Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 13) [+18]

Η Γιάννα κοίταξε το ρολόι της και ανασηκώθηκε από την αγκαλιά του Γιώργου. Σε λίγο θα έβγαινε ξανά στην πίστα η Μιρέλα και η Γιάννα ήθελε να την προλάβει. Ρώτησε έναν σερβιτόρο πού βρίσκονταν τα καμαρίνια και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ένας μεγάλος χώρος πίσω από την πίστα ήταν χωρισμένος σε μικρά δωμάτια, που χρησίμευαν ως καμαρίνια για τους καλλιτέχνες. Όλα ήταν ίδια, εκτός από ένα στο βάθος, του οποίου η πόρτα ήταν από ξύλο καρυδιάς και δεν είχε καμία σχέση με τις υπόλοιπες, που ήταν κατασκευασμένες από φτηνό κόντρα πλακέ. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία: το αστέρι του μαγαζιού μόνο εκεί θα μπορούσε να βρίσκεται. Πλησίασε και χτύπησε διακριτικά την πόρτα, περιμένοντας απάντηση.

«Γεια σας... Περάστε, τι θα θέλατε;» Η νεαρή τραγουδίστρια της άνοιξε η ίδια και την υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο.

Η Γιάννα ξεροκατάπιε αιφνιδιασμένη. Η μικρή ήταν απίστευτα όμορφη από κοντά. Στην πίστα, με τα φώτα να αναβοσβήνουν καταιγιστικά, δε φαίνονταν λεπτομέρειες. Τα μάτια της ήταν σχιστά και είχαν ένα λαμπερό πράσινο χρώμα, που έκανε το βλέμμα της διαπεραστικό και δημιουργούσε αντίθεση με το κατάμαυρο κοντό μαλλί της. Η μύτη της ήταν λεπτή και πεταχτή αυθάδικα προς τα πάνω. Τα χείλη της μικρά και ζουμερά. Και όλα αυτά σε ένα αθώο στρογγυλό προσωπάκι. Ένας απίστευτος συνδυασμός αθωότητας και λαγνείας! Πέντε πόντους περίπου πιο κοντή από τη Γιάννα, με λεπτό σώμα, καλογυμνασμένους σφριγηλούς γλουτούς και δύο μικρά ολοστρόγγυλα στήθη. Ήταν απίστευτη! Οι όμορφες λεπτομέρειες του κορμού της τονίζονταν έντονα από το εφαρμοστό ελαστικό μίνι σύνολο, που είχε φορέσει για το τρίτο και τελευταίο μέρος του προγράμματός της.

«Γιάννα Δεληπέτρου... Χαίρομαι πολύ!» της απάντησε η Γιάννα χαμογελώντας.

«Δεληπέτρου; Η γνωστή σχεδιάστρια;» τη ρώτησε η μικρή και τα μάτια της φωτίστηκαν.

«Ναι... Με γνωρίζετε;»

«Φυσικά! Έχω δει τις δημιουργίες σας και μου έχουν πει και άλλες συνάδελφοι πως είστε πολύ καλή στη δουλειά σας. Θα ήθελα να σας επισκεφτώ για μερικά συνολάκια. Βγαίνει ξέρετε το CD μου σε λίγο και θα τα χρειαστώ».

«Μμμ… Ωραία, χαίρομαι! Πάρε με τηλέφωνο και έλα όποτε θες. Μόνο να συμφωνήσουμε από τώρα ότι θα μου μιλάς και εσύ στον ενικό, έτσι; Θα κάνουμε πρόβες στο σπίτι μου μέχρι να ετοιμαστούν, αλλά... αυτά θα τα πούμε. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε εδώ» απάντησε η Γιάννα δίνοντάς της από την τσάντα μια κάρτα της.

«Φυσικά... Να με περιμένετε. Συγγνώμη... Περιμένεις» βιάστηκε να διορθώσει η μικρή γελώντας. «Πες μου τώρα, τι μπορώ να κάνω για εσένα;» τη ρώτησε σοβαρεύοντας.

