Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 17)

«Εε…εγώ…συγγνώμη…» τραυλίζω. Νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε και το εξαγριωμένο βλέμμα που μου ρίχνει ο πατέρας μου, κάνει την κατάσταση χειρότερη. Εντάξει, την έχω βάψει.
Είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω την έκρηξη θυμού του, ωστόσο το μόνο που κάνει, είναι να με τραβήξει απ’ το μπράτσο με απίστευτη δύναμη και να με οδηγήσει στο δωμάτιο μου. Μορφάζω απ’ τον πόνο, αφού οι το σημείο όπου με πιέζει είχε χτυπηθεί όταν σερνόμουν στην άσφαλτο. Δυστυχώς, δεν φαίνεται να το προσέχει, πιθανόν εξαιτίας της οργής του. Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι. Εύχομαι να είναι και η τελευταία.
Με σπρώχνει μέσα στην κρεβατοκάμαρα κι έπειτα μπαίνει και ο ίδιος. Με πρόσωπο επισκιασμένο από οργή, πηγαινοέρχεται πάνω κάτω μέσα στο χώρο, σταματώντας μόνο για να μου ρίξει μια εξοργισμένη ματιά.
«Σου έχω πει χιλιάδες φορές πως το να κρυφακούς…» λέει με ένταση, αλλά μόλις συνειδητοποιεί ότι η φωνή του ακούγεται υπερβολικά δυνατά, σταματά. Παίρνει μια βαθιά εισπνοή, κι αφού κάθεται στην καρέκλα του γραφείου μου, συνεχίζει: «Δεν είναι πρέπον. Οφείλεις να συγκρατείς τον εαυτό σου…οι συζητήσεις των γονιών σου, δεν είναι κάτι που σε αφορά».
Όση ώρα μιλάει, το δεξί του πόδι ανεβοκατεβαίνει σε φρενήρη ρυθμό. Κάθε δευτερόλεπτο ηχεί ένα δυνατό “ντουκ” από την σύγκρουση του παπουτσιού του με το ξύλινο πάτωμα, και ειλικρινά είμαι έτοιμη να εκραγώ. Κάτι δεν πάει καλά…
«Μπαμπά…» λέω όσο πιο ήρεμα μπορώ, θέλοντας να τον κάνω να σταματήσει, αλλά τίποτα.
«Το άλλο πάλι; Τι στο καλό συμβαίνει με αυτόν τον Ναθάνιελ; Σου είπα να μείνεις μακριά του…» δεν φωνάζει. Αντιθέτως, η φωνή του είναι τόσο σιγανή, που αν δεν ήξερα ότι απευθύνεται σε εμένα, θα έλεγα ότι μονολογεί.
Τα μάτια μου μεταφέρονται απ’ το προβληματισμένο πρόσωπό του, στις σφιγμένες γροθιές του, καταλήγοντας στο πόδι του, που βρίσκεται ακόμη εν κίνηση. Τα αφτιά μου βουίζουν και το κεφάλι μου στριφογυρνά. Δεν αντέχω άλλο…
«Σταμάτα!» ουρλιάζω, και περιέργως υπακούει. Ξέρω πως το ξέσπασμά μου ίσως κάνει χειρότερα τα πράγματα, αλλά ειλικρινά το κεφάλι μου είναι έτοιμο να σπάσει. Νιώθω λες και ένα σχοινί έχει δεθεί γύρω απ’ τον εγκέφαλό μου και κάποιος το σφίγγει, προκαλώντας μου έναν αφόρητο πόνο.
Ξαφνικά νιώθω να χάνω την επαφή με το περιβάλλον και τα μάτια μου να κλείνουν. Όλα γίνονται μια θολή εικόνα και αισθάνομαι λες και βρίσκομαι σε κατάσταση νάρκωσης. Είμαι καθισμένη σε έναν καναπέ, ακριβώς απέναντι απ’ τον πατέρα μου και το τελευταίο πράγμα που βλέπω πριν με καταπιεί το σκοτάδι, είναι εκείνον να σηκώνεται όρθιο και να με πλησιάζει. Τη στιγμή που απλώνει το χέρι του για να με αγγίξει, καταρρέει στο πάτωμα. Τα βλέφαρά μου σφραγίζουν.


