Είχε περάσει κάποιος καιρός από τότε, μα το τραύμα ήταν ακόμη ανοιχτό. Στη θέα του φαγητού και του Μάικλ, αναμνήσεις την κατέκλυσαν, παρά τη θέλησή της. Θυμήθηκε την ημέρα που λιποθύμησε. Οι γονείς της την πήγαν στο νοσοκομείο. Ο γιατρός της έκανε όλες τις εξετάσεις και ζήτησε να της μιλήσει ιδιαιτέρως.
«Έμιλι, πόσο καιρό κάνεις εμετούς;» τη ρώτησε η γιατρός.
Η Έμιλι πάγωσε. «Τι εννοείτε;»
«Δε θέλω να σε πιέσω αλλά… Έμιλι, ο λαιμός σου έχει υποστεί πίεση. Η βουλιμία δεν είναι αστείο πράγμα. Μπορεί να νομίζεις ότι σε βοηθάει σε ένα θέμα, αλλά σου δημιουργεί περισσότερα προβλήματα. Ζήτησα να μιλήσουμε μόνες μας γιατί ήθελα να σε συνετίσω. Ο εμετός δεν είναι λύση να χάσεις τα κιλά σου, Έμιλι. Εξάλλου δεν έχεις παραπανίσια κιλά για να χάσεις».
«Δεν έχετε ιδέα πώς νιώθω».
«Ξέρω πως η εφηβεία είναι πραγματικά δύσκολη, αλλά δεν μπορείς να συνεχίσεις να το κάνεις αυτό. Δε γίνεται να μην ενημερώσω τους γονείς σου. Θα σου κλείσω μερικές συνεδρίες με μια ψυχολόγο, θα δεις, θα σε βοηθήσει».
«Δε χρειάζομαι ψυχίατρο».
«Αυτό που κάνεις δε σου κάνει καλό. Λυπάμαι, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Θα σου κλείσω τις συνεδρίες και κάθε Σαββατοκύριακο θα έρχεσαι για εξετάσεις. Προς το παρόν θα σου χορηγήσω μερικές βιταμίνες μέχρι να επανέλθεις».
…
«Έμιλι;» ρώτησε φοβισμένος ο Μάικλ από την απέναντι μεριά του πάγκου. Η Έμιλι γύρισε στο παρόν. Ο Μάικλ την κοιτούσε με ένα αγχωμένο βλέμμα γεμάτο πόνο.
Ο Μάικλ θυμήθηκε την ημέρα που η Μίνα τον είχε βρει στα αποδυτήρια. Ήταν εξοργισμένη και το χρώμα των ματιών της ήταν μαύρο.
«Θα σε σκοτώσω» του είχε φωνάξει. Τα πνευμόνια του γέμισαν με χώμα και έπεσε στο πάτωμα βήχοντας και φτήνοντας.
«Το παράκανες, ηλίθιε. Θα σε σκοτώσω και δε με νοιάζει αν ο πατέρας σου είναι αρχηγός των Φωτεινών ή όχι».
«Τι έκανα;» ρώτησε με το ζόρι βήχοντας ασταμάτητα.
«Έκανες την Έμιλι να αρρωστήσει» του απάντησε εξοργισμένη.
«Τι έχει η Έμιλι;»
«Η Έμιλι; Θες να μάθεις τι έχει η Έμιλι; Βουλιμία… Την κατάντησες βουλιμική… Κόπανε… Αν πάθει κάτι, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια» είπε και έφυγε.
…
«Έμιλι, δε… δε θα φας;» τη ρώτησε ο Μάικλ. Η Έμιλι κατέβασε το κεφάλι της.
«Δεν πεινάω».
«Έμς… Η Μίνα μου είχε πει ότι έχεις… δηλαδή είχες βουλιμία». Η Έμιλι έστρεψε αλλού το βλέμμα της.
«Μάικ…»
«Ξέρω ότι εγώ φταίω. Αν… αν ήξερα ότι θα…»
«Αν ήξερες τι; Ότι έκανα επίτηδες εμετό, επειδή νόμιζα πως ήμουν πολύ χοντρή και άσχημη για να με κοιτάξεις; Δεν ήξερα γιατί με απομάκρυνες τόσο απότομα από τη ζωή σου μέσα σε ένα καλοκαίρι. Έπλασα εφιαλτικά σενάρια, Μάικ» του απάντησε απότομα. Ο Μάικλ έμεινε σιωπηλός.
