«Πάλι συναγερμός! Και στην ίδια διεύθυνση!» γκρίνιαξε ο Γιώργος.
Το περιπολικό ανέβαινε με ταχύτητα την κεντρική λεωφόρο, που χώριζε στη μέση το πλούσιο προάστιο που αστυνόμευαν. Η σειρήνα του ούρλιαζε στα εκατόν είκοσι ντεσιμπέλ και έκανε τα αυτιά του να υποφέρουν.
«Κλείσ’ το γαμώτο, συναγερμός είναι, όχι ληστεία» μουρμούρισε.
Τόσα χρόνια στην αστυνομία –πάντα σε περιπολίες– είχε δει σχεδόν τα πάντα. Σήμερα του είχαν δώσει για οδηγό έναν πιτσιρικά –κατευθείαν από τη σχολή– που νόμιζε πως ήταν ο Μελ Γκίμπσον στο «Φονικό όπλο». Από τις έξι τα ξημερώματα, που είχε αρχίσει η βάρδιά τους, είχαν αναγκαστεί να ελέγξουν άλλες δύο φορές το εν λόγω σπίτι. Όλα ήταν εντάξει, κάποιο βραχυκύκλωμα του συναγερμού, αλλά στη δουλειά τους δεν μπορούσαν να επαναπαυθούν. Μια φορά να συμβεί στ’ αλήθεια και την είχαν πατήσει. Έπρεπε να πάνε και τρίτη φορά να σιγουρευτούν.
«Δεν πειράζει, προϊστάμενε. Ευκαιρία να ξαναδώ και τα μουνάκια» του απάντησε πονηρά ο Νίκος, ενώ άλλαζε ταχύτητες σαν τρελός.
«Τα ποια;» ρώτησε ενοχλημένος ο Γιώργος.
Δεν του άρεσαν αυτού του είδους οι λέξεις, εκτός από τις περιπτώσεις που αποτελούσαν μέρος του σεξ. Θεωρούσε την ελληνική γλώσσα πολύ πλούσια και περιττή τη χρήση τέτοιων εκφράσεων, για να αποδοθεί οποιαδήποτε έννοια. Παρ’ όλα αυτά, ανήκε στη μειονότητα και είχε σταματήσει να εξωτερικεύει τις αντιρρήσεις του, καθώς κανείς δεν του έδινε σημασία. Όταν ανακάλυψε πως και γυναίκες τις χρησιμοποιούσαν για το φύλο τους,
αποφάσισε να μην ασχολείται πλέον με το θέμα.«Τα μουνάκια, βρε προϊστάμενε, έχει δυο καυλάκια εκεί μέσα... Γάμα τα!» διευκρίνισε ο Νίκος, πιστεύοντας μάλλον ότι, λόγω διαφοράς ηλικίας, ο Γιώργος δεν ήξερε την τρέχουσα ορολογία.
Α... Μάλιστα! Γι’ αυτό δεν κάνουμε δουλειά, σκέφτηκε ο Γιώργος.
Ο μικρός δίπλα του, αντί να κάνει συστάσεις, έβλεπε τις όμορφες μικρές και ξετρελαινόταν.
«Αυτήν τη φορά θα πάω εγώ, Νικόλα, μήπως και τελειώσουμε σήμερα!» του απάντησε και χαμογέλασε, όταν είδε την έκφραση απογοήτευσής του νεαρού δίπλα του.
Είχαν πια φτάσει. Ο Γιώργος βγήκε από το περιπολικό, άνοιξε την αυλόπορτα και χάθηκε στον κήπο που περιστοίχιζε την όμορφη έπαυλη.
«Κυρία... Θ’ ανοίξετε εσείς τελικά;» ρώτησε η Κατερίνα τη Γιάννα, μόλις άκουσε το κουδούνι.
Η τελευταία ξεκούμπωσε δύο κουμπιά από την ασημί σατέν ρόμπα, που είχε φορέσει επιμελώς ατημέλητα επάνω της. Μέσα από τη ρόμπα ήταν ολόγυμνη –εκτός από το κάτω μέρος ενός μαγιό– και με την παραμικρή κίνηση του κορμιού της αυτό φαινόταν ολοκάθαρα. Η ξανθιά μάγισσα έτρεξε προς την πόρτα έτοιμη να τρελάνει τον νεαρό αστυνόμο. Έριξε τα μαλλιά της στην αριστερή πλευρά του λαιμού της, τσίμπησε τις θηλές της να σκληρύνουν και να φαίνονται έντονα και άνοιξε την πόρτα χαμογελαστή.
