Η πτώση της Εύας Ι - Μνήμη (Κεφάλαιο 1 - Μέρος 2)

Άρης Δράκος

Χτύπημα. Κι άλλο χτύπημα, που έπεσε σχεδόν άνευρα στη μαλακή ασπίδα που είχε περασμένη στα χέρια του ο Θωμάς. Το συνοφρύωμά του μεγάλωσε.

«Τι θα γίνει, μικρέ; Αυτή είναι όλη κι όλη η δύναμή σου;»

Εκείνος είχε περάσει τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του –το λιγότερο– κάνοντας ασκήσεις φυσικής κατάστασης και εξαπολύοντας μπουνιές σε σάκους.

Προφανώς, το διαμορφωμένο τριγωνικά πλέον σώμα του, με τις φουσκωμένες πλάτες και τις σφιχτές αλλά λεπτές γάμπες, είχε τη δυνατότητα να ρίξει πιο καίρια χτυπήματα.

Κλωτσιά.

«Τεχνική!»

«Α, να πάρει» γρύλισα, όσο επαναλάμβανα την κίνηση – προσεκτικά αυτή τη φορά, μα και αδύναμα.

«Θα περάσει ξανά από εδώ αυτή η φίλη σου;» με αποσυντόνισε.

Έσφιξα τα δόντια οργισμένα και στραβοκατάπια. Τα χτυπήματά μου εξακολούθησαν να είναι ασθενή, μα απέκτησα έναν σταθερό ρυθμό.

«Ωραίο κορίτσι. Μικρή, βέβαια. Αλλά εντάξει, δεν είμαι και τόσο γέρος πια. Θα μπορούσες ίσως να της μιλήσεις για εμένα;» ρώτησε με ένα προκλητικό χαμόγελο. Μπορεί οι φαβορίτες του να είχαν γκριζάρει, μα θυμόμουν πώς τον κοιτούσε σαν χαζή η Εύα τις προάλλες.

Φούντωσα.

Άφησα τον δαίμων εαυτό μου να αναλάβει τα ηνία. Η μοναδική προειδοποίηση ήταν η γνώριμη διαστολή των ρουθουνιών μου, προτού πέσω επάνω του, τον κλειδώσω με τα πόδια και ξεκινήσω να γρονθοκοπώ το πρόσωπό του. Σταμάτησα μόνο όταν το χέρι του έπεσε στο πλάι, αδύναμα. Αίμα έσταζε από τα μαύρα γάντια μου. Ανάθεμα.

«Θωμά;» φώναξα, μα όλα έσβησαν.

Ένα τραγούδι των Godsmack, το «Releasing the Demons», έπαιζε στη διαπασών στο δωμάτιο και κάποιος πατούσε πανικόβλητα πλήκτρα στο λάπτοπ μου. Η φασαρία ερχόταν από ψηλά. Σκαρφάλωσα στο κρεβάτι του δεύτερου ορόφου της κουκέτας και έπιασα τη Λέξα επ’ αυτοφώρω, ενώ πάσχιζε να κλείσει τη μουσική.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις, πριγκίπισσα;» μάλωσα την οκτάχρονη αδερφή μου, ενώ άρπαζα τον υπολογιστή από τα χέρια της.

«Μ-μόνο του ξεκίνησε να ουρλιάζει, δεν πάτησα τίποτα» πανικοβλήθηκε.

«Έχω στήσει παγίδες, για να καταλαβαίνω πότε μικρά κορίτσια προσπαθούν να μου κλέψουν τα πράγματα» ανακοίνωσα, ενώ έκλεινα το καπάκι και κατέβαινα πίσω στο στρώμα μου.

«Είσαι άδικος» μουρμούρισε θυμωμένα.

«Γιατί δεν παραπονιέσαι στην αυτοκράτειρα;» Ύψωσα ένα φρύδι προκλητικά, τεντώνοντας τον λαιμό, ώστε να κοιταχτούμε. Το στρογγυλό της προσωπάκι ταίριαξε με τα αντίστοιχα στρογγυλεμένα μάτια της. Είχε καταλάβει την απειλή μου.

«Σε παρακαλώ, μην το πεις στη μαμά» ικέτεψε έντρομη, ενώ απομάκρυνε το κεφάλι, μέχρι που δεν έβλεπα τίποτα πέρα από τις τάβλες του κρεβατιού της και το ταβάνι.

