Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 12)

Λίγη ώρα αργότερα η ομάδα μας, που από όσο υπολόγισα πρέπει να αποτελείται από δεκαεπτά άτομα ξεκινά για την Πύλη. Από όσο γνωρίζουμε η Αδελφότητα της Κυανής Φλόγας δεν έχει εντοπίσει ακόμα την τοποθεσία της Πύλης, αλλά σίγουρα έχει στα χέρια της μια Λάμψη, δηλαδή μια βαθυκόκκινη πέτρα που εκπέμπει ένα δυνατό γαλάζιο φώς όταν μια Πύλη εμφανίζεται. Τέτοιες πέτρες υπάρχουν λίγες και ανήκαν στους Ιππότες και τους Φύλακες για πολλά χρόνια. Δεν ξέρουμε πως έπεσε μια τέτοια πέτρα στα χέρια τους, αλλά λογικά θα την άρπαξαν από κάποιον Ιππότη, ή κάποιος Ιππότης θα άλλαξε πλευρά και θα πρόδωσε το καθήκον του, δίνοντας τους μια Λάμψη. Αλλά αυτό πρέπει να συνέβη πολλά χρόνια πριν.

Αφού λοιπόν έχουν μια Λάμψη ακόμη και αν δε γνωρίζουν την τοποθεσία της Πύλης, είμαστε σίγουροι πως σύντομα, αν δεν το έχουν κάνει ήδη, θα ανακαλύψουν που βρίσκεται. Έχουν άκρες παντού και πολλά χρήματα ώστε να πληρώσουν ερευνητές και ιχνηλάτες που γνωρίζουν την αλήθεια για τους κόσμους, για να υπολογίσουν την ακριβή της τοποθεσία. Για το λόγο αυτό όλοι μας είμαστε οπλισμένοι και οι περισσότεροι Ιππότες σε εγρήγορση, σχηματίζοντας έναν κύκλο γύρω από το κάρο στο οποίο είμαι καθισμένη ώστε να είναι έτοιμοι σε περίπτωση αιφνιδιαστικής επίθεσης.
Εμείς γνωρίζουμε ακριβώς που βρίσκεται η Πύλη από έναν χάρτη. Δεν είναι οποιοσδήποτε χάρτης όμως, είναι μαγεμένος από μάγους του Άριτον. Υπάρχουν ελάχιστοι τέτοιο χάρτες και ευτυχώς κανένας τους δεν έχει πέσει στα χέρια της Αδελφότητας. Είναι παλιός καφετής και πολύ φθαρμένος και ταλαιπωρημένος. Σκούρα σχέδια είναι σχεδιασμένα πάνω του και σε αντίθεση με το λεπτόφλουδο δέρμα από το οποίο αποτελείται που έχει φθαρεί πολύ από τα χρόνια, τα σχέδια είναι καθαρά και ευκρινή, χωρίς να έχουν ξεθωριάσει ούτε στο ελάχιστο, ως αποτέλεσμα της μαγείας που τα δημιούργησε. Κάθε φορά που μια Πύλη εμφανίζεται τα σχέδια  αλλάζουν, ώστε να δείχνουν την ακριβή τοποθεσία της νέας Πύλης, με μια κόκκινη κουκίδα και τη γύρω περιοχή της.
Η ομάδα μας ταξιδεύει με άλογα και δύο κάρα. Εγώ είμαι καθισμένη στο πίσω μέρος του προπορευόμενου  κάρου μαζί με τον Σαντιάγκο. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας προς την Πύλη ο Σαντιάγκο μου εξιστορεί τις εμπειρίες του από την εκπαίδευση αλόγων και από τις εργασίες του στις φάρμες. Πολλές από αυτές έχουν πολύ πλάκα κι έτσι εγώ ξεσπώ συχνά σε γέλια τα οποία όμως προσπαθώ να μην ακούγονται για να μην ενοχλώ τους υπόλοιπους και να μη νομίζουν πως δεν παίρνω στα σοβαρά την αποστολή μου.
« Εκείνο το πρωί είναι φορέσει τις καινούριες μου μπότες και όταν πήγα να ξεπεζέψω από τη Ρούμπι, το άλογο που εκπαίδευα για ώρες, εκείνη άρχισε να κατουράει και το πόδι μου προσγειώθηκε στη λιμνούλα από τα κάτουρα της, λερώνοντας τις μπότες μου», μου λέει ο Σαντιάγκο.