«Θα ήθελα να προσθέσεις ένα τραγούδι στο ρεπερτόριό σου για σήμερα. Ήταν τα γενέθλιά μου χθες και το τραγούδι είναι σημαντικό για εμένα και τον σύντροφό μου» της απάντησε η Γιάννα, βγάζοντας από την τσάντα της ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων ευρώ.

Η Μιρέλα πλησίασε περισσότερο και την κοίταξε βαθιά στα μάτια, πιάνοντας το χέρι που κρατούσε το χαρτονόμισμα και ξαναβάζοντάς το στην τσάντα.

«Δε χρειάζονται λεφτά. Θα το κάνω. Θεώρησέ το δώρο μου για τα γενέθλιά σου! Μου αρέσουν τα ζευγάρια που αγαπιούνται. Ποιο τραγούδι θέλεις;» είπε η Μιρέλα, πλησιάζοντάς την πάρα πολύ.

Το λεπτό άρωμα της Μιρέλας κατέκλύσε τις αισθήσεις της Γιάννας. Είχε κάνει έρωτα με πολλές γυναίκες μέχρι τώρα, αλλά πάντα με τον άντρα της παλιά ή με τον Γιώργο τώρα ως μέρος σεναρίου ή φαντασίωσης, ή λόγω ανάγκης, όταν είχε μείνει μόνη της. Μπορούσε να κάνει έρωτα με γυναίκα, αλλά οι άντρες της άρεσαν αληθινά, και τώρα την είχε αιφνιδιάσει η ίδια η αντίδρασή της.

«Ευχαριστώ πολύ... Και εγώ θα σου κάνω εκπτώσεις σε ό,τι πάρεις όταν έρθεις» της απάντησε, βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία της.

Φίλησαν και οι δύο τον αέρα γυναικεία και η Γιάννα άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον διάδρομο που οδηγούσε πίσω στην πίστα. Στην κεντρική αίθουσα του κέντρου δεν είχαν μείνει πια πολλές παρέες· η ώρα ήταν περασμένη και πολλά τραπέζια είχαν αδειάσει. Η Μιρέλα θα τραγουδούσε δύο τρία τραγούδια και το πρόγραμμα θα τελείωνε.

«Αφιερωμένο!» είπε η Μιρέλα, κοιτώντας προς το μέρος τους και δείχνοντάς τους την πίστα, προσκαλώντας τους να χορέψουν.

Ο Γιώργος, που κρατούσε σφιχτά τη Γιάννα στην αγκαλιά του και της χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά, φιλώντας τα περιοδικά, ξαφνικά τινάχτηκε από τη θέση του αιφνιδιασμένος. Χαμογέλασε όμως τρυφερά, κοιτάζοντας τη Γιάννα, που είχε ήδη σηκωθεί και τον τραβούσε μαλακά από το χέρι.

«Έλα, μωρό μου, θα το χορέψουμε αργά μαζί!» του είπε ψιθυριστά, καθώς οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν τις πρώτες νότες από το Νόημα της Πέγκυ Ζήνα.

Ήταν το τραγούδι τους, όχι μόνο της Γιάννας και του Γιώργου. Το τραγούδι το είχαν επιλέξει όλες μαζί οι γυναίκες του κυκλώματος και ο Γιώργος. Οι στίχοι του Γιώργου Θεοφάνους απέδιδαν παραστατικά τον πρώτο και μεγαλύτερο όρο των Ξεχωριστών, την κατάρα, όπως την έλεγε με κάμποση δόση υπερβολής η Γιάννα. Με καμία γυναίκα του κυκλώματος δε θα μπορούσε ο Γιώργος να έχει αποκλειστική σχέση. Θα χαλούσε η ισότητα μεταξύ τους και θα μεγάλωνε ο κίνδυνος να αποκαλυφθούν όλα λόγω ανταγωνισμού ή ζήλειας! Με καμία και για τίποτα.

