Η Κάθριν τερμάτισε την κλήση αφήνοντας τον Ντέιμον να κοιτάει την οθόνη του τηλεφώνου του για λίγα λεπτά. Τι στο καλό είχε μόλις συμβεί? Εκείνος και ο Στέφαν λείπανε για λιγότερο από 2 ώρες από το σπίτι και ήδη είχε δημιουργηθεί συμμαχία γυναικών εκεί πίσω? Και τι γυναικών! Όχι! Αυτό δεν ήταν κάτι που θα αντιμετώπιζε μόνος του. Ποιός ξέρει σε τι μπελάδες θα τους έβαζε αυτή η καινούργια εξέλιξη. Έπρεπε να μιλήσει με τον Στέφαν ακόμα και αν ήταν ακόμα τσαντισμένος.
Αλλά όχι τώρα. Πρώτα έπρεπε να διαπιστώσει τι συνέβαινε. Εξάλλου τώρα ήταν εδώ για ψώνια.
«Λοιπόν.» είπε απευθυνόμενος στην πωλήτρια για μια ακόμα φορά «Το βρέφος μας είναι 5 μηνών. Ευχαριστημένη?»
Η κοπέλα έριξε μια ματιά γύρω της στα ράφια και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. «Χμ...» μονολόγησε όταν φτάσανε στο 3ο διάδρομο «Πιστεύω ότι εδώ είμαστε. Για ένα μωρό 5 μηνών αυτά είναι τα απαραίτητα.»
Ο Ντέιμον είχε μείνει να κοιτάζει άφωνος τα εκατοντάδες αντικείμενα στον διάδρομο.
«Ωραία.» μονολόγησε μην ξέροντας τι άλλο να πει.
«Θέλετε να κοιτάξουμε σχέδια και χρώματα?»
Ο Ντέιμον έμεινε για λίγο σκεπτικός ζυγίζοντας τις εναλλακτικές του δεδομένου της καταστάσεως. Θα μπορούσε να μείνει εδώ μια-δυο ώρες κάνοντας ψώνια που δεν ήταν και το καλύτερό του ή να τελειώνει γρήγορα και να επιστρέψει σπίτι να ανακρίνει τις κοπέλες. Φυσικά διάλεξε το δεύτερο πλάνο.
«Ξέρεις Έλενα, δεν έχω πολύ χρόνο, οπότε τι θα έλεγες να αφήσω εσένα να διαλέξεις? Πως φαντάζεσαι ένα ονειρεμένο παιδικό δωμάτιο? Ότι μπορείς να φανταστείς με τον απαραίτητο εξοπλισμό θα το πάρω.» της απάντησε χαμογελώντας. «Απλά να έχεις στο μυαλό σου ότι θέλω τα καλύτερα.»
«Μάλιστα. Κάτι άλλο?»
«Όχι. Απλά φρόντισε να έρθουν σήμερα.»
«Περάστε από το ταμείο να αφήσετε τα στοιχεία και την διεύθυνση σας και θα φροντίσω εγώ προσωπικά να σταλθούν σήμερα.»
«Είσαι τόσο καλή. Ευχαριστώ.»
Ο Ντέιμον τελειώνοντας από το ταμείο και βγαίνοντας έξω έπρεπε να αντιμετωπίσει και έναν οργισμένο Στέφαν.
«Νόμιζα ότι θα ψώνιζες.» του είπε ο αδερφός του ψυχρά.
«Νόμιζα ότι θα έφευγες.» του αντιγύρισε εκείνος χαμογελώντας.
Ο Στέφαν δεν του απάντησε. Ήταν ακόμα θυμωμένος και είχε κάθε δίκιο. Ο Ντέιμον αρνιόταν να καταλάβει τον σκοπό για τον οποίο ο Στέφαν ήταν τόσο διαλλακτικός με την Έλενα και το όλο θέμα του παιδιού. Την αγαπούσε τόσο και αν αυτό το παιδί την έκανε ευτυχισμένη θα έκανε τα πάντα ώστε να είναι και οι 2 τους καλά.
