Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 4)

 Η Τερψιχόρη μπροστά μας με απόλυτα σοβαρό ύφος και αναισθησία μας σημαδεύει. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Με μια κίνηση του αντίχειρά της, βγάζει τις ασφάλειες αργά από τα όπλα.

«USP Match είναι αυτά;» λέει εξεταστικά ο Ηρακλής. Εκείνη γυρνάει το βλέμμα της προς εκείνον και ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη της.

«Εννιά χιλιοστά» του απαντάει και διώχνει μια τούφα μαλλιών από τα μάτια της. Δεν κατεβάζει όμως τα όπλα. Συνεχίζει και χαμογελάει.

«Λοιπόν; Θέλεις να τα δοκιμάσεις;» του λέει και γυρνάει και τα δύο της όπλα προς τα πάνω του.

«Περίμενε!» φωνάζω απότομα καθώς φοβήθηκα ότι πραγματικά θα του ρίξει.
«Όλα είναι μια μεγάλη παρεξήγηση...» της λέω και προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος. Μα πώς στο καλό να είμαι ψύχραιμος με αυτά τα πράγματα να με απειλούν; Η Τερψιχόρη σηκώνει αποδοκιμαστικά το ένα της φρύδι και κουνάει ελάχιστα το κεφάλι της για να συνεχίσω να μιλάω.

«Ήμασταν μέσα στο κλαμπ. Σε είδαμε να κάνεις το σόου σου. Μετά από λίγο φύγαμε και καθίσαμε λίγο να μιλήσουμε. Βασικά εγώ ήθελα να γκρινιάξω για τον χωρισμό μου στον κολλητό μου» της λέω ό,τι πιο πεζό μπορώ να φανταστώ και συνεχίζω. «Σε είδαμε να βγαίνεις από το μαγαζί και είδαμε μετά και τον τύπο πίσω σου.

Μας φάνηκε πολύ ύποπτος και θέλαμε απλώς να σε βοηθήσουμε» τελειώνω όσο πιο ικετευτικά μπορώ. Βγάζει έναν αποδοκιμαστικό ήχο μέσα από τα δόντια της και κοιτάζει ενοχλημένη ψηλά.

«Δε χρειάζομαι τη βοήθειά σας, αγοράκια.» μας λέει και προχωράει προς το μέρος μας. Φτάνει ανάμεσά μας και κοιτάζει τον Ηρακλή. Η επόμενη κίνηση είναι να το βάλει στα πόδια.

«Εάν δε θέλετε μπελάδες σας συνιστώ να κάνετε το ίδιο!» την ακούω να φωνάζει καθώς απομακρύνεται. Μια σειρήνα ακούγεται από μακριά και πανικόβλητοι κοιταζόμαστε με τον Ηρακλή. Ασθενοφόρο!

«Δεν πρέπει να μας δουν» λέει ο Ηρακλής και πάει να φύγει.

«Περίμενε!» του φωνάζω και πάω πάνω από τον αναίσθητο, πλέον, άντρα. Περνάω το χέρι μου πάνω από το τραύμα του και από τα μάτια του. Χαμογελάω ήρεμος και τρέχω προς τον Ηρακλή. Μαζί χανόμαστε στο σκοτάδι και το ασθενοφόρο καταφτάνει μπροστά από το στενό.

«Δε θυμάται τίποτα. Ήταν τρομερά τυχερός! Λίγο ακόμα και θα έσπαγε αρτηρία! Τον χτύπησε όμως σε σημείο που δε θα του αφήσει ούτε σημάδι!» του λέω καθώς απομακρυνόμαστε.

«Κάνεις λάθος. Δεν ήταν εκείνος τυχερός. Εκείνη είναι καταπληκτική σκοπευτής» μου λέει και βάζει δυνατά τα γέλια.

Μου φαίνεται απίστευτο να μπορεί κάποιος να υπολογίσει με τέτοια ακρίβεια μια σφαίρα. Απίστευτο αλλά όχι αδύνατον, όχι πλέον. Συνεχίζουμε να τρέχουμε μερικά τετράγωνα και σιγά σιγά σταματάμε. Λαχανιασμένοι και οι δύο προσπαθούμε να φέρουμε την ανάσα μας σε μια ισορροπία. Φτηνά τη γλυτώσαμε και σήμερα. Θα μπορούσαμε να είχαμε φύγει με καμία σφαίρα φυτεμένη πάνω μας… Ή μπορεί και να φανερωνόμουν και να κατέστρεφα την πρώτη μου αποστολή και την τελευταία ελπίδα της κοπέλας να επιστρέψει πίσω στο φως.

