Δύο Γράμματα της Έλενας Παπαδοπούλου

Το βράδυ είχε πέσει προ πολλού και η οικογένεια Ιακωβίδου είχε βυθιστεί στον ύπνο. Όλοι εκτός από τον πατέρα της οικογένειας. Εκείνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Είχε καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας, πίνοντας αργά ένα ποτήρι κρασί και κοιτώντας τους λογαριασμούς μπροστά του. Με το ζόρι θα τα έβγαζαν πέρα και εκείνο τον μήνα. Τι θα γινόταν όμως από τον επόμενο; Τα χωράφια του δεν επαρκούσαν, για να τους θρέψουν πλέον. Η σοδειά δεν πήγαινε καλά. Έφταιγε ο καταραμένος καιρός. Το κλίμα ήταν πολύ ασταθές, καταρρακτώδεις βροχές ή παρατεταμένες ξηρασίες σκότωναν ό,τι και αν φύτευε. Η γεωργία και η κτηνοτροφία αργοπέθαιναν και η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα τεταμένη. Όλοι ζούσαν με τον φόβο του πολέμου, ειδικά τώρα που τα τρόφιμα τελείωναν. Το νερό επαρκούσε προς το παρόν -λόγω της προηγούμενης παρατεταμένης περιόδου βροχών. Όμως, μια ακόμη ξηρασία θα εξαντλούσε τα αποθέματα των χωρών πολύ γρηγορότερα από όσο νόμιζαν οι περισσότεροι. Και αυτό θα σήμαινε το τέλος, ο Μάριος το ήξερε καλά. Η Γη πέθαινε. Το έβλεπε καθαρά˙ το χώμα του το ψιθύριζε.

Ο Μάριος τελείωσε το κρασί του και έβαλε ακόμη ένα ποτήρι. Αν ξεσπούσε πόλεμος, θα τους πρόφταινε γρήγορα. Η Ελλάδα είχε στρατηγική θέση. Κυρίως, είχε νερό… Η Αθήνα θα έπεφτε πρώτη και σταδιακά θα ακολουθούσαν οι υπόλοιπες περιοχές. Η Κρήτη θα αργούσε λίγο παραπάνω, ειδικά το χωριό του. Τους προστάτευαν η θάλασσα και τα κακοτράχαλα βουνά. Όμως, εν τέλει, η παράδοση ήταν αναπόφευκτη. Ο Μάριος υπολόγιζε πως είχαν περίπου δύο χρόνια, μέχρι να φτάσει η στιγμή της πτώσης, αν δεν ήταν ήδη νεκροί από την έλλειψη τροφής. Ο ανεφοδιασμός ήταν πολύ δύσκολος στο χωριό και τα εγχώρια προϊόντα τελείωναν. Παλαιότερα, είχε την ευκαιρία να φύγει, να πάει στην Αμερική να δουλέψει εκεί. Όταν του είχε γίνει η πρόταση, είχε αρνηθεί. Δεν ήθελε να αφήσει τον τόπο του, τους τάφους της μάνας και του πατέρα του. Όταν η γυναίκα του πέθανε, η προσφορά του έγινε ξανά. Και τότε η απάντηση ήταν ίδια. Πώς μπορούσε να φύγει; Όμως τώρα το μετάνιωνε. Τα σύνορα έκλεισαν λίγο μετά τον θάνατό της, περίπου πριν τρία χρόνια. Κάθε μετακίνηση ανθρώπων ή αγαθών απαγορεύτηκε. Ο καθένας έπρεπε πια να παλεύει μόνο με τις δικές του δυνάμεις.

