«Μωρό μου, μην πάμε ακόμη μέσα. Είμαι ζαλισμένη… Θέλω να περπατήσουμε λίγο στον κήπο. Σε πειράζει;» τον ρώτησε ναζιάρικα ακουμπώντας στον ώμο του.
Ο Γιώργος την έπιασε από τη μέση χαμογελώντας τρυφερά και βγήκαν στον καταπράσινο κήπο, που περιέβαλλε την έπαυλη. Η Γιάννα παραπατούσε. Το ουίσκι σε συνδυασμό με τα τακούνια της την έκαναν να χάνει το βήμα της, χτυπώντας πάνω στον Γιώργο γελώντας κάθε φορά. Δεν είχαν περπατήσει πολλά μέτρα, όταν το πόδι της Γιάννας μπήκε τελικά παραπατώντας ανάμεσα στα πόδια του Γιώργου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν την ισορροπία τους και να πέσουν μαζί στο χορτάρι του κήπου σκασμένοι στα γέλια.
«Πάει το σακάκι. Γέμισε πρασινίλες από τα χόρτα. Θα είναι για πέταμα αύριο!»
Ο Γιώργος είχε πέσει με το κουστούμι ανάσκελα επάνω στο καταπράσινο, αν και καλοκαίρι, γκαζόν και έμεινε εκεί με τη Γιάννα ξαπλωμένη επάνω του να γελάει υστερικά.
«Δεν πειράζει, αγάπη μου! Εμείς να ‘μαστε καλά και κουστούμια θα βρούμε όσα θέλεις. Χαλάλι σου, άντρα μου γλυκέ. Φίλησέ με! Σε θέλω... Τώρα... Εδώ!» του απάντησε η Γιάννα φιλώντας τον σε κάθε λέξη.
Το χέρι της είχε ήδη κατεβάσει το φερμουάρ του παντελονιού του και είχε αρχίσει να χαϊδεύει το πέος του απαλά.
«Θα σηκωθεί, μωρό μου, ή θα νικήσει το ουίσκι;» τον ρώτησε πειράζοντάς τον.
Πραγματικά το αλκοόλ είναι από τους μεγαλύτερους εχθρούς της στύσης και αυτό ισχύει δυστυχώς σε οποιαδήποτε ηλικία. Εκτός, λοιπόν, από την οδική ασφάλεια, οι άντρες έχουν ένα ακόμα πιο καλό κίνητρο ώστε να μην πίνουν ανεξέλεγκτα. Η Γιάννα το ήξερε αυτό και δε βιάστηκε. Απλώς τον φίλησε στα χείλη με πάθος και αισθάνθηκε άμεσα το αποτέλεσμα στο χέρι της σε μορφή σπασμού.
«Μμ…» βόγκηξε και συνέχισε να τον χαϊδεύει ψιθυρίζοντάς του πρόστυχα λόγια στο αυτί.
Θα μπορούσε αν βιαζόταν να βοηθήσει το χέρι της με τα χείλη της. Ήξερε όμως με σιγουριά πως δε θα την άφηνε ο Γιώργος. Δε θα αισθανόταν καλά. Πέντε παρά είκοσι το πρωί, μετά από ξενύχτι, αλκοόλ και...τουαλέτα, το στοματικό, χωρίς την προηγούμενη δυνατότητα μπάνιου μεταξύ των εραστών, κατέληγε συνήθως σε άσχημη εμπειρία εκτός και αν οι δύο εραστές είχαν μαζί τους υγρά μαντηλάκια ή στο W.C. του μαγαζιού τη δυνατότητα τοπικού πλυσίματος. Η Γιάννα είχε υγρά μωρομάντιλα στην τσάντα της, αλλά έτσι και αλλιώς δε βιαζόταν κανείς.
Αν και χρειάστηκε λίγο περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι συνήθως, αισθάνθηκε στο χέρι της το πέος του σκληρό και έτοιμο για έρωτα. Σήκωσε το φουστάνι της χωρίς να το βγάλει, πέρασε τα πόδια της δεξιά και αριστερά του και κάθισε επάνω του αναστενάζοντας ηδονικά. Απο τον πρώτο χρόνο γνωριμίας τους είχαν καταργήσει στο σεξ –μεταξύ τους και μόνο– τα προφυλακτικά. Είχαν κάνει πρώτα εξετάσεις και οι δύο, εξετάσεις που επαναλάμβαναν από τότε κάθε τρεις μήνες. Η Γιάννα έτσι και αλλιώς από τότε που γνώρισε τον Γιώργο δεν είχε κάνει έρωτα με άλλον άντρα. Ο Γιώργος πάλι, όταν έκανε έρωτα με τις υπόλοιπες, άλλαζε προφυλακτικά συνέχεια. Μόνο στα πορνό οι πρωταγωνιστές βγάζουν το πέος τους από τη μία γυναίκα και το βάζουν κατευθείαν στην άλλη. Στην πραγματική ζωή απαγορεύεται, εκτός αν τα χάπια της ουρολοίμωξης έχουν ωραία γεύση και οι εμπλεκόμενοι έχουν όρεξη να τα πίνουν συνέχεια.