«Θα σου δώσω άλλη μία ευκαιρία».

Ήταν ακόμη πρωί και ένιωθα πιο κουρασμένος από ό,τι τα μεσάνυχτα, μετά από αυτό το τόσο ενεργητικό όνειρο. Έμεινα ξαπλωμένος σαν νεκρός, ώσπου ο πόνος στην κοιλιά μου με κινητοποίησε και κάλεσα την Εύα. Σήμερα είχε όλη τη μέρα κενή και, ως συνέπεια, μου έκανε τη χάρη να πάμε έναν περίπατο και να φάμε σουβλάκια. Δυστυχώς, έφερε και παρέα.

Μια λοξή ματιά επιβεβαίωσε πως σήμερα δεν είχε καμία αντοχή. Τα ελαφίσια μάτια της βάραιναν και μαύροι κύκλοι τόνιζαν το μελί που αντανακλούσε τον ήλιο. Τα λεπτά φρύδια της έσμιγαν συχνά με παράπονο. Σύμφωνα με εκείνη, όλα ήταν μια χαρά και έπρεπε απλά να περιμένουμε να δράσουν οι τρεις καφέδες που είχε πιει.

Για μισό λεπτό έχασα την αίσθηση του τόπου, του χρόνου και της έκφρασής μου, ενώ καρφωνόμουν επάνω της. Κλώτσησα την άσφαλτο ελαφρά και συνήλθα.

«Είσαι άυπνη» συμπέρανα.

Κίνησε το κεφάλι μπρος-πίσω. Το όνειρο με το τεράστιο δέντρο μερικές φορές τής αποστράγγιζε την ενέργεια, όπως οι βδέλλες στους τετραπέρατους –για τα δεδομένα μιας ταπεινής βδέλλας– ξενιστές τους.

«Φυσικά και δεν ξεκουράστηκε» πετάχτηκε το ανυπόφορο τσιμπούρι μας, η Ιόλη. «Εσύ θα κοιμόσουν ήσυχα, αν το βράδυ έβλεπες το επεισόδιο της αποχώρησης του αγαπημένου σου μοντέλου σε επανάληψη;»

Δεν είχα κάποιο αγαπημένο μοντέλο. Σίγουρα μου άρεσαν οι Άγγελοι της Βικτόρια Σίκρετ, αλλά δεν ήταν μυστικό το γεγονός πως άρεσαν σε όλο τον αντρικό πληθυσμό, ίσως και τον γυναικείο.

Απέφυγα την αχώνευτη κοκκινομάλλα. Ήταν παιδική φίλη της Εύας. Είχε μια τάση να αποτελεί το αντίθετο άκρο της σε κάθε περίπτωση. Αν τώρα οι καφέδες είχαν δράσει στο σύστημα του alter ego της, η ίδια θα σερνόταν προς τη θάλασσα νωχελικά, πετώντας παράπονα για τον ήλιο που θα της κάψει την «αλαβάστρινη επιδερμίδα», τη μονίμως προκατειλημμένη μου στάση απέναντί της ή την απουσία ενός σταθερού ερωτικού παρτενέρ, ενώ η ίδια τους άλλαζε σαν τα πουκάμισα.

«Δεν κατάλαβες καν τι είπα, έτσι δεν είναι;» ειρωνεύτηκε η Ιόλη. «Δεν βλέπεις καθόλου ριάλιτι σόου;»

Η Εύα άφηνε το καβγαδάκι μας να εξελιχθεί φυσικά, χωρίς να παρεμβαίνει. Ένα αχνό κύρτωμα των χειλιών της επιβεβαίωνε πως μάλλον αγαπούσε αυτή τη βοή των ανταπαντήσεών μας.

«Δεν βλέπω τηλεόραση» αποκρίθηκα μουντά.

«Υπάρχεις, μήπως;» ψιθύρισε καυστικά η Ιόλη, τόσο σιγανά που μετά βίας ακουγόταν.

«Δεν είναι μικρό παιδί, για να τρομάζει από ένα φυλλοβόλο δέντρο» επανέφερα την τάξη στο –όχι και ιδιαίτερα οξυδερκές, κατά το ένα τρίτο– ακροατήριο.