Το κρασί τελείωσε για δεύτερη φορά, μα δε σηκώθηκε. Παρέμεινε στη θέση του με το κεφάλι του θαμμένο στις παλάμες του και τις σκέψεις του κατακερματισμένες. Ο φόβος τον είχε κυριεύσει και η αναπνοή του έβγαινε με δυσκολία. Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν και τα πάντα θόλωσαν γύρω του. Ήξερε καλά το συναίσθημα. Περίμενε μερικά λεπτά, μέχρι να σταματήσει η καρδιά του τον αγώνα δρόμου και, αφού η αναπνοή του σταθεροποιήθηκε, σηκώθηκε. Μετά από κάθε κρίση πανικού πήγαινε για ύπνο. Τον εξουθένωναν πολύ και σωματικά και ψυχικά. Πέρασε πρώτα από το δωμάτιο των αγοριών, του Κωστή και του Δημήτρη. Κοιμόντουσαν βαθιά, ξεσκέπαστοι, με το παράθυρο ανοιχτό. Κατέβασε τη σίτα τους και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Έπειτα, πήγε στην κρεβατοκάμαρα των διδύμων. Τις φίλησε στο μέτωπο και τις χάζεψε λίγο. Ήταν τόσο γαλήνια τα πρόσωπά τους, που του έφτιαξαν κάπως τη διάθεση. Εγκατέλειψε και το δικό τους δωμάτιο και πήγε στο δικό του. Ο μικρός του γιος ήταν ακόμη ξύπνιος, όπως κάθε βράδυ· τον περίμενε.

«Πήγαινε για ύπνο, Ανδρέα. Τα έχουμε πει αυτά τόσες φορές». Ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα του. Τον σκέπασε και έκλεισε τα μάτια αποκαμωμένος. Κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.



Ο Μάριος άκουσε το ουρλιαχτό του Ανδρέα και πετάχτηκε από το κρεβάτι αναστατωμένος. Κοίταξε γύρω του και έψαξε με το βλέμμα του τον γιο του. Είχε πέσει από το κρεβάτι. Ξανά. Η γυναίκα του ήταν πάντοτε καλύτερη στο να τον χειρίζεται, στο να αναγνωρίζει έγκαιρα τις ανάγκες και τα προβλήματα του Ανδρέα. Όμως και εκείνος έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Μακάρι να τον βοηθούσε περισσότερο. Είχε ακούσει για έναν γιατρό, αλλά δεν είχε χρήματα να τον καλέσει. Σήκωσε το παιδί του από το πάτωμα και τον τοποθέτησε ξανά πάνω στο κρεβάτι.

«Είμαι χαζός, Ανδρέα μου, και σε ταλαιπωρώ χωρίς νόημα τόσο καιρό. Κοίτα να δεις τι θα κάνουμε, μεγάλε» του είπε με στοργή και, αφού έβγαλε το κομοδίνο, κόλλησε το κρεβάτι στον τοίχο.

«Τώρα είσαι άρχοντας» είπε με χαρά και αγκάλιασε τον ταραγμένο έφηβο. «Μη φοβάσαι, αγόρι μου. Πέρασε τώρα. Δε θα ξαναγίνει, πάντοτε θα σε προσέχω, ό,τι και αν γίνει. Ο μπαμπάς είναι δίπλα σου. Δεν είμαι σαν τη μαμά σου, αλλά προσπαθώ και βελτιώνομαι, έτσι δεν είναι;» του είπε και εισέπραξε μερικούς άναρθρους ήχους ως απάντηση. «Αν μιλούσες, θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα» είπε και αναστέναξε. Απολογήθηκε αμέσως˙ δεν έπρεπε να το είχε πει. Ο Ανδρέας άρχισε να κάνει μερικές ακατανόητες χειρονομίες. Κραυγές δραπέτευαν από το στόμα του.

«Τι είναι, Ανδρέα, αγόρι μου; Δεν καταλαβαίνω τι έγινε. Τι μου δείχνεις;» είπε ενοχλημένος από τις φωνές και τις κινήσεις που δε σταματούσαν. Ακολούθησε τα χέρια του εφήβου, όσο πιο υπομονετικά μπορούσε. «Τι θες από το τραπέζι;» ρώτησε τελικά όταν κατάλαβε. «Μόνο λογαριασμοί είναι εκεί» του είπε, όμως το παιδί του συνέχισε να κάνει τις ίδιες χειρονομίες. Κουρασμένος, σηκώθηκε και πλησίασε το παλιό γραφείο της γυναίκας του και άρχισε να ψάχνει.