Όταν ξυπνάω…όχι, δεν ξυπνάω.
Όταν τα μάτια μου ανοίγουν…όχι, δεν ανοίγουν.
Δεν βλέπω, δεν ακούω….απλά αισθάνομαι.
Δεν ξέρω αν τα έχετε νιώσει ποτέ…αλλά αυτό που εγώ νιώθω αυτή τη στιγμή είναι…κάτι…αδιανόητο…κάτι που δεν έχω ξανανιώσει ποτέ στη ζωή μου.
Λες και ο πόνος ξεσκίζει το δέρμα μου…διαπερνά τη σάρκα που προστατεύει τα όργανά μου και αγγίζει το σημαντικότερο όλων…την καρδιά μου.
Αγκομαχώ. Αγωνίζομαι να πάρω ανάσα, αφού ο πόνος αυτός καταφέρνει επιτυχώς να εισβάλει και στα πνευμόνια μου και να μου στερήσει την αναπνοή.
Σαν έναν ιό που εξαπλώνεται ραγδαία…μια πανδημία.
Πόνος. Ο πόνος της απώλειας.


«Έμιλυ! Ξύπνα!», η πανικόβλητη φωνή της μητέρας μου. Εκείνη με σώζει απ’ αυτό το φρικτό όνειρο…αν πράγματι ήταν όνειρο…πιθανότατα ήταν άλλο ένα όραμα που ήρθε για να με κάνει κομμάτια και να μου δείξει πόσο απαίσια θα γίνει η ζωή μου σε λίγο καιρό. Θέλω να κλάψω, αλλά για πρώτη φορά τα δάκρυα δεν έρχονται για να με λυτρώσουν.
Καλώς ή κακώς, τα βλέφαρά μου ανοίγουν με ευκολία και αμέσως αντικρίζω τη μητέρα μου, που με κοιτάζει φοβισμένα. Το χέρι της βρίσκεται γύρω απ’ τον αυχένα μου, αλλά το τραβάει μόλις αντιλαμβάνεται ότι είμαι ξύπνια.
«Είσαι καλά;» ρωτάει και το πρόσωπό της ζαρώνει απ’ την ανησυχία.
Είμαι έτοιμη να απαντήσω, όταν θυμάμαι τον πατέρα μου να πέφτει στο πάτωμα. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο η καρδιά μου χτυπάει εντονότερα.
Γνέφω και αμέσως σπεύδω να ρωτήσω: «Που είναι ο μπαμπάς; Τι έπαθε;».
Αυτόματα το βλέμμα της ξεφεύγει απ’ το δικό μου και μεταφέρεται στο πάτωμα.
«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να μάθεις τα πάντα» λέει αναστενάζοντας.
«Αν το “τα πάντα” αφορούν εκείνη τη γυναίκα, τότε να ξέρεις πως έχω ήδη μάθει τι συμβαίνει» λέω.
«Ναι το ξέρω, μου το είπε η Οριάνα…όπως μου είπε και τι συνέβη στο στρατόπεδο της Φωτιάς. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά, Έμιλυ. Είσαι αναίσθητη εδώ και δύο ώρες, χρόνος υπεραρκετός για να βρούμε σε τι οφειλόταν η αλλόκοτη συμπεριφορά του πατέρα σου».
Τα μάτια της είναι λυπημένα. Θέλω να τη ρωτήσω τι ακριβώς συνέβη αναμεσά τους, αλλά συγκρατώ τον εαυτό μου. Σίγουρα θα μου πει ότι δεν είναι κάτι που χρειάζεται να ξέρω. Τουλάχιστον η συμπεριφορά του πατέρα μου έχει μια λογική εξήγηση…
«Ευτυχώς…ακούω λοιπόν» λέω.
«Αυτή η γυναίκα» λέει με κεφάλι σκυφτό, «δημιούργησε ψευδαισθήσεις στον Τριστάνο. Τον έκανε να μας βλέπει διαφορετικά…δεν ξέρω ακριβώς…ήταν λες και τον έκανε να μισήσει εκείνους που αγαπάει».