«Έχεις δίκιο».
«Η Μίνα σου το είπε;» ρώτησε μπερδεμένη. Εκείνος επιβεβαίωσε με ένα νεύμα.
«Γιατί;»
«Γιατί ψάχνει λόγους για να με σκοτώσει. Και δεν μπορώ να πω πως είχε άδικο εκείνη την ημέρα».
«Ποια ημέρα;»
«Την ημέρα που λιποθύμησες και σε πήγαν στο νοσοκομείο η Μίνα ήρθε και με βρήκε στα αποδυτήρια. Σχεδόν με έπνιξε».
«Τι εννοείς σε έπνιξε;»
«Γέμισε τους πνεύμονές μου με χώμα».
«Είναι και η Μίνα Χαρισματική;»
«Ναι. Ας πάρουμε το πρωινό μας και μετά θα σου μιλήσω για το ποιος είναι και ποιος δεν είναι Χαρισματικός, εντάξει;» Το κινητό του Μάικλ άρχισε να χτυπά. «Είναι ο Σαμ» είπε και το σήκωσε. «Σαμ, ψάξατε;»
«Ναι. Δε βρέθηκε κανένα πτώμα στο πίσω μέρος του κλαμπ».
«Άρα αυτό σημαίνει…»
«Ότι είναι ζωντανός; Πολύ πιθανό… Αλλά αν είναι νεκρός τότε κάποιος ξέρει. Αλλά ας μην κάνουμε σενάρια ακόμη».
«Εντάξει. Ευχαριστώ πολύ».
«Δεν κάνει τίποτα».
«Μάικλ;» ρώτησε καχύποπτα η Έμιλι.
«Έχω δυο νέα».
«Αν είναι ένα καλό και ένα κακό καλύτερα να πεις πρώτα το καλό».
«Εντάξει. Δεν υπάρχει πτώμα…»
«Δόξα τω Θεό».
«Αλλα και πάλι μπορεί να είναι νεκρός».
«Αλλά μπορεί να είναι και ζωντανός».
«Μάικ… Πώς το χειρίζεσαι όλο αυτό;»
«Στην αρχή δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται εξάσκηση. Αρκετή εξάσκηση. Όμως έμαθα να ελέγχω τις δυνάμεις μου».
«Και τι θα γίνει με τις δικές μου δυνάμεις;»
«Θα μάθεις να τις ελέγχεις, όποιες κι αν είναι αυτές».
«Τι εννοείς; Χθες είπες κάτι για τα μάτια μου. Και αυτός ο τύπος στο κλαμπ είπε κάτι για τα μάτια μου».
«Δε θέλω να φρικάρεις, αλλά το νορμάλ των Χαρισματικών στο χρώμα των ματιών είναι ένα».
«Τι εννοείς; Πόσα χρώματα έχουν τα δικά μου μάτια;»
«Όλα;»
Εκείνη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. «Πόσα δηλαδή;»
«Γαλάζιο, καφέ, ασημί, κόκκινο, πράσινο, χρυσό και ένα ακόμα».
«Ποιο;»
«Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Μοβ, φούξια, κάτι τέτοιο».
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα να χειρίζεσαι όλα τα στοιχεία».
«Θέλω να δοκιμάσω».
«Θα πρέπει να περιμένεις για αυτό».
«Τι; Γιατί;»
«Γιατί πρέπει να μιλήσεις με τον αρχηγό… Άσε που δεν έχεις αρχίσει να εκπαιδεύεσαι ακόμα».
«Θέλω να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου τώρα. Μπορώ να το κάνω εδώ μαζί σου ή μπορώ να φύγω και να το κάνω μόνη μου». Δεν του άφησε περιθώρια. Θα ήταν πιο ασφαλής μαζί του. Ο Μάικλ σηκώθηκε από τη θέση του. Πήρε ένα ποτήρι και το γέμισε με νερό ως τη μέση. Το ακούμπησε στον πάγκο και κάθισε πάλι στο σκαμπό.
«Δε θα το πεις σε κανένα. Ειδικά στον πατέρα μου».
«Γιατί;»
«Γιατί είναι ο αρχηγός των Φωτεινών. Λοιπόν κλείσε τα μάτια σου και φαντάσου το ποτήρι να γεμίζει. Συγκεντρώσου μόνο στο ποτήρι» της είπε και της έδωσε λίγο χρόνο. «Άνοιξε τα μάτια σου τώρα». Η Έμιλι άνοιξε τα μάτια της και αντίκρυσε το γεμάτο πια ποτήρι. Ο Μάικλ δε νοιάστηκε για αυτό. Κοιτούσε μόνο το χρώμα των ματιών της.
