Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 10)

Προσπαθώ να συνέλθω από τις σκέψεις που με έχουν μαρμαρώσει, όταν ένας δυνατός θόρυβος με προσγειώνει πάλι πίσω στην πραγματικότητα. Αμέσως ψάχνω από πού ήρθε αυτός ο ήχος. Ήταν η Τερψιχόρη. Κοπάνησε με τόση δύναμη την πόρτα του σπιτιού της που μας έκανε να τιναχτούμε ξαφνιασμένοι. Κοιτάζω τον Ηρακλή και τα μάτια μου στενεύουν.

«Δεν πρόκειται να μετανιώσω που σκότωσα δύο δαίμονες μόνο και μόνο για να παρηγορήσω την αμαζόνα με τα όπλα!» του λέω εκνευρισμένος και δείχνω την κλειστή πόρτα. Για μια στιγμή με κοιτάζει σαστισμένος και μετά ηρεμεί.

«Έχεις δίκιο... Αλλά-»

«Αλλά τι, Ηρακλή;» τον ρωτάω. Πρέπει να ολοκληρώσει αυτό που έχει στο μυαλό του.

«Έλα τώρα... Δε νιώθεις καθόλου άσχημα; Εμένα μου φαίνεται ότι παρόλο που δείχνει αναίσθητη, πονάει μέσα της» μου λέει με ένα ύφος που δεν έχω ξανά δει στον Ηρακλή. Απολογείται;

«Και από πότε έγινες εσύ ειδικός στα συναισθήματα; Εγώ νόμιζα ότι είσαι βράχος. Δε σπας με τίποτα» του λέω ειρωνικά και απογοητευμένος με τη στάση μου αποστρέφει το βλέμμα του.

«Τότε ίσως έχω περισσότερα κοινά με την αμαζόνα από ότι έχω με εσένα...» μου λέει σχεδόν ψιθυριστά και προσπαθώ να καταλάβω τι τον έπιασε! Αυτός δεν είναι ο Ηρακλής που ξέρω! Κάτι δεν πάει καλά μαζί του...

Το μεγάλο κενό στη συζήτησή μας ανακοινώνει τη λήξη της. Δεν μπορώ να κάθομαι και να ακούω τα ψυχολογικά του καθενός. Πόσο μάλλον μιας αμαζόνας που χειραγωγεί δαίμονες και κρατάει όπλο! Στη σκέψη της για μια στιγμή ανατριχιάζω ολόκληρος και κοιτάζω τον Ηρακλή. Κοιτάει την κλειστή πόρτα από κάτω μας με ένα μελαγχολικό βλέμμα και μετά κοιτάζει μακριά, σαν να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι δε νοιάζεται. Δεν έχει νόημα αυτή τη στιγμή. Ήδη έχω χάσει πολύ χρόνο, χωρίς κανένα αποτέλεσμα! Τι πρέπει να κάνω; Να ανοίξω τις πύλες και να τους πω «Γεια σας! Ήρθα;» Θα με κατασπαράξουν ή δεν ξέρω και εγώ τι μέσα σε δευτερόλεπτα!

«Τελικά τι έψαχνες εκεί μέσα;» με ρωτάει ο Ηρακλής και γυρνάει το βλέμμα του προς τα εμένα.

«Έψαχνα να βρω στοιχεία για την κόλαση...» του λέω τελικά και τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα.

«Τι εννοείς; Τι τα θέλεις;» με ρωτάει σαν να ξέρει την απάντηση, απλώς θέλει να την ακούσει από εμένα.

«Έχω σκοπό να πάω στην κόλαση... Μόνος μου!» συμπληρώνω καθώς ήξερα την επόμενη πρότασή του. Σαν να τον ακούω...

«Γιατί θες να πας στην κόλαση;» Σοβαρά... Δεν μπορούσες να σκεφτείς λίγο πριν το ρωτήσεις;

«Μήπως γιατί δαίμονες έχουν απαγάγει την Εχεκράτεια με την αστραπή μέσα της και είμαι ο μόνος που μπορείς να φτάσει εκεί;» του φωνάζω και δείχνω απηυδισμένος προς τον ουρανό.