Και το καμία δεν εξαιρούσε ούτε την ίδια τη Γιάννα. Ο ρόλος και οι ευθύνες της, ως Τομεάρχης Ξεχωριστών, απαγόρευαν σε εκείνη, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, να αφεθεί να τον ερωτευτεί. Αν η αρχηγός πατούσε τους κανόνες κατά το δοκούν, πώς θα είχε απαιτήσεις από τα απλά μέλη; Και όπως η Ελβίρα, έτσι και ο Γιώργος, η Γιάννα και οι υπόλοιπες εφτά, που είχαν παραμείνει μαζί τους, είχαν μάθει πόσο δύσκολο ήταν να μην μπορείς να είσαι μαζί με εκείνον ή εκείνη που σε κάνει ευτυχισμένο. Να πρέπει να φύγεις, να πας να κοιμηθείς με άλλον, κάποιον που δε σε ικανοποιεί και ούτε σε ικανοποίησε ποτέ.

 

Τριγύρω όνειρα που μοιάζουν αποτσίγαρα
σ’ ένα τασάκι βιαστικά μισοσβησμένα
πώς θα τη βγάλω το παλεύω πάλι σήμερα
χωρίς εσένα.

 

Η μελωδική φωνή της Μιρέλας γέμισε τα ηχεία με συναίσθημα. Ο Τζίμης πετάχτηκε από το γραφείο του και στάθηκε στην άκρη του μπαρ παρακολουθώντας το παράξενο ζευγάρι που είχε έρθει στο μαγαζί του να χορεύει με πάθος στην πίστα.

 

Τι νόημα έχει η ζωή αν δεν μπορούμε να ‘μαστε μαζί

τι νόημα έχει η καρδιά, ποιο λόγο έχει η φλέβα να χτυπάει

τι νόημα έχει το κορμί, να σβήσει περιμένει αφορμή

αφού έχει μάθει μοναχά, εσένα μέχρι θανάτου ν’ αγαπάει.

 

«Από πότε έχουμε Πέγκυ στο ρεπερτόριο;» ρώτησε ο Τζίμης τον μαέστρο του, που ξεκουραζόταν βαριεστημένος δίπλα του στο μπαρ πίνοντας το ουίσκι του.

«Δεν έχουμε... Αν κατάλαβα καλά από τη Μιρέλα, η ξανθιά τής το ζήτησε. Πριν από λίγο είχε πάει στο καμαρίνι της. Κάτι για γενέθλια, κάτι τέτοιο μου ‘πε!»

«Μόλις τελειώσει, πες της να έρθει αμέσως στο γραφείο. Τη θέλω!» του απάντησε επιτακτικά ο Τζίμης και έφυγε, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στην πίστα.

Όσο διαρκούσε το ορχηστρικό σόλο του τραγουδιού, η Μιρέλα πλησίασε το ζευγάρι που λικνιζόταν αισθησιακά, αγκαλιασμένο στη μέση της πίστας. Φαίνονταν τόσο ερωτευμένοι! Πόσο θα ήθελε να αισθανθεί και εκείνη έτσι. Να μπορεί να αγκαλιάσει με πάθος έναν άνθρωπο. Να του δοθεί χωρίς να φοβάται.

Άνθρωπος... Αλλά ποιου φύλου; Η Μιρέλα μόνο στον εαυτό της μπορούσε να το παραδεχτεί. Πραγματικά όμορφα είχε περάσει ερωτικά μια φορά μόνο στη ζωή της. Και ήταν με άτομο του ίδιου φύλου. Ήταν καλοκαίρι, στα δεκαέξι της, όταν είχε πάει διακοπές στο νησί καταγωγής της μητέρας της. Λόγω έλλειψης κρεβατιών στο σπίτι της θείας, η Μαρία –η κατά εννιά χρόνια μεγαλύτερη φίλη της ξαδέρφης της– είχε προτείνει να τη φιλοξενήσει στο κρεβάτι της και εκείνη δεν είχε αρνηθεί.

