Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 10)

«Οι γονείς μου;» ρωτάω έκπληκτη. Μου είχαν πει ότι πρέπει να κάνω υπομονή για να ένα μήνα, ότι δεν πρέπει να έρθω σε επαφή μαζί τους και ότι όλα αυτά είναι για τη δική μου ασφάλεια. Άραγε τι τους έκανε να αλλάξουν γνώμη και να έρθουν να με βρουν; Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι κάπως, με κάποιο τρόπο κατάφεραν να ανακαλύψουν τι συνέβη ανάμεσα σε μένα και τον Ναθάνιελ. Άλλωστε, πως γίνεται να βρίσκονται εδώ μόλις μερικά λεπτά μετά την εξομολόγηση του;
Ο Ναθάνιελ με βγάζει απ’ τις σκέψεις μου. «Πρέπει να πας» λέει και μια παράξενη ρίγη διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μου με τη φοβερά ψυχρή φωνή του. Είναι λες και ότι συνέβη πριν μερικά μόλις λεπτά ήταν ένα αποκύημα της φαντασίας μου, λες και δεν έγινε ποτέ.
Υποκρίνοντας ότι δεν με επηρέασε καθόλου ο τόνος του, γνέφω και κατευθύνομαι προς το σαλόνι. Καθώς διασχίζω τον υπερβολικά μικρό διάδρομο, νιώθω την καρδιά μου να χτυπά ολοένα και γρηγορότερα. Το στομάχι μου έχει γίνει ένα κουβάρι κι είμαι σίγουρη ότι αν κάποιος μου έθετε το ερώτημα «Πως νιώθεις», θα δυσκολευόμουν πολύ να απαντήσω. Τα συναισθήματά μου είναι ανάμεικτα, το ίδιο και οι σκέψεις μου. Απ’ τη μία θέλω να δω τους γονείς μου, να τους αγκαλιάσω και να τους πω πόσο μου έλειψαν, αλλά απ’ την άλλη…ανησυχώ. Ανησυχώ μήπως έχουν ανακαλύψει για μένα και τον Ναθάνιελ και θελήσουν να με πάρουν μακριά του. Ίσως όμως να είναι καλύτερα έτσι. Αυτό δεν ήθελα εχθές;
Ωστόσο μόλις μπαίνω στο σαλόνι και οι γονείς μου μπαίνουν στο οπτικό μου πεδίο, κάθε σκέψη, κάθε δισταγμός, κάθε αμφιβολία εξαφανίζεται και το μόνο που μένει είναι η ανάγκη μου να βρεθώ κοντά τους.
Μόλις με βλέπουν, τα μάτια τους φωτίζονται και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τους έλειψα όπως μου έλειψαν κι εκείνοι, μπορεί και περισσότερο αν κρίνω απ’ τον τρόπο που πετάγεται ο πατέρας μου απ’ τον καναπέ για να βρεθεί κοντά μου.
«Μπαμπάκα!» αναφωνώ και χώνομαι στην αγκαλιά του. Εκείνος με φιλάει στα μαλλιά και με χαϊδεύει τρυφερά στην πλάτη, δίχως να μ’ αφήνει ούτε στιγμή. Η μητέρα μου δεν αργεί να βρεθεί πλάι του και να με αγκαλιάσει με την ίδια στοργή και αγάπη.
«Μου έλειψες τόσο πολύ, ομορφιά μου» λέει και με ρίχνει ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο, που με κάνει να σκουπιστώ με το μανίκι μου.
«Μαμααα, μπλιαχ» λέω τρίβοντας το μάγουλό μου. Ακούω ένα πνιχτό γέλιο από πίσω μου και γυρίζω για να βρω τον Ναθάνιελ να χασκογελά, με τα λακκάκια στα μάγουλά του να διαγράφονται έντονα. Του ρίχνω ένα δολοφονικό βλέμμα και εκείνος μετά βίας καταπνίγει ένα χαμόγελο πριν σοβαρέψει.