«Καλά καλά, μη φωνάζεις! Και τώρα τι κάνουμε; Έχουμε κανένα στοιχείο;» μου λέει και νιώθω ότι θα καταρρεύσω. Μόνο αποτυχία μέχρι τώρα.

«Κανένα...» του λέω και αρχίζει να χαϊδεύει τα μούσια του. Κοιτάζει σκεπτικός τον ουρανό, λες και εκεί θα βρει την απάντηση.

«Τι θα έλεγες να ζητήσουμε τη βοήθειά της; Είναι η μόνη που μπορεί να βοηθήσει στην παρούσα κατάσταση». Σφίγγω τα μάτια μου με δύναμη και πιέζω τις γροθιές μου, καθώς προσπαθώ με νύχια και με δόντια να μη βάλω πάλι τις φωνές. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και τον κοιτάζω όσο πιο ήρεμος μπορώ.

«Σου φαίνεται καλή ιδέα να προσκαλέσουμε τη Lara Croft και το δαιμονοκρού της σε μια αποστολή για τη σωτηρία του κόσμου;» του λέω και φαίνεται να το σκέφτεται... Τι τον έχει πιάσει, τέλος πάντων;

«Όχι, ε;» Δεν του απαντάω και είμαι έτοιμος να φύγω από εδώ πάνω. «Αν προσπαθούσαμε τότε να αποσπάσουμε πληροφορίες από την ίδια και όχι από τα βιβλία της;» Αυτή του η πρόταση με κάνει να σταματήσω απότομα. Γυρνάω και τον κοιτάζω εξεταστικά.

«Και πώς θα το καταφέρουμε αυτό;» τον ρωτάω καθώς προσπαθώ να καταλάβω πού πάει το μυαλό του.

«Πολύ απλό. Θα της χτυπήσουμε την πόρτα, σαν να μη συνέβη τίποτα και απλώς θα ζητήσουμε λίγο παραπάνω μάθημα» μου λέει και έχει δίκιο. Είναι ριψοκίνδυνο αλλά όχι αδύνατον. Εάν όμως δε βρισκόταν σε τόσο ταραγμένη κατάσταση θα ήταν πιο εύκολο. Όμως δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο...

«Πάμε» του λέω και τον πιάνω από τον ώμο.

«Τι; Κι ολ-» πάει να πει αλλά μεταφερόμαστε πίσω στον δρόμο, λίγα τετράγωνα πιο μακριά. «Φίλε, μην το ξανακάνεις αυτό! Είναι η δεύτερη φορά σε μια μέρα! Είναι απαίσιο!» μου λέει καθώς βήχει από τη ζάλη και έχει στηριχτεί στα γόνατά του. Γελάω και καθώς προχωράω μπροστά τον χτυπάω με συμπαράσταση στην πλάτη.

«Σε ζαλίζει μόνο τις πρώτες εκατό φορές. Μετά το συνηθίζεις» του λέω και προχωρώ προς το κρησφύγετο της Τερψιχόρης.

Περπατούσαμε πολύ αργά. Κάναμε μάλιστα μερικά τετράγωνα παραπάνω, για να αφήσουμε τον χρόνο να κυλήσει. Φτάνουμε τελικά μπροστά από την ασφαλισμένη πόρτα της. Την κοιτάζω καλά καλά σαν να περιμένω ένα σημάδι. Κάτι… Κάτι που θα μου πει εάν κάνω το σωστό ή εάν θα χρειαστεί να το σκάσω. Σηκώνω το δεξί μου χέρι για να τη χτυπήσω και, πριν προλάβω να κουνηθώ, η πόρτα ανοίγει και την αντικρίζω μπροστά μου. Φοράει ένα μαύρο κολλητό τζιν και μια μαύρη μπλούζα με κολακευτικό μπούστο. Ξαφνιάζομαι και ανοιγοκλείνω για λίγο τα μάτια μου, καθώς βλέπω μια μπουνιά να έρχεται κατά πάνω μου. Με γρήγορες κινήσεις κάνω ένα βήμα στο πλάι και πετυχαίνει τον αέρα.

«Είστε τρελοί; Με κατατρόμαξες!» φωνάζει η Τερψιχόρη και προσπαθεί να ηρεμήσει την αναπνοή της.