Η Μαρία τής είχε φερθεί πολύ καλά όσο τη φιλοξενούσε και η Μιρέλα την είχε συμπαθήσει πολύ. Σε πολύ λίγο χρόνο είχαν γίνει κολλητές. Πήγαιναν παντού μαζί και η εικοσιπεντάχρονη Μαρία την προστάτευε από διάφορους επίδοξους εραστές της ανήλικης και τη συμβούλευε σε θέματα αντρών και σχέσεων. Η Μιρέλα ήταν ήδη ξετρελαμένη με την καινούρια της φίλη. Στην αρχή η Μιρέλα –από ντροπή– ξάπλωνε στο κρεβάτι με καλοκαιρινές ελαφριές πιτζάμες. Έκανε όμως τόση ζέστη και είχαν συνηθίσει πια τόσο πολύ η μία την άλλη. Οι πιτζάμες γρήγορα καταργήθηκαν και κοιμόντουσαν τώρα πια μόνο με το κάτω μέρος του εσώρουχου και τίποτα άλλο.

Ένα βράδυ, μες στον ύπνο της, η Μιρέλα άρχισε να αναστενάζει σιγανά και νόμιζε πως έβλεπε όνειρο. Ξυπνώντας, ανακάλυψε έκπληκτη ότι η Μαρία είχε κολλήσει το σώμα της πάνω της και τη χάιδευε ανάλαφρα στο στήθος και στην κοιλιά, ενώ της έδινε απαλά φιλιά στον λαιμό και στην πλάτη της. Στην αρχή υπέθεσε ότι η φίλη της έβλεπε στον ύπνο της κάποιο όμορφο ερωτικό όνειρο και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ντρεπόταν ταυτόχρονα και ήθελε να την απομακρύνει χωρίς να την ξυπνήσει. Ταυτόχρονα όμως ανακάλυπτε σιγά σιγά πως τα χάδια της Μαρίας τής άρεσαν πολύ.

Η Μιρέλα αισθανόταν όμορφα· δεν είχε ξανανιώσει μέχρι τότε κάτι ανάλογο. Έμεινε ακίνητη και ξανάκλεισε τα μάτια της παριστάνοντας την κοιμισμένη. Όταν τα χάδια έγιναν πολύ τολμηρά και έφτασαν στο κέντρο της, η Μιρέλα σιγουρεύτηκε ότι η φίλη της δεν κοιμόταν όλη αυτήν την ώρα. Τελικά δεν άντεξε άλλο. Γύρισε προς τη Μαρία και ανταπέδωσε τα χάδια φιλώντας τη με πάθος.

Τα δύο κορίτσια περνούσαν υπέροχα κάνοντας μπάνιο την ημέρα και έρωτα τα βράδια μεταξύ τους. Ώσπου τις ανακάλυψε η μητέρα της Μαρίας τυχαία ένα βράδυ και έστειλε τη Μιρέλα πακέτο στη θεία της με τη ρητή εντολή η μικρή να μην ξαναπατήσει το πόδι της στο σπίτι της. Από τότε είχε κάνει πολλές σχέσεις με αγόρια, είχε κάνει έρωτα με αυτά και είχε αισθανθεί όμορφα. Πάντα όμως θυμόταν εκείνο το καλοκαίρι με τη Μαρία. Όχι, όταν η Μιρέλα το σκέφτηκε ψύχραιμα, όντας πια μακριά από την επιρροή της Μαρίας, επιβεβαίωσε μέσα της ότι η φίλη της δεν την είχε απλώς αποπλανήσει. Το ήθελε πριν γίνει. Από μικρές λεπτομέρειες στις οποίες πριν από το βράδυ εκείνο δεν είχε δώσει σημασία. Ξαφνικά ανακάλυπτε τον ίδιο της τον εαυτό. Κάπου μέσα της το επιζητούσε. Απλώς η Μαρία την είχε ψυχολογήσει σωστά και είχε το θάρρος ή θράσος να κάνει την κίνησή της. Ναι... Καλώς ή κακώς της άρεσαν ερωτικά τα άτομα του ίδιου φύλου.

 

Τριγύρω ασπρόμαυρες εικόνες με τυλίγουνε
όλα τα χρώματα στην πόρτα μου απ’ έξω
της μοναξιάς πίνω φαρμάκια που με πνίγουνε
κι όσο αντέξω.