Το κοκκινισμένο από τον ήλιο δέρμα της πυρώθηκε αυτόματα, πλησιάζοντας επικίνδυνα την ψεύτικη βαφή των μαλλιών της. Ήταν παρόμοια με τα διαβολάκια. Της έλειπε μόνο η ουρά με το αιχμηρό βέλος και τα κέρατα στις άκρες του μετώπου. Ακόμα και τα μεταλλικά σκουλαρίκια στο πρόσωπό της ταίριαζαν με τη σατανική εκδοχή που χτιζόταν στο κεφάλι μου.

Μην ξεχάσεις τα νύχια, συμπλήρωσε ο δαίμονας του μυαλού μου, ενώ δανειζόταν τη φαντασία μου για να βάψει τα πράσινα νύχια της ολόμαυρα και να τα μακρύνει σε τρομακτικό βαθμό.

Ο δαίμονας ήταν το δικό μου alter ego. Αν κι έκανα μπόλικες κακές σκέψεις, κάποιες καταχωνιάζονταν τυλιγμένες με μια κόκκινη ταινία που ανέγραφε «Κίνδυνος!». Ο συγκεκριμένος τυπάκος, λοιπόν, είχε προσληφθεί –δεν ξέρω από ποιον, με ποιο δικαίωμα και επί τι πληρωμή–, για να με βασανίζει με το ξεπακετάρισμα των συγκεκριμένων σκέψεων. Υπό σπάνιες προϋποθέσεις, όπως η παρούσα σκηνή, τα βρίσκαμε λίγο.

«Άμα υποτιμάς αυτά που περνάνε οι δικοί σου άνθρωποι, θα αμαυρώσεις το κάρμα σου» συνέχισε να με κοντράρει η κολλητή φίλη της Εύας.

Τα βλέφαρά της ξεσκόνισαν όση ειρωνεία είχε καθίσει επάνω τους. Δεν είχε νόημα να αναζητώ λογική σε κάποιον που πίστευε στο κάρμα, τα μαντζούνια, το τρίτο μάτι και τα ταρώ· για να μην αναφερθώ στη μεγαλύτερη φάρσα όλου του κόσμου, τα ζώδια. Όπως συνέβαινε σε κάθε ξέσπασμα της προκοπής, οδηγηθήκαμε από την επιφάνεια στις ρίζες της αντιπάθειάς μας. Την κατηγόρησα πως ήταν βολεμένη στο σπίτι των πλούσιων γονιών της κι εκείνη αντιγύρισε το επιχείρημα, παρότι ψευδές. Εγώ τουλάχιστον εργαζόμουν.

Η διαφωνία μας κόπηκε μαχαίρι μόλις η Ιόλη παραπονέθηκε για τη μητέρα της, η οποία ήθελε η κόρη της να βρει μια δουλειά και να μη στηρίζεται στην οικογενειακή οικονομική άνεση. Αν η Εύα είχε ένα κόκκινο κουμπί, αυτό πιεζόταν όποτε θίγαμε τον ιερό θεσμό της οικογένειας χωρίς σεβασμό. Έχοντας μεγαλώσει με τη γιαγιά της, κατά βάθος ζήλευε τις «φυσιολογικές» συνθήκες των σπιτιών μας. Κυρίως τα τελευταία χρόνια, αφού το μοναδικό της στήριγμα είχε χαθεί στα ανελέητα γρανάζια του χρόνου.

Με μια μητέρα η οποία είχε δολοφονηθεί στα εννέα της χρόνια –ως αυτόπτης μάρτυρας ληστείας– και έναν απόντα πατέρα, οι συγγενικοί δεσμοί αποσύρονταν από τη ζωή της. Ο θάνατος της γιαγιάς της το 2016 της είχε στοιχίσει πολύ. Ό,τι της απέμενε ήταν ένας μακρινός θείος, ο Λάμπρος Μαρνέζος, ο οποίος την καλούσε πού και πού, κι ένας ανυπόγραφος φάκελος με χρήματα που εμφανιζόταν μυστηριωδώς κάθε Πρωτοχρονιά στο γραμματοκιβώτιό της. Το τελευταίο ήλπιζε πως προερχόταν από τον άφαντο γονιό της.