Δεν ξέρω γιατί, αλλά νιώθω κάτι παράξενο…λες και αυτό που δεν ξέρει η μητέρα μου, εγώ το γνωρίζω. Νιώθω σαν να έχω κι εγώ μια τέτοια ικανότητα και μάλιστα, σαν να την έχω ήδη χρησιμοποιήσει. Ο πονοκέφαλος επιστρέφει όσο εγώ προσπαθώ να θυμηθώ κάτι σχετικό μ’ αυτά που ακούω.
«Ο μπαμπάς συνήλθε τώρα;» ρωτάω έπειτα από λίγο.
«Ναι» μου αποκρίνεται ήρεμα, «λιποθυμήσατε και οι δύο, μόνο που εκείνος συνήλθε έπειτα από μερικά λεπτά. Δεν θυμόταν τίποτα στην αρχή, αλλά οι αναμνήσεις του επανήλθαν μόλις του εξήγησα τι είχε συμβεί. Τώρα είναι στο στρατηγείο…θα κάνει τα πάντα για να βρεθεί αυτή η γυναίκα».
“Δεν θυμόταν τίποτα στην αρχή, αλλά οι αναμνήσεις του επανήλθαν μόλις του εξήγησα τι είχε συμβεί”.
Η καρδιά μου βροντάει δυνατά μέσα στο στήθος μου και το κεφάλι μου στριφογυρίζει όπως πριν χάσω τις αισθήσεις μου.
“Όσο περισσότερο προσπαθώ να θυμηθώ, τόσο πιο πολύ νομίζω πως ξεχνάω. Ήταν πράγματι Μέτοικος; Τι συνέβη όταν έχασα τις αισθήσεις μου; Που βρισκόμουν πριν έρθω εδώ; Τόσες πολλές ερωτήσεις έρχονται στο μυαλό μου σε κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, λες και οι αναμνήσεις μου σβήνουν μια-μια αφήνοντας ερωτηματικά”.
Αυτή η γυναίκα έκανε το ίδιο και στους δυο μας.
«Έμιλυ; Γλυκιά μου, είσαι καλά;».
Κουνάω το κεφάλι μου για να αποδιώξω όλες τις σκέψεις που κάνουν επέλαση στο μυαλό μου, κι έπειτα απαντώ: «Ναι, μια χαρά».
Και τη στιγμή που μιλάω, μια ανάμνηση τρυπώνει μέσα στο μυαλό μου. Το παράξενο είναι, πως ένα μέρος αυτής της ανάμνησης, δεν θυμάμαι να το έζησα ποτέ.

Είναι εκείνη τη μέρα, όταν ο Ναθάνιελ νόμιζε πως του είχα κλέψει τα λεφτά και με άρπαξε απ’ το λαιμό.
«Δεν…τα…πήρα…» λέω ή τουλάχιστον έτσι νομίζω, η πίεση που νιώθω στο λαιμό δεν βοηθάει. Πρέπει να κάνω κάτι, διαφορετικά θα μου προκαλέσει σοβαρή ζημιά. Καρφώνω τα μάτια μου στα δικά του. Δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό, ή πως θα μπορούσα να τον σταματήσω…απλώς συμβαίνει. Κανονικά θα έπρεπε να σκεφτώ ένα απλό “σταμάτα”, αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό, είναι :“αγάπησέ με”.
Για καλή μου τύχη, έπειτα από μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα, τραβάει το χέρι του και όλη του η έκφραση μαλακώνει.
Πέφτω στα γόνατα και βήχω. Βήχω και ξανά βήχω προσπαθώντας παράλληλα να εισπνεύσω λίγο οξυγόνο. Τα μάτια μου έχουν δακρύσει και είμαι σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπάσει χείμαρρος.
«Έμιλυ…» τον ακούω να ψελλίζει, λες και ο ίδιος μόλις τώρα συνειδητοποίησε τι συνέβη. Κάθεται πλάι μου, νιώθω τα μάτια του να μετακινούνται πάνω μου. Με κοιτάζει, δεν τολμά να κάνει κάτι περισσότερο. «Συγγνώμη» λέει.
