Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 2)

Αποχαιρέτησα τους γονείς μου και περιέργως, κατάφερα να μην κλάψω. Φάνηκα δυνατή αν και είμαι σίγουρη ότι κάποια στιγμή θα ξεσπάσω. Αυτός ο ατέρμονος πόνος δεν θα φύγει προτού με συνθλίψει εντελώς. Παίρνω μια βαθιά εισπνοή αποδιώχνοντας κάθε αρνητική σκέψη απ’ το μυαλό μου, σβήνοντας την εικόνα τον γονιών μου όταν με αγκάλιαζαν και έλεγαν τη λέξη «σ’ αγαπώ» λες και ήταν η τελευταία φορά που τους έβλεπα.
«Είσαι καλά;» ρωτάει η Οριάνα ρίχνοντάς μου μια ανήσυχη ματιά. Δεν τολμώ να την κοιτάξω. Δεν θέλω να καταλάβει τον πόνο μου και ειδικά πόσο αποκαρδιωμένη αισθάνομαι με την απόφαση των γονιών μου να με στείλουν μακριά.
«Όσο καλά μπορεί να είναι κάποιος που μόλις αποχωρίστηκε τους γονείς του» λέω επιχειρώντας να πείσω την Οριάνα ότι είμαι περισσότερο θυμωμένη παρά λυπημένη. Αναστενάζει. Τελικά είμαι καλή ηθοποιός.
«Το ξέρεις ότι το έκαναν για το καλό σου» λέει και στο πρόσωπό της σχηματίζεται ένα αμυδρό χαμόγελο. Γνέφω και στρέφω την προσοχή μου έξω απ’ το παράθυρο για να αποφύγω το βλέμμα της. Επικεντρώνω την προσοχή μου στον καταγάλανο ουρανό και όχι στα καμένα δέντρα που ξεπροβάλουν ταχύτατα αριστερά και δεξιά μας.
Μισώ το στρατόπεδο της Φωτιάς. Μισώ τα μέλη της Φωτιάς. Σπέρνουν την καταστροφή. Μακάρι να μπορούσε κάποιος να τους εμποδίσει απ’ το να καίνε τον κόσμο μας. Δεν λυπούνται όλα αυτά τα δέντρα; Μα και βέβαια όχι. Μόνο και μόνο για να δείξουν ότι το μέρος τους ανήκει, έκαψαν τα πάντα. Το στρατόπεδό τους περιβάλλεται από καμένους κορμούς δέντρων και ελάχιστα φυτά.
«Μισώ αυτό το μέρος» λέω περισσότερο στον εαυτό μου παρά στην Οριάνα.
«Ούτε εμένα μ’ αρέσει που θα μείνεις εδώ, αλλά δεν γινόταν να σε στείλουμε στο στρατόπεδο της Γης» λέει κρατώντας το βλέμμα της καρφωμένο ευθεία μπροστά, στο δρόμο.
«Γιατί;» ρωτάω. Νόμιζα ότι από επιλογή αποφάσισαν να μείνω στο στρατόπεδο της Φωτιάς.
«Το πρώτο μέρος που θα έψαχνε κάποιος για να σε βρει, είναι το στρατόπεδο της Γης. Εφόσον οι σχέσεις μας με το στοιχείο της Φωτιάς είναι εχθρικές, κανείς δεν θα σε ψάξει εκεί». Τώρα βγάζει νόημα.
«Θεία…μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;». Το βλέμμα της στρέφεται αυτόματα πάνω μου γεμάτο απορία. «Φυσικά» λέει.
«Ποια είναι αυτή η γυναίκα και γιατί θέλει να εκδικηθεί τους γονείς μου;». Δεν απαντά, όχι ότι περίμενα να το κάνει δηλαδή…
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω αν δεν πάρω την άδεια των γονιών σου πρώτα» λέει έπειτα από λίγο αποφεύγοντας το βλέμμα μου. Ξεφυσάω και βουλιάζω στο κάθισμά μου. Γέρνω πάνω στο παράθυρο και συνεχίζω να παρακολουθώ τον ουρανό και τα ελάχιστα σύννεφα που κρύβουν τώρα τον ήλιο.