«Αηδία», απαντώ ξεσπώντας πάλι σε χαμηλόφωνα γέλια.
Κάθε ίχνος αμηχανίας έχει σβήσει από μέσα μου. Νιώθω πολύ όμορφα και άνετα πλέον δίπλα του. Μου εμπνέει σιγουριά και εμπιστοσύνη, όπως θυμάμαι πως συνέβαινε όταν ήμασταν μικρότεροι, που ένιωθα πως τίποτε κακό δε θα μου συνέβαινε δίπλα του και πως θα με προστάτευε. Το μόνο που δε μπορώ ακόμη να συνηθίσω είναι η εμφάνισή του. Όση ώρα και να περάσει ακόμα δε μπορώ να συνηθίσω το πόσο όμορφος είναι. Κάθε φορά που τον κοιτάζω για πολύ ώρα ή στέκομαι δίπλα του νιώθω τους παλμούς της καρδιάς μου να επιταχύνονται και μια ένταση να με τυλίγει. Αλλά σιγά σιγά αρχίζω να τα ελέγχω και αυτά.
Ο Μπράντον και η Σούζαν προπορεύονται όλης της αποστολής, ενώ ο Χένρι με τον Γκαστόν ιππεύουν λίγα μέτρα μπροστά από το κάρο μου. Ο Γουίλ ακολουθεί έφιππος δίπλα στον Ρότζερ λίγα μέτρα πιο πίσω από το κάρο που επιβαίνω. Σκόπευα να ιππεύσω δίπλα του για να μη μείνει μόνος του, καθώς δε γνωρίζει  ακόμα τους υπόλοιπους Ιππότες, εκτός από τη Σούζαν και τον Μπράντον όμως ο Ρότζερ τον πήρε δίπλα του και άρχισε να του μιλάει ασταμάτητα. Τον ρωτούσε για τη ζωή του και διάφορα άλλα πράγματα για να ελέγξει από όσο κατάλαβα την αξιοπιστία του και να μπορέσει να τον εμπιστευτεί, αλλά και για να του πει διάφορα πράγματα που έπρεπε να γνωρίζει για την αποστολή μας τον Άριτον και την αδελφότητα της Φλόγας. Έτσι κι εγώ τους άφησα και έκατσα στο κάρο πλάι στον Σαντιάγκο.
Παρ’ όλα αυτά έπιασα μερικές φορές το βλέμμα του Γουίλ να πέφτει κλεφτά πάνω σε εμένα και τον Σαντιάγκο. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά, καθώς η νύχτα είχε σχεδόν πέσει και απέστρεφε γρήγορα το βλέμμα του, όταν καταλάβαινε πως τον αντιλαμβανόμουν, αλλά το πρόσωπό του μου φαινόταν ανήσυχο και κάπως θλιμμένο. Πάντως με έκανε κατά έναν περίεργο τρόπο να νιώθω τύψεις που γελούσα με τον Σαντιάγκο και η ματιές του ήταν ικανές για να με  κάνουν να σοβαρέψω και να σταματήσω.
Τρεις ώρες μετά είμαστε και πάλι στη μεγάλη έκταση , την καλυμμένη από χορτάρι που περιβάλλει το αρχοντικό, το οποίο εγώ και ο Χένρι αποκαλούσαμε κάποτε σπίτι μας. Λίγες ώρες μετά η Πύλη θα ανοίξει εδώ, όπως και την πρώτη της φορά, πριν δεκαπέντε βράδια, σύμφωνα με τον Χάρτη. Εγώ κάθομαι και περιμένω με μια ομάδα Ιπποτών και συζητώ μαζί τους. Ο Έντμουντ και ο Ράλεϊ έχουν έρθει από πολύ μακριά. Είναι αδέλφια 24 και 27 ετών και εκπαιδεύονταν για το καθήκον τους ως Ιπποτών από τα δέκα τους. Είναι εύθυμοι και ευχάριστοι, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνοι με τα σπαθιά, κρίνοντας από όλες τις μονομαχίες και τους διαγωνισμούς ξιφομαχίας που έχουν κερδίσει, όπως λένε, οπότε όταν μου λένε πως δε θα ήθελα να ξιφομαχήσω μαζί τους τους πιστεύω. Ο Ρέι είναι 35 ετών και αναγκάστηκε να αφήσει πίσω τη γυναίκα του και τα τρία μικρά παιδιά του για να μας ακολουθήσει στον Άριτον. Δεν σκέφτηκε ποτέ να μην έρθει και να μην παράσχει τις υπηρεσίες του, αλλά δε χαίρεται καθόλου γι’ αυτό. Την περισσότερη ώρα είναι σκεφτικός, σιωπηλός και σκυθρωπός. Είμαι σίγουρη πως τους σκέφτεται και ανησυχεί μήπως δεν καταφέρει να γυρίσει κοντά τους. Η Σεσίλια είναι η δεύτερη γυναίκα Ιππότης που γνωρίζω μετά τη Σούζαν, είναι κοντή, αλλά δυνατή και μυώδης και παρά τα 33 χρόνια της φέρει πρόσωπο μικρού κοριτσιού που ξεγελά για τις φονικές της ιδιότητες.