Όταν η αναπνοή μου επανέρχεται στο κανονικό και αρχίζουν να κυλούν τα δάκρυα, τότε ο Ναθάνιελ επιτέλους τυλίγει το χέρι του γύρω μου και με χώνει στην αγκαλιά του.


«Όχι…» ψελλίζω.
«Τι συμβαίνει;» ρωτά η μητέρα μου.
«Σε παρακαλώ, άσε με λίγο μόνη» καταφέρνω να πω, συγκρατώντας τον τόνο της φωνής μου σταθερό.
Τα μάτια μου έχουν βουρκώσει και αναμφίβολα το έχει καταλάβει. Ευτυχώς όμως, δεν φέρνει αντίρρηση. Κουνάει το κεφάλι θετικά και βγαίνει απ’ το δωμάτιο, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της.
Το μόνο που έχω να κάνω, είναι να ξεσπάσω σε κλάματα. Ωστόσο, συγκρατώ τα δάκρυα μου και σηκώνομαι όρθια. Βηματίζω για λίγα δευτερόλεπτο, προσπαθώντας να καταλαγιάσω τη θύελλα που μαίνεται μέσα μου, και στη συνέχεια βουλιάζω ξανά στην πολυθρόνα. Τραβάω την κουρτίνα του παραθύρου μου και αναστενάζω.
Ο Ναθάνιελ δεν μ’ αγάπησε ποτέ πραγματικά. Εγώ τον έκανα να μ’ αγαπήσει, όσο αλλόκοτο κι αν ακούγεται αυτό. Ήταν εξαιτίας αυτών τον ηλίθιων δυνάμεών μου!
«Δεν αντέχω άλλο…» ψιθυρίζω και χτυπάω με δύναμη το μπράτσο του καναπέ. Τα δάκρυα επανέρχονται στα μάτια μου, αλλά τα αποδιώχνω βλεφαρίζοντας. Είμαι αποφασισμένη να μην κλάψω.
Θέλω να τον δω…
Μάλλον είναι αδύνατον κάτι τέτοιο.


***
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,


Έχουν περάσει πέντε μέρες απ’ όταν σε αγόρασα. Πέντε μέρες απ’ την τελευταία φορά που σου έγραψα. Πολλά έγιναν, και πολλές αποφάσεις πάρθηκαν.
Καταρχάς, ο πατέρας μου προσπάθησε να βρει τη Μέτοικο, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Δεν ξέρω τι έγινε με τη μητέρα μου, αλλά της ζήτησε συγγνώμη μπροστά σε όλους…ακόμη και στον Γκρέισον. Ναι, ακόμα δεν τον συμπαθώ. Ούτε και ο μπαμπάς άλλωστε…Πάντως απ’ ότι έμαθα απ’ τη Τζούλια, αυτός ο “αγροίκος” είχε αρραβωνιαστεί τη μητέρα μου μόλις οι γονείς μου αναγκάστηκαν να χωρίσουν για το καλό των στοιχείων. Τι υποκριτής και τιποτένιος…αν ήμουν εγώ στη θέση του πατέρα μου, θα τον είχα σίγουρα ξαποστείλει.
Αλλά ξέχασα να σου πω το χειρότερο…αυτή τη στιγμή, σου γράφω απ’ το σπίτι στο Μαύρο Δάσος. Ναι, έγινε και αυτό. Αυτό το μέρος είναι τόσο σκοτεινό και απομακρυσμένο που αποκλείεται να με βρει κάποιος, και ειδικά αυτή η γυναίκα. Ααα και…μάντεψε…μένω με τον Γκρέισον, ή μήπως να τον πω Θείο Γκρέισον;
Αυτή είναι ζωή.


