Οι Ξεχωριστοί- Λάχεσις (Κεφάλαιο 12) [+18]

Καθώς είχε βραδιάσει, στη μεγάλη έπαυλη επικρατούσε ησυχία. Η Γιάννα είχε τα γενέθλιά της και στη μικρή γιορτή, που είχαν οργανώσει το απόγευμα, είχαν έρθει όλες οι κοπέλες του κυκλώματος που βρίσκονταν ακόμη στην Αθήνα, και φυσικά ο Γιώργος. Τώρα πια η μικρή γιορτή είχε τελειώσει, είχαν μείνει οι δυο τους και έβλεπαν τηλεόραση, αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι.

«Το απόγευμα που πήρε τηλέφωνο η Ελβίρα για τα χρόνια πολλά μου μίλησε και το βαφτιστήρι μου, σ’ το είπα; Πλάκα είχε το μικρό. Η τρελή θέλει από τώρα να τον κάνει Ξεχωριστό. Με ρωτούσε αν υπάρχει κάτι να του μάθει από τώρα!» του είπε η Γιάννα και ξέσπασαν σε γέλια.

«Φαντάζεσαι να κάναμε εμείς οι δύο παιδί; Τι Ξεχωριστά γονίδια που θα είχε, ε;» συμπλήρωσε η Γιάννα και συνέχισε να γελάει.

Ο Γιώργος είχε μείνει σοβαρός και την κοίταζε, καθώς ήταν κουλουριασμένη στην αγκαλιά του. Ναι, αυτό μπορούσε να το φανταστεί ο Γιώργος. Όπως και ότι ηλικιακά ήταν η τελευταία ευκαιρία της να κάνει παιδί.

Η Γιάννα τον είδε σοβαρό και φοβήθηκε πως ο Γιώργος είχε πιστέψει πως υπονοούσε ότι ήθελε...

«Δεν πιστεύω να το πήρες σοβαρά, μωρό μου. Πλάκα έκανα, εμείς είμαστε Ξεχωριστοί. Έχουμε άλλη δουλειά. Μια βλακεία είπα, μην το πάρεις σοβαρά και χαλάσουμε ό,τι έχουμε φτιάξει... Έτσι, αγάπη μου;»

του είπε στεναχωρημένη και ξάπλωσε στα πόδια του, κλείνοντας τα μάτια της.

Ο Γιώργος δεν της απάντησε. Απλώς άλλαξε κουβέντα.

«Γιάννα μου; Τώρα που έφυγαν τα κορίτσια θα μείνουμε εδώ ή έχεις όρεξη να πάμε για ποτό;» Η ερώτηση του Γιώργου έκανε τη Γιάννα να ανοίξει τα μάτια της έκπληκτη.

«Πού να πάμε, χαρά μου; Όπου και να πάμε θα μας δουν και αύριο... πρωτοσέλιδο! Τα κοράκια δε θα μας αφήσουν ξανά ήσυχους ποτέ!»

«Δεν είναι ανάγκη να πάμε σε μαγαζί πρώτης κατηγορίας. Αν πάμε σε κάποιο μαγαζί... πιο δεύτερο; Θα μας δώσει κανείς σημασία;» τη ρώτησε εκείνος χαμογελώντας.

Η Γιάννα χαμογέλασε και εκείνη. Δεν ήταν άσχημη η ιδέα του.

«Έχει ένα εδώ κοντά με νέους τραγουδιστές. Κανείς δεν ασχολείται και θα έχουμε την ησυχία μας» συμπλήρωσε εκείνη και πετάχτηκε όρθια.

«Πάμε να ντυθούμε. Απόψε θα καταπλήξουμε τα πλήθη!» φώναξε γελώντας μιμούμενη τον Χορν στην ταινία και σηκώθηκε από το κρεβάτι να ετοιμαστεί, όταν άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει.

«Κυρία... Ο κύριος Ρόμπερτ από το Παρίσι, είστε εδώ;» τη ρώτησε χαμηλόφωνα η Κατερίνα, κρατώντας το ακουστικό.