Δεν παίρνει πολύ ώρα να φτάσουμε στον προορισμό μας. Βγαίνω απ’ το αυτοκίνητο και παρατηρώ το τοπίο γύρω μου. Δεν είναι αυτό που περίμενα να αντικρίσω. Δεν είναι το στρατόπεδο της Φωτιάς, αν και απ’ ότι μπορώ να καταλάβω ανήκει σε μέλη του στοιχείου της. Αναστενάζω, νιώθοντας κάπως ανακουφισμένη.
«Από εδώ θα πάμε;» ρωτάω την Οριάνα που περιεργάζεται το τοπίο με την ίδια μπερδεμένη έκφραση.
«Ναι, προφανώς… απλώς δεν έχω ξανάρθει εδώ και αυτό το μέρος δεν έχει καμία σχέση με το κύριο στρατόπεδο της Φωτιάς…εδώ υπάρχουν δέντρα, βλάστηση…» λέει και τα μάτια της φωτίζονται.
Πράγματι, τριγύρω μας υπάρχουν δέντρα που σφύζουν από ζωή, φυτά και λουλούδια με πανέμορφα χρώματα. Έχω ζήσει κρυφά στο κανονικό στρατόπεδο της Φωτιάς για περισσότερο από δέκα χρόνια και μπορώ με σιγουριά να πω, ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου είναι το άκρως αντίθετο αυτού που θυμάμαι. Το μόνο που προσδίδει ότι βρισκόμαστε σε αντίπαλο έδαφος, είναι η σημαία με το σύμβολο της Φωτιάς καρφωμένη στο έδαφος λίγο πιο πέρα από το αυτοκίνητό μας. Είναι μαύρη με μια κόκκινη φλόγα, τελείως διαφορετική απ’ τη δική μας.
«Φαντάζομαι πως ήταν απόφαση του μπαμπά» λέω και παρότι χαμογελάω, μέσα μου αισθάνομαι να σχηματίζεται ένα γερός κόμπος. Μου λείπει ήδη, το ίδιο και η μητέρα μου. Δεν το πιστεύω πως πάνε μόλις τρείς ώρες απ’ την στιγμή που τους αποχαιρέτησα.
«Βέβαια, δεν θα σε άφηναν να μείνεις σε άσχημο περιβάλλον» λέει και με χτυπάει φιλικά στην πλάτη. Της χαρίζω ένα πλατύ χαμόγελο και στη συνέχεια παίρνω τη βαλίτσα μου και αρχίζω να περπατάω.
«Δεν θα μας υποδεχθεί κανείς;» ρωτάω όταν έρχεται πλάι μου.
«Έμιλυ» λέει και αφότου αναστενάζει, συνεχίζει: «η άφιξή μας είναι άγνωστη στους κατοίκους αυτού του μέρους. Οι μόνοι που γνωρίζουν ποια είσαι και για ποιο λόγο βρίσκεσαι εδώ, είναι η οικογένεια που θα σε φιλοξενήσει και φυσικά οι Θεοί Ηγέτες. Μόλις μπούμε στην πόλη, χωριό ή ότι τέλος πάντων είναι αυτό το μέρος, να είσαι σίγουρη πως θα υπάρξει μια υποδοχή».
Γνέφω. «Ωραία» λέω, «τώρα θα μου πεις λεπτομέρειες για την οικογένεια που θα με φιλοξενήσει; Είναι πλούσιοι ή φτωχοί; Έχουν παιδιά; Αν ναι, αγόρια ή κορίτσια;».
Η Οριάνα γελάει και έπειτα λέει: «Ήρεμα, όλα στην ώρα τους. Καταρχάς, θα μείνεις σε ένα σπίτι με τρία αγόρια γι’ αυτό θέλω να προσέχεις πολύ. Κατά δεύτερον, αυτή η οικογένεια δεν είναι πλούσια, αλλά αντιθέτως μια από τις πτωχότερες που ζουν εδώ. Λογικό αφού το σπίτι φροντίζει ολομόναχη μια γυναίκα».
«Μισό» λέω διακόπτοντάς την, «δεν κατάλαβα. Θα μείνω σε ένα σπίτι με μια γυναίκα και τα τρία βλαστάρια της;».
«Όχι…μάλλον…βασικά, ναι» λέει και τα χείλη της στραβώνουν σε ένα χαμόγελο.