Πώς μπορούσε η Ιόλη να αμολάει τέτοιες ασυναρτησίες μπροστά στην Εύα; Μετά από τον χαμό της κυρίας Αναστασίας, η κολλητή της είχε μετακομίσει από το πατρικό της σε ένα μικρό διαμέρισμα με χαμηλό ενοίκιο και δούλευε ξεπερνώντας τα επιτρεπτά επίπεδα κόπωσης. Ανοίξατε πυρ. Σχημάτισα την όψη της κοκκινομάλλας στον προτζέκτορα του μυαλού μου και άφησα κάθε βρισιά να ξεχυθεί νοερά σαν πίδακας νερού, κινούμενος προς τον ένοχο.

Η οδός Αυλακίου μάς οδήγησε στη θάλασσα. Καθίσαμε σε κάτι ογκόλιθους, αντικριστά με το αχανές γαλάζιο τοπίο, προσποιούμενοι πως δεν ενοχλούμασταν από τη βαβούρα των αυτοκινήτων, που επισκίαζε τους ήχους του ζωικού βασιλείου.

«Νιώθω πως το όνειρο έχει να κάνει με τη μητέρα μου» μας αιφνιδίασε, σπάζοντας την ησυχία – ο Θεός να την κάνει. «Κάθε φορά που ξυπνάω, η εικόνα της είναι καρφιτσωμένη στο μυαλό μου και δεν μπορώ να αποτινάξω τη στεναχώρια από τους ώμους μου». Έσφιξε το στομάχι της και διπλώθηκε, σαν να πονούσε. Τα κοντά της μαλλιά έπεσαν μπροστά από το πρόσωπό της και το έκρυψαν, αφήνοντας τον λαιμό της εκτεθειμένο.

Οι αισθήσεις μου οξύνθηκαν, σαν να ήμουν θηρευτής που οσμιζόταν αίμα. Αντί όμως να επιτεθώ, προστάτευσα. Την έκλεισα σε μια αγκαλιά και την άφησα να το απολαύσει, γνωρίζοντας –μετά από χρόνια προσπάθειας για την κατανόηση της φύσης της– πως, σε αντίθεση με εμένα, όταν εκείνη δεν ήταν καλά αποζητούσε ανθρώπινη επαφή.

«Η συναισθηματική νοημοσύνη είναι δύσκολη υπόθεση. Ένα άρωμα, ένα ερέθισμα ή ένα συμβάν μπορεί να σε σύρει ακαριαία σε μια παλαιότερη ψυχολογική κατάσταση» η Ιόλη φλυαρούσε ακατάπαυστα.

Πω! Δεν μπορούμε να την απενεργοποιήσουμε; Δες αν έχει κανένα κουμπί, πρότεινε ο δαίμονας και με βρήκε σύμφωνο.

«Μάλλον με τριγυρίζει κάποια ίωση» μας διέκοψε η Εύα καθησυχαστικά «γι’ αυτό είμαι έτσι. Το στομάχι μου σφίγγεται και υποφέρω από ημικρανίες. Θα περάσει».

«Το όνειρο φταίει» σταύρωσε τα χέρια η κοκκινομάλλα.

«Από τα δεκαοκτώ μου επισκέπτομαι τον κήπο της Εδέμ. Θα έλεγα πως το έχω συνηθίσει μέχρι τώρα» απάντησε η Εύα.

«Κάτι έχει αλλάξει, τότε. Ίσως το όνειρο να σε προειδοποιεί για κάτι που έπεται και να σε βασανίζει πιο πολύ όσο το συμβάν πλησιάζει»

«Έλεος! Δεν είσαι πέντε, για να πιστεύεις στα μεταφυσικά. Και μην της βάζεις τέτοιες αηδίες στο κεφάλι» γρύλισα.