«Τέλος πάντων.» είπε ο Ντέιμον αδιάφορα. «Τα πράγματα έβαλα να τα στείλουν στο σπίτι. Θα έρθουν σήμερα.»
Ο Ντέιμον περνώντας μπροστά από τον αδερφό του συνέχισε να περπατάει κατά μήκος του πεζοδρομίου.
«Και τώρα?» τον ρώτησε ακολουθώντας τον ο Στέφαν έχοντας αρχίσει να αισθάνεται άβολα. Ήθελε να γυρίσει σπίτι στην Έλενα και την μικρή. Δεν ήταν μεγάλος οπαδός του shopping.
«Τώρα θα πάμε σε ένα μαγαζί με χρώματα και τέτοια για να φτιάξουμε το δωμάτιο της νέας σου κόρης.» του απάντησε χαμογελώντας. Ήταν προφανές ότι ο μικρός του αδερφός θα προτιμούσε να βρίσκεται στην Γη του Πυρός παρά εδώ μαζί του. Ή καλύτερα σπίτι, στην αγκαλιά της Έλενας. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του όμως προσπάθησε να μην δείξει πολύ ενοχλημένος.
«Ντέιμον?» Ο Στέφαν είχε διαλέξει να παραβλέψει το σχόλιο του Ντέιμον και να ρωτήσει επιφυλακτικά για το διάστημα που τον είχε αφήσει μόνο του. Έτρεμε για το ότι είχε συμβεί μες το μαγαζί.
«Ακούω.»
«Από περιέργεια, τι ακριβώς πήρες?»
«Χμ... δεν ξέρω.» του είπε με απαράμιλλη φυσικότητα.
«Δεν ξέρεις. Τι στο καλό σημαίνει αυτό ?» τον ρώτησε σηκώνοντας το φρύδι του και γυρνώντας να τον κοιτάξει.
«Ότι δεν ξέρω. Τι δεν καταλαβαίνεις? Άφησα την κοπέλα να διαλέξει τα έπιπλα και τον απαραίτητο εξοπλισμό και να τα στείλει σήμερα στο σπίτι.»
«Η Έλενα δεν σου είχε γράψει δυο πράγματα στο χαρτί που έσκισες? Εσύ γιατί πήρες εξοπλισμό για ένα ολόκληρο δωμάτιο?» Ο Στέφαν ήταν μπερδεμένος. Για χιλιοστή φορά από τότε που επέστρεψε η Έλενα και δεν είχε περάσει καλά-καλά ούτε ένα εικοσιτετράωρο. Δεν καταλάβαινε τις σπασμωδικές κινήσεις του αδερφού του και ο Ντέιμον από την μεριά του δεν φαινόταν διατεθειμένος να τις εξηγήσει.
«Γιατί δεν θα την αφήσω να πάει πίσω για τα έπιπλα και να ρισκάρουμε να την ξανά χάσουμε.
Αυτή τη φορά ίσως να μην είμαστε τυχεροί και να μην την βρούμε ποτέ. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος. Ο δεύτερος, αγαπητέ μου αδερφέ, είναι ότι αν αποφάσισες να μεγαλώσει το κορίτσι συγκαταλέγεται αυτόματα στην οικογένεια των Σαλβατόρε. Και οι Σαλβατόρε μεγαλώνουμε ανάμεσα στα πλούτη. Έτσι θα μεγαλώσει και η μικρή σου κόρη. Σαν μια Σαλβατόρε. Αφού κανείς μας δεν μπορεί να κάνει μια αυθεντική, ας αρκεστούμε σε αυτή.»
Ο Στέφαν μπορούσε να διακρίνει τον απελπισμένο τόνο του αδερφού του. Λυπόταν που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά? Ο Ντέιμον δεν ήταν ο τύπος του οικογενειάρχη που θα παντρευόταν μια γυναίκα, θα κάνανε μια ντουζίνα παιδιά και θα γερνούσανε μαζί σε ένα σπίτι στην εξοχή, δίπλα στο τζάκι. Όχι δεν ήταν. Τότε γιατί ακούστηκε τόσο στεναχωρημένος όταν έλεγε ότι κανείς τους δεν μπορεί να αφήσει απογόνους?