Ελπίδα...

Τι κάνει άραγε η Spero; Έχει τόσες πολλές ευθύνες και τόσα πολλά στο κεφάλι της. Δεν ξέρω εάν εγώ θα τα κατάφερνα στη θέση της. Είναι τόσο δυνατή! Μπορεί να κάνει τόσα πολλά με πειθαρχεία και ακρίβεια. Από την αρχή, πήρε πίσω την αρχική της θέση ως μεγάλη μάντισσα και θεραπεύτρια των κόσμων. Ήδη αυτό από μόνο του είναι τεράστια ευθύνη. Αλλά όχι! Έπρεπε να αναλάβει και άλλες ευθύνες. Τα μάτια της βλέπουν τα πάντα. Μπορεί να ορίζει ποιος χρησιμοποιεί αστρικές πύλες ανάμεσα στους κόσμους, αλλά και τι ενέργειες περνούν μέσα από την Εχεκράτεια. Πολλές φορές έχει τύχει να τη δω να περνάει ώρες ολόκληρες πάνω από το σώμα της σε κατάσταση οραματισμού. Μπορεί να με θεωρήσετε τρελό, αλλά μερικές φορές νομίζω ότι μπορούν και επικοινωνούν. Ελπίζω να μην την απογοητεύσω ξανά, όχι με κάτι τόσο απλό όσο το να τραβήξω κοντά μου έναν απλό θνητό, από τη στιγμή που εκείνη τα κάνει όλα αυτά μόνη της.

«Πεινάς;» μου λέει ο Ηρακλής καθώς πιάνει την κοιλιά του και του απαντάω αρνητικά. «Πώς γίνεται μετά από όλα αυτά να μην πεινάς;» Πώς να του εξηγήσω τώρα ότι δε χρειάζομαι φαγητό για να πάρω ενέργεια; Πώς να του εξηγήσω ότι μπορώ να μείνω χωρίς φαγητό μέχρι και μήνες; Απλό...

«Απλώς δεν πεινάω. Δεν έχω όρεξη μετά από όλα αυτά» του λέω σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά από το στερνό μου. Εκείνος παίρνει μια έκφραση απογοήτευσης και αντιγράφει τη στάση μου.

«Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να πάμε να φάμε κάτι» συνεχίζω και κατ' ευθείαν μου χαμογελάει γεμάτος ευχαρίστηση. Με χτυπάει με δύναμη στην πλάτη και στρίβουμε στη γωνία μπροστά μας.

«Ξέρω το τέλειο μέρος!» μου λέει ενθουσιασμένος και με οδηγεί ανάμεσα στους μαύρους δρόμους. Μα καλά... Πού τη βρίσκει την όρεξη; Περπατάμε εδώ και αρκετή ώρα. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα ανοικτό τέτοια ώρα. Κάποια στιγμή φτάνουμε έξω από μια περιποιημένη, μικρή καντίνα.

Ο Ηρακλής παίρνει ένα τεράστιο σάντουιτς και αρχίζει να το καταβροχθίζει. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι μερικά μέτρα πιο πέρα, σε ένα πάρκο. Δεν υπάρχει κανείς εδώ γύρω. Η ανησυχία δεν έχει φύγει από μέσα μου. Κάτι κακό έρχεται. Αλλά όχι εδώ... Ανησυχώ για τη Spero για κάποιον λόγο. Κοιτάζω με προσοχή γύρω μου και δε βλέπω ούτε νιώθω κανέναν κοντά. Ανοίγω τα χέρια μου και βγάζω ένα μικρό χρυσό φως, σαν νέφος χρυσόσκονης. Μόλις το βλέπει αυτό ο Ηρακλής κοιτάζει και εκείνος γύρω μας και, μόλις σιγουρεύεται ότι το πεδίο είναι ελεύθερο, κοιτάζει μέσα στα χέρια μου. Εικόνες εμφανίζονται ανάμεσα στους κόκκους χρυσού και μας δείχνουν αυτό που θέλω να δω.