«Εγώ το έκανα αυτό;» ρώτησε δύσπιστα.
«Ναι. Τώρα θέλω να νιώσεις να σε κατακλύζει μια ζεστασιά. Σαν το αίμα σου να βράζει. Και μετάφερέ το στο ποτήρι».
Η Έμιλι έκανε ακριβώς ό,τι της είπε. Το νερό στο ποτήρι έβρασε. Χαμογέλασε άθελά της γεμάτη έκπληξη και θαυμασμό.
«Νιώσε το αίμα σου να παγώνει». Η Έμιλι άσκησε αμέσως τη δύναμή της, θολωμένη από τα κατορθώματά της. δε χρειαζόταν να χάνει χρόνο και να φαντάζεται. Μπορούσε να το κάνει κατευθείαν. Μέσα σε δυο δευτερόλεπτα το ποτήρι πάγωσε. Ξαφνικά τα πάντα γύρω της θόλωσαν και στην κουζίνα υπήρχε μόνο εκείνη και το ποτήρι.
«Σπάσε το ποτήρι» είπε μια παράξενη φωνή μέσα της. «Έλα, Έμιλι, καν’ το. Ξέρω ότι μπορείς».
«Φύγε» του είπε από μέσα της.
«Δεν το θες αυτό. Εξάλλου δεν μπορώ. Είμαι μέσα σου. Είμαι το σκοτεινό σου κομμάτι. Ξέρω τι θες πριν καν το θελήσεις. Και αυτή τη στιγμή ξέρω ότι θες να σπάσεις το ποτήρι… Και το κεφάλι του Μάικλ. Κάνε αυτό που σου λέω. Εμπιστεύσου με».
«Φύγε. Τώρα!» φώναξε και επανήλθε στην πραγματικότητα. Το νερό στο ποτήρι έβραζε, κουνιόταν ανεξέλεγκτα και τελικά έσπασε σε χίλια κομμάτια, γεμίζοντας τον πάγκο με θρύψαλα και καυτό νερό.
«Έμιλι;» ρώτησε φοβισμένος ο Μάικλ. «Είσαι καλά;»
«Όχι. Είχες δίκιο. Έπρεπε να περιμένουμε».
«Έπαθες μπλακ-άουτ. Τι έγινε;»
«Δεν… Δεν είναι λογικό».
«Ποιο πράγμα; Είδες κάτι; Άκουσες κάτι;»
«Μια φωνή. Μια αντρική φωνή. Μου είπε να σπάσω το ποτήρι. Του είπα να φύγει αλλά… είπε ότι δεν το θέλω, ότι δεν μπορούσε. Είναι το σκοτεινό μου κομμάτι. Του είπα να φύγει».
«Ωχ, όχι».
«Τι; Δεν έπρεπε να του πω να φύγει;»
«Τα μάτια σου».
«Τι τρέχει με τα μάτια μου;»
«Δεν έχουν γυρίσει στο φυσιολογικό χρώμα τους».
«Θέλω να τα δω».
«Έλα μαζί μου» της είπε. Τον ακολούθησε στο χολ και την έφερε μπροστά από ένα καθρέφτη.
«Κοίτα» της είπε.
Η Έμιλι έκανε ένα βήμα μπροστά και κοιτάχτηκε στο καθρέφτη.
«Ουάου!» είπε με κομμένη την ανάσα. Ο Μάικλ είχε δίκιο. Θαυμασμός την κατέκλεισε όμως ο φόβος ήταν μεγαλύτερος. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσε πιστεύοντας ότι είναι φυσιολογική. Είχε αποδεχτεί το γεγονός ότι ο Μάικλ την αγνοούσε για κάποιο λόγο που εκείνη δεν ήξερε, αλλά στην πραγματικότητα εκείνος την προστάτευε. Την προστάτευε από αυτόν τον κρυμμένο και αφύσικο κόσμο. Έναν κόσμο όπου το καλό και το κακό δεν είναι απλά φιλοσοφίες αλλά πραγματικότητα. Φωτεινοί και Σκοτεινοί. Δυο κόσμοι που μάχονται. Εκείνη ήταν σίγουρη πως θα βρισκόταν στη μέση αυτού του συνεχόμενου πολέμου. Ήξερε μέσα της πως ήταν ξεχωριστή από τους άλλους Χαρισματικούς.