Η αλμυρή ατμόσφαιρα έπεσε βαριά γύρω μας. Η Εύα γύρισε να ατενίσει τη θάλασσα με έναν αναστεναγμό. Ο λαιμός της ήταν εκτεθειμένος και μεθυστικός. Με τα δάχτυλά της χάιδευε το γόνατο του ποδιού που ολοκλήρωνε το σταυροπόδι της. Φαντάστηκα αυτή την κίνηση επάνω μου και τα πράγματα έγιναν άβολα. Ανακινήθηκα και προσπάθησα να αφοσιωθώ σε κάτι άλλο, προτού με πάρει χαμπάρι η ξεπεταγμένη της φίλη. Πίεσα το βλέμμα μου να μείνει στο πρόσωπό της και όχι στο σώμα και τα υπόλοιπα ερεθίσματα. Το κεχριμπαρένιο χρώμα ανάμεσα από τα βλέφαρά της έλαμψε σαν χρυσός, ερχόμενο σε επαφή με τον μεσημεριανό ήλιο. Τα λεπτά της χείλη έσμιγαν ανήσυχα· χωρίζονταν μονάχα για να ξεφυσήσει, όταν έπαιρνε βαθιά ανάσα. Τη χάζευα και όταν με ανίχνευε το ραντάρ της Ιόλης έξυνα το κεφάλι αδιάφορα, μέχρι που πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.

Ούτε που κατάλαβα για πότε πέρασε μια εβδομάδα από εκείνη τη μέρα που η Εύα ξεκίνησε να καταρρέει σωματικά. Το άγχος της δουλειάς μού έδεσε τα μάτια και με παρέσυρε στο αστυνομικό τμήμα, σε ένα γραφείο όπου οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν βιαστικά, αγχωμένα ή φορτισμένα. Όσα είχα διδαχθεί στη σχολή είχαν αποδειχθεί ιδιαίτερα ελλιπή, όταν βρισκόμουν ενώπιον ενός πολίτη και καλούμουν να διαχειριστώ την εκάστοτε κατάσταση. Τα ανάστατα ωράριά μου –αναγκαίο κακό, για να ισοσταθμίσει την πολυτέλεια του σταθερού και ικανοποιητικού μου μισθού– και οι οικογενειακές υποχρεώσεις με κράτησαν μακριά από την Εύα για περισσότερο από όσο θα ήθελα.

Τα γενέθλια του Σάιμον –του πιο κοντινού μου φίλου και δυστυχώς ανωτέρου μου στη δουλειά– αποτέλεσαν την τέλεια αφορμή για να βγούμε το βράδυ της Κυριακής. Φυσικά και του έκανα καψώνια όταν ήρθε να με πάρει. Άνοιξα την πόρτα και την έκλεισα ξανά.

«Λούστηκες με κολόνια;» ρώτησα όσο κατέβαζε το τζάμι κι έγερνε, αποκαλύπτοντας το ωχρό του πρόσωπο με τις διάσπαρτες φακίδες και το λευκό του πουκάμισο με την μπλε γραβάτα.

«Ρε φίλε, μήπως μπερδεύτηκες κι ετοιμάστηκες για προπόνηση;» σχολίασε καυστικά, δείχνοντας με μια άνετη χειρονομία το μαύρο φούτερ που φορούσα.

Ήταν ιδιαίτερα ταιριαστό για έξοδο. Η στάμπα του συγκροτήματος Fight or Flight έδειχνε ένα πράσινο φίδι με ανοιχτό στόμα και δύο σύριγγες, αντί για δηλητηριώδη δόντια, να εξέχουν από την άνω γνάθο του.

«Εγώ τουλάχιστον δεν έχω ντυθεί σαν γαμπρός».

«Θα μπεις ή θα περπατήσεις;» αποκρίθηκε με ένα πλατύ χαμόγελο.

Τελικά, δεν είχε και πολλή σημασία η επιλογή μου. Μετά από αρκετούς κύκλους γύρω από την παραλιακή, παρκάραμε τρία τετράγωνα μακριά από το μπαρ. Καλημέρα, καλοκαιρινή όψη του Πόρτο Ράφτη, σκέφτηκα ειρωνικά, ενώ ο Σάιμον κλείδωνε το αμάξι.

Ακόμα και μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία, φτάσαμε πριν από την Εύα και την Ιόλη. Ώσπου να έρθουν, κατεβάσαμε δύο ποτήρια ουίσκι και με την άφιξή τους συνεχίσαμε να πίνουμε ακάθεκτοι.

«Πιάσε άλλη μια γύρα» είπε με κέφι ο Σάι στον μπάρμαν του Κάζμπα. Είχα χάσει το μέτρημα των ποτών.

