Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 2)

«Πάλι άργησες, Mortem». Δεν προλαβαίνω να δω καλά καλά γύρω μου από το δυνατό φως και η φωνή του Ηρακλή έρχεται μέσα στο μυαλό μου.

Αντικρίζω το γελαστό πρόσωπό του, κάθομαι δίπλα του και εισπράττω μια φιλική μπουνιά στο μπράτσο. Του χαμογελάω διακριτικά και προσπαθώ να μην ανταποκριθώ σαν μικρό παιδί, καθώς βλέπω με την άκρη του ματιού μου τη Spero να μας αγριοκοιτάζει προειδοποιητικά, σαν τη μητέρα που έχει δώσει οδηγίες συμπεριφοράς στα μικρά διαβολάκια της σε ένα σημαντικό δείπνο.

         Καταπίνω τον αυθορμητισμό μου και συγκεντρώνομαι σοβαρός στους υπόλοιπους γύρω μου. Ο Diligitis στέκεται δίπλα από τη Spero. Όσο έλειπαν οι τρεις μεγάλο άρχοντες, εκείνος είχε αναλάβει την ηγεσία. Τώρα την ανέλαβε ξανά η Spero. Εγώ και ο Ηρακλής είμαστε ακόμα δόκιμοι. Παρόλο αυτά, πρέπει να δίνουμε το παρόν σε κάποια σημαντικά συμβούλια.

Περί τίνος πρόκειται αυτή τη φορά;

Ησυχία αντηχεί στη μεγάλη αίθουσα και η Spero παίρνει τον λόγο.

«Αδέρφια μου, για μια ακόμα φορά ενωθήκαμε για να συζητήσουμε θέματα που αφορούν τους κόσμους μας. Με συγχωρείτε πολύ που σας κάλεσα εδώ απόψε, αλλά ένα φωτισμένο κορίτσι χρειάζεται τη βοήθειά μας» λέει και κοιτάζει τον Sophus.

Τι σχέση μπορεί να έχει ένα φωτισμένο παιδί με εμένα; Την κοιτάζω εξεταστικά και εκείνη συνεχίζει.

«Θα σας εξηγήσει ο Sophus τις λεπτομέρειες» τελειώνει και ο Sophus σηκώνεται όρθιος.

«Πριν εννιά χρόνια, ο Verus ή αλλιώς Mendacium, ανέλαβε για πρώτη φορά να υιοθετήσει ένα φωτισμένο παιδί. Το κορίτσι είχε τεράστια ποσοστά δύναμης μέσα του και κάποιος από εμάς έπρεπε να την πατρονάρει. Εκείνος επέμενε και έτσι την πήρε υπό την αιγίδα του. Κανείς δε γνωρίζει τι μπορεί να της έχει διδάξει. Κανείς δεν ξέρει πώς χειραγώγησε τη δύναμή της. Κανείς ποτέ δεν τον έλεγξε…» Μια μεγάλη παύση γίνεται και τότε γυρνάει και με κοιτάζει. Αυτόματα όλα τα βλέμματα γυρνούν προς τα πάνω μου. Όταν συνειδητοποιώ τι συμβαίνει πετάγομαι όρθιος.

«Αποκλείεται!» φωνάζω και χτυπάω τα χέρια μου στο τραπέζι.

«Mortem, είσαι ο μόνος που μπορεί να τη βοηθήσει» προσπαθεί ο Sophus να μου εξηγήσει ήρεμα.

Η Spero με κοιτάζει επίμονα και δεν ξέρω πώς ακριβώς να ερμηνεύσω τη στάση της. Δε με νοιάζει όμως αυτή τη στιγμή. Δεν υπάρχει περίπτωση να υιοθετήσω κάποιο φωτισμένο παιδί. Μου φτάνουν όλες οι περιπέτειες με την Εχεκράτεια. Δε θα αφήσω να συμβεί ξανά αυτό... Ένα χέρι με ακουμπάει στον ώμο για συμπαράσταση. Είναι ο Ηρακλής και νιώθω σαν να μου μιλάει και να μου λέει ότι καταλαβαίνει πώς νιώθω, αλλά πως πρέπει να ηρεμήσω. Κάνω στην άκρη το χέρι του πιο ήρεμος τώρα από πριν. Κοιτάζω με θυμό τη Spero και συνεχίζει να με καρφώνει ατάραχη με τα μάτια της.

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό» της λέω και η φωνή μου τρεμοπαίζει από την ένταση που νιώθω.

«Δεν καταλαβαίνεις... Άκουσες τι είπε πριν ο Sophus; Ένας δαίμονας την καθοδηγούσε. Μπορεί να πάρει λάθος δρόμο... Μπορεί…» λέει ο Sapientia και τον διακόπτω απότομα.