Αυτός δεν είναι πιτσιρικάς! Ήταν η πρώτη αντίδρασή της.
Αντί για ένα εικοσάχρονο παιδί, αντίκριζε έναν ώριμο άντρα γύρω στα τριάντα – όπως υπολόγιζε.
«Καλημέρα σας, περάστε μέσα, σας παρακαλώ» απάντησε, ενώ αυθόρμητα προσπάθησε να συμμαζέψει το ντύσιμό της.
Αφότου πέρασε η πρώτη αμηχανία, μπορούσε να τον παρατηρήσει καλύτερα. Ενώ δεν είχε κάποιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό, όλα επάνω του εξέπεμπαν μια αρμονία, ένα φως. Τον συμπάθησε αμέσως και ας μην τον ήξερε παρά ελάχιστα λεπτά. Το πιο εντυπωσιακό ήταν η ματιά του. Ένα «καθαρό» βλέμμα κατευθείαν μες στα μάτια της. Όταν του άνοιξε την πόρτα, ήξερε πολύ καλά τι θέαμα παρουσίαζε με την εμφάνισή της. Και όμως, εκείνος κοιτούσε μόνο το πρόσωπό της και έμενε το ίδιο ευγενικά χαμογελαστός. Αν δεν ήταν γκέι, σίγουρα δεν ήταν συνηθισμένος άντρας. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος το κατάφερνε αυτό μαζί της.
Ααα... Δε θα τα πάμε καλά, ποιος νομίζει ότι είναι και το παίζει άνετος! σκέφτηκε η Γιάννα πεισμώνοντας.
Ο Γιώργος προχώρησε μες στο τεράστιο καθιστικό, ενώ η Γιάννα έκλεινε την πόρτα πίσω τους. Μόνο τότε μπόρεσε να ανασάνει κανονικά. Όταν άνοιξε η πόρτα, είχε κρατήσει άθελά του την αναπνοή του στη θέα της κατάξανθης γυναίκας με το παγερό λευκό δέρμα, που είχε εμφανιστεί στο κατώφλι. Φυσικά, δε θα άφηνε ποτέ να φανεί η ταραχή του μπροστά της.
Στα τριάντα τέσσερά του, είχε βαρεθεί να ενισχύει την αυταρέσκεια κάθε ωραίας γυναίκας, που συναντούσε στη ζωή και στη δουλειά του. Και είχε συναντήσει πολλές. Οι περισσότερες παρίσταναν τις δυναμικές, για να καλύπτουν την ανασφάλειά τους. Όλες μα όλες επιζητούσαν τη δημιουργία κλαμπ θαυμαστών γύρω τους, για να νιώθουν όμορφα, χωρίς καν να γνωρίζουν τι σήμαινε αυτό! Διότι καμιά δεν μπορούσε να εξηγήσει για ποιον λόγο, ενώ σε άλλους τομείς της ζωής τους ήταν πετυχημένες, στα είκοσι οκτώ, τριάντα ή τριάντα πέντε τους, οι φορές που είχαν έρθει σε οργασμό ήταν μετρημένες στα δάχτυλα. Και θεωρούσαν απλώς τον εαυτό τους ανοργασμικό.
Εκείνος κάθε φορά χαμογελούσε ειρωνικά, γιατί ήξερε ότι έλεγαν βλακείες. Δεν υπάρχουν ανοργασμικές γυναίκες. Και κάθε φορά ξεκινούσε απ’ την αρχή να τους μαθαίνει πράγματα που έπρεπε να γνωρίζουν ήδη πριν από πολλά χρόνια, από την εφηβεία τους. Φυσικά πετύχαινε πάντα, δεν ήταν δύσκολο, άλλωστε δεν ήταν καμιά επιστήμη να προκαλέσει κανείς οργασμό, καμιά μαγκιά, καμιά ιδιαίτερη τεχνική. Μπορούσαν να το κάνουν όλοι οι άντρες! Τότε γιατί δεν το έκαναν; Δεν ήξερε να απαντήσει. Όταν θεωρείς κάτι αυτονόητο και οι υπόλοιποι όχι, ή εσύ είσαι παράλογος ή εκείνοι. Η λογική λέει πως συνήθως οι πολλοί έχουν το δίκιο και γνωρίζουν το σωστό, στην περίπτωση αυτή όμως κάτι πήγαινε λάθος.
