεύει, ως μια Κίλμπορν που συνεχίζει, να υπακούει στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται, να του κάνει κακό. Τέλος πάντων. Ίσως καταφέρει, να ηρεμήσει κάπως.

Βρίσκω τον πρίγκιπα ήδη στο δωμάτιό μου, όταν μπαίνω, να προσπαθεί, να βγάλει το πουκάμισό του. Μπροστά του η μπρούτζινη μπανιέρα αχνίζει από το ζεματιστό νερό. Αβέβαιη για το αν πρέπει, να φύγω ή να τον βοηθήσω με τα ρούχα του ξεροβήχω, για να του τραβήξω την προσοχή.

«Θέλεις βοήθεια με αυτό;» ρωτάω δειλά κοιτάζοντας σφιγμένα την σημαδεμένη πλάτη του.

«Όχι είμαι καλά». Απαντάει κάπως λαχανιασμένος και μορφάζει πονεμένα.

«Δεν είσαι». Σχολιάζω με ένα στραβό χαμόγελο και τραβάω το πουκάμισο από τα χέρια του, ώσπου του το βγάζω. «Μου έσωσες τη ζωή στο ναό. Είναι το λιγότερο, που μπορώ, να κάνω».

«Ήταν το καθήκον μου…»

«Τότε και το δικό μου καθήκον, είναι, να σε φροντίσω. Τόλμα, να εναντιωθείς και θα στείλω τον Φόστερ». Τον απειλώ με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη μου.

Ο πρίγκιπας σουφρώνει τα χείλη του και σηκώνει τα δάχτυλά του τσιμπώντας τη μύτη μου. Παρά την ανάλαφρη διάθεσή του τα μάτια του είναι σκοτεινά και ρυτίδες τα πλαισιώνουν. Μοιάζει, σαν να μεγάλωσε απότομα. Ανησυχεί για την άφιξή μας στο Στάρενιθ; Για τις πράξεις του Φρεντέρικο ή για τη θέση του; Αν ο Φρεντέρικο γίνει βασιλιάς, ο Γκασπάρντ τι θα απογίνει; Και ο θάνατος του Άλμπερτ… σίγουρα πολύ θα βρεθούν και θα πουν, ότι ήταν λάθος του Γκασπάρντ, ή ότι εκείνος τον δολοφόνησε μόνο και μόνο για να τον υπονομεύσουν. Χαμηλώνω το κεφάλι μου και το ακουμπάω στο φαρδύ στέρνο του, καθώς τα χέρια μου ξεκουμπώνουν τη ζώνη και το παντελόνι του. Οι ουλές του γυαλίζουν ως υπενθύμιση της βίας, που υπέστη σε αυτό το ταξίδι. Τόσο για την αρπαγή μου από τον τόπο μου, όσο και την ανάκτηση της Κρήνης του Σύμπαντος. Ενός κειμήλιου που θα μπορούσε, να φέρει το χάος στον κόσμο, που ξέρουμε μέχρι σήμερα.

«Υποσχέσου μου, ότι δε θα πεθάνεις και εσύ. Ότι δε θα με αφήσεις μόνη». Δάκρυα γυαλίζουν στις γωνίες των ματιών μου και δαγκώνω τα χείλη μου, για να μην φανερώσω την ανείπωτη θλίψη μου. «Είσαι σημαντικός για μένα και σου ομολογώ, πως έχω αρχίσει, να σε αγαπώ». Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι και του χαμογελάω. «Ίσως λίγο…»

Ο Γκασπάρντ περνάει τα δάχτυλά του κάτω από το σαγόνι μου και μου ανασηκώνει απαλά το πρόσωπο, ενώ σκύβει, για να ενώσει τα χείλη του με τα δικά μου. Ένα θλιμμένο χαμόγελο ανθίζει στο πρόσωπό του και με αγκαλιάζει όσο πιο σφιχτά του επιτρέπουν οι πληγές του. Τον αφήνω, να με παρασύρει στο κρεβάτι και να με ξαπλώσει από κάτω του. Τα μάτια του λάμπουν από έξαψη και δύναμη, που με επηρεάζουν. Αν κάποιος μου έλεγε, όταν τον πρωτοσυνάντησα στη Μπουργκότζια, ότι θα καταλήγαμε εραστές, σίγουρα θα τον κορόιδευα. Δεν πίστευα καν, ότι εκείνος ο ψυχρός άνθρωπος θα μπορούσε, να έχει έναν τρυφερό εαυτό και μάλιστα να ενδιαφερθεί για μένα. Μπορεί, να είμαι γοητευτική και όμορφη στα μάτια του, αλλά δεν παύω, να είμαι κατώτερη του.