Τακτοποίησε τους ανοιγμένους φακέλους στην άκρη και, αφού δε βρήκε τίποτα, άνοιξε τα άδεια συρτάρια και τα έβγαλε από τις θέσεις τους. Άρχισε να ψηλαφίζει με τα δάχτυλα του το έπιπλο, μέχρι που ένιωσε ένα χαρτί κολλημένο με ταινία. Κοίταξε τον γιο του με γουρλωμένα μάτια και εκείνος του χαμογέλασε. Έσκυψε και ξεκόλλησε το χαρτί που είχε κιτρινίσει από την υγρασία. Ήταν διπλωμένο στη μέση και απέξω έγραφε το όνομά του με πλάγια καλλιγραφικά γράμματα.

«Αλεξάνδρα» ψέλλισε και κάθισε στο κρεβάτι, γιατί ένιωθε πως τα πόδια του δε θα τον κρατούσαν αν έμενε όρθιος. Τα χέρια του έτρεμαν από την ταραχή και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Του έλειπε τόσο πολύ, που ήταν αβάστακτο. Μόνο στη σκέψη πως θα διάβαζε κάτι δικό της, θα άκουγε κάπως τη φωνή της, η καρδιά του φτερούγιζε.

«Γιατί έπρεπε να φύγεις, Αλεξάνδρα; Γιατί μας άφησες; Ήσουν τόσο νέα, είχες μια ζωή μπροστά σου, έναν άντρα που σε λάτρευε και πέντε παιδιά. Γιατί διάλεξες τον θάνατο από εμάς; Γιατί, αγάπη μου, με άφησες;» άρχισε να μονολογεί κοιτώντας το γράμμα, ανήμπορος να το ανοίξει. «Σε ευχαριστώ, αγόρι μου» είπε τελικά, μάζεψε όσο κουράγιο του είχε απομείνει και ξεδίπλωσε το γράμμα.




Αγαπημένε μου Μάριε,

Μου λείπεις πολύ. Το αίσθημα με πονάει, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν το έχω νιώσει ακόμη. Μακάρι να μπορούσα να γεμίσω αυτό το γράμμα με γλυκά λόγια και ενθαρρυντικές λέξεις. Τι λέω; Μακάρι να μη χρειαζόταν καν να το γράψω, αλλά δεν έρχονται πάντα όπως τα θέλουμε τα πράγματα.

Μάριε, διάβασε προσεκτικά. Είχες δίκιο από την αρχή και ας μη σε πίστευαν στο χωριό. Τίποτα από ό,τι συμβαίνει με τον καιρό δεν είναι φυσιολογικό. Το τέλος θα έρθει, όπως ακριβώς φοβόσουν και η ζωή στη Γη θα πάψει να υπάρχει. Ο πλανήτης θα χαθεί από τα χέρια μας. Δε θα μείνει τίποτα, ούτε ένα ίχνος της ανθρωπότητας.

Το κλίμα από εδώ και πέρα μόνο θα χειροτερεύει. Η Γη προσπαθεί ακόμη να μας θυμίσει ποιος κάνει κουμάντο. Ασθένειες θα έρθουν. Μετά πείνα, δίψα και πόλεμος. Κανείς δε θα κερδίσει. Το τέλος, σου το λέω, θα έρθει σύντομα. Εγώ και εσύ είμαστε ήδη χαμένοι, μην ελπίζεις, θα είναι καλύτερα έτσι. Όμως τα παιδιά μας μπορούν να σωθούν. Ο Ανδρέας είναι το κλειδί. Μπορεί να τους πάρει μαζί του όταν έρθει η ώρα. Στην πραγματικότητα, εφόσον διαβάζεις το γράμμα μου, η στιγμή έφτασε.

Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου μιλήσω. Αν το κάνω, πρέπει να σε πάρω μαζί μου. Δε θέλω να μείνουν τα παιδιά μας ορφανά. Είναι δύσκολο, αλλά έπρεπε να μάθω, να βεβαιωθώ πως θα ζήσουν. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Θα φύγω σήμερα κιόλας, μόλις κοιμηθείς… Να είσαι γενναίος και να εμπιστεύεσαι τον Ανδρέα. Σε αγαπάω πολύ και ελπίζω να ανταμώσουμε γρήγορα.