Η Γιάννα έκανε έναν μορφασμό δυσφορίας και, προσπαθώντας να φανεί φυσιολογική, πήρε το ακουστικό από το χέρι της Κατερίνας και απάντησε.

«Καλησπέρα, Ρόμπερτ, ναι... ευχαριστώ πολύ. Τι κάνεις... Πού με θυμήθηκες; Ωραία ωραία, πάντα καλά! Όχι... όχι, το ξαναείπα, στη συγκέντρωση θα έρθω με τον σύντροφό μου. Ναι... είναι Ξεχωριστός, γιατί με ρωτάς; Έστειλα μέιλ στο συμβούλιο για την ύπαρξή του... Σε παρακαλώ, μην επιμένεις... Όχι και δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο... Καληνύχτα, Ρόμπερτ!»

Αν και η συζήτηση είχε γίνει στα αγγλικά, ο Γιώργος είχε καταλάβει τα πάντα. Η Γιάννα το ήξερε, αλλά δεν είχε τίποτα να κρύψει. Τον πλησίασε αργά, έβαλε το κεφάλι της στον ώμο του και τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Συγγνώμη που του είπα πως είσαι το αγόρι μου, μωρό μου. Ήθελα να τον ξεφορτωθώ» είπε η Γιάννα συγχυσμένη.

Το τηλεφώνημα την είχε ταράξει.

«Μην είσαι χαζή! Δε με ένοιαξε αυτό, τιμή μου, στο κάτω κάτω. Με νοιάζει που χάλασε η διάθεσή σου, κούκλα μου» της απάντησε εκείνος φιλώντας τα μαλλιά της.

Η Γιάννα χαμογέλασε και κρεμάστηκε επάνω του.

«Μη φοβάσαι, αγάπη μου. Όσο με έχεις στην αγκαλιά σου, δεν πρόκειται να χαλάσει η διάθεσή μου ποτέ!» του απάντησε και τον φίλησε με πάθος.

Ο Ρόμπερτ Χάρπερ! Η Γιάννα έχανε κάθε καλή διάθεση όταν σκεφτόταν αυτό το όνομα, ακόμα και αν είχαν περάσει πέντε χρόνια από την ιστορία με την Ενριέτα. Ξαφνικά, όμως, χαμογέλασε όταν σκέφτηκε το τρίτο πρόσωπο στην ιστορία. Την Ενριέτα της! Το Ξεχωριστό κορίτσι που είχε αναγκαστεί να διακόψει τη σχέση-εκπαίδευσή της με τον Ρόμπερτ και να καταφύγει σε εκείνη.

Όχι... ο Ρόμπερτ ήταν ασυγχώρητος και ως άντρας, αλλά πολύ περισσότερο ως γεννημένος Ξεχωριστός για τα αίσχη που είχε κάνει στη μικρή. Και τώρα είχε το θράσος να καλεί εκείνη για συνοδό του στην ετήσια συγκέντρωση των Ξεχωριστών! Το κάθαρμα! Η Γιάννα μπήκε στο μπάνιο και έκλεισε νευριασμένη την πόρτα πίσω της. Όχι, δεν έπρεπε να αφήσει να την επηρεάσει η συνομιλία με τον Ρόμπερτ. Ήταν τα γενέθλιά της, είχε τον Γιώργο και ένιωθε ευτυχισμένη. Και αυτό δε θα άφηνε κανέναν να της το χαλάσει.

Ειδικά σήμερα.

                                                                                                                         

Ήταν περίπου μία μετά τα μεσάνυχτα όταν η ασημί Πόρσε πάρκαρε μπροστά στο κέντρο διασκέδασης. Στη μαρκίζα, κάτω από τη φωτεινή επιγραφή με το όνομα «Spirit & Illusions», η τεράστια φωτογραφία μιας νέας και πολύ όμορφης τραγουδίστριας δέσποζε στην πρόσοψη. «Μιρέλα Δεμίρη» έγραφε από κάτω με μεγάλα φωτεινά γράμματα. Προφανώς, ήταν το αστέρι του μαγαζιού, μιας και οι φωτογραφίες των υπόλοιπων καλλιτεχνών ήταν μικρότερες σε μέγεθος.