«Δε θα είναι και η πρώτη» μου ξεφεύγει αυτή η πρόταση μέσα από τα χείλη και, πριν προλάβω καν να μετανιώσω, ο κόσμος γύρω μας μαυρίζει. Όλοι γυρνάμε και κοιτάζουμε τρομαγμένοι τη Spero και, ενώ το σκοτάδι της φουντώνει, το σώμα μου μαζεύεται. Αν μπορούσε να ανοίξει τώρα η γη να με καταπιεί, θα το ήθελα πολύ...

«Ανόητε... Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Αλλά τι περίμενα από κάποιον που δεν ξέρει τι πραγματικά θέλει μέσα του; Έχεις δίκιο» λέει και το μαύρο σιγά σιγά υποχωρεί. Το πρόσωπό της όμως δεν ηρεμεί.

«Δεν είσαι άξιος να σώσεις μια ζωή. Τρέξε όσο πιο μακριά μπορείς από τα προβλήματά σου και μην τα αντιμετωπίζεις. Μείνε για πάντα κρυμμένος στη σκιά της Εχεκράτειας». Οι λέξεις βγαίνουν σαν φωτιά από το στόμα της και την κοιτάζω άγρια, προσπαθώντας να την κάνω να σταματήσει να μιλάει.

«Δεν είναι όλοι ίδιοι ξέρεις. Δεν είναι όλοι δυνατοί. Κάποιοι χρειάζονται βοήθεια. Αλλά εσύ πώς θα δώσεις βοήθεια όταν δεν μπορείς να βοηθήσεις ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό;» μου λέει και ένα πικρό χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη της.

«Σταμάτα!» λέω σιγά μέσα από τα δόντια μου.

«Τι έγινε; Δε σου αρέσει η αλήθεια; Ε, λοιπόν, κοίτα την κατάματα και κατάλαβέ το» μου λέει και κάνει μια κίνηση με το χέρι της πάνω από το τραπέζι. Το γυαλί σαν να χάνεται και εικόνες εμφανίζονται. Βλέπω την Εχεκράτεια να «κοιμάται» μέσα στον ναό του Διός.

«Είπα σταμάτα…» συνεχίζω να της λέω.

«Συγγνώμη για αυτό, αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Πρέπει να καταλάβεις ότι κάποιος χρειάζεται τη βοήθειά σου και όχι εσύ τη δική του πλέον» μου λέει και η εικόνα μπροστά μας αλλάζει... Και παίζει πάλι εκείνη τη σκηνή... Εγώ να κρατάω στο χέρι μου την αστραπή. Εκείνη με δάκρυα στα μάτια μου φωνάζει... Το χέρι μου κουνιέται προς το στήθος της και, όσο και εάν αντιστέκομαι, δεν είμαι αρκετά δυνατός για να σταματήσω... Τη χτυπάω. Το άψυχο σώμα της κείτεται στο πάτωμα πονεμένο, σχεδόν διαλυμένο.

«Σταμάτα αυτή την τρέλα!» ακούω τον Ηρακλή δίπλα μου να φωνάζει, καθώς εγώ κοιτάζω σοκαρισμένος τις εικόνες μπροστά μου. Τα μάτια μου δεν κλείνουν ούτε για μια στιγμή. Δάκρυα τρέχουν και πέφτουν με δύναμη πάνω στα χέρια μου. Η εικόνα αλλάζει και βλέπω μια κοπέλα που δεν έχω ξανά δει. Είναι μια κοπέλα με μακριά πορτοκαλί μαλλιά που κοιμάται σε ένα παλιό, μικρό δωμάτιο. Το σώμα της από τη στάση του φαίνεται φοβισμένο και γύρω της έχει τόσο πολύ σκοτάδι που θα έλεγε κανείς ότι έχει κολλήσει πάνω της.

«Αυτή είναι η κοπέλα για την οποία μιλάμε. Χρειάζεται τη βοήθειά σου... Είσαι ο μόνος που μπορεί να τη φέρει στον σωστό δρόμο» μου λέει η Spero με πιο ήρεμη φωνή.

«Γιατί εγώ;» καταφέρνω να πω.