«Μα καλά... Ποιος νόμιζες ότι ήταν;» τη ρωτάει ο Ηρακλής και σταυρώνει τα χέρια του μπροστά από το στήθος του.

«Δαίμονες...» απαντάει σαν να είναι φυσιολογικό. Αλλά δε βρίσκω τίποτα λογικό από αυτό. Γιατί εκείνη να φοβάται τους δαίμονες; Γιατί να έχει δαίμονες έξω από την πόρτα της; Συνήθως τους έχει μέσα…

«Και πώς θα χτυπούσες έναν δαίμονα με γυμνά χέρια;» τη ρωτάει περίεργος ο Ηρακλής. Τότε εκείνη κάνει γροθιά ξανά το χέρι της και με ένα χαμόγελο φιλάει το δαχτυλίδι στο χέρι της. Εκείνο λάμπει για μια στιγμή και μετά εξαφανίζεται. Είναι ευλογημένο. Μπορεί να τραυματίσει ή να σκοτώσει εύκολα έναν δαίμονα.

«Και ποιος σου είπε ότι είμαι άοπλη;» του απαντάει και κοιτάζω το αριστερό της χέρι στο οποίο κρατάει ένα σπαθί, πιο συγκεκριμένα ένα κατάνα. Έχει κόκκινο πιάσιμο με χρυσή κλωστή που κρέμεται και η λεπίδα του μετάλλου είναι κατάμαυρη. Με μια κίνηση το βάζει πίσω στη θήκη του και μετά εξαφανίζεται. Κοιτάζει απότομα γύρω μας και μετά κάνει στην άκρη για να περάσουμε μέσα.

Όλα καλά μέχρι εδώ.

Αφού δεν μας έκανε φιλέτα για μπάρμπεκιου σημαίνει ότι μας εμπιστεύεται.

Μπαίνουμε μέσα και μας δείχνει τις καρέκλες. Πρώτα πήγε ξανά μέσα στο δωμάτιο του Furorem. Μας κάνει νόημα να περιμένουμε και αυτό κάνουμε, ενώ εγώ ρίχνω συνεχώς κλέφτες ματιές στη βιβλιοθήκη της. Δεν πρέπει να καταλάβει ούτε δευτερόλεπτο ότι ενδιαφέρομαι για τις πληροφορίες που αναγράφονται σε αυτό το απολιθωμένο βιβλίο. Όταν είναι κοντά, πρέπει να κρατάω τα μάτια μου μακριά από το βιβλίο. Μετά από λίγα λεπτά ανοίγει την πόρτα και βγάζει έξω το κεφάλι της.

«Ει! Ποιος από τους δύο σας είναι πιο δυνατός;» μας ρωτάει με αυταρχικότητα στη φωνή της.

«Ο Λυσίμαχος!» απαντάει αμέσως ο Ηρακλής και με σπρώχνει προς το μέρος της. Εκείνη μου κάνει νόημα να την ακολουθήσω και δυστυχώς ξέρω τι θα αντικρίσω. Μπαίνω μέσα στην κρεβατοκάμαρα και το βλέπω λίγο πιο συμμαζευμένο από πριν. Ο Furorem έχει πέσει σε λήθαργο πάνω στο κρεβάτι.

«Άκου. Δεν έχω αρκετή δύναμη για να τον ξυπνήσω. Τα μάγια του είναι πολύ δυνατά. Θέλω να με βοηθήσεις. Απλώς βάλε τα χέρια σου πάνω στα δικά μου. Όλα τα υπόλοιπα θα τα κάνω εγώ» μου λέει και βάζει τα χέρια της πάνω από το στήθος του.

