Εξόριστοι (Κεφάλαιο 9)

Λαμπρινή

Το ξερό κουδούνισμα του τηλεφώνου έκανε τη Λαμπρινή να ανοίξει τα μάτια της απότομα. Το φως του πρωινού είχε γεμίσει το δωμάτιο. Κοίταξε δίπλα της για να διαπιστώσει πως ο Θάνος δεν είχε επιστρέψει καθόλου στο σπίτι. Αν και δεν το συνήθιζε, δεν την παραξένεψε, ούτως η άλλως και να είχε επιστρέψει, θα ήταν σαν να μην υπήρχε.

Τέντωσε τα χέρια της νιώθοντας αναζωογονημένη, ξεκούραστη μετά από πολύ καιρό. Συνήθως όταν κατάφερνε να κοιμηθεί, ξυπνούσε πολύ νωρίς το χάραμα, για να ετοιμάσει καφέ και να τον πιει στο μπαλκόνι καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Μια ιεροτελεστία που ακολουθούσε πιστά μόνη της τόσο καιρό τώρα.

Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπά σαν δαιμονισμένο. Πήρε το κινητό στα χέρια της και είδε τον αριθμό, ήταν η Λίλιαν. Έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας, μα τελικά απάντησε.

-Καλημέρα, άκουσε τη μονίμως ευδιάθετη φωνή της.

-Καλημέρα Λίλιαν, απάντησε χωρίς πολύ διάθεση.



-Έγινε κάτι; Σ’ ακούω κάπως, τώρα τελευταία δεν είσαι καλά. Όλα εντάξει;

-Όλα είναι μια χαρά, της απάντησε το κουνώντας το κεφάλι, σάμπως και να την έβλεπε.

Βγήκε στο μπαλκόνι και άναψε τσιγάρο.

-Πού χάθηκες χτες; Όλη μέρα σε έπαιρνα και είχες το τηλέφωνο κλειστό.

Η Λαμπρινή δάγκωσε τα χείλη της και κατάπιε έναν λυγμό. Σκούπισε τα μάτια της, για να προλάβει το δάκρυ.

-Είχα μείνει από μπαταρία.

Επικράτησε σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα.

-Σίγουρα;

Η Λαμπρινή κούνησε το κεφάλι της χωρίς να μιλήσει.

-Γιατί προχτές που μιλήσαμε τελευταία φορά μου έδωσες την εντύπωση πως…

Δεν τέλειωσε τη φράση της. Τη φαντάστηκε να κοιτά με αμφιβολία τον τοίχο απέναντί της, καθώς σκεφτόταν να τη ρωτήσει αυτό που δεν τολμούσε να ξεστομίσει.

-Όλα μια χαρά, επανέλαβε.

-Ωραία! Ετοιμάσου τότε, σε μισή ώρα θα περάσω να πάμε για καφέ!

-Λίλιαν, δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα.

-Μίλησα! Σε μισή ώρα θα είμαι εκεί!

Η Λίλιαν ήταν η φίλη της, η μόνη που πραγματικά προσπαθούσε να τη βοηθήσει κάπως να ξεπεράσει το πρόβλημά της. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της όμως, δεν είχε καταφέρει και πολλά. Καθόταν σιωπηλή τώρα απέναντί της χωρίς να την κοιτά, το μυαλό της ταξίδευε.

-Δεν άκουσες κουβέντα από ότι είπα, έτσι;

Η Λαμπρινή γύρισε απότομα προς τη φίλη της που την κοιτούσε παράξενα.

-Συγγνώμη, της είπε καθώς έσβηνε το τσιγάρο στο τασάκι. Ήμουν αλλού.

-Εδώ και πολλές μέρες.

-Το ξέρεις ότι είναι περίεργες αυτές οι μέρες, είπε κάπως ενοχλημένη παίρνοντας ένα καινούργιο τσιγάρο από το πακέτο της.

Η Λίλιαν έκανε μια κίνηση με το χέρι της και προσπάθησε να ξεπεράσει την δυσάρεστη ενθύμηση.