«Γιατί είναι ένα παιδί λουσμένο με πολύ φως. Τόσο πολύ φως που μέχρι και οι δαίμονες δεν μπόρεσαν να της το πάρουν. Αλλά έχει γεμίσει τη ζωή της με σκοτάδι που τη ρουφάει συνεχώς... Είσαι ο μόνος που μπορείς να ελέγξεις και το φως και το σκοτάδι. Ο μόνος που καταλαβαίνει και τα δύο. Σε χρειάζεται» μου λέει και η εικόνα σβήνει. Τα βήματά της ακούγονται να με πλησιάζουν. Δεν μπορώ να κουνήσω ακόμα το βλέμμα μου…

«Η Εχεκράτεια πέθανε, αλλά θα είναι πάντα εδώ για να σε βοηθάει. Δεν μπορείς όμως να την περιμένεις για να προχωρήσεις. Ναι, σε προσέχει, αλλά πρέπει να συνεχίσεις. Ήρθε η ώρα να κάνεις κάτι παραπάνω από μια απλή ρουτίνα. Ήρθε η ώρα να δώσεις την προσοχή σου σε κάποιον που τη χρειάζεται. Δε σου λέω να την ξεχάσεις. Σου λέω να τη θυμηθείς. Να θυμηθείς ότι δε θυσιάστηκε για κακό. Αλλά για καλό. Δε θυσιάστηκε για να μείνει για πάντα κολλημένη πάνω σου, αλλά για να σου δώσει μέλλον. Κατάλαβε λοιπόν τη θέση σου σε αυτό το τραπέζι και σε αυτόν τον κόσμο και κάνε το σωστό» μου λέει απαλά και με ακουμπάει στον ώμο.

Αυτή η γυναίκα ξέρει πάντα πώς να με ταρακουνάει. Ξέρει πάντα πώς νιώθω και τι χρειάζομαι. Ξέρει πώς να με εκνευρίζει και πώς να με συνεφέρει. Πώς να με προσγειώσει είτε με καλό είτε με άσχημο τρόπο... Δεν μπορώ να μην ακούσω τις σοφές συμβουλές της. Άλλωστε είναι η πρώτη εκλεκτή του Απόλλωνα. Πώς μπορώ εγώ να την αμφισβητήσω; Γυρνάω για να την αντικρίσω. Τα μάτια της είναι ζεστά και ας ήταν πριν λίγα λεπτά οργισμένα. Το χέρι της μου μεταδίδει ελπίδα και σωφροσύνη. Κοιτάζω πάλι το τραπέζι μπροστά μου.

«Θα το κάνω…» ψιθυρίζω και το χέρι της απομακρύνεται από πάνω μου. Πάει πίσω στη θέση της.

«Συγγνώμη, δε σε άκουσα καθαρά» μου λέει και όλοι με κοιτάζουν.

«Είπα θα το κάνω» επαναλαμβάνω και κάθεται πίσω στη θέση της.

«Πολύ καλά τότε. Δεν μπορείς να της φανερωθείς με την αληθινή σου μορφή. Πρέπει να σκεφτούμε σωστά. Δεν μπορείς να της πεις ποιος είσαι. Θα την προσεγγίσεις μόνο ως θνητός. Πρόσεξε όμως. Ποτέ μην ξεχνάς ότι είναι πολύ δυνατή και ότι με το παραμικρό λάθος μπορεί να σε εντοπίσει ή να υποψιαστεί κάτι. Για αρχή θα είσαι ο Μαξ, ένας νεαρός περίπου είκοσι ετών». Μου δίνει μερικές οδηγίες ακόμα, όπως το πού συχνάζει, πώς τη λένε και εγώ απλώς κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου. Πριν λήξουμε το Συμβούλιο ρωτάει:

«Virtus, τι γνωρίζεις για τον Phoenix;» ρωτάει και το βλέμμα μου φωτίζεται. Κοιτάζω με ανυπομονησία τον Virtus.

«Phoenix ήταν ένα πλάσμα του ουρανού. Ήταν ένα πουλί που, όταν ερχόταν η ώρα να πεθάνει, φλόγες το έκαιγαν ζωντανό. Μέσα από τις στάχτες του αναγεννιόταν. Ήταν πανέμορφος και μοναδικός. Δεν είχε ταίρι ή κάποιο παρόμοιο πλάσμα και κάθε φορά που τραγουδούσε, μέχρι και ο ίδιος ο ήλιος σταματούσε για να το απολαύσει. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, οι στάχτες δε γέννησαν ξανά αυτό το πλάσμα. Αλλά, αρχόντισσά μου, δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο ρωτάτε κάτι τέτοιο. Ο φοίνικας ήταν-»

«Ήταν το δώρο του θεού Απόλλωνα πριν με κάνει αρχόντισσα» τον διακόπτει η Spero και την κοιτάζω μπερδεμένος.

«Γνωρίζω πολύ καλά ποιος ήταν ο Phoenix, αλλά έλεγα μήπως υπήρχε κάτι που μου είχε ξεφύγει…» Τι εννοεί;

«Ο Phoenix γεννιέται μόνο για κάποιον λόγο. Αλλιώς το όνομά του χρησιμοποιείται μεταφορικά. Δεν έχω δει όραμα για εκείνον εδώ και αιώνες. Ο Phoenix δε θα γεννηθεί ακόμα. Άρα κάποιος άλλος νεκρός θα γεννηθεί από τις στάχτες του» μου λέει και τώρα καταλαβαίνω τι θέλει να πει.