Κάποια στιγμή σηκώνομαι από τον κύκλο που έχουν σχηματίσει οι Ιππότες και κάνω μια βόλτα για να ξεπιαστώ προς το μέρος του λιβαδιού που βρίσκεται το σπίτι, με τη φωνή της Σεσίλιας πίσω μου να μου λέει να μην απομακρυνθώ. Οι φωνές τους σβήνουν όσο προχωράω προς το σπίτι, αλλά όταν φτάνω στη γωνία μιας εκ των τεσσάρων πλευρών του ακούω μια άλλη φωνή.
Ο Μπράντον μιλάει σε κάποιον χαμηλόφωνα και καθησυχαστικά.
 « Μην ανησυχείς, η Λάιρα, δε θα πάθει τίποτε, θα την προσέχουμε». Με την περιέργεια να με ωθεί  στρίβω στη γωνία ακολουθούμενη τη φωνή του και σταματάω επιτόπου στη θέση μου έκπληκτη. Απέναντι από τον Μπράντον στέκεται η Σούζαν. Τα χέρια του κρατούν τα δικά της ενώ η απόστασή τους είναι λιγότερη του μισού μέτρου. Ο τρυφερός τρόπος που την κοιτάζει και ο τρόπος που τα χέρια τους κρατιούνται δε μου αφήνουν περιθώρια να βγάλω άλλα συμπεράσματα από το ότι είναι μαζί, ότι είναι ζευγάρι. Το συμπέρασμα μου επιβεβαιώνεται όταν ο Μπράντον σκύβει το κεφάλι του προς το μέρος της πριν με δει να στέκομαι αθόρυβα στην γωνία.  Αμέσως μόλις τα βλέμματα μας συναντώνται τα χέρια του πέφτουν ελεύθερα και κάνει ένα βήμα πίσω. Η Σούζαν στρέφεται παραξενεμένη προς το μέρος μου.
« Λάιρα», είναι το μόνο που λέει τελικά η Σούζαν κοιτάζοντάς με με βλέμμα ανήσυχο και κάπως ένοχο.
« Πόσα πράγματα μου κρύβετε εσείς οι δύο. Κουραστικά από τα μυστικά σας. Τόσο ανάξια της εμπιστοσύνης σας είμαι πια;», ρωτάω με την πικρία και το αίσθημα προδοσίας να με πνίγουν. Τόσο κακό ήταν να μοιραστούν την πληροφορία της σχέσης τους μαζί μου; Τι θα τους έκανα τέλος πάντων, πέρα από το να χαρώ γι’ αυτούς; « Πόσο καιρό συμβαίνει αυτό;», ρωτώ τελικά αναφερόμενη στη σχέση τους.
« Δύο χρόνια. Είμαστε μαζί δύο χρόνια. Και δεν σου το είπαμε για να μη σου κινήσουμε τις υποψίες για όλη αυτή την ιστορία. Κανένας δεν το ήξερε όσο ήμασταν στην Ακαδημία», λέει ο Μπράντον, παίρνοντας το λεπτό χέρι της Σούζαν στο μεγάλο δικό του.
