Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 11)

Τα γεγονότα που ακολουθούν μοιάζουν να περνούν από μπροστά μου μέσα σε μια δίνη που δε μπορώ να ακολουθήσω και απλά παρακολουθώ από κάπου μακριά, από μια απόσταση απάθειας.
Ο Ρότζερ μας αφηγείται αναλυτικά τι συνέβη εκείνο το βράδυ πριν εννέα χρόνια. Τα πάντα ήταν ήσυχα και φυσιολογικά. Δεκατέσσερα βράδια πριν μια Πύλη είχε εμφανιστεί τα ξημερώματα σε ένα δάσος μισή μέρα μακριά από το σπίτι μας. Οι γονείς μας και οι Ιππότες που τους προστάτευαν το είχαν μάθει και σκόπευαν να ξεκινήσουν το βράδυ εκείνο για να είναι το επόμενο ξημέρωμα εκεί όπου η Πύλη θα ξανάνοιγε, ώστε να τη σφραγίσουν. Είχαν καταφέρει να κρατήσουν την ταυτότητά τους κρυφή από την Αδελφότητα της Φλόγας για χρόνια και ήταν σίγουροι πως τα μέλη της αγνοούσαν το άνοιγμα της καινούριας Πύλης. Έκαναν όμως λάθος.

Αφού οι γονείς μας μας χαιρέτησαν και μας έβαλαν για ύπνο για να ξεκινήσουν το ταξίδι τους, μέλη της Αδελφότητας της Κυανής Φλόγας εισέβαλαν στο σπίτι μας. Μετά ακολούθησε το χάος, κάποιοι ιππότες προσπαθούσαν τα τους αποκρούσουν και να τους κρατήσουν μακριά από το σπίτι και την οικογένειά μας, άλλοι προσπαθούσαν να κρύψουν και να μας φυγαδεύσουν, ενώ οι γονείς μας ανησυχούσαν για την ασφάλεια των παιδιών τους και για διάφορα στοιχεία και αντικείμενα που δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια της Αδελφότητας.
Εμείς, οι γονείς μας, ο Ρότζερ και άλλοι τρεις Ιππότες κρυφτήκαμε σε ένα δωμάτιο στο δεύτερο πάτωμα με τον Χένρι κι εμένα να κοιτάζουμε γύρω μας ανήσυχοι και φοβισμένοι. Οι γονείς μας αποφάσισαν να βγουν από το δωμάτιο για να πάρουν μαζί τους κάποια βιβλία και άλλα πράγματα από το εργαστήριο του πατέρα μας στον πύργο. Ο πατέρας μας είχε προτείνει στη μητέρα μας να μείνει μαζί μας, αλλά εκείνη του είπε πως θα πήγαινε  μαζί του για να τον βοηθήσει. Όμως ο κλοιός όλο και στένευε. Οι γονείς μας διαισθάνθηκαν πως αν έφευγαν από το δωμάτιο ίσως να μην ξαναγυρνούσαν, αλλά το να έβγαιναν από το δωμάτιο θα αποσπούσε την προσοχή της Αδελφότητας από την κρυψώνα μας και θα τους έστρεφε προς τον Πύργο όπου θα ανέβαιναν οι ίδιοι. Η δική μας σωτηρία προείχε, όπως είπαν στον Ρότζερ που ήταν ο επικεφαλής Ιππότης στην προστασία τους κι έτσι το αποφάσισαν.
Αυτοί και οι Ιππότες είχαν καταλάβει πως εγώ και ο Χένρι ήμασταν τα παιδιά της προφητείας, καθώς το σημάδι της μητέρας μας ήταν η Σελήνη και η δύναμή της είχε να κάνει με αυτή και τα φαινόμενα που προκαλούσε, όπως οι παλίρροιες, ενώ του πατέρα μας ο ήλιος, γιατί έλεγχε τη θερμότητα, οπότε εμείς κατά κάποιον τρόπο ήμασταν πράγματι «η κόρη της Σελήνης και ο γιός του ήλιου» κατά την προφητεία. Εξάλλου ήμασταν πράγματι αδέλφια που γεννήθηκαν «στο ίδιο τρυφερό λίκνο», όπως επίσης έλεγε. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως η δική μας σωτηρία προείχε.
Έτσι οι γονείς μας αποφάσισαν να κλειστούν πίσω στον Πύργο εκείνοι, ώστε να δώσουν περισσότερο χρόνο στους ιππότες να πάρουν εμάς τους δύο από εκεί. Μας παρέδωσαν στον Ρότζερ και τους υπόλοιπους Ιππότες δίνοντας τους το φίλτρο από λωτό που θα μας έκανε να ξεχάσουμε τα πάντα μέχρι να έρθει η ώρα να μάθουμε και πάλι την αλήθεια. Αποκλεισμένοι, μόνοι πλέον στο δωμάτιο του Πύργου, με τα μέλη της Αδελφότητας να βρίσκονται έξω από το δωμάτιο και εμάς να είμαστε ήδη μακριά, οι γονείς μας ήπιαν μαζί δηλητήριο και πέθαναν αγκαλιασμένοι, σώζοντας εμάς και σφραγίζοντας με το θάνατό τους την Πύλη καταφέρνοντας να μην πέσουν οι ίδιοι στα χέρια της Αδελφότητας.