Σε φιλώ γλυκά, η Αλεξάνδρα σου.




Ο Μάριος έκλεισε το γράμμα και το έχωσε στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού του. Κοίταξε τον γιο του, παλεύοντας να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του.

«Τι στον διάολο, Ανδρέα; Γιατί τώρα; Γιατί αποφάσισες να μου δείξεις, ύστερα από τόσα χρόνια, ότι η μητέρα σου είχε αφήσει κάτι τέτοιο; Αν ήξερα ότι σχεδίαζε να-» δεν ολοκλήρωσε. Δεν άντεξε να το πει φωναχτά. «Μπορεί να την είχα βοηθήσει με κάποιο τρόπο, να την είχα αποτρέψει. Την έχασα τόσο νέα. Γιατί;»

Δεν περίμενε απάντηση.

Ξεφύσησε αγανακτισμένα.

Πλησίασε τον Ανδρέα, για να τον σκεπάσει, πριν πάει στην κουζίνα. Έπρεπε να ξαναδιαβάσει το γράμμα. Όμως ο γιος του σηκώθηκε απότομα πριν τον φτάσει. Ο Μάριος έμεινε να τον κοιτάζει σαν χάνος. Δεν είχε σηκωθεί ποτέ μόνος του -δεν ήταν ποτέ δυνατός. Δεν είχε μιλήσει, δεν καταλάβαινε πολλά, ή έτσι του φαινόταν. Και τώρα στεκόταν όρθιος μπροστά του και τον κοιτούσε κατάματα. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να συνέλθει από την ταραχή και έπειτα άνοιξε το στόμα του, αλλά δεν πρόλαβε να μιλήσει.

«Την άκουσες, μπαμπά. Πρέπει να με βοηθήσεις» άκουσε μέσα στο κεφάλι του. Τα χείλη του Ανδρέα δεν είχαν κουνηθεί. Παρέμενε ανέκφραστος, παρόλο που η φωνή ακουγόταν επιτακτική και ταραγμένη.

«Πώς;» ψέλλισε δίχως να καταλαβαίνει τι γινόταν γύρω του.

«Δεν είμαι μόνος, μπαμπά. Αν αργήσω, θα φύγουν και δε θα μπορώ να σώσω κανέναν από τους υπόλοιπους. Ξύπνησέ τους και ακολουθήστε με». Τα ίδια ακίνητα χείλη. Σκληρά αμετακίνητα χαρακτηριστικά. Αλλά η φωνή…

«Ποιοι θα φύγουν, Ανδρέα; Τρελάθηκες, αγόρι μου;»

«Οι Άλλοι, μπαμπά, αυτοί που με έφεραν εδώ. Εμένα και όλους τους άλλους. Γρήγορα» του φώναξε ο Ανδρέας. Κανένα νόημα... Ποιος από τους δύο ήταν ο τρελός; Η Αλεξάνδρα όμως του έλεγε να τον εμπιστευτεί. Και έτσι θα έκανε. Ο Μάριος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος μέσα στο σπίτι ξυπνώντας τα παιδιά και ντύνοντας τα κορίτσια. Μόλις πέντε χρονών… Πώς θα τις αποχωριζόταν;

Τις έπιασε από το χέρι και μαζί με τους γιους του βγήκαν έξω και άρχισαν να τρέχουν ακολουθώντας τον Ανδρέα. Κανείς δεν καταλάβαινε πού πήγαιναν, απλώς έτρεχαν. Ο Ανδρέας τους έριχνε συχνά βλέμματα, ελέγχοντας μη μείνουν πίσω. Καθυστερούν πολύ, σκέφτηκε με τρόμο. Έκοψε λίγο ταχύτητα και άρπαξε τις αδερφές του -χωρίς να σταματήσει.

«Τρέξτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Και μετά ακόμη πιο γρήγορα». Ο χρόνος έκανε το ίδιο. Βέβαια, μόνο ο Ανδρέας τον καταλάβαινε. Όταν έφτασαν κοντά σε ένα γκρεμό, ησύχασε και σταμάτησε να κοιτάζει ανήσυχα το ανύπαρκτο ρολόι στο χέρι του.