«Λοιπόν, τώρα που χαιρετιστήκαμε και όλα τα σχετικά, ας πάμε στο ουσιώδες κομμάτι. Γιατί ήρθατε;» λέω μεταφέροντας τα μάτια μου πότε στην μητέρα μου και πότε στον πατέρα μου που στέκονται πλέον σοβαροί ο ένας πλάι στον άλλο μπροστά μου.
Δίχως να απαντήσει, ο πατέρας μου στρέφεται στον Ναθάνιελ και λέει με ήρεμη φωνή: «Θα μας αφήσεις λίγο μόνους, αγόρι μου;».
Γυρίζω να τον κοιτάξω, περιμένοντας να δω την αντίδρασή του. Με πρόσωπο ανέκφραστο, αφήνει τα χέρια του να πέσουν σαν άψυχα πλάι του και χάνεται στον διάδρομο. Το στομάχι δένεται χωρίς προφανή λόγο.
«Ωραία» λέω, «αφού θα έχουμε μια σοβαρή συζήτηση, ας καθίσουμε στον καναπέ»
«Σας ακούω» λέω όταν έχουμε βολευτεί.
Η μητέρα μου επικεντρώνει την προσοχή της στον πατέρα, οπότε κάνω το ίδιο. Όπως φαίνεται ήταν δική του επιλογή να έρθουν. Τον βλέπω να αναστενάζει, μοιάζει κουρασμένος. Τουλάχιστον τώρα ξέρω ότι δεν έμαθαν τίποτα για εμένα και τον Ναθάνιελ.
«Έμιλυ» ξεκινάει να λέει περνώντας του χέρι του μέσα απ’ τα κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά του, «πρέπει πρώτα να μου απαντήσεις ειλικρινά σε κάτι». Η σιγουριά μου συνθλίβεται μεμιάς. Τι θέλει να μάθει;
«Ναι…» λέω προτρέποντάς τον να συνεχίσει.
«Ευχήθηκες μήπως να έρθω να σε πάρω;». Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και είμαι σίγουρη ότι τα μάγουλά μου έχουν πάρει φωτιά. Πως…πως είναι δυνατόν να το ξέρει; Και τότε θυμάμαι κάτι που είχα ξεχάσει εντελώς. Τα μάτια μου είχαν αλλάξει χρώμα. Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ευχήθηκα να έρθει…άραγε συνδέονται μεταξύ τους; Αν του απαντήσω θετικά, τότε σίγουρα θα απαιτήσει να μάθει το λόγο που ευχήθηκα κάτι τέτοιο, και σίγουρα δεν πρόκειται να του πω ότι ένα δεκαοκτάχρονο μέλος της Φωτιάς με φίλησε, έπειτα μου είπε να το ξεχάσω και στο τέλος κατέληξα μόνη μέσα στο κρύο περικυκλωμένη από τοίχους.
Παίρνω μια βαθιά εισπνοή. Ξέρω ότι δεν πρέπει να πω ψέματα, αφού είναι ολοφάνερο ότι με κάποιον παράξενο τρόπο με άκουσε.
«Ναι» παραδέχομαι, ωστόσο σκύβω το κεφάλι ανήμπορη να τον αντικρίσω τη στιγμή που ετοιμάζομαι να πω ψέματα.
«Τι συνέβη;» ρωτάει η μητέρα μου, προφανώς θέτοντας το ερώτημα που βασανίζει και τους δύο.
«Τίποτα» λέω, «απλώς μου λείπατε τόσο πολύ και ένιωθα μόνη».
«Έμιλυ» λέει ο πατέρας μου με τέτοιο τόνο, που με αναγκάζει να σηκώσω το βλέμμα μου και να τον αντικρίσω. Όλη του η έκφραση δείχνει ότι έχει καταλάβει το ψέμα μου. Τι θα κάνω τώρα;
«Αλήθεια λέω, μπαμπά», βάζω τα δυνατά μου για να φανώ ειλικρινής, αλλά δυστυχώς η στάση του δεν αλλάζει.
