Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 6)

Κίρα

Κοιμόταν σχεδόν δυο μέρες. Κάθε φορά που ξυπνούσε, ένιωθε όλο και πιο κουρασμένη. Το ξόρκι της Θεραπεύτριας είχε πάρει το μεγαλύτερο μέρος του πόνου, όμως είχε πάρει μαζί και όλη την ενέργειά της. Κάποιος την είχε πάρει από το τζάκι και την είχε μεταφέρει σε ένα άλλο δωμάτιο. Τώρα ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι που το στρώμα του ήταν σκληρό, αλλά σίγουρα καλύτερο από το πέτρινο πάτωμα.

Όποτε άνοιγε τα μάτια της, έβλεπε τον Ντέβαν να κάθεται σε μια παλιά πολυθρόνα απέναντί της. Ή μήπως ήταν παραίσθηση; Δεν ήθελε να του μιλήσει, ούτε καν να τον βλέπει, οπότε απλά έκλεινε τα μάτια της και άφηνε ξανά τον ύπνο να την παρασύρει στην παρήγορη αγκαλιά του. Οι Ντρόγκομιρ ευθύνονταν για όλα όσα της είχαν συμβεί και δε θα έκανε το λάθος να εμπιστευτεί ξανά έναν. Της είχε υποσχεθεί ότι δε θα επέτρεπε σε κανέναν να της κάνει κακό και δεν κράτησε τον λόγο του ούτε για λίγες ώρες. Άλλο ένα ψέμα. Πόσα από όσα της είχε πει ήταν ψέματα; Υπήρχε έστω και μια στάλα αλήθειας στα λόγια του;

Την επόμενη φορά που ξύπνησε ο Ντέβαν είχε εξαφανιστεί και στη θέση του καθόταν η γυναίκα με τα καστανοκόκκινα μαλλιά. Είχε ένα καλάθι γεμάτο μικρά μπλε μανιτάρια στα πόδια της. Χρησιμοποιώντας μια βελόνα, περνούσε ένα ένα τα μανιτάρια σε μια χοντρή κλωστή φτιάχνοντας μια μακριά κορδέλα.

«Τον έστειλα σε ένα από τα άλλα δωμάτια» είπε η γυναίκα αν και η Κίρα δεν είχε μιλήσει. «Ήταν κι εκείνος εξαντλημένος και χρειαζόταν ύπνο».

«Δε με νοιάζει» απάντησε πικρά η Κίρα. Προσπάθησε να ανασηκωθεί. Τα πλευρά της πονούσαν ακόμα με κάθε κίνηση, αλλά κατάφερε να ανακαθίσει. Στήριξε την πλάτη της στο κεφαλάρι του κρεβατιού και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα της. Ποιος το περίμενε ότι μια τόσο απλή κίνηση θα ήταν τόσο εξουθενωτική;

Ντεσμέρα, θυμήθηκε η Κίρα, το όνομά της είναι Ντεσμέρα. Ήταν μια Θεραπεύτρια, μάγισσα που μπορούσε να θεραπεύσει τα πάντα, κάθε πληγή και ασθένεια, αρκεί να υπήρχε έστω και μια σπίθα ζωής μέσα στον άνθρωπο. Και απ' ότι είχε ακούσει η Κίρα -έτσι νόμιζε τουλάχιστον- ήταν η μητέρα του Ντέβαν.

Η Κίρα την κοίταξε εξεταστικά. Ήταν μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, μικροκαμωμένη και με στρογγυλό πρόσωπο. Λεπτές ρυτίδες στόλιζαν τις άκρες των ματιών της και γκρίζες τρίχες αναμιγνύονταν με τα πλούσια καστανοκόκκινα μαλλιά της. Ήταν ταλαιπωρημένη από τα χρόνια, αλλά στα νιάτα της πρέπει να ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον Ντέβαν, εκτός από τα χρυσά της μάτια. Αυτά ήταν ολόιδια.

«Δεν ήθελε να φύγει» συνέχισε η μάγισσα, σαν να μην την είχε ακούσει. Έσκυψε στο καλάθι και άρχισε να ψάχνει τα μανιτάρια.

«Δε με νοιάζει» επανέλαβε η κοπέλα.

«Καλύτερα να ξαπλώσεις» είπε απλά, διαλέγοντας το επόμενο μανιτάρι που θα προσέθετε στην κορδέλα. «Δεν έχεις αναρρώσει ακόμα. Το ξόρκι επούλωσης θέλει χρόνο για να δράσει». Ο τόνος της ήταν απλός, σχεδόν αδιάφορος. Ναι μεν θα προσπαθούσε να βοηθήσει κάποιον, αλλά ακόμη και αν αυτός ο κάποιος πέθαινε, αυτό δε θα την επηρέαζε, οπότε δεν έδινε και μεγάλη σημασία.

«Ποιο το νόημα της μαγείας, αν πρέπει να περιμένω;» είπε υψώνοντας το βλέμμα της στον ουρανό. «Γι' αυτό δεν είναι τα ξόρκια;»

«Η μαγεία είναι απρόβλεπτη» απάντησε η Ντεσμέρα χωρίς να παίρνει την προσοχή της από τα μανιτάρια της «Δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, όποτε θέλεις και ακριβώς όπως το θέλεις. Σκέψου σαν παράδειγμα την κατάρα. Ο Μπράντον Σέλτιγκαρ ήθελε να τιμωρήσει τον Νταίρον στερώντας του τη δύναμη της μεταμόρφωσης την ημέρα, αλλά κατά λάθος το ξόρκι πήγε σε όλους τους αρσενικούς Ντρόγκομιρ».