«Η Έλενα θα με σκοτώσει.» μονολόγησε ο Στέφαν φέρνοντας το χέρι του στο μέτωπό του και περνώντας το μέσα από τα μαλλιά του.
«Χμ... δεν θα είναι η πρώτη που θα το κάνει...» σχολίασε ψιθυριστά ο μεγάλος του αδερφός αλλά ο Στέφαν ήταν σε μεγάλη απόγνωση για να τον νοιάξει.
«Λοιπόν, ας πρωτοπορήσουμε. Ροζ? Ή μήπως παιδική ταπετσαρία?» του είπε ευχάριστα ο Ντέιμον κοιτώντας τον τοίχο πίσω του με τα δείγματα.
«Ας πάρουμε και τα δυο. Διάλεξε πέντε-έξι ταπετσαρίες πάρε και δυο κουβάδες μπογιά και πάμε να φύγουμε.» του απάντησε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
«Γιατί τόση αδιαφορία? Και γιατί τόση βιασύνη? Θα κάτσεις να βάψεις εξάλλου. Δεν θες να σου αρέσει τουλάχιστον? Θα περνάς πολλές ώρες στο δωμάτιο της κόρης σου.» Ο Ντέιμον διάλεξε 4 ταπετσαρίες που ήξερε ότι θα εκνευρίσουν τον Στέφαν και τρεις κουβάδες με χρώμα και τα τοποθέτησε στο ταμείο.
«Με την άδειά σου...» του απάντησε γελώντας ειρωνικά ο Στέφαν «Αλλά έχω μια δουλειά. Θα το κάνεις εσύ. Για να επανορθώσεις και για την συμπεριφορά σου.»
Ήταν αποφασισμένος να μαζέψει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε για τον τελευταίο χρόνο που ήταν η Έλενα μακριά του και ειδικότερα ότι μπορούσε να μάθει για την μικρή. Που γεννήθηκε, πως είναι δηλωμένη στα μητρώα, με τι όνομα έχει δηλωθεί...
«Οκ Στέφαν. Ότι πεις.» είπε ο Ντέιμον πληρώνοντας και δίνοντας του τις σακούλες με τους κουβάδες.
«Ας γυρίσουμε σπίτι τώρα. Έχουμε πολλά να κάνουμε.»
Nadia
«Λοιπόν.» είπε απευθυνόμενος στην πωλήτρια για μια ακόμα φορά «Το βρέφος μας είναι 5 μηνών. Ευχαριστημένη?»
Η κοπέλα έριξε μια ματιά γύρω της στα ράφια και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. «Χμ...» μονολόγησε όταν φτάσανε στο 3ο διάδρομο «Πιστεύω ότι εδώ είμαστε. Για ένα μωρό 5 μηνών αυτά είναι τα απαραίτητα.»
Ο Ντέιμον είχε μείνει να κοιτάζει άφωνος τα εκατοντάδες αντικείμενα στον διάδρομο.
«Ωραία.» μονολόγησε μην ξέροντας τι άλλο να πει.
«Θέλετε να κοιτάξουμε σχέδια και χρώματα?»
Ο Ντέιμον έμεινε για λίγο σκεπτικός ζυγίζοντας τις εναλλακτικές του δεδομένου της καταστάσεως. Θα μπορούσε να μείνει εδώ μια-δυο ώρες κάνοντας ψώνια που δεν ήταν και το καλύτερό του ή να τελειώνει γρήγορα και να επιστρέψει σπίτι να ανακρίνει τις κοπέλες. Φυσικά διάλεξε το δεύτερο πλάνο.