«Αυτή είναι μια ικανότητα που δεν έχουμε ξαναδεί» λέει η μητέρα μου. «Είμαι σίγουρη ότι κάτι πολύ άσχημο συνέβη για να κατάφερες να μεταφέρεις τις σκέψεις σου» κάνει μια παύση κι έπειτα συνεχίζει, «που σημαίνει ότι δεν ήταν κάτι τόσο απλό».
«Ένιωθες φοβισμένη και ήθελες να φύγεις» προσθέτει ο πατέρας μου.
Και τι στιγμή που σπάω το κεφάλι μου να βρω μια απάντηση, μπαίνει μέσα στο σαλόνι ο Ναθάνιελ. Απ’ την έκφραση του προσώπου του καταλαβαίνω ότι έχει ακούσει τα πάντα και σίγουρα όχι άθελά του…
«Συγγνώμη που διακόπτω την οικογενειακή σας συζήτηση, αλλά αυτή τη στιγμή ανεβαίνει τα σκαλιά μέλος του στοιχείου μου και δεν νομίζω ότι θέλετε να σας δει».
Στρέφω το βλέμμα μου προς το παράθυρο και βλέπω την Τάλια να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια, με τα μακριά μαλλιά της να ανεμίζουν απ’ τον δυνατό αέρα. Τα χείλη της δημιουργούν μια βλοσυρή γραμμή και γενικότερα όλη της η έκφραση δείχνει ότι δεν βρίσκεται εδώ με καλές προθέσεις. Δεν ξέρω τι της είπε ο Ναθάνιελ την προηγούμενη νύχτα ή τι είδε η ίδια, αλλά σίγουρα δεν πήρε και την καλύτερη δικαιολογία για την συμπεριφορά του αγοριού της.
Επαναφέρω το βλέμμα μου μπροστά. Οι γονείς μου έχουν ήδη σηκωθεί απ’ τον καναπέ έτσι τους μιμούμαι, αν και δεν χρειάζεται να κρυφτώ κι εγώ.
«Ελάτε» λέει ο Ναθάνιελ στους γονείς μου, «μπορείτε να καθίσετε στο δωμάτιο ώσπου να τη διώξω». Τον κοιτάζω για λίγο έντονα προσπαθώντας να διακρίνω κάποιο συναίσθημα, αλλά δεν βρίσκω τίποτα, το πρόσωπό του καλύπτεται από ουδετερότητα.
Βλέπω και τους τρεις να χάνονται στον διάδρομο, ώσπου ακούγεται το κουδούνι αναγκάζοντάς με να στρέψω την προσοχή μου στην πόρτα. Δεν ξέρω τι έχει η Τάλια κατά νου, ίσως μόλις ανοίξω να εισβάλει μέσα και να αρχίσει να φωνάζει, και οι γονείς μου δεν πρέπει να μάθουν με τίποτα για τα χθεσινά γεγονότα.
Τελικά αποφασίζω να περιμένω τον Ναθάνιελ, αν μη τι άλλο εκείνος ξέρει πώς να την αντιμετωπίσει.
«Γιατί δεν ανοίγεις;» λέει με επιθετικό τόνο μόλις επιστρέφει.
«Γιατί δεν είμαι εγώ το αγόρι της που πρέπει να της δώσω εξηγήσεις» λέω σιγανά μεν, αλλά με υπερβολική επιθετικότητα.
Ο Ναθάνιελ στριφογυρίζει τα μάτια του, φανερά απογοητευμένος με την αντίδρασή μου. Ξεροκαταπίνω, νιώθοντας ξαφνικά έναν ασφυκτικό κόμπο να σχηματίζεται στο στομάχι μου και τον παρακολουθώ να ανοίγει την πόρτα. Και όπως ακριβώς το είχα υπολογίσει, η Τάλια πετάγεται μέσα σπρώχνοντας τον Ναθάνιελ παράμερα.