Μόλις ο Ρότζερ τελείωσε την αφήγησή του ο Χένρι κι εγώ κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο μουδιασμένοι και ανατριχιάζοντας. Δάκρυα κρέμονταν στα μάτια και των δυο μας. Το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος και ένιωθα το μίσος για την Αδελφότητα και την Πύλη να με πνίγουν σε συνδυασμό με το αίσθημα αδικίας. Τα χέρια μου ήταν πεσμένα άκαμπτα πάνω στο τραπέζι και ο Χένρι άπλωσε τα δικά του από απέναντί μου και έσφιξε τα δικά μου μέσα τους.
Ο πόνος, η οργή και η διάθεση για εκδίκηση τρεμοπαίζαν στα υγρά του μάτια όταν μου είπε:
«Θα τα καταφέρουμε Λάιρα, θα σφραγίσουμε μια και καλή αυτή την αναθεματισμένη Πύλη για τη μαμά και τον μπαμπά και όσους θυσιάστηκαν εξαιτίας της. Δεν πρέπει να χυθεί άλλο αίμα για αυτόν τον δεσμό, πρέπει να σταματήσουμε την Αδελφότητα της Φλόγας».
Του ανταποδίδω το σφίξιμο και γνέφω.
«Ναι Χένρι, θα το κάνουμε. Η Πύλη αυτή θα κλείσει. Θα τα καταφέρουμε μαζί», του απαντώ με μια σοβαρότητα και αποφασιστικότητα που εκπλήσσουν κι εμένα την ίδια.
« Ρότζερ δώσε μας το αντίδοτο και ας γυρίσουμε πίσω. Ίσως να καταφέρουμε να φτάσουμε πριν δύσει ο ήλιος και να προλάβουμε να εξασκηθούμε», λέω στρεφόμενη προς το μέρος του.
Εκείνος με κοιτάζει με περηφάνια έκπληξη και συγκίνηση σχεδόν και μου δίνει σιωπηλός ένα μικρό γυάλινο μπουκαλάκι. Είναι φανερό πως η αφήγηση της ιστορίας έκανε και αυτόν να πονέσει, ενθυμούμενος όσα έζησε εκείνο το βράδυ. Οι γονείς μου ήταν καλοί του φίλοι και ο θάνατός τους και το γεγονός ότι αναγκάστηκε να μας χωρίσει του στοίχησαν πολύ.
Κοιτάζω το διάφανο φιαλίδιο με το πορτοκαλωπό υγρό διστακτικά για μια στιγμή και μετά το φέρνω στα χείλη μου και κατεβάζω μια μεγάλη γουλιά. Μορφάζω αηδιασμένη από τη γεύση του κρύου, άνοστου υγρού που καίει το λαρύγγι μου και δίνω το μπουκαλάκι στον Χένρι, που αδειάζει το υπόλοιπο μέρος μορφάζοντας με παρόμοιο τρόπο με εμένα.
Ο Ρότζερ γελάει και τον κοιτάζω απορημένη.
«Εσείς οι δύο είσαστε σίγουρα δίδυμοι. Έπρεπε να δείτε τις φάτσες σας όταν κατάπιατε. Η αντίδρασή σας ήταν ολόιδια», παρατηρεί εύθυμα.
Του χαμογελώ ελαφρά ανησυχώντας συγχρόνως για το τι θα μας προκαλέσει αυτό το φίλτρο.
Για μερικές στιγμές δε γίνεται τίποτα, αλλά μετά ένας πόνος διαπερνά το κεφάλι μου, το οποίο αρχίζει να μουδιάζει και να κρυώνει κατά κάποιον τρόπο. Ο πόνος γίνεται όλο και πιο οξύς και μετά τον νιώθω σα να χτυπάει εσωτερικά το κεφάλι μου και να σπάει κάτι, όπως χτυπούν έναν τοίχο κατεδαφίζοντάς τον. Μια κραυγή ξεφεύγει από τα χείλη μου και μετά  ξαφνικά ο πόνος σβήνει.
Εικόνες και αναμνήσεις αρχίζουν να περιστρέφονται στο μυαλό μου σε έναν άγριο κυκλικό χορό, όμοιο με εκείνον του ανεμοστρόβιλου. Θυμάμαι. Επιτέλους θυμάμαι. Θυμάμαι τους γονείς μου, τρυφερούς και καλόκαρδους να παίζουν μαζί μας, να μας συμβουλεύουν και να μας προσέχουν, να μας διαβάζουν βιβλία και να μας φιλούν τρυφερά τα βράδια πριν μας βάλουν για ύπνο. Θυμάμαι τα παιχνίδια μας με τον Χένρι, τις σκανταλιές τους τσακωμούς μας, το άλογο μου την Αντίνα, που αγαπούσα πολύ και συνάντησα ξανά λίγο πριν στον στάβλο. Το προσωπικό του σπιτιού που ήταν πάντοτε υπομονετικό στις σκανταλιές μου, τον Σαντιάγκο που ήταν ο καλύτερός μου φίλος. Παίζαμε μαζί με τις ώρες και επειδή ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου με πρόσεχε και με προστάτευε, σα να ήμουν η αγαπημένη μικρή του αδελφή. Θυμάμαι πόσο τον λάτρευα και τον εμπιστευόμουν.