Το σωστό ή λάθος δεν αποδεικνύεται από την επίτευξη ή όχι του επιθυμητού αποτελέσματος;
Όταν, λοιπόν, ο γυναικείος οργασμός επιτυγχάνεται σε τόσο μικρό ποσοστό, η λογική έχει κάνει λάθος. Οι πολλοί πρέπει να αλλάξουν πορεία, και το εν λόγω εγχείρημα είναι από δύσκολο ως ακατόρθωτο. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο το ότι δε θα ήθελαν να το κάνουν –οι περισσότεροι τουλάχιστον άντρες– αλλά πώς να προσπαθήσεις να κάνεις κάτι, όταν δε γνωρίζεις καν ότι υπάρχει; Αν δεν είχες γευτεί σοκολάτα, θα σε απασχολούσε η έλλειψή της; Ποτέ! Απλώς δε θα σε ένοιαζε.
Τι στον διάολο! Το κλασσικό φετίχ με τη στολή λειτουργεί και σε εμένα; αναρωτήθηκε η Γιάννα, καθώς έψαχνε να βρει δικαιολογία στο γιατί έβρισκε σέξι τον άντρα που περπατούσε μπροστά της ψάχνοντας το κουτί του συναγερμού.
Ήταν περίπου στο ύψος της, με μεγάλες πλάτες, επίπεδη κοιλιά και μικρούς σφιχτούς γλουτούς, που τονίζονταν από το λεπτό υφασμάτινο παντελόνι της καλοκαιρινής του στολής. Η όλη εικόνα μαρτυρούσε κάποιο είδος άσκησης αλλά όχι γυμναστήριο. Χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς τον λόγο, είχε ήδη αποφασίσει να ανακαλύψει περισσότερα γι’ αυτόν.
Ο Γιώργος έψαχνε μες στον απέραντο χώρο για το κουτί του συναγερμού. Το σπίτι του χωρούσε άνετα μες στο χάος που εκείνη είχε για σαλόνι. Περνώντας από ένα διακοσμητικό σιντριβάνι με επένδυση από καθρέφτες, είδε τη θεά που τον ακολουθούσε να τον κοιτάζει από την κορυφή ως τα νύχια χαμογελώντας. Στα χρόνια υπηρεσίας του, είχε μπει –λόγω της δουλειάς του– σε πάρα πολλά σπίτια και είχε γνωρίσει μερικές από τις μετέπειτα συντρόφους του. Ποτέ όμως δεν πίστεψε ότι είχε κάτι ιδιαίτερο. Απλώς προσπαθούσε να αισθάνεται καλά με τον εαυτό του, περπατούσε πολύ και δεν κάπνιζε. Όσα χρόνια ήταν να ζήσει, ήθελε να είναι με όσο το δυνατό λιγότερες ασθένειες και πόνους και πάρα πολύ έρωτα. Ευτυχώς για την ώρα τα είχε καταφέρει καλά· ήταν σε άριστη φυσική κατάσταση. Αν εξαιρούσε κανείς τις ρυτίδες στο πρόσωπο, που μάλλον είχαν μείνει σαν παράσημο από τα γέλια, μπορούσε να κρύψει μερικά χρόνια αν ήθελε. Αλλά δεν έβρισκε κανέναν λόγο να το κάνει. Σε όποιον αρέσουμε, που λέει και το τραγούδι.
«Αυτό εδώ είναι το κουτί, αλλά καμιά μας δεν ξέρει γιατί χτυπάει κάθε λίγο και λιγάκι εδώ και τρεις μέρες!» εξήγησε η Γιάννα, ακουμπώντας τυχαία το στήθος της πίσω στον ώμο του.