«Ξέρεις Έλενα, δεν έχω πολύ χρόνο, οπότε τι θα έλεγες να αφήσω εσένα να διαλέξεις? Πως φαντάζεσαι ένα ονειρεμένο παιδικό δωμάτιο? Ότι μπορείς να φανταστείς με τον απαραίτητο εξοπλισμό θα το πάρω.» της απάντησε χαμογελώντας. «Απλά να έχεις στο μυαλό σου ότι θέλω τα καλύτερα.»
«Μάλιστα. Κάτι άλλο?»
«Όχι. Απλά φρόντισε να έρθουν σήμερα.»
«Περάστε από το ταμείο να αφήσετε τα στοιχεία και την διεύθυνση σας και θα φροντίσω εγώ προσωπικά να σταλθούν σήμερα.»
«Είσαι τόσο καλή. Ευχαριστώ.»
Ο Ντέιμον τελειώνοντας από το ταμείο και βγαίνοντας έξω έπρεπε να αντιμετωπίσει και έναν οργισμένο Στέφαν.
«Νόμιζα ότι θα ψώνιζες.» του είπε ο αδερφός του ψυχρά.
«Νόμιζα ότι θα έφευγες.» του αντιγύρισε εκείνος χαμογελώντας.
Ο Στέφαν δεν του απάντησε. Ήταν ακόμα θυμωμένος και είχε κάθε δίκιο. Ο Ντέιμον αρνιόταν να καταλάβει τον σκοπό για τον οποίο ο Στέφαν ήταν τόσο διαλλακτικός με την Έλενα και το όλο θέμα του παιδιού. Την αγαπούσε τόσο και αν αυτό το παιδί την έκανε ευτυχισμένη θα έκανε τα πάντα ώστε να είναι και οι 2 τους καλά.
«Τέλος πάντων.» είπε ο Ντέιμον αδιάφορα. «Τα πράγματα έβαλα να τα στείλουν στο σπίτι. Θα έρθουν σήμερα.»
Ο Ντέιμον περνώντας μπροστά από τον αδερφό του συνέχισε να περπατάει κατά μήκος του πεζοδρομίου.
«Και τώρα?» τον ρώτησε ακολουθώντας τον ο Στέφαν έχοντας αρχίσει να αισθάνεται άβολα. Ήθελε να γυρίσει σπίτι στην Έλενα και την μικρή. Δεν ήταν μεγάλος οπαδός του shopping.
«Τώρα θα πάμε σε ένα μαγαζί με χρώματα και τέτοια για να φτιάξουμε το δωμάτιο της νέας σου κόρης.» του απάντησε χαμογελώντας. Ήταν προφανές ότι ο μικρός του αδερφός θα προτιμούσε να βρίσκεται στην Γη του Πυρός παρά εδώ μαζί του. Ή καλύτερα σπίτι, στην αγκαλιά της Έλενας. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του όμως προσπάθησε να μην δείξει πολύ ενοχλημένος.
«Ντέιμον?» Ο Στέφαν είχε διαλέξει να παραβλέψει το σχόλιο του Ντέιμον και να ρωτήσει επιφυλακτικά για το διάστημα που τον είχε αφήσει μόνο του. Έτρεμε για το ότι είχε συμβεί μες το μαγαζί.
«Ακούω.»
«Από περιέργεια, τι ακριβώς πήρες?»
«Χμ... δεν ξέρω.» του είπε με απαράμιλλη φυσικότητα.
«Δεν ξέρεις. Τι στο καλό σημαίνει αυτό ?» τον ρώτησε σηκώνοντας το φρύδι του και γυρνώντας να τον κοιτάξει.
«Ότι δεν ξέρω. Τι δεν καταλαβαίνεις? Άφησα την κοπέλα να διαλέξει τα έπιπλα και τον απαραίτητο εξοπλισμό και να τα στείλει σήμερα στο σπίτι.»
«Η Έλενα δεν σου είχε γράψει δυο πράγματα στο χαρτί που έσκισες? Εσύ γιατί πήρες εξοπλισμό για ένα ολόκληρο δωμάτιο?» Ο Στέφαν ήταν μπερδεμένος. Για χιλιοστή φορά από τότε που επέστρεψε η Έλενα και δεν είχε περάσει καλά-καλά ούτε ένα εικοσιτετράωρο. Δεν καταλάβαινε τις σπασμωδικές κινήσεις του αδερφού του και ο Ντέιμον από την μεριά του δεν φαινόταν διατεθειμένος να τις εξηγήσει.