Αναστενάζω μελαγχολικά και κλείνω το ημερολόγιο. Τουλάχιστον αυτό έχει κλειδαριά και το περιεχόμενό του είναι ασφαλές. Αν και δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος σ’ αυτό το σπίτι που να θέλει να διαβάσει τις σκέψεις μου. Ο Γκρέισον λείπει συνεχώς και παρότι χαίρομαι γι’ αυτό, δεν μπορώ να αρνηθώ το γεγονός πως νοιάζεται για εμένα και κάθε φορά που είναι να φύγει, δεν με ενημερώνει απλά, αλλά με ρωτά αν θέλω να μείνει μαζί μου. Ίσως να τον είχα συμπαθήσει, αν δεν είχε κάνει τόσο κακό στη σχέση των γονιών μου.
Σηκώνομαι απ’ το γραφείο και κάνω μια βόλτα στο υπερβολικά μεγάλο δωμάτιο μου, που απ’ ότι έμαθα, άνηκε στη μητέρα μου πριν δεκάξι χρόνια. Αυτό το γνωρίζω από μια συζήτηση που είχα με τον Γκρέισον, στην οποία δεν παρέλειψε επίσης να μου πει πως δεν έχει κάνει καμία αλλαγή μέσα στο χώρο. «Είναι ακριβώς όπως το άφησε η μητέρα σου» είπε. Η αλήθεια είναι, πως όσο κι αν δεν τον συμπαθώ, δεν μπορώ να πάψω να συνδέω το πρόσωπό του με του πατέρα μου και καμιά φορά να νιώθω πως είναι ο ίδιος εδώ και με προσέχει.
Βουλιάζω στην πολυθρόνα που βρίσκεται πλάι στη μεγάλη τζαμαρία και κοιτάζω τη μικρή λιμνούλα που βρίσκεται λίγο πιο πέρα απ’ το σπίτι. Το φως του ήλιου που αντανακλάται μέσα της, της δίνει μια εξωπραγματική ομορφιά. Χαμογελάω, ώσπου το βλέμμα μου περιπλανιέται στα δέντρα και η σκέψη του Ναθάνιελ τρυπώνει στο μυαλό μου. Δεν είναι η πρώτη φορά που τον σκέφτομαι σήμερα…και πιθανόν ούτε και η τελευταία. Έχει περάσει μια ολόκληρη εβδομάδα απ’ την τελευταία φορά που τον είδα, και μου λείπει πολύ. Ξέρω ότι πρέπει να μείνω μακριά του, αλλά θέλω να τον δω και να του εξηγήσω ότι αυτά που αισθάνεται για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ψέμα…ή μια ψευδαίσθηση. Όλα εξαιτίας των δυνάμεών μου.
Σηκώνομαι πάλι όρθια για να πάω στο σαλόνι, όταν αφουγκράζομαι ένα σιγανό “ντουκ” να έρχεται απ’ το παράθυρο. Το στομάχι μου δένεται κόμπος και οι παλμοί μου αυξάνονται πριν καν κοιτάξω απέξω. Αυτή η γυναίκα με βρήκε…; Ξεροκαταπίνω και γυρίζω δειλά το βλέμμα μου προς το παράθυρο. Βλέπω κάτι μικρό σαν πετραδάκι να χτυπά πάνω στο τζάμι.
Κάνω δύο βήματα μπροστά.
Ένα επιφώνημα βγαίνει απ’ τα χείλη μου.
Απέξω…απέξω…βρίσκεται ο Ναθάνιελ.
Η καρδιά μου παίζει ταμπούρλο μέσα στο στήθος μου. Όχι, βλέπω σίγουρα όνειρο. Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά κι έπειτα από δύο δευτερόλεπτα τα ξανανοίγω. Κοιτάζω πάλι έξω απ’ το παράθυρο κι ένας αναστεναγμός βγαίνει απ’ τα χείλη μου. Κανείς δεν στέκεται απέξω, όλα ήταν στη φαντασία μου.
Ανήμπορη ακόμα να ξεπεράσω το σοκ, σωριάζομαι στον καναπέ. Ακουμπώ το χέρι μου στην καρδιά μου, λες και μ’ αυτό τον τρόπο θα επαναφέρω τους χτύπους μου στο κανονικό και κλείνω τα μάτια. Έχω αρχίσει να τρελαίνομαι…
Ξαφνικά, ο ήχος του κουδουνιού διαπερνά όλο το σπίτι. Πετάγομαι πάνω πανικόβλητη. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και κοιτάζω τριγύρω, λες και θα μπορούσα καταλάβω μ’ αυτόν τον τρόπο ποιος είναι ο επισκέπτης.