«Άσπρο πάτο» μου χαμογέλασε, μπανίζοντας ταυτόχρονα την Ιόλη από πάνω μέχρι κάτω. Μάλλον ήλπιζε πως σήμερα θα κατάφερνε να κερδίσει το ενδιαφέρον της.

Η Εύα δεν ήπιε.

Φορούσε ένα σκούρο μπλε φόρεμα, το οποίο έδενε κάτω από το μπούστο και μετά πτυχωνόταν και ακολουθούσε την καμπύλη του σώματός της. Στην πορεία από τη μέση της προς τα πόδια, το χρώμα του ξεθώριαζε σε ένα λίγο πιο ανοιχτό μπλε και διατρεχόταν από μικροσκοπικά λευκά άστρα. Τα μάτια της έδειχναν ακόμα πιο σχιστά, με δύο μαύρες γραμμές να ακολουθούν το επάνω βλέφαρό της και να εξέχουν αρκετά.

Μείωσα την απόσταση που μας χώριζε. Δεν αισθανόμουν καθόλου την κίνησή μου. Μόνο μέσω της όρασης αντιλαμβανόμουν πού βρισκόμουν. Τα χαρακτηριστικά της έκρυψαν τα πάντα και χρειάστηκε να φρενάρω τον εαυτό μου, πριν φτάσω υπερβολικά κοντά. Χάιδεψα το πιγούνι της και τη ρώτησα αν ήθελε να φύγουμε. Φαινόταν… βαριεστημένη.

«Θέλω να καθίσουμε λίγο ακόμα» είπε ψέματα.

Αντιλήφθηκε ότι, αν δεν ερχόταν με το καλό, θα την έπαιρνα σηκωτή. Η ζάλη του αλκοόλ πάντα με έκανε περισσότερο παρορμητικό. Έτσι δέχτηκε να με ακολουθήσει, αφότου θα γυρνούσε από μια επίσκεψη στην τουαλέτα.

Η αίσθηση του περιβάλλοντός μου ήταν κάπως θαμπή και όλα στριφογυρνούσαν σχεδόν αδιάκοπα. Η δυνατή μουσική και τα σκουντήματα από τους γύρω ανθρώπους δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα. Χαιρέτησα τους άλλους δύο –κάτι που ο Σάιμον θα εκτιμούσε σίγουρα– και βγήκα έξω. Τα σκαλοπάτια ήταν ζωντανά εμπόδια. Χοροπήδαγαν τη στιγμή που έκανα να τοποθετήσω το πόδι μου. Συντονίστηκα περισσότερο. Οι γραμμές έγιναν πελώρια ευθεία. Φώτα, κορναρίσματα και λίγο πιο πέρα μαυρίλα. Η φασαρία του Κάζμπα βούιζε ακόμη στα αυτιά μου, κι ας μας χώριζε ένα επίπεδο και ένας τοίχος. Τα αυτοκίνητα αντικατέστησαν τα φωτορυθμικά. Στηρίχτηκα στο τοιχάκι και κοίταξα πέρα από αυτά, τη χορευτική φιγούρα του φεγγαριού μέσα στην ατελείωτη πίσσα.

«Έτοιμη!» ακούστηκε η Εύα. Είχε στριγγλίσει. Συνήθως δεν με εκνεύριζε η φωνή της.

«Πότε πρόλαβες;» σάστισα. Είχα αργήσει τόσο να κατέβω τα σκαλάκια; Εξευτελισμός.

Ο κατοπτρισμός της σελήνης έγινε ευθεία γραμμή, σαν δρόμος, και έσβησε πίσω από το ερωτικό κορμί της Εύας. Σκάλωσα. Ή με κοίταζε αισθησιακά ή ο φίλος μου το ουίσκι ήταν κακός σύμβουλος. Έπιασε το φόρεμά της και το έκλεισε μέσα στη χούφτα της, ακριβώς πάνω από το ευαίσθητο σημείο της. Ανατρίχιασα και παρέμεινα ακίνητος, φοβούμενος πως παρανοούσα.

«Θέλεις να με φιλήσεις;» πρόφερε δειλά, έχοντας φτάσει πια πολύ κοντά μου.