Η Λάιρα Καρολίνα Ντε Λέισι δε μοιάζει πλέον τόσο άγνωστη. Μπορώ να τη δεχτώ ως κομμάτι του εαυτού μου, ένα πιο όμορφο τρυφερό και ανέμελο κομμάτι. Είναι εγώ τελικά. Δάκρυα κυλούν και πάλι στα μάγουλά μου, αλλά αυτή τη φορά χαράς και συγκίνησης που θυμήθηκα όλες αυτές τις όμορφες στιγμές. Τη συγκίνηση και την ανακούφισή μου δεν καταφέρνουν να διώξουν ούτε οι άσχημες αναμνήσεις της τελευταίας εκείνης νύχτας στο σπίτι μας. Που ένιωθα τόσο φοβισμένη και απροστάτευτη. Θυμάμαι να ουρλιάζω φωνάζοντας τη μαμά μου όταν με έπαιρναν από μια μυστική έξοδο του αρχοντικού. Το ίδιο και όταν με χώρισαν από τον Χένρι. Μετά ήπια το φίλτρο με το λωτό και όλα σκοτείνιασαν. Ξύπνησα σε ένα άγνωστο μέρος χωρίς να θυμάμαι τίποτε για μένα και τη ζωή μου και εκεί ήταν η Σούζαν για να μου πει να μη φοβάμαι και να μην ανησυχώ για τίποτε. Πως ήταν η αδελφή μου και πως θα με πρόσεχε. Με πληροφόρησε πως είχα πάθει αμνησία πέφτοντας από τις σκάλες και έτσι άρχισα τη νέα μου ζωή ως Λάιρα Γουόλτον.
Για λίγα χρόνια μείναμε με μια υποτιθέμενη θεία μας που ουσιαστικά δε μας έδινε καμία σημασία και ήταν σχεδόν κουφή και κατάκοιτη και τον Άντριου, τον σωματώδη υπηρέτη της που κρίνοντας από όσα γνωρίζω τώρα, πρέπει να ήταν Ιππότης και να προστάτευε εμένα και τη Σούζαν, μέχρι να πάμε σε πιο ασφαλές μέρος και η Σούζαν να μεγαλώσει αρκετά ώστε να μπορεί να με προστατεύει καλύτερα μόνη της. Όταν η Σούζαν έκλεισε τα δεκαεπτά εγκατασταθήκαμε στην Ακαδημία.
 « Πώς νιώθεις;», με ρωτά ο Ρότζερ ανήσυχος, μάλλον εξαιτίας της κραυγής μου.
«Καλά», ψελλίζω. «Σ’ ευχαριστώ για όλα όσα έκανες για εμάς όλα αυτό τα χρόνια Ρότζερ και σε ευχαριστώ που στάθηκες δίπλα στους γονείς μου έως την τελευταία στιγμή».
« Δεν κάνει τίποτε Λάιρα. Οι γονείς σας ήταν φίλοι μου, εσείς ήσασταν σαν τα μικρά μου ανίψια και ήταν και υποχρέωσή μου ως Ιππότη της Πύλης να σας προστατεύω όλους. Δε θα μπορούσα, ούτε ήθελα να κάνω διαφορετικά», μου απαντά με ένα καλοσυνάτα.
Στρέφομαι προς τον Χένρι, δείχνει εξίσου ανακουφισμένος με εμένα που έμαθε την αλήθεια, αλλά το βλέμμα του είναι πιο θλιμμένο και απλανές. Το μυαλό του ταξιδεύει αλλού, κάτι σκέφτεται.
« Πως σφράγισαν την Πύλη οι γονείς μας;», ρώτα λίγο αργότερα με τη φωνή του παράξενα βραχνιασμένη.
« Ο θάνατος ενός Φύλακα είναι ικανός να σφραγίσει μια Πύλη. Η Πύλη σβήνει εκτός από τη διαδικασία σφραγίσματος και με την εκούσια  θυσία του. Γι’ αυτό η Αδελφότητα πάντοτε προσπαθούσε να πιάσει έναν Φύλακα ζωντανό και όχι να τον σκοτώσει, για να κρατήσει ανοικτή την Πύλη και να πάρει από αυτόν τον έλεγχο της, σύμφωνα με την ειδικά απαιτούμενη τελετουργία», απαντά ο Ρότζερ.
«Δηλαδή αν τυχόν εγώ πέθαινα με τη θέλησή μου θα σφραγιζόταν η σημερινή Πύλη;», ρωτά  μπερδεμένος ο Χένρι.
« Όχι, αυτή η Πύλη είναι διαφορετική. Αυτή η Πύλη είναι η Τελική Πύλη, η οποία ή θα σφραγιστεί σπάζοντας μια για πάντα τη σύνδεση των δύο κόσμων, ή θα μείνει για πάντα ανοικτή, αν δεν τη σφραγίσουμε, κάνοντας το δεσμό μόνιμο. Αυτή η Πύλη μπορεί να κλείσει μόνο με τον τρόπο που η Προφητεία προβλέπει για το κλείσιμο της και τον οποίο θα εφαρμόσουμε. Κανένας θάνατος δεν επηρεάζει αυτή την Πύλη», του απαντά ο Ρότζερ.