«Έμιλι, πόσο καιρό κάνεις εμετούς;» τη ρώτησε η γιατρός.
Η Έμιλι πάγωσε. «Τι εννοείτε;»
«Δε θέλω να σε πιέσω αλλά… Έμιλι, ο λαιμός σου έχει υποστεί πίεση. Η βουλιμία δεν είναι αστείο πράγμα. Μπορεί να νομίζεις ότι σε βοηθάει σε ένα θέμα, αλλά σου δημιουργεί περισσότερα προβλήματα. Ζήτησα να μιλήσουμε μόνες μας γιατί ήθελα να σε συνετίσω. Ο εμετός δεν είναι λύση να χάσεις τα κιλά σου, Έμιλι. Εξάλλου δεν έχεις παραπανίσια κιλά για να χάσεις».
«Δεν έχετε ιδέα πώς νιώθω».
«Ξέρω πως η εφηβεία είναι πραγματικά δύσκολη, αλλά δεν μπορείς να συνεχίσεις να το κάνεις αυτό. Δε γίνεται να μην ενημερώσω τους γονείς σου. Θα σου κλείσω μερικές συνεδρίες με μια ψυχολόγο, θα δεις, θα σε βοηθήσει».
«Δε χρειάζομαι ψυχίατρο».
«Αυτό που κάνεις δε σου κάνει καλό. Λυπάμαι, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Θα σου κλείσω τις συνεδρίες και κάθε Σαββατοκύριακο θα έρχεσαι για εξετάσεις. Προς το παρόν θα σου χορηγήσω μερικές βιταμίνες μέχρι να επανέλθεις».
…
«Έμιλι;» ρώτησε φοβισμένος ο Μάικλ από την απέναντι μεριά του πάγκου. Η Έμιλι γύρισε στο παρόν. Ο Μάικλ την κοιτούσε με ένα αγχωμένο βλέμμα γεμάτο πόνο.
Ο Μάικλ θυμήθηκε την ημέρα που η Μίνα τον είχε βρει στα αποδυτήρια. Ήταν εξοργισμένη και το χρώμα των ματιών της ήταν μαύρο.
«Θα σε σκοτώσω» του είχε φωνάξει. Τα πνευμόνια του γέμισαν με χώμα και έπεσε στο πάτωμα βήχοντας και φτήνοντας.
«Το παράκανες, ηλίθιε. Θα σε σκοτώσω και δε με νοιάζει αν ο πατέρας σου είναι αρχηγός των Φωτεινών ή όχι».
«Τι έκανα;» ρώτησε με το ζόρι βήχοντας ασταμάτητα.
«Έκανες την Έμιλι να αρρωστήσει» του απάντησε εξοργισμένη.
«Τι έχει η Έμιλι;»
«Η Έμιλι; Θες να μάθεις τι έχει η Έμιλι; Βουλιμία… Την κατάντησες βουλιμική… Κόπανε… Αν πάθει κάτι, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια» είπε και έφυγε.
…
«Έμιλι, δε… δε θα φας;» τη ρώτησε ο Μάικλ. Η Έμιλι κατέβασε το κεφάλι της.
«Δεν πεινάω».
«Έμς… Η Μίνα μου είχε πει ότι έχεις… δηλαδή είχες βουλιμία». Η Έμιλι έστρεψε αλλού το βλέμμα της.
«Μάικ…»
«Ξέρω ότι εγώ φταίω. Αν… αν ήξερα ότι θα…»
«Αν ήξερες τι; Ότι έκανα επίτηδες εμετό, επειδή νόμιζα πως ήμουν πολύ χοντρή και άσχημη για να με κοιτάξεις; Δεν ήξερα γιατί με απομάκρυνες τόσο απότομα από τη ζωή σου μέσα σε ένα καλοκαίρι. Έπλασα εφιαλτικά σενάρια, Μάικ» του απάντησε απότομα. Ο Μάικλ έμεινε σιωπηλός.
«Έχεις δίκιο».
«Η Μίνα σου το είπε;» ρώτησε μπερδεμένη. Εκείνος επιβεβαίωσε με ένα νεύμα.
«Γιατί;»
«Γιατί ψάχνει λόγους για να με σκοτώσει. Και δεν μπορώ να πω πως είχε άδικο εκείνη την ημέρα».