«Αφεντικό... ήρθαν φραγκάτοι!» Ο Μιχάλης, ένας γυμνασμένος τριαντάρης, ήταν ο ένας από τους δύο ειδικούς συνεργάτες του ιδιοκτήτη του μαγαζιού.

Το αφεντικό σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε άγρια.

«Πόσες φορές, ρε κόπανε, σου έχω πει να μη με λες έτσι; Είναι γελοίο, ρε μαλάκα, θα το καταλάβεις ποτέ; Στο Σικάγο είμαστε;»

Ο Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, γνωστός στη νυχτερινή Αθήνα –και στην Ασφάλεια– ως Τζίμης, σηκώθηκε από την καρέκλα του και βγήκε στον μικρό διάδρομο που οδηγούσε στο κυρίως μαγαζί. Από τότε που ξεκίνησε να ξεπλένει τα χρήματα από τις παράνομες δραστηριότητές του μέσω του νυχτερινού του κέντρου, είχε δώσει διαταγή να τον ειδοποιούν πάντα όταν έρχονταν πελάτες που φαίνονταν σημαντικοί. Και πελάτες που έρχονταν στο δευτεροκλασσάτο μαγαζί του με ανοιχτή 911 4S τον ενδιέφεραν σίγουρα.

Ο Τζίμης άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε στο μπαρ, παρακολουθώντας διακριτικά το ζευγάρι που μόλις είχε καθίσει σε ένα από τα ελεύθερα τραπέζια της δεύτερης σειράς. Δεν τους είχε ξαναδεί. Ούτε από το προσωπικό του μαγαζιού τούς ήξερε κανείς. Έπρεπε να προσέχει. Οι μπάτσοι τώρα τελευταία είχαν ξυπνήσει. Είχε ακούσει πως είχαν μέχρι και Πόρσε σε υπηρεσία από κάτι κατασχέσεις. Δε θα του φαινόταν παράξενο αν αυτό το ζευγάρι ήταν απλώς ασφαλίτες σε υπηρεσία. Αν και η γυναίκα ειδικά έδειχνε πολύ αριστοκρατική μες στο μπλε Αρμάνι φόρεμά της και τα διαμάντια στον λαιμό της έδειχναν αληθινά. Από μακριά τουλάχιστον.

«Τι παρήγγειλαν αυτοί;» ρώτησε τον σερβιτόρο, όταν πέρασε από μπροστά του, δείχνοντάς με το βλέμμα του το ζευγάρι.

«Ένα σπέσιαλ και τα σχετικά» του απάντησε εκείνος και περίμενε διαταγές.

«Σπέσιαλ, ε;» αναρωτήθηκε ο Τζίμης.

Το ζευγάρι προφανώς είχε λεφτά και δεν τους ένοιαζε πόσα θα ξοδέψουν. Εκτός... εκτός αν η ασφάλεια είχε αλλάξει πολιτική και στα κονδύλια. Ο Τζίμης γέλασε· είχε αρχίσει να γίνεται παρανοϊκός.

«Εντάξει... Πήγαινε και πού ‘σαι... Από το καλό και βλέπουμε!» απάντησε μετά από σκέψη και έδιωξε τον σερβιτόρο που έφυγε τρέχοντας να εκτελέσει την παραγγελία.

Τις σκέψεις του διέκοψε η είσοδος της Μιρέλας στην πίστα, ακολουθούμενη από βροχή λουλουδιών και χειροκροτημάτων. Φυσικά, δεν έκαναν μόνο οι πελάτες όλη αυτήν τη φασαρία. Οι αβανταδόροι του Τζίμη έβγαζαν με πολύ θόρυβο το ψωμί τους.

Η Μιρέλα του, η μεγάλη του καψούρα. Μελαχρινή με κοντό μαλλί, πράσινα σχιστά μάτια και ένα λεπτό, μαυρισμένο –χειμώνα καλοκαίρι– κορμί, ήταν η προσωποποίηση της Λολίτας. Την περνούσε είκοσι χρόνια και όμως την πρώτη φορά που τη συνάντησε πριν από πέντε χρόνια να τραγουδάει σ’ ένα σκυλάδικο στα Τρίκαλα, την ερωτεύτηκε αμέσως.