« Και η τελετουργία για να πάρεις τον έλεγχο μιας Πύλης από τον Φύλακα είναι να μεταγγίσεις μέρος από το αίμα του στο δικό σου και μέρος του δικού σου αίματος στο δικό του και μετά να τον δολοφονήσεις;», ρωτώ με τη σειρά μου γιατί έχω την εντύπωση πως αυτό είχα διαβάσει σε ένα από τα βιβλία του Ρότζερ.
«Ναι. Αυτός είναι ο τρόπος. Ουσιαστικά είναι σαν να καθαγιάζεις το δικό σου αίμα, ρίχνοντας στις φλέβες σου μέρος από το αίμα του Φύλακα και να νοθεύεις το δικό του μεταγγίζοντάς του το δικό σου αίμα. Σκοτώνοντας τον είναι σα να αρπάζεις τη δύναμή του από αυτόν και να σπας τη σύνδεσή του με την Πύλη κρατώντας τη για τον εαυτό σου», μου απαντά ο Ρότζερ με μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπό του, που φανερώνει πως και σε εκείνον, όπως και σε εμένα η ιδέα και μόνο αυτής της βαρβαρότητας φαντάζει αποκρουστική.
«Για να πάρει κάποιος τον έλεγχο της συγκεκριμένης Πύλης, που είναι η τελική, από τον Φύλακα πρέπει να ακολουθήσει τη συνήθη αυτή τελετουργία, ή απαιτείτε κάποια διαφορετική;», ρωτά ο Χένρι τον Ρότζερ.
« Αυτή η Πύλη για να ελεγχθεί, πρέπει ο έλεγχος της να αρπαχθεί με την παραπάνω διαδικασία μόνο από τον Φύλακα που μπορεί να τη σφραγίσει, δηλαδή τη Λάιρα», λέει ο Ρότζερ και με κοιτάζει με ένα βλέμμα που φανερώνει ανησυχία.
« Τι άλλες διαφοροποιήσεις έχει αυτή η Πύλη από τις άλλες», ρωτάω τον Ρότζερ καταπίνοντας με δυσκολία.
«Για να σφραγιστεί δεν αρκεί η δύναμη του Φύλακα της Προφητείας, αλλά απαιτείται και η Πέτρα των Δακρύων, που επίσης αναφέρει η Προφητεία. Όπως σας είπα όμως  δεν ξέρω πολλά γι αυτή. Θα μας πουν περισσότερα οι Ιππότες του Άριτον και θα μας βοηθήσουν να τη βρούμε», μου απαντά ο Ρότζερ.


***

Όταν βγαίνουμε από το σπίτι ο Σαντιάγκο δεν είναι εκεί γύρω και έτσι φεύγουμε χωρίς να τον χαιρετήσουμε. Ένα κομμάτι του εαυτού μου απογοητεύεται που δεν έχω την ευκαιρία να του πω πως τον θυμήθηκα. Ο Ρότζερ όμως με πληροφορεί πως θα έρθει μαζί μας στον Άριτον κι έτσι θα τον συναντήσουμε πάλι σε τρεις ημέρες, οπότε μπαίνω στην άμαξα ανακουφισμένη που θα τον ξαναδώ.
Κατά το ταξίδι της επιστροφής εγώ και ο Χένρι δε μιλάμε, περνώντας το χρόνο μας με την εξερεύνηση των νέων, αλλά συνάμα παλαιών και πλέον γνώριμων αναμνήσεών μας.
Φτάνουμε αργά το μεσημέρι στο σπίτι του Ρότζερ και ο Γκαστόν μας ρωτά ανυπόμονα για όσα συνέβησαν, όσο εξασκούμαστε μαζί του στην μάχη σώμα με σώμα.
Οι τρεις μέρες περνούν κατά τη γνώμη μου αργά και βασανιστικά, με την αγωνία, την ανυπομονησία και έναν ευχάριστο κατά κάποιο τρόπο φόβο για το πέρασμά μας στον Άριτον να με κατατρώνε. Επιπλέον ανυπομονώ να ξαναδώ τη Σούζαν και τον Μπράντον που θα έρθουν μαζί μας στον Άριτον, όπως μου είπε ο Ρότζερ, κάνοντας με να νιώσω αμέσως πιο σίγουρη και αισιόδοξη για την αποστολή μου, αφού θα τους έχω δίπλα μου.
Όταν η μέρα τα μεσάνυχτα της οποίας η Πύλη θα ανοίξει και πάλι φτάνει ξυπνάω πολύ νωρίς από την υπερένταση. Βγαίνω έξω από το σπίτι για να εξασκηθώ με το τόξο μοναχή μου, καθώς οι άλλοι δεν έχουν ξυπνήσει ακόμη και ο ήλιος δεν έχει προλάβει καν να εμφανιστεί καλά καλά στον ορίζοντα. Δεν καταλαβαίνω πότε περνά η ώρα με την εξάσκηση. Η όλη διαδικασία με ηρεμεί. Παίρνεις τη σωστή στάση, σημαδεύεις, λυγίζεις τον αγκώνα σου τεντώνονταν όσο αντέχει τη χορδή και ελευθερώνεις απότομα το βέλος προσέχοντας να κρατήσεις το χέρι σου σταθερό. Κάνω το ίδιο ξανά και ξανά, ώσπου ο χρόνος σβήνει και το μόνο που ακούω είναι η μοναχική ανεπαίσθητη νότα της χορδής που επανέρχεται απότομα στη θέση της και ο ήχος που κάνει το βέλος ενώ τρυπά στο στόχο.