-Είπα ότι πρέπει να πάψεις να ντύνεσαι σαν παπαδιά επιτέλους. Ποιος σου είπε ότι σου πάνε τόσο τα μαύρα και ντύνεσαι σαν χήρα;

Ήταν αλήθεια πως εδώ και πολύ καιρό, αυτό το μαύρο, μακρύ, φαρδύ φόρεμα ήταν το μοναδικό της ένδυμα. Είχε ξεπεράσει πια προ πολλού την έννοια του πένθους, περισσότερο εξέφραζε τη συναισθηματική της κατάσταση, έκρυβε όλη την ασχήμια, εσωτερικά και εξωτερικά. Κοίταξε τη Λίλιαν απέναντί που καθόταν σταυροπόδι σε μια ανέμελη στάση, με το εκρού μίνι φόρεμα και τις καφέ δερμάτινες μπότες. Παρόλο που είχαν την ίδια ηλικία, η Λαμπρινή ένιωθε και έδειχνε μεγαλύτερη.

-Λύσε τα μαλλιά σου, πήγαινε και κανένα κομμωτήριο. Για όνομα του Θεού, είσαι τριάντα έξι χρονών, δεν είσαι εξήντα!

Απέφυγε να της απαντήσει. Αν και ήξερε πως κατά βάθος είχε δίκιο, δεν την ένοιαζε, το τελευταίο που την απασχολούσε τελευταία ήταν η εμφάνιση της. Το ύφος της Λίλιαν μαλάκωσε. Της έπιασε τα χέρια και της χαμογέλασε.

-Το ξέρω πως δεν είναι εύκολο, μα κάποια στιγμή πρέπει να το πάρεις απόφαση και να συνεχίσεις τη ζωή σου πια.

-Τίποτα πια δεν έχει νόημα, είπε στα χαμένα. Ό,τι και αν κάνω μου φαίνεται μάταιο.

-Ανησυχώ για εσένα, δεν το καταλαβαίνεις;

-Καλή μου Λίλιαν, αν δεν είχα και εσένα δεν ξέρω τι θα έκανα!

Σκούπισε τα μάτια της που είχαν βουρκώσει. Μάζεψε τα πράγματά της και έβαλε την τσάντα στον ώμο της προκαλώντας την αντίδραση της Λίλιαν.

-Πρέπει να φύγω, έχω ραντεβού με τον Ηλία.

Η Λίλιαν χαμογέλασε πονηρά.

-Τι λέει ο τρελογιατρός; Είναι ακόμα τόσο νόστιμος όσο τον θυμάμαι;

-Είσαι αδιόρθωτη, ο Ηλίας μου προσφέρει την επαγγελματική του βοήθεια.

-Πόσο θα ήθελα να αφεθώ και εγώ σ’ αυτά τα μπράτσα, στον καναπέ του για μια «επαγγελματική» βοήθεια!

Χαχάνισε και έκλεισε το στόμα με το χέρι της.

-Δε θα σοβαρευτείς ποτέ σου.

-Ποτέ, αγάπη μου! της είπε καθώς την αγκάλιαζε. Θα μιλήσουμε αργότερα!

Φιλήθηκαν και πήρε η κάθε μια τον δρόμο της. Η Λαμπρινή φόρεσε τα μαύρα γυαλιά της, έσκυψε το κεφάλι και τάχυνε το βήμα της. Ένιωθε τύψεις για το ψέμα που είχε πει στην καλύτερή της φίλη. Η αλήθεια ήταν πως είχε πολύ καιρό να πάει στον ψυχίατρό της, όλες εκείνες τις συνεδρίες τις θεωρούσε πλέον χάσιμο χρόνου. Η πληγή μέσα της δεν επουλώνονταν και απλά κορόιδευε τον εαυτό της.

Τα βήματά της την έφεραν έξω από την εκκλησία των αγίων Αποστόλων. Κοντοστάθηκε διστακτική πριν μπει μέσα, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Πέρασε δειλά την πόρτα και παρατήρησε με λύπη, πως εκείνος που έψαχνε δεν ήταν εκεί. Ένας άντρας μιας κάποιας ηλικίας, ελαφρώς καμπουριασμένος με γαμψή μύτη, κάπου στο βάθος άναβε ένα καντήλι. Τον πλησίασε έχοντας ενδοιασμούς.