Εκείνη πάλι θα έκανε οτιδήποτε για να φύγει από την επαρχία και να πάει στην Αθήνα. Ήθελε να γίνει μεγάλη τραγουδίστρια και ο Τζίμης είχε το μαγαζί, τα λεφτά και τις γνωριμίες που θα τη βοηθούσαν. Εκτός αυτού, ο Τζίμης στα σαράντα του ήταν γοητευτικός άντρας. Πρόσεχε πολύ τον εαυτό του, γυμναζόταν ανελλιπώς και οι σπουδές στη σχολή τουριστικών επαγγελμάτων δεν είχαν πάει χαμένες. Μιλούσε τρεις ξένες γλώσσες, είχε μάθει απ’ έξω το savoir vivre και –όταν ήθελε– ήξερε να φέρεται στις γυναίκες σαν να ήταν πριγκίπισσες. Η Μιρέλα είχε στη διάθεσή της όσα λεφτά δεν είχε δει ποτέ στη ζωή της. Τα δώρα έρχονταν το ένα πίσω από το άλλο και στο σεξ ο έμπειρος Τζίμης φαινόταν καταπληκτικός στα μάτια της εικοσάχρονης μικρής. Τι άλλο να ζητήσει;

Σιγά σιγά το όνειρο άρχισε να μετατρέπεται σε εφιάλτη. Το όμορφο συναίσθημα που ένιωθε στην αρχή πνίγηκε μέσα σε μια λίμνη ζήλειας. Κάθε φορά που οποιοσδήποτε νεότερός του την πλησίαζε, ο Τζίμης τον έβλεπε ως υποψήφιο εραστή της.

Το προσωπικό του μαγαζιού, ειδικά οι νεότεροι, έτρεμαν μήπως κοιτάξουν τη Μιρέλα με λάθος τρόπο και την απέφευγαν όσο μπορούσαν. Η Μιρέλα είχε αρχίσει να αισθάνεται σαν την Κλεοπάτρα. Ήταν η θεά-βασίλισσα του μαγαζιού, μακρινή και απρόσιτη. Φίλες δεν άφηνε ο Τζίμης να έχει, φίλους ούτε συζήτηση. Το χειρότερο άρχισε όταν ξεκίνησε να τη χτυπάει κάθε φορά που πίστευε ότι είχε κοιτάξει κάποιον πονηρά ή θεωρούσε ότι είχε παρακούσει κάποια εντολή του. Φυσικά δεν τη χτυπούσε στο πρόσωπο· τα βράδια η Μιρέλα πουλούσε τη φωνή και το όμορφο παρουσιαστικό της στο μαγαζί. Οι πελάτες δε θα έρχονταν να δουν το πρώτο όνομα του μαγαζιού με μαυρισμένα μάτια. Κανείς φυσικά δεν μπορούσε να μαντέψει τον λόγο που η Μιρέλα δεν είχε βγει ποτέ στην πίστα με μπουστάκι ή οποιοδήποτε ένδυμα, που θα άφηνε να φανούν τα σημάδια στην κοιλιά και στα πλευρά της.

Η Μιρέλα σύντομα κατάλαβε ότι ήταν κλεισμένη σε ένα χρυσό κλουβί και προσπάθησε να δραπετεύσει. Όταν τη βρήκε ο Τζίμης τρεις ημέρες μετά, την έβαλε με τη βία να παρακολουθήσει το ανελέητο ξύλο που έδιναν οι δύο μπράβοι του στη φίλη, που την έκρυβε στο σπίτι της. Τρεις μήνες και ένα σπασμένο πλευρό μετά, η Μιρέλα εγκατέλειψε κάθε ιδέα να ξαναφύγει.