«Ποια ημέρα;»
«Την ημέρα που λιποθύμησες και σε πήγαν στο νοσοκομείο η Μίνα ήρθε και με βρήκε στα αποδυτήρια. Σχεδόν με έπνιξε».
«Τι εννοείς σε έπνιξε;»
«Γέμισε τους πνεύμονές μου με χώμα».
«Είναι και η Μίνα Χαρισματική;»
«Ναι. Ας πάρουμε το πρωινό μας και μετά θα σου μιλήσω για το ποιος είναι και ποιος δεν είναι Χαρισματικός, εντάξει;» Το κινητό του Μάικλ άρχισε να χτυπά. «Είναι ο Σαμ» είπε και το σήκωσε. «Σαμ, ψάξατε;»
«Ναι. Δε βρέθηκε κανένα πτώμα στο πίσω μέρος του κλαμπ».
«Άρα αυτό σημαίνει…»
«Ότι είναι ζωντανός; Πολύ πιθανό… Αλλά αν είναι νεκρός τότε κάποιος ξέρει. Αλλά ας μην κάνουμε σενάρια ακόμη».
«Εντάξει. Ευχαριστώ πολύ».
«Δεν κάνει τίποτα».
«Μάικλ;» ρώτησε καχύποπτα η Έμιλι.
«Έχω δυο νέα».
«Αν είναι ένα καλό και ένα κακό καλύτερα να πεις πρώτα το καλό».
«Εντάξει. Δεν υπάρχει πτώμα…»
«Δόξα τω Θεό».
«Αλλα και πάλι μπορεί να είναι νεκρός».
«Αλλά μπορεί να είναι και ζωντανός».
«Μάικ… Πώς το χειρίζεσαι όλο αυτό;»
«Στην αρχή δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται εξάσκηση. Αρκετή εξάσκηση. Όμως έμαθα να ελέγχω τις δυνάμεις μου».
«Και τι θα γίνει με τις δικές μου δυνάμεις;»
«Θα μάθεις να τις ελέγχεις, όποιες κι αν είναι αυτές».
«Τι εννοείς; Χθες είπες κάτι για τα μάτια μου. Και αυτός ο τύπος στο κλαμπ είπε κάτι για τα μάτια μου».
«Δε θέλω να φρικάρεις, αλλά το νορμάλ των Χαρισματικών στο χρώμα των ματιών είναι ένα».
«Τι εννοείς; Πόσα χρώματα έχουν τα δικά μου μάτια;»
«Όλα;»
Εκείνη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. «Πόσα δηλαδή;»
«Γαλάζιο, καφέ, ασημί, κόκκινο, πράσινο, χρυσό και ένα ακόμα».
«Ποιο;»
«Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Μοβ, φούξια, κάτι τέτοιο».
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα να χειρίζεσαι όλα τα στοιχεία».
«Θέλω να δοκιμάσω».
«Θα πρέπει να περιμένεις για αυτό».
«Τι; Γιατί;»
«Γιατί πρέπει να μιλήσεις με τον αρχηγό… Άσε που δεν έχεις αρχίσει να εκπαιδεύεσαι ακόμα».
«Θέλω να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου τώρα. Μπορώ να το κάνω εδώ μαζί σου ή μπορώ να φύγω και να το κάνω μόνη μου». Δεν του άφησε περιθώρια. Θα ήταν πιο ασφαλής μαζί του. Ο Μάικλ σηκώθηκε από τη θέση του. Πήρε ένα ποτήρι και το γέμισε με νερό ως τη μέση. Το ακούμπησε στον πάγκο και κάθισε πάλι στο σκαμπό.
«Δε θα το πεις σε κανένα. Ειδικά στον πατέρα μου».
«Γιατί;»
«Γιατί είναι ο αρχηγός των Φωτεινών. Λοιπόν κλείσε τα μάτια σου και φαντάσου το ποτήρι να γεμίζει. Συγκεντρώσου μόνο στο ποτήρι» της είπε και της έδωσε λίγο χρόνο. «Άνοιξε τα μάτια σου τώρα». Η Έμιλι άνοιξε τα μάτια της και αντίκρυσε το γεμάτο πια ποτήρι. Ο Μάικλ δε νοιάστηκε για αυτό. Κοιτούσε μόνο το χρώμα των ματιών της.
«Εγώ το έκανα αυτό;» ρώτησε δύσπιστα.
«Ναι. Τώρα θέλω να νιώσεις να σε κατακλύζει μια ζεστασιά. Σαν το αίμα σου να βράζει. Και μετάφερέ το στο ποτήρι».