-Συγγνώμη, του είπε. Γυρεύω κάποιον κληρικό ο οποίος ήταν χτες το πρωί εδώ.

Ο γηραιός κύριος την κοίταξε από πάνω ως κάτω με ένα είδος καχυποψίας, κάνοντάς τη να νιώσει κάπως άβολα.

-Ο πατήρ Θεόκλητος δεν είναι εδώ, είπε γυρνώντας της την πλάτη για να ασχοληθεί με το καντήλι του.

-Πού θα μπορούσα να τον βρω;

Ο άντρα την κοίταξε ξανά με απορία. Έπειτα ανασήκωσε τους ώμους του.

-Συνήθως τέτοια ώρα τις καθημερινές, περνάει από εδώ. Αν θέλεις κάθισε και περίμενέ τον.

Τον ευχαρίστησε κουνώντας το κεφάλι της και πήγε παραπίσω να καθίσει σε μια καρέκλα. Αφού ο νεωκόρος τελείωσε τη δουλειά του, αποχώρησε από την εκκλησία, αφήνοντάς τη μόνη. Ένιωσε μια μικρή ανατριχίλα καθώς βυθίστηκε στη σιωπή. Στη διπλανή καρέκλα είδε παρατημένη μια φθαρμένη καινή διαθήκη. Την πήρε στα χέρια της, την ξεφύλλισε και τα μάτια της σταμάτησαν σε ένα εδάφιο το οποίο άρχισε να απαγγέλει χαμηλόφωνα:



«Μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Θεοῦ πειράζομαι· ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα. ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος· εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον.» [1]



-Επιστολή του Ιακώβου, άκουσε μια φωνή πίσω της.

Γύρισε ξαφνιασμένη για να αντικρύσει το σεβάσμιο πρόσωπο που της είχε μιλήσει την προηγούμενη μέρα. Άφησε το βιβλίο που κρατούσε και σκύβοντας το κεφάλι με ένα αίσθημα ντροπής, του φίλησε το χέρι.

-Καλώς ήρθες και πάλι στον οίκο Του Θεού, της είπε. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.

Η Λαμπρινή ένιωσε να κοκκινίζει ολόκληρη, απέφυγε να σηκώσει το κεφάλι και να τον αντικρίσει. Ένιωσε ξαφνικά την επιθυμία να εξομολογηθεί.

-Δεν ήξερα πού αλλού να πάω, ψέλλισε.

Σήκωσε τα κλαμένα της μάτια και του είπε:

-Είμαι σε απόγνωση, σας παρακαλώ, βοηθήστε με.

Το πρόσωπό του συσπάστηκε, της έπιασε τα χέρια.

-Ήμουν κι εγώ χτυπημένος απ’ τον πόνο, όπως εσύ, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Κλείστηκα και εγώ στον εαυτό μου και παρέλυσα σαν κι εσένα. Επικαλέστηκα όμως το θείο Έλεος για τη θλίψη που χτύπησε την καρδιά μου. Το ξέρω πως ο Θεός της αγάπης έγινε στα μάτια σου σκληρός και απόμακρος. Ξέρω ότι πονάς πολύ, κι ο φόβος σ’ έχει παραλύσει. Ξέρω ότι απογοητεύεσαι, και τρελαίνεσαι. Και το πιο ανυπόφορο, είναι αυτή η αίσθηση ότι δεν αγαπιέσαι απ’ τον Θεό και τους ανθρώπους. Και γίνεσαι ένα φοβισμένο παιδί απ’ τη μεγάλη οδύνη. Όλα τα μεγάλα λόγια υποχωρούν μπροστά στον πόνο της ζωής. Και η ψυχή σου ζαρώνει, μαραζώνει, και γίνεται τόσο ευάλωτη. Κι ένα μεγάλο «γιατί;» ακούγεται συνέχεια μέσα σου. Γιατί να μου συμβεί αυτό εμένα; Γιατί;

Της χαμογέλασε.

