Εξόριστοι (Κεφάλαιο 19)

Λαμπρινή

Η Λαμπρινή καθόταν στο μπαλκόνι και κάπνιζε χαμένη στις σκέψεις της, όταν άκουσε τον Θάνο να μπαίνει στο σπίτι. Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι δίπλα της και έκλεισε την μπαλκονόπορτα πίσω της. Καταλάβαινε πως ήταν μουδιασμένος από τον χτεσινό τους καυγά, είχε στο βλέμμα του κάτι από παραδοχή, δε φαινόταν κανένα ίχνος εριστικότητας.

Μα και εκείνη δεν είχε διάθεση, ούτε να τσακωθεί, μα ούτε καν να μιλήσει. Κάθισε στον καναπέ ξεφυσώντας από την κούραση και τον πλησίασε από πίσω.

-Να σου βάλω να φας;

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Πήγε στο τραπέζι της κουζίνας και άρχισε να μαζεύει τα πιάτα. Τα ακούμπησε στο νεροχύτη και όσο και αν προσπαθούσε να δείξει αυτοσυγκράτηση, τα δάκρυα ήρθαν αβασάνιστα ξαφνικά. Ακούμπησε τα χέρια πάνω στον μαρμάρινο πάγκο και αναλύθηκε σε μικρούς λυγμούς και αναφιλητά.

Ο Θάνος δε σηκώθηκε από τη θέση του, μα έσκυψε το κεφάλι του.

-Τι θέλεις πια από εμένα; της είπε με συγκρατημένη οργή.

Σκούπισε τα μάτια της και προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία της. Γύρισε και τον κοίταξε με μάτια κόκκινα από τον πόνο.

-Εσύ τι θέλεις από εμένα; του είπε.

Ανακάθισε στη θέση του φανερά ενοχλημένος.

-Τι εννοείς μ’ αυτό;

-Το ξέρω ότι μαζί μου έμενες λόγω της Στέλλας. Τώρα όμως εκείνη δεν υπάρχει!

Έκλεισε το στόμα της να πνίξει έναν λυγμό. Ήταν η πρώτη φορά που το έλεγε δυνατά και αυτό εξέπληξε δυσάρεστα και εκείνη και τον Θάνο έτσι όπως ακούστηκε. Ξάφνου τα πόδια της δεν άντεξαν το βάρος αυτού που ξεστόμισε και σωριάστηκε στην καρέκλα δίπλα της.

-Γιατί το κάνουμε αυτό στους εαυτούς μας; είπε σαν να μιλούσε μόνη της. Σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον λίγο λίγο.

Σήκωσε το κεφάλι της αργά και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Η έκφρασή της έγινε σκληρή.

-Δεν πέθανε τελικά μόνο η Στέλλα σε εκείνο το τροχαίο, είπε η Λαμπρινή αργά.

Τα λόγια της είχαν μια παράξενη χροιά, απόκοσμη.

-Και τι θέλεις να κάνω; τη ρώτησε. Θέλεις να φύγω;

Η Λαμπρινή τύλιξε σφιχτά τα χέρια γύρω από τη μέση της. Η προοπτική αυτή πάντα την τρόμαζε.

-Θέλω να προσπαθήσουμε.

-Δε νομίζεις πως είναι λίγο αργά για αυτό πια;

-Το πολύ αργά, είπε η Λαμπρινή σαν χαμένη, ήρθε πολύ νωρίς στη ζωή μου.

Έμεινε να την κοιτά με μια έκφραση που δήλωνε έκπληξη.

-Τίποτα δεν τελειώνει στη ζωή μας, συνέχισε, εάν πρώτα δεν το τελειώσουμε εμείς.

Σηκώθηκε με κόπο και πήγε προς την κρεβατοκάμαρα. Ο Θάνος κάτι πήγε να πει, μα το μετάνιωσε. Η Λαμπρινή κοντοστάθηκε στην πόρτα, μα δεν γύρισε να τον κοιτάξει.

-Νιώθω τόσο κουρασμένη, μονολόγησε. Το μόνο που θέλω πια είναι να κοιμηθώ, να κοιμηθώ τόσο ώστε να μην ξυπνήσω ξανά.

-Λες ανοησίες, της είπε σιγά.

-Νομίζεις; του είπε. Αν αύριο το πρωί εξαφανιζόμουν, δε θα το πρόσεχες καν. Έχω πάψει από καιρό να υπάρχω στη ζωή σου.

Ο Θάνος σηκώθηκε αγανακτισμένος από τον καναπέ και άρπαξε το μπουφάν του.

-Δε θα κάτσω να ακούσω άλλο τις χαζομάρες σου!

-Φύγε! του φώναξε γυρνώντας κλαμένη προς το μέρος του. Μόνο αυτό ξέρεις να κάνεις! Να φεύγεις, να κρύβεσαι!

Έφυγε βροντώντας την πόρτα πίσω του. Ξαφνικά η Λαμπρινή ένιωσε μόνη, ένα κρύο την έχωσε. Άπλωσε το χέρι σάμπως να τον εμποδίσει να φύγει, μα ήταν πια αργά. Σωριάστηκε στο πάτωμα κλαίγοντας.

-Μη φεύγεις, μουρμούρισε μέσα στα αναφιλητά της. Συγγνώμη…

Ηλίας Στεργίου