Εξόριστοι (Κεφάλαιο 12)

Φάνης

Ο Φάνης βολεύτηκε όσο μπορούσε και άναψε τσιγάρο. Είχε νυχτώσει. Καθόταν σε ένα παγκάκι και η μεγάλη φτελιά δίπλα του εμπόδιζε το φως από την παρακείμενη κολώνα και τον βύθιζε στο σκοτάδι. Έμεινε να κοιτά την κόκκινη σιδερένια πόρτα απέναντί του περιμένοντας. Όλο αυτό το παιχνίδι με εκείνη την άγνωστη πιτσιρίκα τον είχε εξιτάρει. Είχε μαγκιά και τσαμπουκά που δεν είχαν, όχι μόνο τα κορίτσια της ηλικίας της, μα και τα περισσότερα αγόρια που γνώριζε.

Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε η φιγούρα της που ανέβαινε τα σκαλοπάτια. Πέταξε το τσιγάρο του και έτρεξε δίπλα της. Την έκπληξη της διαδέχτηκε μια γκριμάτσα δυσανασχέτησης. Του έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα.

-Υπάρχει κάποιος λόγος που με ακολουθείς; του είπε αγριεμένη.

-Δε μου είπες το όνομά σου, της είπε χαμογελώντας.

Έκανε να φύγει μα την πρόφτασε και περπάτησε δίπλα της.

-Τουλάχιστον θα μου πεις τι σημαίνει το «liri»;

Σταμάτησε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη.

-Για το βραχιόλι μιλάω, της είπε δείχνοντας το χέρι της.

Έπιασε τον καρπό της ασυναίσθητα και πρόσωπό της συννέφιασε. Έπειτα, η έκφραση της μαλάκωσε και ακούμπησε με την πλάτη στο τοίχο.

-Μου το είχε χαρίσει η μητέρα μου πριν πεθάνει, σημαίνει ελευθερία.

Μια αμήχανη σιωπή επικράτησε και ο Φάνης ένιωσε άσχημα. Έβγαλε τσιγάρο και της πρότεινε, μα εκείνη αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι της. Ο Φάνης έβαλε ένα στο στόμα.

-Συγγνώμη, της είπε. Δεν ήξερα.

Κούνησε το χέρι της και χαμήλωσε το κεφάλι της.

-Εσύ δηλαδή τώρα τι κάνεις; είπε προσπαθώντας να αλλάξει κουβέντα. Γυρνάς και σώζεις τις σερβιτόρες των μαγαζιών;

-Μάλλον σώζω τα μαγαζιά από τις σερβιτόρες, είπε χαμογελώντας καθώς φυσούσε τον καπνό.

Τον κοίταξε και το πρόσωπό της έμενε ανέκφραστο. Τα μάτια της γυάλιζαν, είχε σμίξει τα φρύδια της.

-Πώς με βρήκες; του είπε.

- Όταν έφευγες, παρατήρησα τα γάντια της πυγμαχίας στον σάκο σου. Είδα το λεωφορείο που πήρες και υπέθεσα πως πας για προπόνηση. Τα συνδύασα και σε βρήκα. Εξάλλου, ο πατέρας μου αστυνομικός είναι, κάτι πήρα και από εκείνον.

Η Drite μόρφασε μόλις το άκουσε. Αστυνομικός είχε σκοτώσει τον πατέρα της, δεν είχε σημασία αν έφταιγε ή όχι, αλλά μισούσε αυτό που αντιπροσώπευε. Γενικότερα, είχε ένα θέμα με την εξουσία, κυρίως εκείνη που ασκούνταν εις βάρος της. Κοίταξε τα μάτια του που παιχνίδιζαν και ένιωσε κάπως.

-Φάνης, της είπε και της πρότεινε το χέρι του.

-Τι θέλεις από εμένα επιτέλους; ρώτησε και στάθηκε απέναντί του ορθώνοντας το κορμί της.

-Απλά το όνομά σου. Αυτό τουλάχιστον μου το χρωστάς.

-Δε χρωστάω τίποτα και σε κανέναν, κατάλαβες;

Ο Φάνης σήκωσε τα χέρια του χαμογελώντας, ενώ στο πρόσωπο της Drite φάνηκε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. Ήξερε πως δε θα ξέμπλεκε εύκολα από εκείνον τον επίμονο. Έσφιξε τα χείλη της.

-Drite, είπε μάλλον απρόθυμα.

Ο Φάνης κούνησε το κεφάλι του τραβώντας μια μεγάλη ρουφηξιά.

-Παράξενο όνομα, είπε. Σημαίνει κάτι;

-Σημαίνει φως στα αλβανικά.

Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γέλιο του, πράγμα που εξόργισε αφάνταστα την Drite. Σήκωσε τη γροθιά της και ο Φάνης έκανε πως αμύνεται.

-Συγχώρα με, είπε γελώντας, μα μου φάνηκε πολύ παράξενο όνομα για ένα πρόσωπο που είναι μονίμως συννεφιασμένο.

Η Drite ξεφύσησε αγριεμένη και απομακρύνθηκε με γοργό βήμα παρά τις φωνές του Φάνη που της ζητούσε συγγνώμη. Έφτασε στο σπίτι της και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της. Πέταξε τον σάκο της σε μια γωνία και στάθηκε αγανακτισμένη απέναντι στον καθρέφτη του μπάνιου, ακουμπισμένη με τα δυο της χέρια στον νεροχύτη.

Κοίταξε το πρόσωπό της, ήταν σαν να είχε πάθει αγκύλωση, κάθε ίχνος χαράς είχε εξαφανιστεί προ πολλού και μια μόνιμη οργή είχε ζωγραφιστεί και μια πικρία. Εξάλλου δεν είχε κάποιον λόγο για να γελά. Η ζωή της είχε φερθεί πολύ σκληρά, άδικα και το γέλιο είχε σβήσει προ πολλού από τα χείλη της.

Έσκυψε το κεφάλι της και έκλεισε τα μάτια. Μια τεράστια απογοήτευση της δηλητηρίαζε το στήθος, ανάσαινε βαριά. Έριξε μια γροθιά στον ξεφτισμένο τοίχο προσπαθώντας να πνίξει έναν λυγμό.

Ακούστηκαν βιαστικά χτυπήματα στην πόρτα και σήκωσε απότομα το κεφάλι της. Πλησίασε επιφυλακτική και ρώτησε ποιος είναι από κάποια απόσταση ασφαλείας.

- Unë jam![1], άκουσε την επιτακτική φωνή του θείου της να την καλεί.

Ένα αόριστο αίσθημα φόβου την κυρίευσε. Αν και είχε μάθει πια, δεν μπορούσε να συνηθίσει την αίσθηση αυτή, σαν του κυνηγημένου ζώου που είχε τις αισθήσεις του οξυμένες, σε εγρήγορση, παραμονεύοντας για κάθε πιθανό κίνδυνο.

Άνοιξε την πόρτα και είδε τον αδερφό του πατέρα της σε άσχημη κατάσταση. Μετά βίας στεκόταν όρθιος, τα ρούχα του ήταν γεμάτα αίματα και κρατούσε την αριστερή πλευρά της κοιλιάς του, λίγο πιο πάνω από τον γοφό.

Δυσάρεστες μνήμες ήρθαν ξανά στην επιφάνεια μόλις τον αντίκρισε, μα η σαστιμάρα της κράτησε μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Τον βοήθησε να περάσει στο εσωτερικό ρίχνοντας λοξές ματιές δεξιά και αριστερά στον διάδρομο. Τον ξάπλωσε στον καναπέ και έφερε ρούχα της για να δέσει πρόχειρα το τραύμα. Έσκισε την μπλούζα του για να διαπιστώσει ότι ευτυχώς το διαμπερές τραύμα του δεν ήταν και τόσο σοβαρό. Λίγα όμως εκατοστά πιο δεξιά και η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη.

Έβγαλε ένα φλασκί από την τσέπη του. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά, σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπο του και βλαστήμησε. Η Drite του φρόντισε την πληγή χωρίς να μιλά, χωρίς να τον κοιτά, ακούγοντας το παραλήρημα του, για τη δουλειά που πήγε στραβά.

Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και σχημάτισε έναν αριθμό. Η Drite απομακρύνθηκε και πήγε στην κουζίνα. Ήθελε να φύγει μακριά, να μη συμμετέχει σε όλο αυτό. Κουράστηκε, βαρέθηκε να νιώθει πάντα σαν κυνηγημένη, απόκληρη. Ήθελε να νιώσει για μια φορά στη ζωή της ασφάλεια.

Ασυναίσθητα της ήρθε στον νου της ο Φάνης και τα σκοτεινά του μάτια που έβγαζαν σπίθες όταν την κοιτούσαν. Παρά τον θυμό που έβραζε μέσα της, κάτι σε αυτόν τον αυθάδη νεαρό την είχε αγγίξει και ας μην ήθελε να το παραδεχτεί. Έκλεισε τα μάτια και κούνησε το κεφάλι της για να διώξει τις σκέψεις της. Είχε σημαντικότερα πράγματα να σκεφτεί.

Ηλίας Στεργίου





[1]«Εγώ είμαι!»