- Μη με κοιτάς έτσι, ούτε και εγώ ξέρω το γιατί. Ξέρω όμως ότι όλα όσα περνάω και περνάς, έχουν μια αιτία. Μια κρυφή, μυστική αιτία που υπάρχει μέσα σου και μέσα μου. Ό,τι συμβαίνει στη ζωή γίνεται για κάποιο λόγο. Εμείς, με τρόπο μυστικό, ελκύουμε πάνω μας τα διάφορα παθήματα, για να πάρουμε μαθήματα και ν’ αποκτήσουμε τη σοφία του πόνου.

Προχώρησε προς το ιερό. Έκανε τον σταυρό του και έσκυψε ταπεινά το κεφάλι του. Έπειτα γύρισε ξανά προς το μέρος της, τον κοιτούσε με μάτια γεμάτα αγωνία.

-Να μάθουμε την αγάπη, κόρη μου, της είπε. Να μάθουμε την ταπείνωση, την εσωτερική πνευματική ζωή. Τη δύναμη και την ομορφιά της ψυχής μας. Να είσαι δυνατή, έτσι ανθίζουν τα λουλούδια: με τη βροχή, το χιόνι, τον βοριά.

-Δεν έχω τη δύναμη, πάτερ, δεν ξέρω αν θα αντέξω άλλο.

-Ξέρω ότι τα λόγια μου δεν κάνουν και πολλά. Το θέμα είναι να έρθει ο Θεός με τη χάρη Του κοντά σου να σε παρηγορήσει. Τώρα καταρρέεις, μα μετά από καιρό, θα κοιτάς πίσω και θα βλέπεις πως όλα έγιναν για έναν ωφέλιμο σκοπό. Αν μπορείς, βγες λίγο απ’ το μεγάλο σου δράμα, και δες το από απέναντι, σαν παρατηρητής. Μην ταυτίζεσαι με τον πόνο και την τραγωδία σου. Περνάς μια τραγωδία, ναι. Μα δεν είσαι εσύ η τραγωδία που περνάς. Έχεις ψυχικές ποιότητες κι ομορφιές που δεν μπορεί να αγγίξει καμία τραγωδία, κανένας πόνος και ναυάγιο.

Πήγε κοντά της και της έπιασε ξανά τα χέρια. Γονάτισε δίπλα της και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

-Έλα σ’ επαφή μαζί μ’ αυτή τη χάρη που κρύβει η ψυχή σου, της είπε σαν να την παρακαλούσε. Εύχομαι να ξαστερώσει ο νους σου, να έρθει ο Χριστός να φυσήξει και να σου πάρει κάθε πόνο και θλίψη. Κυρίως, να σε ξεμπερδέψει, να σου αλλάξει μυαλά, λογισμούς και σκέψεις. Το παραδέχομαι: το μυαλό μου κι εμένα είναι προβληματικό και άρρωστο. Γι’ αυτό βασανίζομαι στον κόσμο αυτό. Και θέλω να αποκτήσω τη σκέψη του Χριστού, τον «νου του Χριστού», για να ηρεμήσω, να αλλάξω, να συντελεστεί επιτέλους ένα θαύμα.

Τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα.

-Δεν μπορώ, ψιθύρισε.

- Μπορείς, της είπε με τρυφερότητα. Και κυρίως Αυτός, ο Χριστός, ο Λυτρωτής, ο Άκακος, ο μέγας Θεραπευτής μπορεί να σε αλλάξει, αν Τον αφήσεις να μπει μέσα σου. Μην κλαις. Χαμογέλα.
Ηλίας Στεργίου



[1]Ελεύθερη μετάφραση «Όταν κανείς παρασυρθεί από τη δική του επιθυμία, πειράζεται και η επιθυμία του, γεννά την αμαρτία και η αμαρτία το θάνατο. Όμως αυτός ο θάνατος ξεπερνιέται με την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου, που είναι αποτέλεσμα όχι της δικής του προσπάθειας, αλλά της βούλησης του Θεού» (Ιακ. α' 14-18).