Η Εχεκράτεια δε μιλούσε πραγματικά για το μυθικό πουλί. Μιλούσε για κάποιον που θα έρθει πάλι πίσω. Μπορεί να μην αναστηθεί πραγματικά, αλλά σαν νεκρός πίσω θα γυρίσει. Κάποιος που ξέρω; Σίγουρα δεν εννοούσε την ίδια. Ήταν τρομαγμένη και απελπισμένη σχεδόν. Μήπως... Μήπως θα επιστρέψει ο Mendacium; Μα πώς είναι δυνατόν; Αφού τον σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια! Αυτό είναι αδύνατον. Το βλέμμα μου διασταυρώνεται με το βλέμμα της Spero και φαίνεται να συμφωνεί στις σκέψεις μου.

Το Συμβούλιο λήγει. Όλοι αποχωρούν και μαζί τους και εγώ. Δεν περιμένω να μιλήσω με τη Spero, άλλωστε δεν ξέρω τι να πω. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Είναι μόνο εικασίες του μυαλού. Δεν μπορούμε να βασιστούμε σε υποθέσεις. Και να επιστρέψει, τι θα κάνει; Δεν μπορεί να μας νικήσει. Εμείς έχουμε το πάνω χέρι προς το παρόν.

«Αυτό το βλέμμα δε μου αρέσει καθόλου…» ακούω τη φωνή του Ηρακλή και γυρνάω για να τον αντικρίσω.

«Ποιο βλέμμα;» προσπαθώ να δείξω ότι δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάει.

«Mortem, κάτι συμβαίνει» με σταματάει και με κοιτάζει εξεταστικά. Κλείνω τα μάτια μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα.

«Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Αλλά κάτι έρχεται. Κάτι μεγάλο» του λέω και μεταφερόμαστε πίσω, μπροστά από τον ναό του Διός. Τον κοιτάζω για μια στιγμή και μια μπουνιά στο μπράτσο με ξυπνάει.

«Δε σε βλέπω και πολύ καλά... Τι θα έλεγες να πάμε μαζί για ένα ποτό;» μου λέει ο Ηρακλής και για μια στιγμή ταρακουνάω το κεφάλι μου.

«Για ποτό;» τον ρωτάω σχεδόν με αηδία. Μα καλά... Τι λέει;

«Στη Γη. Στο Trap…» μου λέει και με τον τόνο του υπονοεί ότι για κάποιον λόγο πρέπει να καταλάβω τι εννοεί. Τον κοιτάζω με απόλυτη σοβαρότητα. Το χέρι του χτυπάει το πρόσωπό του με απόγνωση.

«Φίλε! Το club που συχνάζει η κοπέλα! Έχεις μια αποστολή!» φωνάζει καθώς κάνει χειρονομίες απότομα.

«Α, Ναι! Η κοπέλα... Πώς είπαμε ότι τη λένε;» Πού είναι το μυαλό μου, τέλος πάντων;

«Δεν έχεις καμία ελπίδα, έτσι;» μου λέει με επικριτικό βλέμμα. Τον κοιτάζω με ένα βλέμμα σαν να του λέω συγγνώμη, αλλά δεν ξέρω τι να απαντήσω...

«Τερψιχόρη! Τε-ρψι-χό-ρη!» συνεχίζει να μου φωνάζει και προσπαθώ να βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη.

«Τερψιχόρη, η τέρπουσα με τον χορό της» ψιθυρίζω για να το εμπεδώσω καλά και χαμογελάω.

«Μα έτσι θα πάω πίσω στη Γη; Πώς θα εμφανιστώ έτσι;» λέω κοροϊδευτικά και γελάμε ο ένας με τον άλλον. Με μια κίνηση του χεριού μου μια πύλη ανοίγει μπροστά μας.

«Για μισό λεπτό... Εσύ επιτρέπεται να φύγεις από εδώ;» του λέω πριν ανοίξω την πύλη. Σηκώνει τα χέρια του σαν να μου λέει «Ποιος ξέρει;»

«Στο κάτω κάτω της γραφής είμαι ακόμα άνθρωπος».

«Δόκιμος άρχοντας των ουρανών» τον διακόπτω.

«Ένας παραπάνω λόγος για να έχω το δικαίωμα να πάω στη Γη» μου λέει πονηρά και χωρίς δεύτερη σκέψη ανοίγω την πόρτα. Μια απλή επίσκεψη στη Γη...

Τι μπορεί να πάει στραβά;

Παρασκευή Γκύζη