«Γιατί ήθελε να τον τιμωρήσει;»

Σήκωσε τους ώμους της και πέρασε άλλο ένα μανιτάρι στην κλωστή. «Ποιος ξέρει; Λέγεται πως αυτοί οι δυο ήταν φίλοι».

Φίλοι; σκέφτηκε η Κίρα λες και η Ντεσμέρα της είχε μόλις πει πως ο ουρανός ήταν μωβ. Ντρόγκομιρ και Σέλτιγκαρ φίλοι; Υπήρχαν κάποια πράγματα στον κόσμο που απλά δεν μπορούσαν να συμβούν και η φιλία μεταξύ Σέλτιγκαρ και Ντρόγκομιρ ήταν ένα από αυτά. Από την άλλη, για ποιον άλλο λόγο ο Μπράντον άφησε έναν τρόπο να λυθεί η κατάρα; Τα λόγια της Ντεσμέρα ήρθαν στο μυαλό της:

...επειδή η κατάρα μπορεί να σπάσει μόνο όταν το αίμα των Ντρόγκομιρ ενωθεί με το αίμα των Σέλτιγκαρ.

Πού να φανταζόταν ο Μπράντον τι συνέπειες θα είχε αυτό για τον Οίκο του...

«Θα έπρεπε να είχες πεθάνει» είπε ξαφνικά η Ντεσμέρα, βγάζοντάς την από τις σκέψεις της.

«Ορίστε;» είπε σαστισμένη η κοπέλα. Είχε πράγματι πει αυτό που μόλις άκουσε;

«Θα έπρεπε να είχες πάρει ένα μαχαίρι και να κόψεις τον λαιμό σου μόνη σου» συνέχισε σχεδόν αδιάφορα η μάγισσα. «Είσαι η τελευταία των Σέλτιγκαρ. Αν πέθαινες, οι Ντρόγκομιρ θα έχαναν για πάντα την ικανότητα να μεταμορφώνονται τη μέρα. Η Ναβίντια θα γλίτωνε από ένα μεγάλο πρόβλημα, αν δεν ήσουν τόσο εγωίστρια».

«Εγώ είμαι εγωίστρια;» σχεδόν φώναξε. «Πώς τολμάς να με κατηγορείς έτσι όταν εσύ εγκατέλειψες τα παιδιά σου;»

Το πρόσωπό της σκοτείνιασε απότομα. Πέταξε κάτω τα μανιτάρια και σηκώθηκε όρθια. Τα χρυσά μάτια της άστραφταν με οργή. Πρώτη φορά η Κίρα την έβλεπε να εκδηλώνει κάποιο συναίσθημα.

«Είσαι πολύ μικρή για να με κρίνεις. Δεν ξέρεις ούτε ποια είμαι ούτε τι έχω περάσει!»

Κανονικά η Κίρα είχε αρκετή σύνεση για να μη θυμώσει μια μάγισσα. Δεν ήταν πλάσματα που έπρεπε να πάρεις με ελαφρότητα ούτε τις ήθελες για εχθρούς σου. Όμως το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη τι στιγμή ήταν ο πόνος στη φωνή του Ντέβαν, όταν του έλεγε πως όλοι οι Ντρόγκομιρ είναι τέρατα.

«Δεν υπάρχει δικαιολογία για μια μητέρα που εγκαταλείπει τα παιδιά της».

«Αγαπούσα τα παιδιά μου!» ξέσπασε η μάγισσα. «Και είτε το πιστεύεις είτε όχι, αγαπούσα και τον Αίρυς, μέχρι που κατάλαβα τι άκαρδο κτήνος ήταν. Εκείνον εγκατέλειψα, όχι τον Ντέβαν και την Ορόρα. Νομίζεις πως δεν προσπάθησα να τους πάρω μαζί μου;» Τώρα τα μάτια της γυάλιζαν, παιχνίδι του φωτός ή δάκρυα, αναρωτήθηκε η Κίρα. «Οι Ντρόγκομιρ δε θα το επέτρεπαν ποτέ αυτό».

«Θα μπορούσες να προσπαθήσεις να τους ξαναδείς» είπε η Κίρα.

Η Ντεσμέρα κάθισε ξανά στην πολυθρόνα και απέστρεψε το βλέμμα της από την κοπέλα, καρφώνοντας τα μάτια της στο κενό.

«Θα ήταν ανώφελο». Έδειχνε πολύ κουρασμένη, σαν να είχε γεράσει απότομα δέκα χρόνια. «Μπορεί η στάση μου να σου φαίνεται σκληρή, αλλά είναι πιο εύκολο να προσποιηθείς ότι δεν έχεις καρδιά παρά να την αφήνεις να ματώνει κάθε μέρα».

«Ξέρω τι εννοείς» ψιθύρισε σιγανά η κοπέλα. Πόσες φορές είχε πει στον εαυτό της ότι μισούσε τον Ντέβαν, επειδή το να παραδεχτεί ότι ήθελε κάποιον που δε θα μπορούσε ποτέ να έχει τη διέλυε;

«Αγαπάω τον γιο μου» είπε η Ντεσμέρα, πιο πολύ στον εαυτό της παρά στην Κίρα. «Είναι δυνατός σαν τον πατέρα του, αλλά δεν του μοιάζει σε τίποτα άλλο. Κάποια μέρα θα γίνει καλός Άρχοντας του Οίκου. Γι' αυτό ξέρω πως θα ήταν καλύτερα να πεθάνεις».

«Γιατί το λες αυτό;»

Η Ντεσμέρα έστρεψε το βλέμμα της ξανά σε εκείνη, τα χρυσά της μάτια καρφώθηκαν στα γκρίζα δικά της, μην αφήνοντάς τη να ξεφύγει.

«Θα τον καταστρέψεις».

Φαίη