Πρέπει να ελέγξω τι θα βγει από μέσα μου. Δεν μπορώ να την αφήσω να καταλάβει κάτι. Τόσο πολύ τον κοίμισα; Μήπως το παραέκανα; Βάζω τα χέρια μου πάνω από τα δικά της και νιώθω ότι μπορεί να διαχειριστεί τέλεια τις ενέργειες. Ξέρει ακριβώς τι να κάνει με αυτές. Δεν παίρνει περισσότερη ενέργεια από εμένα, πάρα μόνο όση ακριβώς της λείπει. Εάν ήμουν θνητός, η σπατάλη ενέργειας απότομα θα μπορούσε να αποβεί μοιραία, αλλά με τον τρόπο που το κάνει, δε θα δημιουργούσε κανένα πρόβλημα. Είναι πραγματικά καταπληκτική! Οι ενέργειες που ανταλλάσσει για να τον ξυπνήσει βρίσκονται σε τέλεια αρμονία και δε φαίνεται ούτε καν να προσπαθεί για να τα καταφέρει.

«Τι συνέβη;» τη ρωτάω. Υποτίθεται ότι δεν ξέρω τίποτα…

«Κάποιος μπήκε εδώ μέσα και σκότωσε τα αδέρφια του Mus. Ο Furorem ήταν εδώ αναίσθητος και πιστεύω ότι ακόμα ψάχνουν να βρουν τον Θάνατο και τη ζωή. Αλλά δε θα τα καταφέρουν, το ξέρω...» Τα λόγια της απευθύνονται περισσότερο σε εκείνη πάρα σε εμένα, σαν ένα μικρό παραλήρημα της στιγμής.

Ο Furorem ανοίγει τα μάτια του και πετάγεται όρθιος. Εκσφενδονίζομαι μερικά μέτρα μακριά και η Τερψιχόρη πάει γρήγορα και του πιάνει νωχελικά το πρόσωπο. Τον χαϊδεύει καθώς προσπαθεί να τον καθησυχάσει και του ψιθυρίζει στο αυτί. Ο Furorem ηρεμεί. Όσο του μιλάει, το βλέμμα του σοβαρεύει και θυμός έρχεται στην επιφάνεια. Η Τερψιχόρη σηκώνεται όρθια και τον ακουμπάει απαλά στην πλάτη για να τον ακουμπήσει πάλι στο κρεβάτι για να κοιμηθεί. Φαίνεται εξαντλημένος, κάτι που δεν είχα παρατηρήσει νωρίτερα. Ο θυμός μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα κοιμάται ξανά, φυσικά αυτή τη φορά και εμείς αποχωρούμε. Η πόρτα κλείνει και κάθομαι δίπλα στον Ηρακλή ξανά.

«Γιατί επιστρέψατε;» μας λέει με παγερή φωνή καθώς τακτοποιεί κάποια βιβλία.

«Ήρθαμε για να μας μάθεις κι άλλα πράγματα. Ίσως καταφέρουμε πολλά με εσένα δίπλα μας» της λέω όσο πιο πιεστικά μπορώ.

«Όπως τι;» Κακή ερώτηση. Τι θα μπορούσαμε να καταφέρουμε μαζί της; Να φτιάξουμε ομάδα ποδοσφαίρου δαιμόνων;

«Όπως το να μάθουμε και να διδάξουμε και εμείς με τη σειρά μας την αλήθεια. Να κατευθύνουμε τους ανθρώπους στον αληθινό δρόμο. Να τους δείξουμε κάτι που δεν ήξεραν καν ότι θα μπορούσε να υπάρχει» της απαντάει ο Ηρακλής ήρεμος. Σταματάει να τακτοποιεί και έρχεται μπροστά μας με βαριά βήματα.

«Δεν έχω χρόνο για μαθήματα. Έχω ένα ταξιδάκι να κάνω...» μας λέει και σταυρώνει τα χέρια της μπροστά από το στήθος.

«Τι ταξίδι;» τη ρωτάω γεμάτος περιέργεια. Θέλει να ξεσπάσει σε ταξίδια; Καλή ιδέα. Όχι τώρα που σε χρειαζόμαστε!

«Λέω να πάω επισκεφτώ μερικούς παλιούς φίλους στο κέντρο της Γης» μου απαντάει και βγάζει από ένα ράφι μια τσάντα πλάτης.

«Εννοείς ότι θες να πας-»

«Στην κόλαση;» λέω και συμπληρώνει ο Ηρακλής σαν να είμαστε ένας. Εκείνη μας χαμογελάει.

«Πολύ σωστά!»

Τέλεια...

Και τώρα τι;



Παρασκευή Γκύζη