«Μπράβο, Νάθι, είσαι μ’ αυτό το τσουλάκι πάλι» λέει σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις.
Στρέφω ασυνείδητα το κεφάλι μου προς τη μεριά του διαδρόμου, φοβούμενη μήπως άκουσαν οι γονείς μου τα λόγια της.
«Σκάσε» λέει ο Ναθάνιελ, χωρίς ωστόσο να φωνάζει. Τώρα είναι ολοφάνερο ότι έχει εκνευριστεί.
«Σιγά μην σε άφηνα εδώ μ’ αυτή τη…» δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει, ο Ναθάνιελ την αρπάζει απ’ το μπράτσο και την τραβά ως την πόρτα. Την πετάει κυριολεκτικά απέξω και λέει με φοβερά οργισμένη φωνή: «Φύγε αμέσως από εδώ, αλλιώς δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει!».
Δεν την βλέπω, αλλά ακούω τα επόμενα λόγια της. «Γιατί; Επειδή την αποκάλεσα όπως ακριβώς της αξίζει;».
Το χέρι του Ναθάνιελ έχει κλείσει σε γροθιά και ξέρω ότι πρέπει να παρέμβω. Πάω κοντά του και βάζω το χέρι μου στον ώμο του. «Μη το συνεχίσεις» λέω, «απλώς κλείσε την πόρτα».
«Εσύ πήγαινε στους γονείς σου» λέει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μίλησε και στην Τάλια.
Καταπνίγω την επιθυμία μου να του βάλω τις φωνές και κάνω αυτό που είπε. Πρέπει να βεβαιωθώ ότι οι γονείς μου δεν άκουσαν τίποτα, αν και το πιο πιθανό είναι να άκουσαν τα πάντα. Εσύ φταις, μου φωνάζει το υποσυνείδητό μου, αφού ήξερες ότι αυτό θα γινόταν, γιατί δεν πήγες με τους γονείς σου;
Ανοίγω την πόρτα του δωματίου και βρίσκω τους γονείς μου να κάθονται πλάι-πλάι. Ο πατέρας μου φιλάει τη μαμά στο κεφάλι και αυτό με κάνει να χαμογελάσω, παρά τους χαρακτηρισμούς της Τάλια.
«Ήρθα κι εγώ» λέω και κάθομαι στο κρεβάτι μου. Απ’ τις διόλου ενοχλημένες και θυμωμένες εκφράσεις των προσώπων τους, καταλαβαίνω ότι δεν άκουσαν τίποτα. Αφήνω έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
«Ποια είναι η κοπέλα;» ρωτάει η μητέρα μου.
«Η κοπέλα του Ναθάνιελ» λέω. Κουνάει το κεφάλι, ανέκφραστη. Ο πατέρας μου σηκώνεται όρθιος και κάνει έναν κύκλο μέσα στο χώρο.
«Εδώ κοιμάσαι;» ρωτάει. Τα μάτια του μετακινούνται μέσα στο δωμάτιο, αναλύοντας την κάθε λεπτομέρεια.
«Ναι» του αποκρίνομαι δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου.
«Σε έχουν να κοιμάσαι στο ίδιο δωμάτιο με εκείνον;» λέει. Γνέφω και παίρνω μια αδιάφορη έκφραση. Άραγε γιατί ρωτάει;
«Μάλλον πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα με τη Σαμάνθα» λέει, απευθυνόμενος στη μητέρα.
Ανοίγει το στόμα της, έτοιμη να μιλήσει, αλλά η πόρτα την διακόπτει. Ο Ναθάνιελ.
«Μπορείτε να πάτε μέσα τώρα. Έφυγε» λέει και τα μάτια του σταματούν πάνω μου. Με κοιτάζει με έναν παράξενο τρόπο που στην αρχή δεν καταλαβαίνω τι υπονοεί, αλλά έπειτα αντιλαμβάνομαι ότι αναρωτιέται αν οι γονείς μου άκουσαν τίποτα απ’ τον καβγά.