Η πρώτη εικόνα είναι στον ναό του Απόλλωνα. Δε μου επιτρέπει να μπω μέσα. Εκεί είναι κάτι σαν το σπίτι της Spero, σαν το κέντρο δύναμής της. Μάλλον έχει προστατέψει το μέρος με μαγεία και δεν μπορώ να δω. Ψάχνω στην τράπεζα. Κανείς δεν είναι εκεί. Οι εικόνες αλλάζουν ξανά και ξανά και επεξεργάζομαι όλο τον κόσμο των ουρανών. Δε φαίνεται τίποτα ασυνήθιστο. Τέλος, πάω στον ναό του Διός. Μπαίνω μέσα και από μακριά βλέπω το σώμα της Εχεκράτειας να αναπαύεται. Τίποτα ασυνήθιστο. Αφήνω την εικόνα να σβήσει και γυρνάω προς τα έξω. Ξαφνικά το χέρι του Ηρακλή με αρπάζει και δείχνει τα χέρια μου.

«Το είδες αυτό! Γύρνα πίσω!» μου φωνάζει καθώς δείχνει τρομαγμένος το νέφος μπροστά μας. Εστιάζω πάλι στην Εχεκράτεια και πλησιάζω. Δε βλέπω κάτι περίεργο.

«Θα ορκιζόμουν ότι κουνήθηκε...» μου λέει χαμηλόφωνα και τον κοιτάζω άναυδος.

«Τι εννοείς; Τι είδες;» τον ρωτάω χωρίς να αλλάξω την εικόνα μπροστά μας.

«Είδα το κεφάλι της να γυρνάει στο πλάι και να μας κοιτάζει. Σαν να ήξερε ότι είμαστε εκεί. Αλλά τα μάτια της ήταν λεύκα και φαινόταν σαν να ζητούσε βοήθεια...» μου απαντάει και κάνει μια κίνηση σαν να ανατριχιάζει.

Κοιτάζω ξανά πιο έντονα μήπως καταφέρω να διακρίνω κάτι. Μαζί μου προσπαθεί να κοιτάξει και ο Ηρακλής και νιώθω ένα κάψιμο στα χέρια μου. Τι συμβαίνει; Πρώτη φορά το νιώθω αυτό. Η θερμοκρασία ανεβαίνει και ξαφνικά η χρυσόσκονη εξαφανίζεται και τη θέση της παίρνει μια δυνατή φλόγα. Αιφνιδιασμένοι πεταγόμαστε όρθιοι και χτυπάω τα χέρια μου πάνω μου για να τα σβήσω. Μόλις καταφέρνω να δω πέρα από τον πανικό, βλέπω τον Ηρακλή να κοιτάζει κάτι πίσω από την πλάτη μου. Το βλέμμα του φαίνεται σχεδόν πανικόβλητο και κρύος ιδρώτας τον λούζει. Με αργές και σταθερές κινήσεις γυρίζω το κεφάλι μου και ακολουθώ το βλέμμα του.

Και αυτό που αντικρύζω με καταστρέφει!

Μπροστά μας η Τερψιχόρη μασουλάει αργά ένα σάντουιτς από την ίδια καντίνα. Κατέστρεψα την αποστολή μου. Είμαστε σοβαροί; Εδώ βρήκε να φάει τέτοια ώρα; Μας επεξεργάζεται και θυμωμένη βγάζει το ένα όπλο της χωρίς όμως να σταματήσει να τρώει. Αυτή η απαξίωσή της μέχρι και σε έναν τυχαίο κίνδυνο με βγάζει εκτός εαυτού. Η ασφάλεια ανοίγει για μια ακόμα φορά.

«Θα μετρήσω μέχρι το τρία και θέλω ήρεμα και ωραία να μου πείτε ποιοι είστε και τι θέλετε» μας λέει επιβλητικά και δαγκώνει μια μικρή μπουκιά.

«Δεν είναι αυτό που-» πάω να ξανά πω.

«Ένα» αρχίζει να μετράει.

«Περίμενε. Μπορώ να σου εξηγήσω...»