Ο πρώτος Ιππότης που θα μας ακολουθήσει στο ταξίδι μας φτάνει με το άλογό του στις εννέα περίπου το πρωί. Είναι ο Σαντιάγκο. Μόλις με βλέπει ξεπεζεύει και έρχεται προς το μέρος μου με ένα λαμπερό χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του.
«Ντι!», αναφωνώ το παρατσούκλι που του είχα βγάλει όταν ήμασταν μικροί και ορμώ στην αγκαλιά του. «Σε θυμάμαι τώρα», του ψιθυρίζω, καθώς βυθίζω το πρόσωπό μου μέσα στα ξανθά λυτά μαλλιά του. Για μια στιγμή μένουμε έτσι, σφιχτά αγκαλιασμένοι, απολαμβάνοντας ο ένας την γνώριμη αίσθηση του άλλου δίπλα μας.
Όταν χωριζόμαστε περιεργάζομαι το πρόσωπό του, εντοπίζοντας τις ομοιότητες με τον παιδικό εαυτό του. Πέρα όμως από τα υπέροχα μαλλιά του, που θα ζήλευε ο καθένας, καθώς είναι σα να κουβαλούν μέσα τους έναν μεταξένιο ήλιο, κλέβοντας μερικές λαμπερές του ακτίνες και τα μάτι του, αυτές που επικρατούν είναι οι διαφορές. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως δεν είναι πια το παιδί που θυμόμουν, αλλά ένας δυνατός και επικίνδυνα όμορφος άντρας. Και τότε ήταν όμορφος, αλλά τώρα είναι με έναν διαφορετικό, πιο ώριμο, πιο αρρενωπό τρόπο. Αυτή η συνειδητοποίηση με κάνει να ζαρώσω λίγο αμήχανα, επιταχύνοντας τους χτύπους της καρδιάς μου.
Ο Σαντιάγκο δείχνει να το καταλαβαίνει και χαμογελά πονηρά. «Δε μοιάζω και πολύ με αυτό που θυμάσαι ε;», με ρωτά με τα μάτια του να λάμπουν με σιγουριά και αυτοπεποίθηση.
«Ναι, έχεις μεγαλώσει. Έχεις αλλάξει αρκετά. Είναι λογικό», ψελλίζω αμήχανα, αφήνοντας το βλέμμα μου να πλανηθεί μακριά από τα μάτια του που δείχνουν να μπορούν να διαβάσουν και να καταλάβουν τα πάντα.
« Κι εσύ έχεις αλλάξει Λάιρα. Τότε ήσουν ένα γλυκύτατο ζωηρό παιδάκι. Τώρα είσαι μια νεαρή γυναίκα και μάλιστα μια πολύ όμορφη. Όχι βέβαια πως δεν ήσουν και τότε όμορφη. Πάντοτε σε θεωρούσα όμορφη, απλά τώρα είσαι περισσότερο, αν κάτι τέτοιο είναι δυνατόν», μου απαντά, με άνεση σα να λέει το πιο απλό πράγμα στον κόσμο, χωρίς αμηχανίες, χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή. Το βλέμμα μου συναντά πάλι το δικό του και νιώθω τα μάγουλά μου να φλέγονται.
« Ευχαριστώ», του απαντώ με ένα αδιόρατο, ντροπαλό χαμόγελο να τρυπώνει στα χείλη μου, χάνοντας περισσότερο τη σιγουριά μου μπροστά στη δικιά του, χωρίς να μπορώ να καταλάβω πως ένας άνθρωπος μπορεί να μου προκαλέσει τέτοια αμηχανία και αναστάτωση.
«Ε λοιπόν έπρεπε να σου έχω βρει κι εγώ ένα παρατσούκλι», μου λέει μετά από μια σιωπηλή στιγμή, μη δείχνοντας να αντιλαμβάνεται τις σκέψεις μου. «Θα σε λέω Λάις», αποφασίζει.
Νιώθω ένα άσχημο συναίσθημα να με διαπερνά στο άκουσμα της λέξης.
‘Όχι Λάις, Λάις με λέει ο Γουίλ και μόνο εκείνος και έτσι θέλω να παραμείνει. Δε θέλω κανένας άλλος να μπει ανάμεσα μας έστω και με αυτόν τον ανόητο, ανούσιο τρόπο, ακόμα και αν δεν είμαι σίγουρη πως θα τον ξαναδώ’, σκέφτομαι.
Θλίψη και νοσταλγία με κυριεύουν στη θύμηση του. Στο μυαλό μου τρυπώνουν διάφορες εικόνες. Το στραβό παιχνιδιάρικο χαμόγελό του, τα ατίθασα μαλλιά του που πέφτουν ενίοτε στα μάτια του και τον ενοχλούν, η ηρεμία την οποία έχει όταν δουλεύει, η συγκέντρωση που καθρεφτίζεται το πρόσωπό του όταν ξιφομαχούμε, τα χείλη του…
‘Ω, από πού ξεφύτρωσε τώρα αυτή η σκέψη;’ Αναρωτιέμαι και νιώθω τα μάγουλά μου να φλέγονται από κατάπληξη και αμηχανία, καθώς προσπαθώ να την απωθήσω από το μυαλό μου.