« Και επίσης δε θέλαμε να τραβήξουμε τα βλέμματα και τα σχόλια πάνω μας. Ένας καθηγητής της σχολής να έχει σχέση με μια καμαριέρα. Θα γινόμασταν αντικείμενο συζητήσεων και ο ρόλος μας και η προστασία σου δεν επέτρεπαν τέτοια δημοσιότητα να στραφεί πάνω μας, αλλά και το κουτσομπολιό ήταν το τελευταίο που χρειαζόμασταν», συμπληρώνει η Σούζαν.
Ξεφυσώ αγανακτισμένη. « Ευυπόληπτος καθηγητής και καμαριέρα, ταξικές διαφορές και βλακείες. Όλα αυτά τα κουτσομπολιά και οι κανόνες είναι ανόητοι», απαντώ. Έχω ηρεμίσει λίγο και ο τόνος μου δεν είναι τόσο θυμωμένος, καθώς δείχνουν να πιστεύουν πραγματικά στη σοβαρότητα των λόγων για τους οποίους κράτησαν κρυφή τη σχέση τους, παρ’ όλο που εξακολουθώ να μην πείθομαι και δεν παύω να νιώθω προδομένη.
« Τι άλλα μυστικά μου κρατάτε;», τους ρωτώ με αυστηρότητα.
« Τίποτε άλλο. Πέρα από το ότι είμαστε εκπαιδευμένοι Ιππότες, πως διατηρούσαμε σχέση εδώ και δύο χρόνια και πως εξασκούμασταν κρυφά από όλους όσο ζούσαμε στην Ακαδημία, γνώριζες τα πάντα», μου λέει η Σούζαν.
« Πολύ καλά», απαντώ αυστηρά χωρίς να αφήσω τα χαρακτηριστικά μου να χαλαρώσουν, δείχνοντάς τους πως δεν τους συγχώρησα ακόμα και κάνω μεταβολή για να φύγω, όταν η παρακλητική φωνή της Σούζαν με σταματά.
« Λάιρα, σε παρακαλώ μην πεις τίποτε για εμάς στους άλλους ακόμα. Ειδικά στον Ρότζερ. Δεν έχουμε αποφασίσει αν θέλουμε να το μάθουν».
« Εντάξει», απαντώ χωρίς να γυρίσω να την κοιτάξω.


***

Η Πύλη ανοίγει όπως την περιμέναμε τα μεσάνυχτα. Όλοι στέκουμε γύρω της σιωπηλοί θαυμάζοντας το μαγικό θέαμα: Μια μικρή, παλλόμενη μπλε φλόγα που αιωρείται λίγα μέτρα από το έδαφος και μεγαλώνει αργά, μέχρι που το μέγεθός της σταθεροποιείται. Είναι τόσο όμορφη. Το διάφανο, απαλό, γαλάζιο της φως έχει μια ανοιχτή απόχρωση που σε ηρεμεί και σου δημιουργεί όμορφα αισθήματα. Παρ’ όλο που το θέαμα είναι πρωτόγνωρο, δε με τρομάζει, αλλά με γαληνεύει και νιώθω μια έντονη ανάγκη να την αγγίξω. Η αποστολή μου είναι εδώ είναι αληθινή. Απορώ πως ένα τόσο όμορφο πράγμα μπορεί να προκαλέσει τόσο κακό και τέτοια δυστυχία.
‘Δε φταίει η Πύλη για όλα αυτά. Φταίνε οι άνθρωποι και η απληστία τους. Δε μπορούν να διαχειριστούν έναν τόσο όμορφο δεσμό προς το συμφέρον της ανθρωπότητας. Δώσε στους ανθρώπους πολλά και θα χάσουν τον εαυτό τους και θα φέρουν την καταστροφή. Όχι δε μας αξίζει ένα τόσο όμορφο δώρο’ , διορθώνω τον εαυτό μου, καθώς υψώνω αργά το χέρι μου για να ακουμπήσω την Πύλη.
« Όχι Λάιρα, περίμενε», μου λέει ο Ρότζερ, κάνοντάς με να κατεβάσω το χέρι μου. « Θα περάσουν πρώτα μερικοί Ιππότες για να ελέγξουν πως η άλλη πλευρά είναι ασφαλής και μετά θα περάσετε εσύ και ο Χένρι».
Ο Γκαστόν, που τόσο καιρό ανυπομονούσε να δει τον Άριτον, ο Έντμουντ, ο Ράλεϊ και ο Πόρτερ, ένας νεαρός κοκκινομάλλης Ιππότης κάνουν ένα βήμα μπροστά, προσφερόμενοι να περάσουν πρώτοι.