Το φουσκωμένο του πέος άνοιγε μες στο σώμα της τον δρόμο προς την ευτυχία. Η Γιάννα άρχισε να κουνιέται ρυθμικά στηριγμένη στο στήθος του κλείνοντας τα μάτια της. Ξαφνικά οι δύο εραστές έμειναν ακίνητοι για μια στιγμή παίρνοντας βαθιές ανάσες. Και μετά ξέσπασαν σε υστερικά γέλια. Όχι, δεν έπαιρναν βαθιές ανάσες λόγω ερεθισμού. Απλώς, μόλις το ρολόι έδειξε πέντε, το κομπιούτερ του αυτόματου ποτίσματος έδωσε εντολή στα μπεκ, που ήταν απλωμένα περιμετρικά σε όλο τον κήπο, να αρχίσουν να ψεκάζουν νερό. Σε λιγότερο από μισό λεπτό οι δύο εραστές είχαν γίνει ήδη μούσκεμα. Το γρασίδι γύρω τους μετατράπηκε σε πράσινη λάσπη και όσο για τα ρούχα... Το μπλε πανάκριβο Αρμάνι που φορούσε η Γιάννα είχε κολλήσει επάνω της και το κουστούμι του Γιώργου, που ήταν πια ξαπλωμένος σε λασπωμένο γρασίδι, έκανε πια μόνο για σφουγγαρόπανο.
«Θέλεις να πάμε μέσα;» τον ρώτησε η Γιάννα βουτώντας ταυτόχρονα τα χέρια της στη λάσπη με τα δάχτυλά της ανοιχτά.
Η αίσθηση της χλιαρής λάσπης στα χέρια της την ερέθιζε. Κρύο δεν έκανε, αέρας δε φυσούσε και ήταν όμορφα στη σιωπή του κήπου.
«Αν δε θες εσύ, εμένα δε με νοιάζει. Δεν κάνει κρύο» απάντησε ο Γιώργος που κατάλαβε από το ύφος της πως ήθελε να μείνουν εκεί.
Η πρώτη ψυχρολουσία είχε περάσει και είχαν γίνει ήδη μούσκεμα. Αφού τα ρούχα τους είχαν καταστραφεί, δεν υπήρχε λόγος να φύγουν τώρα. Η Γιάννα απάντησε με ένα αισθησιακό βογκητό, καθώς είχε ήδη αρχίσει να λικνίζεται και πάλι πάνω στο πέος του Γιώργου. Η τεχνητή βροχή έπεφτε επάνω τους και το θέαμα ήταν άκρως αισθησιακό. Η βραδινή τουαλέτα που φορούσε είχε κολλήσει επάνω της, διαγράφοντας ερεθιστικά το όμορφο λεπτό κορμί της. Τα μικρά στητά της στήθη με τις θηλές τους σκληρές και φουσκωμένες φαίνονταν τέλεια μέσα από το λεπτό βρεγμένο ύφασμα. Το διαμαντένιο βραχιόλι στο χέρι και το κολιέ στον λαιμό ήταν σε πλήρη αντίθεση με τη λάσπη πάνω στο φόρεμα και στα πόδια της. Μες στην απόλυτη σιωπή κάτω από τον έναστρο ουρανό το μόνο που ακουγόταν ήταν οι βραχνοί μπάσοι αναστεναγμοί της Γιάννας. Εκείνες τις στιγμές ένιωθαν πως ήταν μόνοι τους σε ολόκληρο το σύμπαν.
Η Γιάννα σταμάτησε τον ξέφρενο ρυθμό που του έκανε έρωτα και κατέβηκε από πάνω του.
«Τι έγινε, μωρό μου; Γιατί σταμάτησες; Δεν μπορείς άλλο;» τη ρώτησε ο Γιώργος, πιστεύοντας πως το αλκοόλ μες στις φλέβες της είχε νικήσει την όρεξή της για έρωτα.
Η Γιάννα τού χαμογέλασε αυτάρεσκα.
«Δε φτιάχτηκε ακόμη το ποτό που θα με σταματήσει από το να σου κάνω έρωτα, καρδούλα μου!» του απάντησε και γονάτισε δίπλα του στα τέσσερα.
Η καταπληκτική αυτή γυναίκα σκέφτηκε να του δώσει μια απόλυτα ερεθιστική εικόνα.