«Τι συμβαίνει; Δε σου αρέσει αυτό το ψευδώνυμο;», με ρωτά ο Σαντιάγκο παρατηρώντας την παράξενη αντίδραση και το ξαφνικό κατσούφιασμα και αφηρημάδα μου.
« Όχι, όχι δεν είναι αυτό, απλά δε θα ήθελα να με λες έτσι», απαντώ πιο κοφτά απ’ όσο ήθελα, καθώς για κάποιο λόγο νιώθω θυμωμένη που με είπε έτσι, σα να αλλοιώνει τη σημασία και την αξία που έχει το παρατσούκλι που μόνο ο Γουίλ δικαιούται να χρησιμοποιεί.
« Εντάξει, όπως θες», αποκρίνεται δείχνοντας μπερδεμένος.
«Τι κάνεις όλα αυτά τα χρόνια», τον ρωτώ προσπαθώντας να αλλάξω θέμα και να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο, καθώς κάθομαι σε έναν κομμένο κορμό δέντρου. Εκείνος έρχεται και κάθεται δίπλα μου.
«Έμεινα εδώ. Έμαθα τη δουλειά του πατέρα μου, την εκτροφή και την εκπαίδευση αλόγων. Συνεχίσαμε να φροντίζουμε μαζί και τον δικό σας στάβλο και τα άλογά σας μετά από την τραγική εκείνη μέρα που έφυγες. Τώρα προσπαθώ να μαζέψω χρήματα κάνοντας δουλειές και σε διάφορες φάρμες, ώστε να φτιάξω κάποτε τον δικό μου ιππικό όμιλο», μου λέει ο Σαντιάγκο και το πρόσωπό του λάμπει όση ώρα μιλά για τα άλογα και τα σχέδιά του.
 «Ωραία. Σου εύχομαι να τα καταφέρεις Ντι», του απαντώ, αρχίζοντας  σιγά σιγά να νιώθω ξανά την οικειότητα που ένιωθα δίπλα του κάποτε. «Τι κάνει ο κύριος Ρέιμοντ;», ρωτώ έπειτα για τον πατέρα του.
« Είναι πολύ άσχημα Λάιρα. Είναι άρρωστος στο κρεβάτι εδώ και αρκετούς μήνες. Η αρρώστια τον κατατρώει σιγά σιγά. Φοβάμαι πως δε θα ζήσει πολλές μέρες ακόμα», μου απαντά και κάθε ζωντάνια και χαρά σβήνει από το βλέμμα του, το οποίο στρέφει στα χέρια του που περιεργάζονται ένα ξερό φύλλο.
« Λυπάμαι πολύ που το ακούω Σαντιάγκο. Λυπάμαι που ταλαιπωρείται τόσο. Εύχομαι να μπορούσα να κάνω κάτι», του λέω αγγίζοντας τον ώμο του.
«Το ξέρω Λάιρα. Αυτό που θέλει ο πατέρας μου είναι να φέρεις εις πέρας την αποστολή σου. Δεν τον νοιάζει κάτι άλλο. Είναι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις πάντως. Από τότε που ήμασταν μικροί πίστευε σε εσένα. Πάντα μου έλεγε πόσο καλή και δυνατή είσαι. Δεν είχε καμία αμφιβολία πως θα μπορούσες να τα καταφέρεις», αποκρίνεται, ο Σαντιάγκο, με τα μάτια του να υγραίνονται στην αναφορά του στον πατέρα του.
«Τον ευχαριστώ πολύ. Κι εγώ πάντοτε τον αγαπούσα και τον εμπιστευόμουν τον πατέρα σου. Είναι καλός άνθρωπος και καλός πατέρας. Υπηρέτησε καλά τους γονείς μου και πάντοτε τον εκτιμούσα γι’ αυτό. Μήπως όμως θα έπρεπε να μην μας ακολουθήσεις  στον Άριτον; Μήπως θα έπρεπε να μείνεις κοντά του αυτές τις ώρες;», τον ρωτώ.
«Το σκέφτηκα, αλλά δεν ήθελε. Μου είπε πως η θέση μου ήταν δίπλα σου, στην αποστολή σου. Ο αγώνας μας ξεπερνά τη ζωή ενός ανθρώπου που πεθαίνει. Πρέπει να παλέψω για το μέλλον αυτών που θα συνεχίσουν να ζουν όταν εκείνος θα φύγει και εκείνων  που θα έρθουν. Έτσι μου είπε. Δε θα με συγχωρούσε ποτέ αν δεν έκανα ότι περνά από το χέρι μου για να σπάσει ο δεσμός. Έχει δίκαιο φυσικά. Όσο και αν πονάω που δε μπορώ να είμαι δίπλα του αυτή είναι η θέση μου. Αυτή είναι η αποστολή μου, είμαι Ιππότης. Οι δικές μου ανάγκες και επιθυμίες έρχονται δεύτερες», μου απαντά κι εγώ γνέφω πως καταλαβαίνω και σέβομαι την απόφασή του.


***

Όσο η ώρα περνά όλο και περισσότεροι Ιππότες εμφανίζονται. Κάποιοι από αυτούς μου συστήνονται, ενώ άλλοι είναι απασχολημένοι με διάφορες λεπτομέρειες του ταξιδιού. Εγώ περνάω την περισσότερη ώρα μόνη μου, αφηρημένη και ανυπομονώντας για τον ερχομό της Σούζαν και του Μπράντον. Ο ουρανός έχει αρχίσει να σουρουπώνει όταν ακούω καλπασμούς από το δρομάκι του δάσους και στρέφομαι προς τα εκεί ανυπόμονα.