Ο Γιώργος το κατάλαβε, αλλά δεν είπε τίποτα.
Άλλη μια πλούσια που δεν έχει τι να κάνει και αποφάσισε να παίξει με τον μπάτσο, σκέφτηκε. Τι κρίμα, η ωραία οικοδέσποινα άξιζε να είναι διαφορετική. Τόση ομορφιά χαμένη σε επαναλαμβανόμενα κλισέ.
Στη συνέχεια, ο Γιώργος έβγαλε το στιλό του και έγραψε σε ένα χαρτί τα τηλέφωνα της εταιρείας ασφαλείας.
«Θα τους καλέσουμε και εμείς και ελπίζω ότι θα γλιτώσετε» της απάντησε χαμογελώντας. «Καλή σας μέρα» συμπλήρωσε και κινήθηκε προς την έξοδο.
Η Γιάννα δεν πίστευε στα μάτια της. Είχαν χάσει τα μάγια της τη δύναμή τους; Εκτός... Εκτός και αν αυτός εδώ ήταν Οδυσσέας. Η ιστορία της Κίρκης θα επαναλαμβανόταν τότε στη μοντέρνα εκδοχή της.
«Πού πάτε; Καθίστε λίγο να σας φτιάξουμε έναν καφέ που σας ταλαιπωρούμε από το πρωί» του πρότεινε η Γιάννα, επιστρατεύοντας το πιο γλυκό της ύφος.
Ο Γιώργος γύρισε προς το μέρος της. Αμέσως συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Οι αντοχές έχουν τα όρια τους και οι δικές του καλά κρατούσαν όσο δεν την κοίταζε. Τα πανέμορφα γαλάζια μάτια της τον έκαιγαν.
«Δεν μπορώ... Πραγματικά λυπάμαι... Ο συνάδελφος περιμένει και υπάρχουν και άλλοι σαν εσάς!» αρνήθηκε ευγενικά ο Γιώργος και συνέχισε προς την πόρτα.
«Ε... Τότε και εγώ λυπάμαι, αλλά κάτι μου λέει πως θα αναγκαστείτε να ξαναέρθετε. Μπορεί να πρέπει να ξεκολλήσω όλη την ηλεκτρική εγκατάσταση του σπιτιού... Αλλά θα ξαναέρθετε. Είναι η δουλειά σας!» απάντησε η Γιάννα χαμογελώντας σκανταλιάρικα.
Ο Γιώργος γύρισε και την κοίταξε γελώντας αυτήν τη φορά. Μέσα του είχε παραδεχτεί από ώρα ότι του άρεσε πολύ το αγγελούδι που στεκόταν απέναντί του και του έριχνε πονηρές ματιές. Φερόταν σαν παιδί που θα έκανε σκανταλιά και το ήξερε, το έκανε επίτηδες.
«Ωραία... Νικήσατε! Θα κάνουμε όμως μια συμφωνία. Εσείς θα απενεργοποιήσετε τελείως τον συναγερμό μέχρι να φτιαχτεί και εγώ θα έρθω μετά τη δουλειά να πιω τον καφέ σας» της πρότεινε.
Γνώριζε πως με το νικήσατε, που της είχε πει, ήταν σαν να της έλεγε ανοιχτά ότι του άρεσε. Δεν είχε όμως και τίποτα να χάσει, εκτός ίσως από λίγη ώρα. Η Γιάννα κούνησε καταφατικά το κεφάλι και το ραντεβού ορίστηκε για τις δύο και μισή.
Και εμένα μου αρέσεις, γλυκέ μου, σκέφτηκε η Γιάννα, όταν έκλεισε την πόρτα πίσω του. Αλλά αν αποδειχθείς και εσύ γουρουνάκι και όχι Οδυσσέας, όπως όλοι οι άντρες μέχρι τώρα;
Τι να φορέσω τώρα; Γαμώτο! Δύο και μισή το μεσημέρι είναι ακατάλληλη ώρα για σινιέ ντύσιμο, ώστε να τον εντυπωσιάσω, σκεφτόταν η Γιάννα καθώς περπατούσε νευρικά μες στο δωμάτιό της με τις δύο τεράστιες εντοιχισμένες ντουλάπες της.