Η Μιρέλα έκλεισε τα μάτια της και ετοιμάστηκε για το δεύτερο ρεφρέν. Ασυναίσθητα το πάθος που ξεχείλιζε μπροστά στα μάτια της στην πίστα τη συνεπήρε, κάνοντάς τη να συμμετέχει συναισθηματικά. Η Γιάννα είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο του Γιώργου και λικνιζόταν μαζί του με τα μάτια της κλειστά.

Τι νόημα έχει η ζωή αν δεν μπορούμε να ‘μαστε μαζί
τι νόημα έχει η καρδιά, ποιο λόγο έχει η φλέβα να χτυπάει
τι νόημα έχει το κορμί, να σβήσει περιμένει αφορμή
αφού έχει μάθει μοναχά, εσένα μέχρι θανάτου ν’ αγαπάει.

Όλοι μου λένε περασμένα ξεχασμένα
να κάνω κάτι μια φορά πια και για μένα
όλοι μου λένε περασμένα ξεχασμένα
μα δεν έχει νόημα η ζωή χωρίς εσένα.

Ο Τζίμης πετάχτηκε για τρίτη φορά από το γραφείο του. Στο μπαρ κάθονταν δύο από τις υπόλοιπες τραγουδίστριες του μαγαζιού. Ο Τζίμης πλησίασε κοντά τους.

«Τι στον διάολο έπαθε αυτή; Καψούρα είναι; Πώς το τραγουδάει έτσι!» ρωτούσε η μία την άλλη.

Οι δύο νεαρές τραγουδίστριες είχαν γυρίσει και κοίταζαν προς την πίστα. Όσο και να μην ήθελαν, όφειλαν να παραδεχτούν πως, όταν ήθελε, η Μιρέλα, τραγουδούσε πολύ καλά. Ο Τζίμης ακούγοντας το τελευταίο σχόλιο γύρισε και κοίταξε τη Μιρέλα στην πίστα. Πραγματικά, το τραγουδούσε με πολύ πάθος.

«Θα τα πούμε μετά!» μονολόγησε και έφυγε για το γραφείο του.

Μες στην αίθουσα είχε απλωθεί μια περίεργη σιωπή. Οι πελάτες που είχαν μείνει κοίταζαν μαγεμένοι τη Μιρέλα που τραγουδούσε το τρίτο κουπλέ. Είχε κλείσει τα μάτια και το χέρι της ήταν σηκωμένο δείχνοντας τον ουρανό. Η φωνή της σπασμένη από το συναίσθημα που έπνιγε πια και εκείνη απέδιδε ακριβώς την ένταση των στίχων. Όσο για το ζευγάρι... Όλο το ρεφρέν τούς βρήκε με τα χείλη τους ενωμένα σε ένα ατέλειωτο παθιασμένο φιλί.

 

Τι νόημα έχει η ζωή αν δεν μπορούμε να ‘μαστε μαζί
τι νόημα έχει η καρδιά, ποιο λόγο έχει η φλέβα να χτυπάει
τι νόημα έχει το κορμί, να σβήσει περιμένει αφορμή
αφού έχει μάθει μοναχά, εσένα μέχρι θανάτου ν’ αγαπάει.

«Πάρε με από εδώ, χαρά μου. Θέλω τον έρωτά σου. Σήμερα δεν είμαι Ξεχωριστή. Σήμερα είμαι απλά η ερωμένη σου, που σε αγαπάει τρελά και σε θέλει. Είμαι δική σου! Κάνε με ό,τι θέλεις. Κάνε με να νιώσω έστω και για μια ημέρα ότι είσαι δικός μου και μόνο. Το πρωί θα είμαι και πάλι η τομεάρχης. Μέχρι τότε... Κάνε με να ξεχάσω τα πάντα!» του είπε η Γιάννα μόλις τέλειωσε το κομμάτι συγκινημένη.

Όχι, δεν της είχε ξεφύγει αυτό το «Αγαπάει». Ίσως είχε πιει λίγο παραπάνω, αλλά δεν ήταν μεθυσμένη. Έτσι και αλλιώς, μια Ξεχωριστή ξέρει τι λέει ακόμα και τότε.