Η νύχτα περνούσε όμορφα για το ζευγάρι των Ξεχωριστών. Χαλαροί και αγκαλιασμένοι σιγοτραγουδούσαν μαζί με τους καλλιτέχνες που εναλλάσσονταν στην πίστα. Η Μιρέλα είχε τελειώσει πριν από λίγο τη δεύτερη εμφάνισή της και ο σερβιτόρος είπε στη Γιάννα, που παράγγελνε δεύτερο μπουκάλι, πως η μικρή θα ξανάβγαινε στην πίστα σε μισή περίπου ώρα.

 

Δύομισι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, ένα μαύρο TVR Chimaera 500 ανέβαινε τον ορεινό δρόμο προς το Βερλαίν, ένα αριστοκρατικό παραδοσιακό χωριό βορειοανατολικά του Παρισιού. Ο Ρόμπερτ το οδηγούσε νευρικά, καίγοντας τα λάστιχά του στις ανηφορικές φουρκέτες, εκμεταλλευόμενος όλο το πλάτος του δρόμου. Ευτυχώς για εκείνον, η ώρα ήταν περασμένη και η πιθανότητα να συναντήσει άλλο αυτοκίνητο στο αντίθετο ρεύμα ήταν πολύ μικρή. Είχαν περάσει περισσότερες από δύο ώρες από το τηλεφώνημα που είχε κάνει στη Γιάννα, για να της ευχηθεί για τα γενέθλιά της και να την καλέσει να πάνε μαζί στην ετήσια συνάντηση των Ξεχωριστών, και ακόμη δεν είχε ηρεμήσει.

«Γαμημένη Ελληνίδα πουτάνα. Εμένα... για έναν μπάτσο! Τσούλα... Θα μου το πληρώσεις!» μονολογούσε χτυπώντας το δερμάτινο τιμόνι από τα νεύρα του.

Ο Ρόμπερτ Χάρπερ ήταν Άγγλος, αλλά ζούσε σχεδόν μόνιμα στο Παρίσι. Αριστοκράτης εξ αίματος και γεννημένος Ξεχωριστός, είχε όλα τα προσόντα για μια πετυχημένη ζωή. Για πολλά χρόνια εργαζόταν με ζήλο, για να μεταδώσει τις αρχές της κοινότητας. Είχε ανακαλύψει πολλές γυναίκες Ξεχωριστές και είχε εκπαιδεύσει πολύ περισσότερες.

Ο κατήφορος άρχισε όταν πέθανε ο πατέρας του και του άφησε μόνο χρέη. Η πλούσια ζωή στο Παρίσι και οι σπατάλες εξανέμισαν και τα τελευταία χρήματά του. Τα χειρότερα ήρθαν όταν έπαιξε στο καζίνο και τα τελευταία χρήματα που είχε προσπαθώντας να ρεφάρει. Και αυτά τα χρήματα δεν ήταν καν δικά του. Τα είχε δανειστεί από τον Αλέν Ντεμπισί, έναν από τους αρχηγούς του παρισινού υποκόσμου. Όταν πέρασε η προθεσμία που του είχε δοθεί και δεν είχε να πληρώσει, τα πράγματα αγρίεψαν. Για να μην κάνει αναγκαστικό μπάνιο στον Σηκουάνα, δέχτηκε να δουλέψει για τον Αλέν σαν αγκίστρι. Θα χρησιμοποιούσε τους τρόπους, τη γοητεία και το ταλέντο του ως Ξεχωριστός, για να παρασύρει νεαρές κοπέλες στο εξοχικό του στο ήσυχο και έρημο Βερλαίν. Εκεί θα τις νάρκωνε και ο δικός του ρόλος τελείωνε. Μετά θα αναλάμβανε το κύκλωμα να τις προωθήσει στη Μέση Ανατολή, χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσο σταθμό την Ελλάδα. Όλα ήταν οργανωμένα στην εντέλεια. Κανείς δεν είχε υποψιαστεί τη δεύτερη σκοτεινή ζωή του Ρόμπερτ. Για όλους ήταν ένας καθωσπρέπει ευγενής υπεράνω υποψίας!