Στερεώνει μερικές τούφες μαλλιών πίσω από το αυτί μου και σκύβει, για να με ξαναφιλήσει. Πιο έντονα και πιο κτητικά. Ανταποδίδω με το ίδιο πάθος και ένταση, ενώ μπλέκω τα πόδια μου γύρω από τη μέση του. Η καρδιά μου χοροπηδά στο στήθος μου από νευρικότητα, αλλά δεν έχω σκοπό, να το σκάσω. Η ένωσή μας είναι κάτι, που πρέπει να γίνει, πριν φτάσουμε στο Στάρενιθ και εφόσον τα συναισθήματά μου είναι τόσο τρυφερά απέναντί του, δεν καταλαβαίνω, γιατί να μην ενδώσω στον πόθο του. Δε θα φύγω από το πλάι του αυτή τη φορά, ότι και αν γίνει.

Το χέρι του απαλά πιάνει την μπλούζα μου και τα μάτια του με περιεργάζονται ήρεμα, σαν να ζητούν την άδειά μου. Γνέφω καταφατικά και εκείνος την περνάει πάνω από το κεφάλι μου, ώσπου στο τέλος μου την βγάζει εντελώς και εγώ τον βοηθάω με τους επιδέσμους, που καλύπτουν το γυναικείο στήθος μου. Ξεροκαταπίνω από το ξαφνικό κύμα πανικού, όταν πιάνει το παντελόνι μου και το κατεβάζει στους αστραγάλους μου. Τα μάτια του επιστρέφουν στα δικά μου ανήσυχα, σαν να αποζητά και πάλι την άδειά μου, για να προχωρήσει παραπέρα και γνέφω θάβοντας το κεφάλι μου στο κοίλωμα του ώμου του. Ο στιγμιαίος πόνος ανάμεσα στα πόδια μου με κάνει, να μορφάσω, όταν γίνεται ένα μαζί μου και ένα αμυδρό βογκητό ξεφεύγει από τα χείλη μου. Κυρτώνω την πλάτη μου χαρίζοντάς του ολοκληρωτικά το κορμί μου και ο πρίγκιπας Γκασπάρντ Ολιβάρες το δέχεται, σαν να είναι το πολυτιμότερο δώρο, που του έδωσε κάποιος.

Όταν τελειώνουμε τον έρωτά μας, ο Γκασπάρντ με σηκώνει στα μπράτσα του και μπαίνει στη μπανιέρα με το ζεστό σχεδόν χλιαρό πλέον νερό. Το δέρμα μου ανατριχιάζει και χρειάζεται, να τρίψω κάμποσες φορές τους ώμους μου, για να επανέλθει στα κανονικά του. Μερικές σταγόνες αίμα κάνουν την εμφάνισή τους ανάμεσά μας και διαλύονται, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Του ανήκω πλέον και αυτός ανήκει σε μένα. Ότι αμφιβολίες και αν υπήρχαν πριν, πρέπει, να ξεχαστούν. Διαβήκαμε ένα μονοπάτι, που δεν έχει γυρισμό για κανέναν από τους δύο. Ο πρίγκιπας τυλίγει την παλάμη του γύρω από τον σβέρκο μου και με τραβάει κοντύτερα πάνω του, έτσι που να κάθομαι πάνω στα γόνατά του. Μια σταγόνα νερού γλιστράει κάτω από τον λοβό του αριστερού μου αυτιού και χάνεται ανάμεσα στα στήθη μου.

«Ζηλεύω, όταν δείχνεις τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τον Σιρκάν. Μη με κάνεις, να ζηλεύω». Ψιθυρίζει με σιγανή φωνή κοντά στον λαιμό μου και με φιλάει ξανά και ξανά και ξανά.




Ηλιάνα Κλεφτάκη