«Δεν καταλ–»

Έπεσε επάνω μου, βουτώντας τη γλώσσα της στο στόμα μου. Η ανάσα της μέθυσε κάθε νηφάλια σκέψη μου. Τα δάχτυλά της σύρθηκαν στο πρόσωπό μου και με αναστάτωσαν με πονηρές ιδέες. Τη σβούρισα, κολλώντας τη στον τοίχο, και ανταποκρίθηκα υπερβολικά έντονα στο φιλί. Το ελεύθερο χέρι της έτριψε το παντελόνι μου και μου κόπηκε η ανάσα. Ήμουν αρκετά αναμμένος για να την πάρω μέσα στη μέση της παραλιακής.

Η Εύα είναι πιο ντελικάτη, βλάκα, δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Μήπως είναι υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών; επενέβη ο κλασικά ξενέρωτος δαίμονας.

Το χέρι μου πήγε από μόνο του ανάμεσα στα πόδια της. Η παλάμη μου έσφιξε και πίεσα τα κορμιά μας. Ένα αχνό βογκητό και ένα τρέμουλο με τρέλαναν. Πέρασα το ελεύθερο χέρι μου μέσα από τα μαλλιά της, ενώ τη φιλούσα πεινασμένα. Το φόρεμα βράχηκε, μαζί με τα δάχτυλά μου. Ήθελα να τη γδύσω, τώρα. Αποκλείεται να συμβαίνει αυτό, συγγνώμη που σου το χαλάω, γκρίνιαξε ο σκοτεινός μου εαυτός.

«Άρη, να σε ρωτήσω κάτι;» δίστασε η Εύα.

«Ό,τι θέλεις».

Αφού χώρισε τα πρόσωπά μας, κύλησα προς τον λαιμό της και το στέρνο της, μένοντας προσηλωμένος σε όσα φανταζόμουν πως κρύβονταν κάτω από το φόρεμα.

«Πιστεύεις ότι μοιάζεις με τον πατέρα μου; Τον πραγματικό μου πατέρα;»

Η ερώτησή της με αποσυντόνισε τελείως. Έκανα ένα βήμα πίσω και την άφησα ήσυχη.

«Πώς σου ήρθε κάτι τέτοιο;» μουρμούρισα. «Δεν ξέρουμε καν ποιος είναι». Τι διαστροφή έβγαινε στη φόρα· και γιατί τώρα, που ήμουν τελείως ζάντα;

«Πρέπει να μάθουμε, Άρη».

Τι μου ζητούσε, ακριβώς; Να βρω τον μπαμπά της;

«Σιμέλα» ακούστηκε μια βραχνή αντρική φωνή από το απέναντι πεζοδρόμιο.

Το οπτικό μου πεδίο έκανε μια κουνημένη στροφή και φανέρωσε την παραλιακή, το απέναντι πεζοδρόμιο, έναν άντρα και τη θάλασσα. Η σιλουέτα ήταν λεπτή, ευθυτενής και γυρισμένη προς το σκοτεινό νερό. Λικνίστηκα αδύναμα, όπως και η μακριά του κάπα και τα μαύρα του μαλλιά. Να ήταν εκείνος άραγε που είχε μιλήσει;

«Τι κάνει μια Αμδούσια στη μέση του Πόρτο Ράφτη;» πρόφερε αργά και καθαρά. Ήταν σίγουρα αυτός.

«Έχω τις εντολές μου» του απάντησε σκληρά…

Ώπα. Αυτή δεν είναι η φωνή της Εύας. Η εικόνα σβούρισε και το σαγόνι μου κρέμασε. Εκεί που είχα αφήσει την Εύα ήταν μια άλλη, καχεκτική κοπέλα, με αγορίστικο κούρεμα στα μαύρα της μαλλιά και σχεδόν άσπρα μάτια. Πού ήταν η Εύα; Τα είχα φανταστεί όλα; Είχα βάλει χέρι σε μια άγνωστη; Ποιο από τα δύο θα ήταν χειρότερο; Ο Σάιμον θα τα πλήρωνε ακριβά τα σημερινά κεράσματα, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.

Σύρθηκα μέχρι τον τοίχο ντροπιασμένος και προσποιήθηκα πως δεν είχα καμία σχέση με τα δύο αυτά άτομα. Ευτυχώς μιλούσαν, ο καθένας από το πεζοδρόμιό του, και δεν ασχολούνταν με εμένα. Έκρυψα τα χέρια στις τσέπες και ευχήθηκα η πραγματική Εύα να έρθει σύντομα, ώστε να γίνουμε καπνός. Ήθελα να μείνω σιωπηλός, μα μου ήταν αδύνατο.