Ήξερε ότι του άρεσε. Τόσα χρόνια άλλωστε είχε μάθει να διαβάζει πρόσωπα. Μπορούσε να πιάσει όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες, που έδειχναν τα πάντα για οποιαδήποτε ψυχική διάθεση, αλλά εκείνη ήθελε κάτι παραπάνω. Ήθελε, αν αποδεικνυόταν άλλος ένας συνηθισμένος μαλάκας, να μην την ξεχνούσε ποτέ – μιας και δε θα την ξαναείχε ποτέ στην αγκαλιά του. Ήθελε να θυμάται σε όλη του τη ζωή ότι τα θαύματα συμβαίνουν μια φορά και αν ήταν σωστός θα μπορούσε να την έχει για πάντα.
Μήπως είσαι λίγο ψωνάρα, γλυκιά μου; αναρωτήθηκε περνώντας από τον ολόσωμο καθρέφτη και προβάροντας διάφορα μπουστάκια και μπλουζάκια, για να διαλέξει με ποιο θα τον τρέλαινε.
«Αδιόρθωτη μια ζωή!» μονολόγησε, σκεπτόμενη πως ένιωθε σχεδόν τον ίδιο ενθουσιασμό για οποιονδήποτε καινούριο άντρα γνώριζε και της άρεσε.
Και μετά; Άσ’ το καλύτερα. Όσο μεγαλύτερος ο ενθουσιασμός, τόσο μεγαλύτερη και η απογοήτευση.
Αλήθεια, ρώτησες το όνομά του; Όχι! Τώρα είναι αργά, έχει φύγει.
Κοίταξε τον γυμνό εαυτό της στον καθρέφτη, άνοιξε ένα μπουκάλι, το μύρισε και χαμογέλασε ικανοποιημένη. Με αργές κινήσεις άρχισε να απλώνει την κρέμα επάνω της. Χωρίς να ξέρει γιατί, ένιωθε πως αυτήν τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η Γιάννα είχε την ίδια αίσθηση με εκείνο το απόγευμα, όταν είχε συναντήσει τον μετέπειτα σύζυγό της.
Ο Γιώργος είχε τελειώσει τη βάρδια εδώ και αρκετή ώρα, αλλά δε βιαζόταν. Η αλήθεια ήταν πως, από την ώρα που είχε φύγει από την έπαυλη, είχε αφήσει το μυαλό του εκεί πίσω, χαμένο μες στα καταγάλανα μάτια της Σειρήνας που είχε συναντήσει. Δεν του άρεσε απλώς. Αν δεν τον σταματούσε η σκέψη ότι ήταν η πρώτη εντύπωση, εύκολα θα παραδεχόταν ότι δεν είχε ξανασυναντήσει πιο σέξι πλάσμα στη ζωή του! Και όλα έδειχναν ότι της άρεσε και εκείνος.
Γίνονται και θαύματα μάλλον.
Δε θεωρούσε τον εαυτό του άσχημο. Απλώς θεωρούσε τέτοιο άγγελο πολύ άπιαστο όνειρο για τη δική του κατηγορία. Και τώρα τον είχε καλέσει στο σπίτι της! Η προοπτική να την κάνει δική του τον τρέλαινε. Η τελευταία σκέψη τον έκανε να χαμογελάσει.
Και πού να ήξερες, αγγελούδι μου, ότι σήμερα –αν τελικά γίνει οτιδήποτε– θα πας στον Παράδεισο!
Σε αυτό δεν είχε ποτέ άγχος, ήξερε τι να κάνει σε μια γυναίκα και πώς! Φοβόταν μόνο μήπως είχε πέσει έξω στην εκτίμησή του για εκείνη. Πάντα όμως προτιμούσε την αισιόδοξη πλευρά.
«Θα έχεις τους οργασμούς που αξίζουν στην ομορφιά σου» μονολόγησε αποφασιστικά και ετοιμάστηκε να ξεκινήσει. «Είσαι και λίγο ψώνιο, ε;» μάλωσε τον εαυτό του.
Κούνησε το κεφάλι σαν να ήθελε να βάλει τέρμα στη συζήτηση που είχε ανοίξει. Έβαλε μπρος το αυτοκίνητό του και ξεκίνησε γελώντας.