Αφού μένουμε μόνοι μέσα στο δωμάτιο, λέω: «Ευτυχώς, δεν άκουσαν τίποτα. Τι έγινε με την Τάλια;».
«Έμιλυ!», η φωνή του πατέρα μου με κάνει να αναπηδήσω ξαφνισμένη.
«Θα μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή» λέει ο Ναθάνιελ και εγώ κατανεύω. Ωστόσο κάτι μου λέει ότι από εδώ και πέρα δεν θα μείνουμε καθόλου μόνοι…


***
Μετά από πολλές ώρες συζήτησης και διαπληκτισμού με την Σαμάνθα και τον Ναθάνιελ, οι γονείς μου αποφάσισαν πως πρέπει να μείνουν. Η απόφασή τους απ’ την μία με τρομάζει και απ’ την άλλη με καθησυχάζει. Βέβαια κατά την άποψη μου, την οποία εξέφρασα και φωναχτά όταν παίρνονταν οι αποφάσεις, το να μείνουν οι Θεοί Ηγέτες του Νερού σε πόλη των μελών της Φωτιάς είναι πολύ ανόητη. Έστω κι ένα μέλος να τους δει, θα προκληθεί χάος και φυσικά όλοι θα καταλάβουν ποια είμαι, γεγονός που θα οδηγήσει σε διαμάχη ανάμεσα στους Θεούς Ηγέτες της Φωτιάς και μέλη του στοιχείου τους. Σίγουρα θα απαιτήσουν να μάθουν το λόγο που έφεραν κάποια τόσο επικίνδυνη όσο εγώ σε έδαφος της Φωτιάς και θα τους κατηγορήσουν ότι απέκρυψαν κάτι τόσο σημαντικό απ’ τον λαό. Και στην τελική, δεν θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο εξαιτίας μου…
Το θυμάμαι σαν χθες όταν η –κατά κάποιο τρόπο- νταντά μου αποφάσισε να με βγάλει έξω για πρώτη φορά όσο διέμενα στο στρατόπεδο της Φωτιάς, και κάποιος με είδε. Στην αρχή είδε τα γαλανά μάτια μου, σύμβολο του Νερού, κι έπειτα να χρησιμοποιώ τη δύναμη του αέρα. Μπορώ να φανταστώ την έκπληξη του μπροστά σε ένα τέτοιο θέαμα και τον τρόμο του μόλις συνειδητοποίησε ότι είμαι η Έμιλυ Αζόρ, το παιδί δύο Θέων Ηγετών.




«Πετάξτε την έξω από εδώ!» φώναζαν τα μέλη της Φωτιάς ομόφωνα, κρατώντας μεγάλα πανό με το σύμβολο του στοιχείου τους μέσα σε έναν κύκλο και το στοιχείο του Νερού καλυμμένο με ένα τεράστιο Χ. Τους παρακολουθούσα μέσα απ’ το γραφείο της Θεάς Ηγέτης της Φωτιάς, με τα μάγουλά μου ποτισμένα με δάκρυα. Κάθε φορά που το βλέμμα μου έπεφτε σε ένα εξοργισμένο μέλος, η καρδιά μου γινόταν κομμάτια. Μια λέξη κυριαρχούσε στο μυαλό μου: Γιατί.
«Έμιλυ» είπε ο πατέρας μου δίχως να σταματήσει να με χαϊδεύει παρηγορητικά στην πλάτη. Η μητέρα μου μιλούσε με τους Θεούς Ηγέτες, ελπίζοντας πως θα μπορούσε να κάνει κάτι για να βοηθήσει με όλη αυτή την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, αλλά δυστυχώς οι Θεοί Ηγέτες επέμεναν πως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να με πάρει μακριά. Ο κόσμος έχει εξαγριωθεί τόσο πολύ, που δεν θα διστάσει να τη σκοτώσει. Μακάρι να μην είχα ακούσει ποτέ αυτά τα λόγια να βγαίνουν απ’ τα χείλη του Θεού Ηγέτη.