«Ηρέμισε, Έμιλυ...ίσως είναι ο Γκρέισον κάτω» επιχειρώ να καθησυχάσω τον εαυτό μου, αλλά ξέρω πολύ καλά πως εκείνος έχει κλειδιά.
Παίρνω μια βαθιά εισπνοή και αποφασίζω πως πρέπει να πάω κάτω παρά τον φόβο μου, αν και στην πραγματικότητα ξέρω πως είναι ο Ναθάνιελ.
Βγαίνω απ’ το δωμάτιο και κατευθύνομαι προς τα σκαλιά. Καθώς κατεβαίνω προσπαθώ να διακρίνω μέσα απ’ το θαμπό γυαλί της πόρτας αυτόν που στέκεται από πίσω. Είναι δίχως αμφιβολία άντρας.
Πιάνω το χερούλι τρέμοντας και με την καρδιά μου να σφυροκοπάει ανεξέλεγκτα, ανοίγω την πόρτα. Μπροστά μου εμφανίζεται εκείνος. Ο Ναθάνιελ.
Θέλω να πω τόσα πολλά, να του δείξω πόσο μου έλειψε, αλλά το μόνο που καταφέρνω να πω, είναι: «Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;».
Η έκφραση του προσώπου του από ουδέτερη, μετατρέπεται σε βλοσυρή. Με κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα.
«Εσύ τι λες;» ρωτάει.
«Δεν…δεν…», δεν καταφέρνω να μιλήσω έτσι όπως με κοιτάζει.
Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου, καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά μου. Αυτό το υπέροχο μελί χρώμα, έχει χάσει την λάμψη του. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει αργά, βαριανασαίνει.
«Κόλαση…έτσι ήταν η ζωή μου τις τελευταίες μέρες» λέει ψιθυριστά. Ω, Θεοί…τι να πω…
Απλώνει το χέρι του για να μ’ αγγίξει, αλλά εγώ ασυναίσθητα απομακρύνομαι.
«Εε..έλα μέσα» λέω, αποφεύγοντας το βλέμμα του. Τι με έχει πιάσει; Είναι εδώ, ήρθε να με βρει, κι εγώ τον αποφεύγω…
Με κοιτάζει για λίγο ακόμη με ένταση, αλλά τελικά γνέφει και μπαίνει μέσα. Τον οδηγώ στο σαλόνι, όπου και καθόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο.
«Θες να σου φέρω κάτι να πιείς;» ρωτάω για να σπάσω την αμήχανη σιωπή, αν και δεν μ’ αρέσει ο τρόπος που ακούστηκε. Του μιλάω λες και είναι άγνωστος, ένας απλός επισκέπτης. Γι’ αυτό το λόγο, κατανοώ και το ενοχλημένο βλέμμα που μου ρίχνει.
«Σου φαίνεται να ήρθα εδώ για να πιώ τσαγάκι μαζί σου;» λέει ειρωνικά και σηκώνει απελπισμένα το βλέμμα του προς τα πάνω.
«Γιατί ήρθες τότε; Πως με βρήκες;» ρωτάω αμέσως.
Στυλώνει το βλέμμα του πάνω μου, κάνοντας με να νιώσω άβολα. Αναδεύομαι στη θέση μου, κι εκείνος απαντά.
«Μένω εδώ, στο Μαύρο Δάσος. Η μητέρα μου και τα αδέρφια μου έχουν μεταφερθεί σε ένα μικρό χωριό της Φωτιάς πολύ πιο μακριά από εδώ. Θα…».
«Εσύ τότε γιατί μένεις εδώ;» τον διακόπτω. Αναστενάζει δυνατά.
«Αυτό το χωριό είναι μακριά. Είναι στα βορειοδυτικά, πέρα απ’ το στρατόπεδο των Μετοίκων, σε ένα νησί. Πήγα κι εγώ μαζί τους, ώσπου έμαθα απ’ την μητέρα σου ότι σε φέραν στο Μαύρο Δάσος. Ήρθα εδώ πριν δύο μέρες, ήθελα να βεβαιωθώ πως είσαι εντάξει».