«Γιατί δεν θα την αφήσω να πάει πίσω για τα έπιπλα και να ρισκάρουμε να την ξανά χάσουμε.
Αυτή τη φορά ίσως να μην είμαστε τυχεροί και να μην την βρούμε ποτέ. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος. Ο δεύτερος, αγαπητέ μου αδερφέ, είναι ότι αν αποφάσισες να μεγαλώσει το κορίτσι συγκαταλέγεται αυτόματα στην οικογένεια των Σαλβατόρε. Και οι Σαλβατόρε μεγαλώνουμε ανάμεσα στα πλούτη. Έτσι θα μεγαλώσει και η μικρή σου κόρη. Σαν μια Σαλβατόρε. Αφού κανείς μας δεν μπορεί να κάνει μια αυθεντική, ας αρκεστούμε σε αυτή.»
Ο Στέφαν μπορούσε να διακρίνει τον απελπισμένο τόνο του αδερφού του. Λυπόταν που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά? Ο Ντέιμον δεν ήταν ο τύπος του οικογενειάρχη που θα παντρευόταν μια γυναίκα, θα κάνανε μια ντουζίνα παιδιά και θα γερνούσανε μαζί σε ένα σπίτι στην εξοχή, δίπλα στο τζάκι. Όχι δεν ήταν. Τότε γιατί ακούστηκε τόσο στεναχωρημένος όταν έλεγε ότι κανείς τους δεν μπορεί να αφήσει απογόνους?
«Η Έλενα θα με σκοτώσει.» μονολόγησε ο Στέφαν φέρνοντας το χέρι του στο μέτωπό του και περνώντας το μέσα από τα μαλλιά του.
«Χμ... δεν θα είναι η πρώτη που θα το κάνει...» σχολίασε ψιθυριστά ο μεγάλος του αδερφός αλλά ο Στέφαν ήταν σε μεγάλη απόγνωση για να τον νοιάξει.
«Λοιπόν, ας πρωτοπορήσουμε. Ροζ? Ή μήπως παιδική ταπετσαρία?» του είπε ευχάριστα ο Ντέιμον κοιτώντας τον τοίχο πίσω του με τα δείγματα.
«Ας πάρουμε και τα δυο. Διάλεξε πέντε-έξι ταπετσαρίες πάρε και δυο κουβάδες μπογιά και πάμε να φύγουμε.» του απάντησε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
«Γιατί τόση αδιαφορία? Και γιατί τόση βιασύνη? Θα κάτσεις να βάψεις εξάλλου. Δεν θες να σου αρέσει τουλάχιστον? Θα περνάς πολλές ώρες στο δωμάτιο της κόρης σου.» Ο Ντέιμον διάλεξε 4 ταπετσαρίες που ήξερε ότι θα εκνευρίσουν τον Στέφαν και τρεις κουβάδες με χρώμα και τα τοποθέτησε στο ταμείο.
«Με την άδειά σου...» του απάντησε γελώντας ειρωνικά ο Στέφαν «Αλλά έχω μια δουλειά. Θα το κάνεις εσύ. Για να επανορθώσεις και για την συμπεριφορά σου.»
Ήταν αποφασισμένος να μαζέψει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε για τον τελευταίο χρόνο που ήταν η Έλενα μακριά του και ειδικότερα ότι μπορούσε να μάθει για την μικρή. Που γεννήθηκε, πως είναι δηλωμένη στα μητρώα, με τι όνομα έχει δηλωθεί...
«Οκ Στέφαν. Ότι πεις.» είπε ο Ντέιμον πληρώνοντας και δίνοντας του τις σακούλες με τους κουβάδες.
«Ας γυρίσουμε σπίτι τώρα. Έχουμε πολλά να κάνουμε.»
Nadia