Ξέσπασα σε αναφιλητά μόλις μερικοί άνδρες με τατουάζ γύρω στα εικοσιπέντε, άρχισαν να καίνε το κτίριο. Πολλοί διαδηλωτές τους ακολούθησαν, ώσπου οι γονείς μου με τράβηξαν μακριά απ’ το παράθυρο και με πολλούς άνδρες να μας περικυκλώνουν για προστασία, βρήκαμε απ’ το κτίριο.




«Έμ;;», η φωνή του Έλιοτ με απομακρύνει από αυτή τη ζοφερή ανάμνηση πριν τα μάτια μου γεμίσουν με δάκρυα. Γυρίζω το βλέμμα μου πάνω του και βάζω τα δυνατά μου για να χαμογελάσω.
«Ναι;» λέω.
«Σε φωνάζω εδώ και μια ώρα» λέει με ολοφάνερο εκνευρισμό, «οι γονείς σου φεύγουν».
«Ω, σε ευχαριστώ, Έλιοτ» σηκώνομαι απ’ το καινούργιο μου κρεβάτι -ναι οι γονείς μου το κατάφερνα και αυτό, είπαν στη Σαμάνθα να με βάλει σε άλλο δωμάτιο και εκείνη αναγκάστηκε να μου παραχωρήσει το δικό της- και κατευθύνομαι προς την πόρτα, «Αα, και συγνώμη που σε αγνόησα» λέω και αφού εισπράττω ένα πλατύ χαμόγελο πηγαίνω στο σαλόνι.
Βλέπω τους γονείς μου να στέκονται όρθιοι, προφανώς με περίμεναν.
«Φεύγετε;» ρωτάω, παρότι ξέρω την απάντηση.
«Ναι, οι Θεοί Ηγέτες της Φωτιάς θα μας παραχωρήσουν ένα σπίτι εδώ κοντά» λέει η μητέρα μου.
«Εντάξει, αλλά εγώ επιμένω ότι πρέπει να επιστρέψετε στο στρατόπεδό μας».
«Έλα λίγο έξω» λέει ο μπαμπάς, «θέλω να σου πω δύο λόγια». Ξεροκαταπίνω. Υπάρχουν πολλά θέματα για τα οποία θα μπορούσε να θέλει να μου μιλήσει, όπως για το τι όντως συνέβη και ευχήθηκα να με πάρει από εδώ.
«Δεν φεύγουμε ακόμη όχι επειδή θέλουμε να σε παρακολουθήσουμε, αλλά για βεβαιωθούμε ότι δεν διατρέχεις κανέναν κίνδυνο και να μάθουμε τι πραγματικά σε ανάγκασε να ζητήσεις να σε πάρω από εδώ» λέει και τα απίστευτα ψυχρά, γαλανά του μάτια καρφώνονται πάνω στα δικά μου. Για μια στιγμή μου περνάει η σκέψη να του πω για την αλλαγή του χρώματος των ματιών μου, αλλά την αποδιώχνω αμέσως αφού θέλω πρώτα να βεβαιωθώ ότι δεν είδα λάθος μέσα στο σκοτάδι.
«Εντάξει, μπαμπά, καταλαβαίνω».
Με κοιτάζει για λίγο ακόμη σαν να θέλει να δει αν πράγματι καταλαβαίνω και τελικά αποσύρει το βλέμμα του. Πιάνει την μητέρα μου απ’ τη μέση και κατευθύνεται προς τον δρόμο. Λίγο πριν μπει στο αυτοκίνητο, γυρίζει ελάχιστα το κεφάλι κι λέει: «Μείνε μακριά από εκείνον».
Και μ’ αυτά τα λόγια φεύγει.





Δέσποινα Χρ.