Γύρισε προς τη Μιρέλα, που, με το μικρόφωνο ακουμπημένο στον γοφό της, έπαιρνε αργές βαθιές ανάσες ακίνητη κοιτάζοντάς τους χαμογελαστή.

«Έχεις υπέροχη φωνή. Δεν το τραγούδησες απλά, το απέδωσες και το έσκισες που λέτε και εσείς οι καλλιτέχνες. Ήταν τέλειο, σε ευχαριστώ πολύ!» της είπε δίνοντας της το χέρι της η Γιάννα.

«Χαίρομαι που το ευχαριστηθήκατε. Είστε πολλοί τυχεροί που έχετε ο ένας τον άλλο. Να μείνετε πάντα έτσι, σας εύχομαι! Θα έρθω να σε δω για τα ρούχα μια από αυτές τις ημέρες» απάντησε η Μιρέλα και, αφού ευχαρίστησε και τους πελάτες του μαγαζιού, που την επευφημούσαν ακόμη, έφυγε βιαστικά προς τα καμαρίνια συγχυσμένη.

Της έφταιγαν όλα και προπαντός η ζωή της με τον Τζίμη. Το παράξενο ζευγάρι τής είχε ξαναθυμίσει πως υπήρχε και άλλη ζωή, όμορφη, με συναίσθημα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της. Ήταν πολύ νέα για να φυλακιστεί έτσι. Έστω και σε χρυσό κλουβί.

«Δε σου είπαν ότι σε ήθελα στο γραφείο μου; Τι ήταν αυτά;» Ο Τζίμης μόλις είχε μπει στο καμαρίνι και το ύφος του δεν προμήνυε τίποτα καλό.

«Τι είναι, Τζίμη; Ποια αυτά εννοείς, τι έκανα πάλι;» απάντησε εκείνη ενοχλημένη, κοιτώντας τον άγρια.

«Την επίδειξη πάθους που είδαμε όλοι στην πίστα εννοώ και... αλήθεια, από πότε τραγουδάς Ζήνα εσύ;» της απάντησε νευρικά ο Τζίμης.

«Παραγγελιά ήταν... Ηλίθιος είσαι; Δεν το κατάλαβες;»

Η Μιρέλα έβγαζε με νευρικές κινήσεις το μακιγιάζ από το πρόσωπό της. Το ύφος της ήταν πολύ εριστικό για τα γούστα του Τζίμη, αλλά έκανε υπομονή. Ήθελε να μάθει για το παράξενο ζευγάρι πελατών που είχε μπει σήμερα στο μαγαζί του. Και κυρίως για την όμορφη παράξενη ξανθιά.

«Ποιοι ήταν αυτοί που τους τραγούδησες; Έμαθα πως η ξανθιά ήρθε στο καμαρίνι σου πριν από ώρα. Πώς τη λένε;» τη ρώτησε.

«Γιάννα Δεληπέτρου. Είναι σχεδιάστρια ρούχων. Για τον άντρα δεν ξέρω. Θέλεις τίποτα άλλο;»

Ο Τζίμης σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος πίσω της χαϊδεύοντας την πλάτη της.

«Τώρα που το λες... Κάτι θέλω, μωρό μου. Είχες πολύ πάθος επάνω στην πίστα πριν. Θέλω το μερίδιό μου!» της απάντησε και άρχισε να τη φιλάει στον αυχένα και στον λαιμό της.

Η Μιρέλα αντέδρασε με μια βίαιη κίνηση αποφεύγοντας τα χάδια του.

«Άσε με, δεν έχω όρεξη όποτε έχεις εσύ καύλες... Ξεφορτώσου με!» του είπε και τραβήχτηκε συνεχίζοντας να βγάζει το μακιγιάζ της.