«Πες μου σε παρακαλώ ότι τα αγόρια είναι μικρά και ότι υπάρχει έστω και ένα κορίτσι εκεί πέρα» λέω και την κοιτάζω με παρακλητικό βλέμμα. Τι θα κάνω αν τα αγόρια είναι μεγάλα και εγώ το μοναδικό κορίτσι; Μην είσαι χαζή, ο μπαμπάς δεν θα σε άφηνε ποτέ σε μια τέτοια οικογένεια, μου φωνάζει το υποσυνείδητό μου.
«Λυπάμαι, αλλά εκτός της Σαμάνθα δεν υπάρχει άλλη γυναίκα στο σπίτι. Όσο για τα αγόρια, τα δύο είναι μικρά, ο ένας είναι ο Έλιοτ, μόλις έξι ετών και άλλος ο Τόμας μόλις οκτώ, απ’ όσο πληροφορήθηκα και οι δύο λατρεύουν το παιχνίδι. Ο Ναθάνιελ είναι ο μόνος που πρέπει να σε απασχολεί. Είναι δύο χρόνια μεγαλύτερός σου, δεκαοκτώ και όπως καταλαβαίνεις ο άντρας του σπιτιού», σταματάει και από την έκφραση του προσώπου της καταλαβαίνω ότι έχει κι άλλα να πει. Τελικά παίρνει μια βαθιά εισπνοή και γυρίζει προς το μέρος μου, έτσι που να με κοιτάζει ευθεία μέσα στα μάτια.
«Πρόσεχε, προσπάθησε να κρατήσεις αποστάσεις από τους μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες και μη τους πλησιάσεις σε καμία περίπτωση αν πιστεύεις ότι αποτελούν απειλή. Πάνω απ’ όλα όμως πρόσεξε μην δημιουργήσεις στενή φιλία με κάποιον από αυτό το στοιχείο, απαγορεύεται» λέει και μου σφίγγει τον ώμο.
«Καταλαβαίνω, θεία. Σου υπόσχομαι ότι θα προσέχω».
Τα μάτια της είναι καρφωμένα στα δικά μου και έχω την αίσθηση ότι προσπαθεί να καταλάβει αν το εννοώ και αν όντως συνειδητοποιώ τη σοβαρότητα της κατάστασης. «Ωραία. Πάμε τότε» λέει τελικά και ξεκινάμε πάλι το περπάτημα.


***
Δέκα λεπτά αργότερα έχω μάθει τα πάντα για την οικογένεια Άλστον. Μια γυναίκα εγκαταλειμμένη από το σύζυγό της με τρία παιδία. Πρέπει να ήταν δύσκολο για εκείνη αυτά τα έξι χρόνια που ζει μόνη, ακόμη κι εκείνος ο Ναθάνιελ ήταν πολύ μικρός για να τη βοηθήσει. Κρίμα.
«Είσαι έτοιμη;» ρωτάει η Οριάνα όταν τα σπίτια γύρω μας έχουν αρχίσει να πληθαίνουν. Τελικά είναι πυκνοκατοικημένη περιοχή.
«Ναι, είμαι» λέω και γεμίζω τα πνευμόνια μου με οξυγόνο. Η Οριάνα κάνει νόημα σε μια γυναίκα που δεν είχα προσέξει πριν κι εκείνη έρχεται με βιάση προς το μέρος μας. Το πρόσωπό της στολίζει ένα πλατύ χαμόγελο. Είναι λίγο πιο ψιλή από εμένα, γύρω στα σαράντα μπορεί και παραπάνω, με καστανά μαλλιά και επίσης καστανά μάτια. Όταν πια έχει φτάσει κοντά μας, παρατηρώ ότι το χρώμα των ματιών της δεν είναι ακριβώς καφέ, αλλά περισσότερο κόκκινο. Σύμβολο της Φωτιάς, σκέφτομαι.
«Καλώς ήρθατε» λέει και το πρόσωπό της φωτίζεται. Φαίνεται συμπαθητική γυναίκα. Μου τείνει το χέρι και εγώ της το σφίγγω εγκάρδια χαμογελώντας γλυκά. «Είμαι η Σαμάνθα Άλστον, χαίρομαι που σε γνωρίζω».