«Προλάβαμε. Είστε όλοι καλά;»

«Πού είμαστε; Τι προλάβαμε;»

«Μπαμπά, δεν έχουμε χρόνο. Η μαμά έχει αφήσει ένα ακόμη γράμμα με όσα πρέπει να ξέρεις. Αν το διαβάσεις, θα έχεις την ίδια μοίρα. Αν όχι, θα ζήσεις να δεις το τέλος. Το γράμμα είναι κρυμμένο στην κουζίνα, στο ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη. Τώρα, πες αντίο» του είπε με άγριο τόνο στο κεφάλι του. Ο Μάριος δεν καταλάβαινε απολύτως τίποτα, μα τα λόγια της Αλεξάνδρας ηχούσαν στο κεφάλι του. «Εγώ και εσύ είμαστε ήδη χαμένοι, μην ελπίζεις, θα είναι καλύτερα έτσι. Όμως τα παιδιά μας μπορούν να σωθούν». Αν υπήρχε έστω και μια πιθανότητα να ζήσουν τα παιδιά τους, θα την άρπαζε, όποιο και αν ήταν το κόστος. Έτσι, αγκάλιασε τους γιους του για τελευταία φορά, φίλησε την Αθανασία και τη Μαριάννα στη βάση του κεφαλιού και τους ψιθύρισε μερικά λόγια. Ούτε που θυμόταν τι έλεγε. Η τελευταία κουβέντα του ήταν ένα «σας αγαπώ» γεμάτο σπαραγμό, πριν ο Ανδρέας τον χτυπήσει απαλά στον ώμο και τα πάντα γύρω του χαθούν.

Όταν άνοιξε τα μάτια, ήταν πίσω στο σπίτι. Πήγε τρέχοντας στα δωμάτια, μα κανένα παιδί δεν ήταν εκεί. Είχαν φύγει, ήταν αλήθεια, συνειδητοποίησε και γύρισε τρεκλίζοντας στην κουζίνα. Άνοιξε αμέσως το ντουλάπι και δεν άργησε να βρει το γράμμα που του είχε πει ο Ανδρέας, μα δίστασε να το ανοίξει. Δεν ήξερε ποια ήταν χειρότερη μοίρα, να δει το τέλος όλων ή να προκαλέσει το δικό του; Η Αλεξάνδρα είχε χρησιμοποιήσει σκοινί, μα εκείνος φοβόταν τον πόνο, φοβόταν τον θάνατο. Για λίγη ώρα αμφιταλαντεύτηκε, μα τελικά αποφάσισε πως έπρεπε να μάθει αν τα παιδιά του ήταν ασφαλή. Έβαλε ένα ποτήρι κρασί, το ήπιε μεμιάς και έπειτα κάθισε στην κουνιστή καρέκλα του σαλονιού και το άνοιξε, καλωσορίζοντας μαζί με τη γνώση και τον θάνατο.




Αγαπητέ Μάριε,

Το ήξερα! Το ήξερα πως θα το άνοιγες τελικά. Ποτέ δεν αμφέβαλλα για την αγάπη που έχεις στα παιδιά μας και για τη δύναμη που κρύβεις μέσα στην ψυχή σου. Σε ευχαριστώ που δε με απογοήτευσες.

Ήρθε τώρα η ώρα να μάθεις. Η Γη χάνεται και εμείς μαζί της. Όμως, κάποιοι από εμάς θα επιβιώσουν. Οι Άλλοι φρόντισαν για αυτό. Προέβλεψαν τα πάντα, με έναν τρόπο που δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Έστειλαν χαρισματικούς γόνους, για να μας βοηθήσουν. Παιδιά σαν τον Ανδρέα μας γεννήθηκαν μέσα σε ένα χρόνο σε όλα τα μέρη του κόσμου. Τα αποκαλούν καβούκια. Το σώμα τους είναι εδώ, μα η ψυχή τους όχι. Για αυτό δε μιλάει, αλλά μας καταλαβαίνει. Στέλνει δεδομένα πίσω στους δικούς του, βοηθώντας τους Άλλους να διαλέξουν τις οικογένειες που αξίζουν να σωθούν. Η επιλογή έγινε. Εφόσον διαβάζεις το γράμμα, παιδιά μας έφυγαν.