«Συγγνώμη, αν πριν…»

«Μου άρεσε πάρα πολύ» με διέκοψε.

Τα λευκά της μάτια με τρόμαξαν. Το έλεγες και αφύσικο να έχει μόνο τις κόρες των ματιών για χρώμα. Και ήταν και στενευμένες. Πώς ήταν δυνατόν να την είχα μπερδέψει με την Εύα;

«Καιρό είχε κάποιος να ανταποκριθεί στο κάλεσμά μου καθ’ αυτόν τον τρόπο. Δυστυχώς, δεν θα προλάβουμε να ολοκληρώσουμε».

Μάλλον μου είχε ορμήσει προτού αντιληφθώ καλά-καλά τι συνέβαινε και μετά το ένα έφερε το άλλο. Το μοναδικό θετικό ήταν πως είχα μπλέξει με νυμφομανή και δεν χρειαζόταν να δώσω πολλές εξηγήσεις.

«Δεν σου είπε ο Αμδούκιος να μην ανακατεύεσαι;» της μίλησε ξανά ο τύπος, που δεν έλεγε να μας δείξει την μπροστινή πλευρά του. Ο άντρας ακουγόταν πολύ θυμωμένος, ακόμα κι αν η φωνή του έβγαινε ήρεμα. Όχι πώς με αφορούσε.

«Μου είπε πως πρέπει να μάθω τα μυστικά που εσύ δεν μας αποκαλύπτεις. Κανένας δεν σε εμπιστεύεται» του είπε η Σιμέλα με θράσος.

«Μάλλον δεν σας αξίζει αυτό που σας προσφέρω. Θα λύσω τη συμφωνία» της απάντησε απειλητικά.

Η κοπέλα διέσχισε τον δρόμο αναστατωμένα, εμποδίζοντας μία κόκκινη Μερσεντές και κερδίζοντας αρκετές κόρνες. Έκανε να τον προφτάσει, μα εκείνος έστριψε δεξιά και βημάτισε βιαστικά. Απομακρυνόταν.

«Σε παρακαλώ, θα με σκοτώσει» του κλαψούρισε. «Έτσι κι αλλιώς, κατέστρεψες τα σχέδιά μου. Ξεσκέπασες το κόλπο μου. Το ίδιο τέχνασμα δεν πιάνει δύο φορές».

«Ω, σκάσε πια!» της φώναξε με οργή.

Η βραχνάδα στη φωνή του με ανατρίχιαζε. Ή μήπως κρύωνα; Είχε λίγη ψύχρα.

«Άρη; Όλα καλά;»

Η φωνή της Εύας με επανέφερε έξω από το Κάζμπα. Η περίεργη συζήτηση που παρακολουθούσα έπαψε να με ενδιαφέρει. Η όρασή μου γέμισε για δεύτερη φορά με την Εύα και αναγούλιασα από το déjà vu. Ήταν όλα καλά; Αυτή τη φορά είχε έρθει η αληθινή Εύα, ή θα μεταμορφωνόταν κι εκείνη σε μια τελείως διαφορετική γυναίκα;

Μάτια ελαφιού. Αναστεναγμός. Μούτρωμα. Χέρια στη μέση.

«Έχω κάτι περίεργο επάνω μου;» ρώτησε και δαγκώθηκε.

«Μάλλον ήπια πολύ».

«Δεν πειράζει, θα οδηγήσω εγώ. Όλο το βράδυ προσποιούμαι ότι πίνω, για να είμαι η υπεύθυνη ενήλικας».

«Οι άλλοι δύο τι θα κάνουν;» ανησύχησα.

«Ας κοιμηθούν στο Κάζμπα ή ας περπατήσουν λίγο» είπε μοχθηρά.

Τράβηξε κάτι από την τσάντα της. Συντονίστηκα αργά. Μαύρο πλαστικό και κόκκινο πλαστικό. Σωστά! Τα κλειδιά των αυτοκινήτων τους.

Εντάξει, αυτή ήταν σίγουρα η δική μου Εύα.


Ράνια Ταλαδιανού


Συνέχισε στο κεφάλαιο 2