«Παρομοίως» λέω όσο πιο ευγενικά μπορώ. Υπάρχουν πολλά άρθρα στις εφημερίδες που αναφέρονται σε εμένα και στις “επικίνδυνες” δυνάμεις μου και πραγματικά δεν θέλω να θεωρήσει πως κινδυνεύει.
«Περιμέναμε πως και πώς να έρθεις, είναι όλα έτοιμα στο σπίτι» λέει με το χαμόγελο να μη ξεκολλά από πρόσωπό της. Φαίνεται να μην την ενδιαφέρουν καθόλου τα λεγόμενα του κόσμου, γεγονός που με κάνει να τη συμπαθήσω ακόμα περισσότερο.
«Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για λίγο ιδιαιτέρως;» της λέει η Οριάνα και απομακρύνονται από κοντά μου. Μένω μόνη έτσι βρίσκω την ευκαιρία να κοιτάξω το περιβάλλον γύρω μου. Βρισκόμαστε ακόμα εκτός πόλης, εδώ υπάρχουν ελάχιστα σπίτια και αυτά μοιάζουν διαφορετικά. Συνήθως τα μέλη της Φωτιάς διαμορφώνουν το σπίτι τους σύμφωνα με τα χρώματα του στοιχείου τους έτσι ώστε να γνωρίζουν οι απρόσκλητοι, και με το “απρόσκλητοι” εννοώ εμάς, ότι βρίσκονται σε αντίπαλο έδαφος.
«Όλα εντάξει» λέει η Οριάνα όταν η συζήτηση με την κυρία Άλστον έχει τελειώσει. «Το μόνο που μέλει τώρα, είναι να βάλεις τους φακούς επαφής».
«Φακούς επαφής;» ρωτάω εντελώς έκπληκτη.
«Ναι, δεν μπορείς να εμφανιστείς έτσι, όλοι θα καταλάβουν ότι ανήκεις στο Νερό».
Ξεφυσάω. «Τίποτα άλλο;».
«Ναι. Θα παρουσιαστείς ως συγγενής της οικογένειας οπότε προσπάθησε να συμπεριφέρεσαι ως ένα μέλος της Φωτιάς, γίνε επαναστάτρια, δείξε ότι δεν νοιάζεσαι για τους κανόνες και πάνω από όλα προσπάθησε να αφομοιώσεις τον τρόπο ζωής τους. Έγινα κατανοητή;».
Βρίσκομαι εδώ για την ασφάλεια μου, γιατί κινδυνεύω από κάποια που ουσιαστικά δεν γνωρίζω, όχι για να μάθω να ζω ως μέλος της Φωτιάς. Καταπίνω αυτά που θέλω να πω και γνέφω, δίνοντας τη συγκατάθεση μου. Αποδέχομαι το γεγονός ότι πρέπει να συμπεριφερθώ ως μέλος της Φωτιάς, σαν μια επαναστάτρια παρότι μισώ τον τρόπο ζωής τους.


***


Αποχαιρέτησα και τον τρίτο σημαντικότερο άνθρωπο της ζωής μου, φόρεσα κάτι ανόητους φακούς επαφής και τώρα κατευθύνομαι με την Σαμάνθα στο νέο μου σπίτι. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο. Κορίτσια με τσάντες ρούχων στα χέρια, γυναίκες με μικρά παιδία, άντρες που περπατούν αμέριμνοι και αγόρια της ηλικίας μου που κατευθύνονται στις καφετέριες στα αριστερά μου.
«Από εδώ» λέει η Σαμάνθα και περνάμε μέσα από ένα στενό που οδηγεί σε ένα μικρό σπίτι με αυλή.
«Εδώ είναι;» ρωτάω έχοντας καρφωμένο το βλέμμα μου στο φτωχό παρουσιαστικό της νέας μου κατοικίας. Η Σαμάνθα κουνάει θετικά το κεφάλι, γκρεμίζοντας και την τελευταία μου ελπίδα για ένα καλύτερο σπίτι.