Ο Ρόμπερτ –μεγαλωμένος σε ιδιωτικά σχολεία και με οικονομικές σπουδές στη Σορβόνη– προσπάθησε στην αρχή να αντιδράσει. Η σωματεμπορία δεν ήταν ένα από τα όνειρα που είχε για τη ζωή του, αλλά στα τριάντα του δεν είχε και πολλές επιλογές. Όπως του είχε πει κατά λέξη ο Αλέν, τρεις λύσεις υπήρχαν: Να βρει τα λεφτά, να κάνει μακροβούτι με τσιμεντένια βατραχοπέδιλα στον Σηκουάνα ή να κάνει αυτό που του ζητούσε. Αναγκαστικά προτίμησε το τρίτο, μέχρι τουλάχιστον να βρει τα λεφτά να τους εξοφλήσει.

Ένας πλούσιος γάμος θα τον έσωζε, ένας γάμος που θα τον βοηθούσε να απαλλαγεί από τον Αλέν και την παρανομία, πριν μάθει η κοινότητα των Ξεχωριστών την οικονομική του κατάσταση. Μια πλούσια όμορφη χήρα σαν τη Γιάννα Δεληπέτρου θα ήταν ιδανική περίπτωση. Την είχε καλέσει ήδη μια φορά πριν από τρεις μήνες να τον συνοδεύσει στην ετήσια συγκέντρωση στο Παρίσι, την πόλη που ξεκίνησαν όλα, και εκείνη είχε αρνηθεί! Ο Ρόμπερτ είχε τη φήμη περιζήτητου εργένη στο νυχτερινό Παρίσι. Ποια ήταν αυτή που θα τον απέρριπτε! Η έκπληξή του μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν έμαθε από μέλη της κοινότητας ότι η Γιάννα είχε αποσυρθεί από την εργένικη πιάτσα, καθώς είχε βρει μόνιμο σύντροφο και μάλιστα γεννημένο Ξεχωριστό, όπως του είχαν τονίσει. Ήταν ένας απλός μπάτσος και η Γιάννα ήταν εδώ και εφτά χρόνια μαζί του και μάλιστα με κύκλωμα γύρω τους!

Φυσικά, ο Ρόμπερτ τον θεώρησε αμελητέο αντίπαλο. Στην αρχή δεν τον ένοιαξε. Ο αντίπαλος, για τον σνομπ Ρόμπερτ, ήταν κυριολεκτικά ασήμαντος. Προσπάθησε, λοιπόν, να τη φλερτάρει συστηματικά και τόσο, μα τόσο προβλέψιμα. Της είχε στείλει λουλούδια και δώρα. Το σίγουρο ήταν πως την είχε ψυχολογήσει λάθος, καθώς όλα γύρισαν πίσω με την ευγενική αλλά σαφή απάντηση ότι δεν υπήρχε χώρος για άλλον άντρα στη ζωή της.

Όχι... Αυτό ο εγωισμός του δεν το άντεχε. Τώρα το θέμα είχε γίνει προσωπικό. Θα έκανε δική του αυτήν και τα λεφτά της, αλλιώς... αλλιώς και σκέτα τα λεφτά της του αρκούσαν για να ξελασπώσει. Από τη στιγμή που έκλεισε το ακουστικό, σκεφτόταν τρόπους για να τους εκδικηθεί. Επεξεργαζόταν από ώρα ένα σχέδιο, για να μπλέξει τη Γιάννα και τον σύντροφό της με τον νόμο. Αλλά για να πετύχει αυτό, χρειαζόταν την εθελούσια ή αθέλητη βοήθεια της Ενριέτα Βαν Νίλσεν, της παλιάς αγάπης και μαθήτριάς του. Δεν περίμενε, βέβαια, εκείνη να δεχτεί. Αλλά είχε ένα αλάνθαστο χαρτί για να την πείσει! Αυτό θα ήταν το εύκολο μέρος του σχεδίου. Έπρεπε να βρει την Ενριέτα επειγόντως. Η συγκέντρωση θα γινόταν σε δύο μήνες και η παγίδα έπρεπε μέχρι τότε να έχει στηθεί.