Τρία άλογα εμφανίζονται μέσα από τα δέντρα. Στο προπορευόμενο αναγνωρίζω με δυσκολία λόγω απόστασης και έλλειψης επαρκούς φωτός το πρόσωπο του Μπράντον.
« Ήρθαν», αναφωνώ στον εαυτό μου και αρχίζω να τρέχω προς το μέρος τους με ένα τεράστιο χαμόγελο να γεννιέται στο πρόσωπο μου. Ο Μπράντον φτάνει πρώτος και ξεπεζεύει. Τα καστανά ίσια μαλλιά του που φτάνουν μέχρι το σβέρκο του είναι πιασμένα σε μια χαμηλή αλογοουρά ως συνήθως, ενώ τα καστανό-πράσινα μάτια του λάμπουν χαρούμενα όταν με βλέπει.
«Χαιρετώ την αγαπημένη μου μαθήτρια», λέει κλείνοντάς με στη μεγάλη αγκαλιά του.
« Ναι, ναι μαθήτρια. Προστατευόμενη δε λες καλύτερα; Πότε σκόπευες να μου το πεις αρχηψεύταρε. Είσαι κι εσύ Ιππότης, κανονικός, όχι με την έννοια που νόμιζαν τα κορίτσια στην Ακαδημία και αναστέναζαν», τον πειράζω ανταποδίδοντάς του την αγκαλιά.
Τον βλέπω να στρέφει το πρόσωπό του αμήχανα προς την Σούζαν που φτάνει δίπλα μας ξεπεζεύοντας, σα να ντρέπεται που εκείνη με  ακούει να κάνω το σχόλιο για την πέραση που έχει στην Ακαδημία.
«Δεν μπορούσα να σου πω κάτι. Δεν μου το επέτρεπαν οι επικεφαλείς Ιππότες», μου απαντά έπειτα στην κατηγορία μου. Καθώς χωριζόμαστε και στρέφομαι προς τη Σούζαν.
«Κι εσύ. Έκρυβες το μυστικό σου πολύ καλά κυρία μου. Αλλά μη νομίζεις πως θα ξεμπερδέψεις τόσο εύκολα από εμένα. Θα είσαι για πάντα αδελφή μου και θα σε κάνω για πολλά χρόνια ακόμα να αγανακτείς για τη συμπεριφορά μου», της λέω δήθεν αυστηρά, καθώς την αγκαλιάζω σφιχτά και τη φιλώ στο μάγουλο.
« Τίποτε δε θα με χαροποιούσε περισσότερο», μου απαντά σφίγγοντάς με στην λεπτή αγκαλιά της. « Θα είσαι για πάντα η ενοχλητική μικρή αδελφή μου. Και για το θεό φτιάξε επιτέλους έναν σωστό κότσο στα μαλλιά σου», μου λέει καθώς χωριζόμαστε και με περιεργάζεται.
Ξεφυσώ αγανακτισμένη πριν της χαμογελάσω. « Μου έλειψες», της λέω χωρίς να αφήσω τα χέρια της από τα δικά μου.
«Κι εμένα», αποκρίνεται.
Αυτή είναι η Σούζαν. Πάντοτε γρήγορη και αεικίνητη, δυναμική και με αυξημένη αίσθηση του καθήκοντος. Σοβαρή και αυστηρή, όταν απαιτείται και γλυκιά και καλόκαρδη στην πραγματικότητα, όταν χαλαρώνει. Κοιτάζω τα καστανόξανθα μαλλιά της που φτάνουν μέχρι την κλείδα της, το ελαφρά γωνιώδες πρόσωπό της τα ανοιχτοκάστανα, μελί σχεδόν αμυγδαλωτά μάτια της που είναι τόσο μοναδικά και εκφραστικά και έχουν μια ζωηράδα και σπιρτάδα που πάντοτε ζήλευα και τη μικρή καστανή ελιά που χρωματίζει το δεξί της μάγουλο στο ύψος των ζυγωματικών. Για μερικές στιγμές μένω ακίνητη και της χαμογελώ. Ακόμα και αν δεν είναι αυτή που νόμιζα θα είναι πάντοτε η ίδια και θα την αγαπώ χωρίς ενδοιασμούς.
Μετά από λίγο θυμάμαι πως είδα τρία άλογα να βγαίνουν από το δάσος και στρέφομαι για να δω ποιος είναι ο τρίτος αναβάτης. Όταν τον βλέπω να ξεπεζεύει μερικά μέτρα μακριά μια χαρούμενη κραυγή ξεφεύγει από τα χείλη μου και τρέχω προς το μέρος του νιώθοντας πως δε μπορώ να αντέξω άλλη χαρά για σήμερα.
« Γουίλ», φωνάζω και ορμώ στην αγκαλιά του, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και κολλώντας με τόση δύναμη και ταχύτητα πάνω του που χάνει την ισορροπία του και παραπατά μερικά βήματα προς τα πίσω, μέχρι να την ξαναβρεί.
Εκείνος διστάζει για μια στιγμή πριν τυλίξει απαλά τα χέρια του γύρω από τη μέση μου.