«Δύο» συνεχίζει.

«Άσε κάτω το όπλο και θα σου πούμε τα πάντα!» προσπαθώ να τη συνετίσω ήρεμος.

«Τρία».

«Τερψιχόρη, περίμενε!» φωνάζει ο Ηρακλής και το απαξιωτικό της βλέμμα ξαφνικά σοβαρεύει. Γεμίζει συναισθήματα. Θυμός και ταυτόχρονα θλίψη έρχονται στα μάτια της.

«Πώς με είπες;» λέει χαμηλόφωνα και απότομα στον Ηρακλή.

«Άκου. Ξέρουμε πώς σε λένε και χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου» της λέει και την πλησιάζει πολύ αργά με προσεκτικές κινήσεις.

«Μόνο ένα άτομο ήξερε αυτό το όνομα» του λέει με βαριά φωνή.

«Ο Verus. Το ξέρω. Για αυτό χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου» συνεχίζει και εκείνη παίρνει μια βαθιά ανάσα. Εκνευρισμένη βγάζει και το άλλο όπλο.

«Ποιοι είστε;» μας λέει επιβλητικά.

«Είμαστε φωτισμένα παιδιά» της απαντάω και δε φαίνεται να πείθεται. «Όπως και εσύ» προσθέτω και ξαφνικά κάτι στα συναισθήματα και τις σκέψεις της αλλάζει. Κάτι κρύβει.

«Και πώς μπορώ εγώ να βοηθήσω δύο φωτισμένα παιδιά όπως εσείς;» μας ρωτάει πιο ήρεμη αυτή τη φορά και παίρνω τον λόγο.

«Θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια». Δεν έχω ιδέα πώς πρέπει να συνεχίσω. Τι να πω; Ποια αλήθεια; Τελικά οι λέξεις σαν από μηχανής θεός βγαίνουν από το στόμα μου.

«Και εμάς μας εξαπάτησε. Δεν ήταν αυτό που μας έδειξε και δεν καταφέραμε να μάθουμε ποτέ ποια είναι η πραγματική αλήθεια» συμπληρώνω και φαίνεται να πείθεται.

«Τι σημαίνει πράγματι κακό και τι καλό...» ολοκληρώνω και μετά από μερικά δευτερόλεπτα σκέψης κατεβάζει τα όπλα της. Μας κοιτάζει αποδοκιμαστικά και μας κάνει νόημα να την ακολουθήσουμε.

«Εάν κάνετε κάτι λάθος...» μας λέει καθώς την ακολουθούμε. Μια δραματική παύση κάνει τον αέρα κρύο. «...Η σφαίρα θα φαντάζει δώρο μπροστά σε αυτό που θα πάθετε». Νιώθω την ατμόσφαιρα αποπνικτική και παρόλο που δε με φοβίζουν τα λόγια της, η ενέργειά της είναι τόσο επιβλητική που με κάνει να νιώθω το κεφάλι μου βαρύ. Την ίδια αντίδραση έχει και ο Ηρακλής.

«Φίλε, νομίζω ότι τη βάψαμε...» Είναι τα λόγια του μέσα στο μυαλό μου. Μια μεγάλη κόκκινη πύλη υψώνεται μπροστά μας.

Η κοπέλα κοιτάζει εξεταστικά γύρω της και μέσα από το τατουάζ της ξεπροβάλει μια μικρή σκιά, σαν ένα μικρό μαύρο ποντίκι. Ανεβαίνει γρήγορα την πλάτη της και κατεβαίνει το χέρι της. Εκείνη πλησιάζει τα δάχτυλά της κοντά στην πόρτα και η σκιά κατεβαίνει στην κλειδαριά. Η πόρτα ανοίγει. Μας κάνει νόημα να περάσουμε. Δεν προλαβαίνω να δω πολλά πριν κλείσει η πόρτα. Ένα τραπέζι με κεριά. Μερικά πεταμένα βιβλία. Και κάπου μια θήκη σπαθιού. Το απόλυτο σκοτάδι μας περικυκλώνει. Πέρα από το μαύρο της απουσίας του φωτός υπάρχει και ένα άλλο μαύρο...

Δαίμονες...

 Παρασκευή Γκύζη