Εκμεταλλευόμενη το τυχαίο γεγονός της τεχνητής βροχής και της λάσπης που την ακολούθησε θα του έδειχνε τι σημαίνει γυναίκα. Θα του έδειχνε μια και καλή πόσο ψηλά έχει μια γυναίκα –οποιαδήποτε γυναίκα– έναν άντρα που έχει τη θέληση και έχει καταφέρει να την κάνει εφτά χρόνια τώρα ευτυχισμένη. Πέρασε και τα δυο της χέρια πίσω από το σώμα της, έπιασε τους γλουτούς της και τους χώρισε με τα δάχτυλά της προσφέροντάς του και τις δύο εισόδους του κορμιού της ταυτόχρονα.
«Πάρε με, αγάπη μου! Πάρε με απ’ όπου θες! Είμαι δική σου» είπε η όμορφη Ξεχωριστή και ανοίχτηκε περισσότερο ακουμπώντας το δεξί της μάγουλο στη χλιαρή λάσπη.
Τα διαμάντια του λαιμού της ακούμπησαν στη λάσπη του γκαζόν και ήταν σίγουρος ότι η Γιάννα το είχε κάνει επίτηδες. Ο Γιώργος ανατρίχιασε και δεν ήταν από το κρύο. Ήταν το πιο σέξι θέαμα που είχε δει ποτέ και ο συγκλονιστικότερος συμβολισμός ταυτόχρονα. Τα χρήματα και τα διαμάντια δεν άξιζαν τίποτα. Η ευτυχία βρισκόταν αλλού και εκείνος ήταν ο άντρας που της την έδινε. Έτσι αισθανόταν.
Άντε μετά να μην κάνεις τα πάντα για την ευτυχία ενός υπέροχου πλάσματος που ξέρει να αναγνωρίζει την απλή θέληση να την κάνεις ευτυχισμένη, σκέφτηκε και αναστέναξε.
Ο Γιώργος ήταν μαγεμένος από την εξέλιξη. Έβγαλε το σακάκι του και το πέταξε. Ακολούθησε το μεταξωτό πουκάμισο, το οποίο έσκισε από τη βιασύνη του να το βγάλει.
Η Γιάννα πρόλαβε να χαμογελάσει για μία μόνο στιγμή, πριν αρχίσει να ουρλιάζει από ηδονή, καθώς ο Γιώργος είχε διαλέξει να μπει στο καυτό και απίστευτα υγρό της αιδοίο. Όπως το περίμενε και η Γιάννα άλλωστε, είχε διαλέξει να της κάνει κολπικό έρωτα. Οποιοσδήποτε άλλος άντρας θα της έσκιζε τη στενή δίοδο των γλουτών της εκμεταλλευόμενος την προσφορά της. Όχι όμως αυτός. Για άλλη μια φορά είχε αποδειχτεί διαφορετικός από τους άλλους! Αλλά δεν ήταν ώρα τώρα για σκέψεις. Με το φουσκωμένο όργανο του Γιώργου να πηγαινοέρχεται σε απίστευτα γρήγορο ρυθμό βαθιά μέσα της, δεν μπορούσε και να ήθελε να σκέφτεται πόσο Ξεχωριστός ήταν. Το μόνο που της επέτρεπε αυτήν τη στιγμή ο ρυθμός του εραστή της ήταν να ουρλιάζει σπαραχτικά από ηδονή. Άπλωσε τα χέρια μπροστά από το κεφάλι της και γαντζώθηκε με τα νύχια της στη λάσπη, για να αντισταθεί στην κίνησή του. Της έκανε έρωτα με τέτοια βία που την έσπρωχνε μπροστά γλιστρώντας σε κάθε διείσδυση.
«Τελειώνω, μωρό μου!»
Η ξεψυχισμένη δήλωση του Γιώργου αιφνιδίασε πλήρως τη Γιάννα. Με μια απότομη κίνηση της λεκάνης της προσπάθησε να απομακρυνθεί. Αυτό έκανε τα τελευταία εφτά χρόνια, όποτε εκείνος αποφάσιζε να τελειώσει. Ο Γιώργος όμως δεν την άφησε. Αγκάλιασε με το χέρι του την κοιλιά της και την κόλλησε βίαια επάνω του. Ο οργασμός του ξεχύθηκε βαθιά μέσα της, καθώς ο Γιώργος τελείωνε με σπασμούς. Ο αιφνιδιασμός, οι σπασμοί του πέους που τελείωνε μέσα της και η χαρά της για το απρόσμενο δώρο του Γιώργου ήταν πάνω από τις αντοχές της. Η Γιάννα τελείωσε μαζί του σε ένα διπλό απόλυτο ξέσπασμα αισθήσεων.
Κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα έμειναν έτσι: εκείνη ξαπλωμένη μπρούμητα επάνω στο λασπωμένο γρασίδι και εκείνος επάνω της με το πέος του ακόμη μέσα της. Στο μυαλό της Γιάννας μια σκέψη κυριαρχούσε. Ήξερε τον εραστή της. Ήταν σίγουρη πως ο Γιώργος δε θα τέλειωνε ποτέ κατά λάθος μέσα της. Ήθελε όμως να το ακούσει από τον ίδιο.
«Πες μου πως δεν έγινε κατά λάθος! Δε μπορεί εσύ να ξεχάστηκες... Πες το μου, το χρειάζομαι!»
Η φωνή της σπασμένη από τη συγκίνηση μόλις που ακουγόταν.
«Φυσικά και δεν έγινε κατά λάθος. Από εδώ και πέρα έτσι θα γίνεται, μέχρι να μείνεις έγκυος, χαρά μου!» τη διαβεβαίωσε ο Γιώργος, καθώς την έπαιρνε στην αγκαλιά του.
«Μ’ αγαπάς τελικά... Και ας μην το είπες ποτέ!»
Η Γιάννα δεν περίμενε απάντηση. Δεν είχε κάνει ερώτηση άλλωστε· διαπίστωση ήταν. Ο Γιώργος προτιμούσε να δείχνει τι νιώθει με πράξεις και αυτό για τη Γιάννα ήταν σημαντικότερο από μια απλή λέξη, όσο όμορφη και να ήταν.
«Σου ορκίζομαι, μωρό μου! Δε θα αλλάξει τίποτα στις σχέσεις όλων μας. Ο κανόνας θα τηρηθεί. Το παιδί –αν έρθει– θα μας έχει γονείς. Αλλά, σ’ το ορκίζομαι, η μη αποκλειστικότητα, η ελευθερία και η διάδοση των Ξεχωριστών αρχών από εσένα θα συνεχιστεί όπως ήταν».
«Είσαι σίγουρη ότι το θέλω και εγώ, καρδούλα μου όμορφη; Είναι πολύ όμορφη η σκέψη να μη μου στερήσεις τη μη αποκλειστικότητα λόγω παιδιού ή συναισθημάτων. Μερικές φορές όμως οι άνθρωποι θέλουν να παραδώσουν την ελευθερία τους. Αρκεί φυσικά να ξέρουν καλά ότι εκείνος που τη δίνουν θα της φερθεί σαν Φύλακας και όχι σαν Δεσμοφύλακας» της είπε κοιτάζοντας μες στα υπέροχα καταγάλανα μάτια της.
Η Γιάννα ανοιγόκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να κάνει το βυθισμένο στο αλκοόλ μυαλό της να συγκεντρωθεί. Η γυναίκα μέσα της καταλάβαινε τι της έλεγε. Αλλά δεν μπορούσε –ή δε δεχόταν– να το συνειδητοποιήσει η Ξεχωριστή μέσα της.
«Δεν μπορώ... Δε γίνεται... Έχω ευθύνες... Οι Ξεχωριστοί!» του είπε κομπιάζοντας.
Το αλκοόλ εξατμιζόταν γρηγορότερα μέσα της με τις κινήσεις του έρωτα αλλά αισθανόταν πολύ ζαλισμένη. Προσπάθησε άλλη μια φορά να απαντήσει. Το μυαλό της ήξερε τι ήθελε να πει· είχε και εκείνη τη στιγμή τη διαύγεια που χρειαζόταν, αλλά την πρόδιδε ο οργανισμός της.
Ο Γιώργος δε συνέχισε. Θα ήταν ανώφελο εκείνη τη στιγμή και θα χαλούσε όλη την προηγούμενη μαγεία. Το τι θα γινόταν με τους Ξεχωριστούς όταν και αν ερχόταν μωρό, θα το αποφάσιζαν τότε. Τώρα το μόνο που τον ένοιαζε ήταν πως η γυναίκα που τον έκανε ευτυχισμένο και του είχε δοθεί άνευ όρων λίγα λεπτά πριν είχε αρχίσει να κρυώνει. Σηκώθηκε και παίρνοντας στα χέρια του την πανάλαφρη Γιάννα κατευθύνθηκε στην πόρτα της έπαυλης. Η Γιάννα δε σκεφτόταν πια τίποτα. Είχε κρεμαστεί στον λαιμό του χαμογελώντας του τρυφερά, αμίλητη.
Τι μπορούσε να πει; Ότι τον αγαπάει; Όταν το αισθάνεσαι στ’ αλήθεια αυτό, η λέξη αυτή καθαυτή δείχνει ξαφνικά τόσο μικρή, τόσο ανίκανη να εκφράσει το απόλυτο. Καλύτερα να σιωπάς! Έκλεισε, λοιπόν, τα μάτια της και αφέθηκε στα χέρια του κουρασμένη αλλά ευτυχισμένη.