Το βλέμμα του Ρότζερ μένει λίγο παραπάνω πάνω στον Γκαστόν με την ανησυχία και την περηφάνια να συγκρούονται μέσα του και μετά τους γνέφει προς έγκριση.
Ένας ένας, με τα σπαθιά τους γυμνωμένα στα χέρια τους, για να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη επίθεση από την άλλη πλευρά, αφήνουν την γαλάζια φλόγα να τους αγκαλιάσει. Τα σώματά τους λάμπουν απόκοσμα μέσα στο γαλάζιο φως και έπειτα ξεθωριάζουν και χάνονται, σα να μην υπήρξαν ποτέ μέσα στη διάφανη φλόγα.
Όταν όλοι τους περνούν εμείς μένουμε να κοιτάζουμε τη φλόγα μαγεμένοι και σιωπηλοί, αλλά συγχρόνως ανήσυχοι περιμένοντας κάποιον από αυτούς να επιστρέψει και να μας πει πως όλα είναι καλά από την άλλη πλευρά.
Στρέφω το βλέμμα μου προς τον Χένρι που στέκεται δίπλα μου κοιτάζοντας την Πύλη εντυπωσιασμένος, με το γαλάζιο φως της να χορεύει στα επίσης γαλάζια μάτια του. Μετατοπίζει το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο και καταπίνει ανήσυχα με το καρύδι στο λαιμό του να μετακινείται. Ανησυχεί για τον Γκαστόν που ήταν τόσα χρόνια φίλος και αδελφός του μαζί. Οι δυο τους είναι αχώριστοι και τόσο δεμένοι. Αυτή πιθανότατα να είναι η πρώτη φορά που χωρίζονται, έστω και για λίγο. Η αγάπη και η τρυφερότητα που νιώθω για τους δυο τους και κυρίως για τον αδελφό μου φουντώνει μέσα μου. Απλώνω το χέρι μου και συναντώ εκείνο του Χένρι. Το σφίγγω λέγοντας του νοερά: Είμαι εδώ μαζί σου, όλα θα πάνε καλά’. Εκείνος σταματά την νευρική μετατόπιση βάρους και με κοιτάζει. Το καθησυχασμένο και τρυφερό χαμόγελό του μου απαντά: Ευχαριστώ.
Μερικά λεπτά μετά ο Γκαστόν εμφανίζεται μέσα από την Πύλη και μας χαμογελά.
«Όλα είναι καλά, είμαστε μεταξύ συμμάχων».
Ο Ρότζερ γνέφει και ένας ένας οι υπόλοιποι Ιππότες αρχίζουν να περνούν την Πύλη. Στο τέλος έχουμε μείνει από την πλευρά του Προύτον μόνο εγώ, ο Ρότζερ και ο Ρέι. Ο Ρότζερ μου κάνει νόημα να προχωρήσω.

Κάνω μερικά αβέβαια βήματα προς την Πύλη, αλλά η παράξενη ανάγκη που αναβλύζει από μέσα μου για να την αγγίξω νικά. Μπαίνω μέσα της. Αμέσως νιώθω μια γλυκιά ζεστασιά να με τυλίγει. Είναι η πιο όμορφη αίσθηση που έχω νιώσει ποτέ. Νιώθω μια απίστευτη ενέργεια, αγαλλίαση και ευτυχία να με κατακλύζουν. Θα μπορούσα άνετα να ζήσω για πάντα σ’ αυτό το γλυκό μεταίχμιο. Νιώθω πως η θέση μου είναι εδώ, πως γεννήθηκα εδώ και πως δεν πρέπει να φύγω ξανά. Με δυσκολία πείθω τον εαυτό μου να κάνει μερικά βήματα ακόμη. Για λίγη ώρα που δε μπορώ ακριβώς να προσδιορίσω αν είναι πράγματι λίγη ώρα ή μερικές μέρες περπατώ μέσα σε έναν γαλάζιο φλογισμένο κόσμο, μετά έρχεται το σκοτάδι, σα να βαδίζω στο ίδιο το αχανές διάστημα και μετά το δυνατό κίτρινο φως του ήλιου με τυφλώνει.  

 Όλγα Σ.