Ο Τζίμης δαγκώθηκε. Η μικρή αυθαδίαζε και δεν το ανεχόταν αυτό. Αν το άφηνε τώρα να περάσει, η μικρή θα έπαιρνε θάρρος και θα χειροτέρευε. Έπρεπε να τον φοβάται, έπρεπε να ξαναθυμηθεί ποιος ήταν το αφεντικό στη σχέση τους. Ο ήχος από τη δερμάτινη ζώνη που χτυπούσε στη μέση της και οι κραυγές πόνου της Μιρέλας ακουγόντουσαν μέχρι τον διάδρομο του μαγαζιού, που είχε πια αδειάσει. Μόνο ο Μιχάλης, ο μπράβος του Τζίμη, άκουγε τα κλάματα και τα παρακάλια της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

Ύστερα από δύο τρία λεπτά, που στη Μιρέλα φάνηκαν αιώνες, ο Τζίμης σταμάτησε, άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το καμαρίνι της βρίζοντας. Η Μιρέλα είχε μείνει σκυμμένη μπροστά στον καθρέφτη με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της και έκλαιγε με αναφιλητά.

«Δεσποινίς... Ο Τζίμης είπε να κάνετε γρήγορα. Σας περιμένει στο αυτοκίνητο και έχει νεύρα».

Η Μιρέλα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον Μιχάλη με μίσος.

«Να πάει να γαμηθεί! Και εκείνος και εσύ μαζί, παλιοαδερφές... Μόνο όταν χτυπάτε γυναίκες νιώθετε άντρες. Τι με κοιτάς; Θες και εσύ να με δείρεις, γαμημένη αδερφή; Έλα, λοιπόν... Σας βαρέθηκα, το ακούς; Σας βαρέθηκα!»

Ο Μιχάλης δεν απάντησε. Στη δουλειά που είχε διαλέξει, είχε κάνει πολλά. Ήταν το δεξί χέρι του αφεντικού του και είχε χτυπήσει, πυροβολήσει και τραυματίσει ακόμα και για εκφοβισμό κάποιους που δεν πλήρωναν τον Τζίμη στην ώρα τους. Και όταν μαζευόταν φορτίο, δουλειά του ήταν να πηγαίνει δύο φορές την ημέρα φαγητό και φάρμακα –όταν χρειάζονταν και χρειάζονταν συχνά, όποτε ο Ντενί εκτόνωνε τον ανδρισμό του επάνω τους– στο σπίτι που τις κρατούσαν μέχρι να φύγουν. Οι κοπέλες που αποτελούσαν το φορτίο ήταν κλειδωμένες σε μία από τις απομονωμένες αποθήκες του Τζίμη, κάπου κοντά στη Χαλκίδα. Τις φυλούσε μόνιμα ο Ντένης, ένας θηριώδης πρώην ναυτικός από τη Μασσαλία. Ντενί ήταν το αληθινό του όνομα και ήταν ο δεύτερος έμπιστος ειδικός βοηθός του Τζίμη. Από τη στιγμή που δεν τραυμάτιζαν κάποια από τις κοπέλες του φορτίου, είχαν το ελεύθερο να κάνουν ό,τι ήθελαν μαζί τους. Οι δυο τους είχαν χτυπήσει και βιάσει κοπέλες πάρα πολλές φορές τα τρία τελευταία χρόνια.

Ο Μιχάλης αναστέναξε. Η Μιρέλα δεν ήταν απλώς όμορφη. Η ομορφιά της ήταν εξωτική και του άρεσε πολύ. Πολύ περισσότερο πάντως από ό,τι θα ανεχόταν ο Τζίμης. Φυσικά δε θα το έδειχνε ποτέ. Το κορίτσι του αφεντικού ήταν απαγορευμένος καρπός. Δεν μπορούσε να την αγγίξει και αυτό την έκανε ακόμα πιο ποθητή. Έκλεισε την πόρτα πίσω του σκεφτικός. Δεν του άρεσε καθόλου ο τρόπος που της φερόταν ο Τζίμης, αλλά δεν τολμούσε να πει τίποτα. Και ο ίδιος τα ίδια έκανε σε άλλες, άλλωστε. Εξάλλου, ο Τζίμης –όταν θύμωνε ειδικά– ήταν πολύ επικίνδυνος άνθρωπος.