Τον κοιτάζω ανέκφραστη, ενώ από μέσα μου μαίνεται καταιγίδα. Παράτησε την οικογένειά του για να έρθει εδώ, σε ένα μέρος που φημίζεται για την εγκληματικότητά του, μόνο και μόνο για να δει αν είμαι καλά;
Είμαι έτοιμη να σηκωθώ και να τον αγκαλιάσω, ώσπου σκέφτομαι ότι όλα αυτά είναι ένα ψέμα. Ωστόσο, ο Ναθάνιελ σηκώνεται μόνος του και έρχεται κοντά μου. Κάθεται ανακούρκουδα μπροστά μου και παίρνει τα χέρια μου μέσα στα δικά του.
«Μου έλειψες, Εμ» λέει τρυφερά.
Δεν ξέρω πώς να απαντήσω. Πρέπει να του πω τι έχω κάνει και να προσπαθήσω να το αναιρέσω.
«Κι έμενα μου έλειψες, αλλά…» λέω. Με κοιτάζει απορημένα. Το κοιτάζω βαθιά μέσα στα μάτια. Είναι ξεκάθαρο πως μ’ αγαπάει. «Αλλά όλο αυτό δεν είναι η πραγματικότητα» ολοκληρώνω.
Αφήνει απότομα τα χέρια μου και με κοιτάζει σμίγοντας τα φρύδια.
«Τι εννοείς;» ρωτάει και σηκώνεται όρθιος. Σκύβω το κεφάλι, ανήμπορη να τον αντικρίσω.
«Δεν μ’ αγαπάς στην πραγματικότητα. Εγώ σε έκανα να το πιστέψεις…χρησιμοποίησα τις δυνάμεις μου πάνω σου» ομολογώ. Νιώθω ένα κρύο χέρι να τυλίγεται γύρω απ’ την καρδιά μου.
«Τι είναι αυτά που λες;». Σηκώνω ελάχιστα το κεφάλι μου και βλέπω πως με κοιτάζει έκπληκτος.
«Δεν το είχα καν συνειδητοποιήσει, αλλά σε έκανα να πιστέψεις πως μ’ αγαπάς…ήταν εκείνη τη μέρα που νόμιζες ότι είχα κλέψει τα λεφτά σου».
Ρουθουνίζει ενοχλημένα. «Κάνεις λάθος» λέει με αποφασιστικότητα. «Μου άρεσες απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα, όσο κι αν το αρνιόμουν».
Δαγκώνω το κάτω χείλος μου, ψάχνοντας τα επόμενα λόγια μου. Σίγουρα τα λέει αυτά επειδή είναι επηρεασμένος. Πρέπει να σταματήσω αυτή την ψευδαίσθηση.
«Όχι, Ναθάνιελ. Εγώ το κάνω αυτό. Μόλις καταφέρω να διακόψω αυτή την ψευδαίσθηση, εσύ θα με μισήσεις ξανά!» λέω με ένταση και δάκρυα θολώνουν την όρασή μου.
«Γαμώτο, Έμιλυ! Ποτέ δεν σε μίσησα!» φωνάζει. Τυλίγει τα χέρια του γύρω απ’ τους καρπούς μου και με τραβάει βίαια πάνω του.
Χώνει το πρόσωπό του στα μαλλιά μου, κι αφού εισπνέει βαθιά, λέει: «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου».
Απομακρύνεται για να με κοιτάξει στα μάτια. «Γιατί κλαις;» ρωτάει και ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του. Η αλήθεια είναι πως ούτε καν το είχα καταλάβει.
Αφού ρουφάω τη μύτη μου, λέω: «Δεν ξέρω».
«Έμιλυ» λέει σοβαρά, «τι θα κάνω με εσένα;».
Ένα γελάκι ξεφεύγει απ’ τα χείλη μου. Παίρνει το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια του, και απομακρύνει τα δάκρυα μου με τους αντίχειρές του.
«Για σένα θα καταστραφώ» λέει.



Δέσποινα Χρ.