«Ωραία» λέω ψέματα. Εκείνη μου χαμογελάει στοργικά και αμέσως αισθάνομαι ηλίθια. Θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων, όχι να παραπονιέμαι. Μεταφέροντας τη βαλίτσα στο δεξί μου χέρι, ακολουθώ τη Σαμάνθα. Ανοίγει την ξύλινη πορτούλα και μπαίνουμε στην αυλή. Είναι γεμάτη τριανταφυλλιές και διάφορα άλλα λουλούδια που δεν αναγνωρίζω, είναι πραγματικά υπέροχη.
Ανεβαίνω τις σκάλες κι κοντοστέκομαι, περιμένοντας της Σαμάνθα να ξεκλειδώσει. Την κοιτάζω ανυπόμονα να ψάχνει το κλειδί μέσα στην τσάντα της, όταν η πόρτα μπροστά μου ανοίγει. Εκείνο το ένα δευτερόλεπτο που μεσολαβεί μέχρι να σηκώσω το βλέμμα μου, φοβάμαι τι και ποιον θα αντικρίσω. Ένα μικρό αγόρι με κατσαρά μαλλιά ή έναν μεγάλο άντρα με καστανά μάτια; Μάλλον τίποτα απ’ τα δύο.
Μπροστά μου εμφανίζονται δύο ζεστά, πανέμορφα μελί ματιά. Δεν βλέπω τίποτα άλλο, μόνο αυτά. Είναι τόσο μα τόσο διαφορετικά και όμορφα συνάμα. Είναι καρφωμένα πάνω στα δικά μου.
«Καλώς ήρθες». Ορίστε;Ω ναι, αυτός μίλησε. Αποστρέφω με μεγάλη δυσκολία το βλέμμα μου και γνέφω. Αισθάνομαι τα μάγουλά μου να βάφονται κατευθείαν κόκκινα από ντροπή.
«Είμαι ο Ναθάνιελ» λέει. Σηκώνω δειλά το κεφάλι και παρατηρώ ότι έχει ακόμη το βλέμμα του στυλωμένο πάνω μου. Με έχει μαγνητίσει τόσο πολύ που όσο κι αν προσπαθώ να συνέλθω, δεν τα καταφέρνω. Νιώθω λες και αυτό το εκπληκτικό μελί χρώμα των ματιών του με καλεί να βυθιστώ μέσα. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Τα μέλη της Φωτιάς έχουν μόνο καφέ χρώμα ματιών, αυτό παρά είναι διαφορετικό.
«Έμιλυ» λέω βρίσκοντας επιτέλους τα λόγια μου, «χαίρομαι που σε γνωρίζω». Ω, χαμογελά. Τι υπέροχο χαμόγελο που έχει, στα μάγουλά του σχηματίζονται δύο χαριτωμένα λακκάκια.
«Πέρνα μέσα» λέει και κάνει στην άκρη για να περάσω. Πάω να σηκώσω τη βαλίτσα, αλλά με προλαβαίνει, λέγοντας: «αυτό θα το πάρω εγώ».
«Ευχαριστώ» ψελλίζω νιώθοντας εκείνο το κοκκίνισμα να επανέρχεται στα μάγουλα μου. Τον προσπερνάω και μπαίνω μέσα στο σπίτι. Το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι ένα παλιό, ξύλινο τραπέζι με ένα χαριτωμένο, βυσσινή τραπεζομάντιλο να το στολίζει. Η κουζίνα πίσω του αποτελείτε από δύο πάγκους, ένα ψυγείο και ένα φούρνο. Το σαλόνι είναι στον ίδιο χώρο, ένας μαύρος καναπές, ο μόνος που φαίνεται σχετικά καινούργιος και ένα χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι στο οποίο είναι τοποθετημένες εφημερίδες και περιοδικά. Το δωμάτιο είναι βαμμένο σε μια απαλή απόχρωση του καφέ.
Κοιτάζω ξανά τον χώρο, αυτή τη φορά συμπεριλαμβάνοντας και τη Σαμάνθα με τον Ναθάνιελ. Θα μείνω εδώ, με αυτούς τους ανθρώπους. Μολονότι όλα φαίνονται εντάξει, έχω αυτή την παράξενη αίσθηση πως τίποτα δεν είναι. Όλα θα πάνε καλά, σκέφτομαι και το χαμόγελο του Ναθάνιελ είναι εκεί για να το επιβεβαιώσει.



Δέσποινα Χρ.