Η Έμιλι έκανε ακριβώς ό,τι της είπε. Το νερό στο ποτήρι έβρασε. Χαμογέλασε άθελά της γεμάτη έκπληξη και θαυμασμό.
«Νιώσε το αίμα σου να παγώνει». Η Έμιλι άσκησε αμέσως τη δύναμή της, θολωμένη από τα κατορθώματά της. δε χρειαζόταν να χάνει χρόνο και να φαντάζεται. Μπορούσε να το κάνει κατευθείαν. Μέσα σε δυο δευτερόλεπτα το ποτήρι πάγωσε. Ξαφνικά τα πάντα γύρω της θόλωσαν και στην κουζίνα υπήρχε μόνο εκείνη και το ποτήρι.
«Σπάσε το ποτήρι» είπε μια παράξενη φωνή μέσα της. «Έλα, Έμιλι, καν’ το. Ξέρω ότι μπορείς».
«Φύγε» του είπε από μέσα της.
«Δεν το θες αυτό. Εξάλλου δεν μπορώ. Είμαι μέσα σου. Είμαι το σκοτεινό σου κομμάτι. Ξέρω τι θες πριν καν το θελήσεις. Και αυτή τη στιγμή ξέρω ότι θες να σπάσεις το ποτήρι… Και το κεφάλι του Μάικλ. Κάνε αυτό που σου λέω. Εμπιστεύσου με».
«Φύγε. Τώρα!» φώναξε και επανήλθε στην πραγματικότητα. Το νερό στο ποτήρι έβραζε, κουνιόταν ανεξέλεγκτα και τελικά έσπασε σε χίλια κομμάτια, γεμίζοντας τον πάγκο με θρύψαλα και καυτό νερό.
«Έμιλι;» ρώτησε φοβισμένος ο Μάικλ. «Είσαι καλά;»
«Όχι. Είχες δίκιο. Έπρεπε να περιμένουμε».
«Έπαθες μπλακ-άουτ. Τι έγινε;»
«Δεν… Δεν είναι λογικό».
«Ποιο πράγμα; Είδες κάτι; Άκουσες κάτι;»
«Μια φωνή. Μια αντρική φωνή. Μου είπε να σπάσω το ποτήρι. Του είπα να φύγει αλλά… είπε ότι δεν το θέλω, ότι δεν μπορούσε. Είναι το σκοτεινό μου κομμάτι. Του είπα να φύγει».
«Ωχ, όχι».
«Τι; Δεν έπρεπε να του πω να φύγει;»
«Τα μάτια σου».
«Τι τρέχει με τα μάτια μου;»
«Δεν έχουν γυρίσει στο φυσιολογικό χρώμα τους».
«Θέλω να τα δω».
«Έλα μαζί μου» της είπε. Τον ακολούθησε στο χολ και την έφερε μπροστά από ένα καθρέφτη.
«Κοίτα» της είπε.
Η Έμιλι έκανε ένα βήμα μπροστά και κοιτάχτηκε στο καθρέφτη.
«Ουάου!» είπε με κομμένη την ανάσα. Ο Μάικλ είχε δίκιο. Θαυμασμός την κατέκλεισε όμως ο φόβος ήταν μεγαλύτερος. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσε πιστεύοντας ότι είναι φυσιολογική. Είχε αποδεχτεί το γεγονός ότι ο Μάικλ την αγνοούσε για κάποιο λόγο που εκείνη δεν ήξερε, αλλά στην πραγματικότητα εκείνος την προστάτευε. Την προστάτευε από αυτόν τον κρυμμένο και αφύσικο κόσμο. Έναν κόσμο όπου το καλό και το κακό δεν είναι απλά φιλοσοφίες αλλά πραγματικότητα. Φωτεινοί και Σκοτεινοί. Δυο κόσμοι που μάχονται. Εκείνη ήταν σίγουρη πως θα βρισκόταν στη μέση αυτού του συνεχόμενου πολέμου. Ήξερε μέσα της πως ήταν ξεχωριστή από τους άλλους Χαρισματικούς.
Ο Μάικλ ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της Έμιλι.
«Είσαι ξεχωριστή, Έμιλι. Το μυστικό σου δεν είναι πλέον ασφαλές. Τώρα και οι δυο πλευρές θα σε διεκδικήσουν με όλα τα πιθανά όπλα. Και οι δυο πλευρές σε θέλουν απεγνωσμένα με το μέρος τους».
Rene Rafael