Θα ζήσουν, αγάπη μου, μακριά μας, σε έναν άλλο γαλαξία. Οι Άλλοι θα τα φροντίσουν μέχρι να μεγαλώσουν και ο χρόνος θα ξεκινήσει από την αρχή. Θα είναι η πρώτη γενιά σε έναν πλανήτη που θα δει πολλές. Θα χτίσουν μια νέα κοινωνία, καλύτερη από αυτή που ζούμε τώρα. Μη φοβάσαι για αυτά, όλα θα πάνε καλά.

Όσο διαβάζεις, τα παιδιά μας εγκαταλείπουν τη Γη. Κανείς δεν πρέπει να το ξέρει. Μόνο όσοι επιλέχθηκαν θα φύγουν. Αν μαθευτεί, θα καταστραφεί η ευκαιρία τους, για αυτό οι Άλλοι είναι πολύ αυστηροί: οι γονείς μπορούν να μάθουν, αλλά δεν μπορούν ούτε να έρθουν ούτε να ζήσουν. Συγγνώμη που σε άφησα μόνο, αλλά μια μάνα πάντα ανησυχεί υπερβολικά. Έπρεπε να τα φροντίσω. Υπάρχουν και άλλα, μα νομίζω έγραψα αρκετά. Είναι ήδη πολύ επικίνδυνο.

Τα παιδιά είναι ασφαλή, χαρούμενα και κυρίως ζωντανά. Μέσα στο φάκελο υπάρχει ένα χάπι.

Τα λέμε στην άλλη πλευρά.

Η Αλεξάνδρα σου.




Ο Μάριος σηκώθηκε από την καρέκλα και κάθε ίχνος φόβου ή αμφιβολίας είχε χαθεί. Κατάπιε το χάπι και έκαψε το γράμμα. Έπειτα ξάπλωσε και πέθανε λίγο αργότερα. Η Αλεξάνδρα ήταν δίπλα του όλη την ώρα, τον παρατηρούσε και τον πρόσεχε. Ήξερε πόσο αγχωτικό ήταν στην αρχή να ζει κανείς όπως εκείνη και οι υπόλοιποι γονείς. Χάιδεψε το πρόσωπο του άντρα της και περίμενε υπομονετικά το πνεύμα του να εισέλθει στη νέα διάσταση. Οι Άλλοι τους είχαν επιτρέψει να μπορούν να βλέπουν τα παιδιά τους, να κινούνται στις διαστάσεις, να παραποιούν τον χρόνο, με μια προϋπόθεση: να μεταφέρουν τα μηνύματά τους. Ήταν μεγάλο το κόστος, αλλά άξιζε.

Η Αλεξάνδρα χάζεψε λιγάκι τριγύρω της τις εικόνες που άλλαζαν διαρκώς και τον χρόνο που κινούνταν χωρίς σειρά. Κοίταξε τις θολές φιγούρες που έτρεχαν γύρω της ακατάπαυστα κουβαλώντας φορτία. Απορροφήθηκε. Σχεδόν δεν κατάλαβε την άφιξη του άντρα της.

«Τι είναι αυτό;» τον άκουσε να λέει. Δεν απάντησε. Έπεσε στην αγκαλιά του και τον φίλησε με λαχτάρα.

«Καλώς ήρθες στις Διαστάσεις. Είσαι έτοιμος να δεις το νέο σπίτι των παιδιών μας;» τον ρώτησε ενθουσιασμένη και, αφού εκείνος συμφώνησε, του έπιασε το χέρι και άρχισε να αλλάζει τις εικόνες γύρω της φτιάχνοντας το παζλ, ενώνοντας χρόνο και χώρο μέχρι που τον είδε: ο νέος πλανήτης ανοιγόταν μπροστά τους, καταπράσινος, γεμάτος καθαρό νερό και παιδικά γέλια.

Ναι, άξιζαν όλα για να το δουν αυτό!

Έλενα Παπαδοπούλου