« Γεια σου Λάις», ψιθυρίζει κοντά στο αυτί μου χωμένος σχεδόν μέσα στα μαλλιά μου γαργαλώντας ανεπαίσθητα με την ανάσα του το λαιμό μου, ενώ εγώ απολαμβάνω τη γνώριμη μυρωδιά του, μια ανάμειξη από ξύλο, πορτοκάλι και δημητριακά και τη ζεστασιά της αγκαλιάς του.
Κάθε ανησυχία για περιστατικό της τελευταίας μας συνάντησης και κάθε αμηχανία που προκάλεσε ανάμεσά μας σβήνει προς το παρόν και για τους δυο μας μπροστά στην χαρά μας που είδαμε ξανά ο ένας τον άλλο.
« Γεια σου Γουίλιαμ», του απαντώ καθώς τον αφήνω από την αγκαλιά μου. «Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω. Τι κάνεις όμως εδώ;» τον ρωτώ παραξενεμένη.
«Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω μπελά», μου απαντά με το δεύτερο παρατσούκλι που συνηθίζει να με φωνάζει και ξεκίνησε όταν ήμασταν μικρότεροι, γιατί τον έβαζα στην αρχή συνεχώς σε μπελάδες.  « Είχα έρθει και σε είχα ζητήσει μερικές μέρες μετά την τελευταία συνάντησή μας στην Ακαδημία, γιατί ανησύχησα που δεν είχες έρθει να με βρεις. Βέβαια, φοβήθηκα πως μου είχες θυμώσει για… εμ…, ξέρεις», μου απαντά κομπιάζοντας στην αναφορά στο φιλί μας, με μια αδιόρατη ανησυχία και αμηχανία να εμφανίζονται στα χαρακτηριστικά του πριν συνεχίσει.
«Υποψιάστηκα πως απλώς δεν ήθελες να με ξαναδείς, αλλά, ήθελα να βεβαιωθώ πως ήσουν καλά, πως δε συνέβη τίποτε άλλο. Όμως η ανησυχία μου ενισχύθηκε όταν η Σούζαν μου είπε πως δεν ήσουν στην Ακαδημία και πως θα έλειπε για αόριστο χρόνο. Δε μου έλεγε κάτι άλλο και ανησυχούσα όλο και περισσότερο. Κι εκείνη έδειχνε ανήσυχη για εσένα. Της είπα πως δε θα έφευγα μέχρι να μου έλεγε που ήσουν και πως θα έκανα σκηνή κι έτσι εκείνη αναγκάστηκε να μου πει τα πάντα. Ξέρω για τον Αρίτον και ξέρω τι είσαι. Ήρθα να βοηθήσω. Έγινα Ιππότης εθελοντικά», μου απαντά χαμογελώντας ικανοποιημένος και δείχνοντας μου το νεοαποκτηθέν τατουάζ στον καρπό του.
Δεν είμαι σίγουρη αν χαίρομαι με αυτή την εξέλιξη, καθώς δε θέλω να κινδυνεύσει και να τον στερήσω από την οικογένεια του που τον έχει ανάγκη.
« Είσαι σίγουρος για την απόφασή σου Γουίλ; Τι θα γίνει με την οικογένειά σου;», τον ρωτώ προσπαθώντας να του αλλάξω γνώμη.
« Είμαι σίγουρος. Δε θα το συγχωρούσα στον εαυτό μου να μην κάνω ότι περνά από το χέρι μου για ένα καλύτερο, ασφαλέστερο και ειρηνικό μέλλον για την οικογένειά μου και την ανθρωπότητα, ούτε αν εσύ πάθαινες κάτι και δεν ήμουν εκεί για να το αποτρέψω. Θυμάσαι που είχες πει πως θα μου χρωστούσες χάρη που σε έσωσα από εκείνα τα αγόρια που σε κυνήγησαν όταν γνωριστήκαμε και πως θα ήσουν δίπλα μου σε ότι χρειαζόμουν; Ε, λοιπόν αυτή είναι η χάρη που σου ζητάω, να με πάρεις μαζί σου. Και μην ανησυχείς για την οικογένειά μου, ο ξάδελφος μου ήρθε να μείνει κοντά τους και να δουλέψει στον μύλο, αντικαθιστώντας με μέχρι να γυρίσουμε», μου απαντά.
« Και αν δε γυρίσουμε Γουίλ;», τον ρωτώ με ανησυχία και θλίψη στη σκέψη μόνο να πάθει κάτι.
« Θα γυρίσουμε Λάιρα, το υπόσχομαι», μου απαντά κλείνοντας το χέρι μου μέσα στο δικό του.
« Εντάξει» του απαντώ, μη μπορώντας να μην τον πιστέψω λόγω της σιγουριάς με την οποία το λέει και της αποφασιστικότητας που πλέει στην σκουρογάλανη θάλασσα των ματιών του.
Για μια στιγμή μένουμε σιωπηλοί και μετά η καλή μου διάθεση επιστρέφει κάνοντας πέρα την ανησυχία.
 «Ετοιμάσου να χάσεις στην ξιφομαχία. Έλα, πάμε να σου δείξω τι έμαθα, γιατί σε λίγες ώρα θα ξεκινήσουμε το ταξίδι για την Πύλη», λέω τραβώντας τον από το χέρι προς τον αχυρώνα.
Όλγα Σ.