Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 13)


Ο Ρικ φωνάζει και τρέχει προς τις σκάλες σκοντάφτοντας σε διάφορα αντικείμενα. Το Φάντασμα του αρπάζει το πόδι και ο Ρικ τον κλωτσάει. Η Σιμόν ουρλιάζει απ’ το δωμάτιό της. Ο Ρικ κλωτσάει ξανά με όλη του τη δύναμη το Φάντασμα με το άλλο του πόδι και πέφτει απ’ τις σκάλες και προσπαθεί να σηκωθεί και αρχίζει να ανεβαίνει τις σκάλες με τα χέρια.
Ακολουθεί τη φωνή της Σιμόν και καταφέρνει τελικά να μπει στο δωμάτιο προτού το Φάντασμα τον φτάσει και μαχαιρώσει το ξύλο της πόρτας πίσω του. Ο Ρικ φέγγει με το κινητό στο δωμάτιο και βλέπει τη Σιμόν δίπλα στον Λαρς.
«Ρικ, είσαι καλά;» ρωτάει ο Λαρς, ο οποίος κρατάει τη Σιμόν προστατευτικά. Αυτή παίρνει ανάσες καθώς έχει συγχυστεί. «Πού είναι ο Τομ; Αυτός μου είπε να έρθω!» του λέει ο Ρικ κι ο Λαρς αφήνει τη Σιμόν και τον πλησιάζει σοκαρισμένος. «Ο Τομ σου είπε να έρθεις; Αποκλείεται, Ρικ, ο Τομ λείπει όλη μέρα! Κάποιο λάθος κάνεις» του λέει ο Λαρς, ανήσυχος.
«Τι θα κάνουμε;» ρωτάει, φοβισμένος, ο Ρικ. Ο Λαρς βγάζει το πιστόλι του. «Έχω καλέσει ενισχύσεις αλλά αργούν. Πρέπει να τον σκοτώσω» λέει αποφασιστικά ο Λαρς και βγαίνει απ’ το δωμάτιο. Ο Ρικ βάζει τη Σιμόν να κάτσει σε ένα μαξιλάρι στο πάτωμα και βρίσκει να ανάψει ένα κερί δίπλα της.
Κάθεται εκεί μαζί της στην απόλυτη σιωπή. «Ρικ, τώρα που είμαστε οι δυο μας έχω να σου πω κάτι» του λέει η Σιμόν και παίρνει μια βαθιά ανάσα και του δίνει το κινητό της. Αυτός βλέπει ένα παλιό μήνυμα που δείχνει την ίδια φωτογραφία με τη Μέριλιν δεμένη στην καρέκλα και το Φάντασμα δίπλα της που είχε σταλθεί και στον ίδιο και στη Λαρίσα.
Από κάτω ακολουθεί το μήνυμα: «Αν θες να ξαναδείς την κολλητή σου ζωντανή, πρέπει να σκοτώσεις τη Ζωή. Έχεις 24 ώρες. Μην καλέσεις την αστυνομία». Η Σιμόν αρχίζει και κλαίει ενώ ο Ρικ έχει σαστίσει.
Αυτή αρχίζει και εξηγεί: «Μετά το πάρτι αρραβώνων, η Μέριλιν μου είπε να πάω να κρυφτώ στο δάσος μέχρι το βράδυ. Δε μου εξήγησε το λόγο αλλά της υποσχέθηκα να πάω. Πήρα λοιπόν και τον Τομ γιατί φοβόμουν μ’ αυτά και με κείνα και μείναμε στο σπιτάκι εκεί μέχρι την ώρα που πήρα το μήνυμα. Ο Τομ φρίκαρε και αποφάσισε να πάει να δει αν η Μέριλιν είναι όντως καλά ή αν είναι φάρσα» λέει.
«Θυμάμαι που με πήρε τηλέφωνο και του είχα πει ότι μόλις έπεσα στο κρεβάτι με τη Μέριλιν. Ήταν πριν τα μεσάνυχτα που έφυγε» λέει ο Ρικ, που θυμάται τι συνέβη. «Αφού σιγούρεψε ότι η Μέριλιν είναι καλά, πήγε στο πατρικό της να δει τη Ζωή αν είναι και αυτή εντάξει. Αφού πέρασε η ώρα, τον πήρες εσύ τηλέφωνο και του είπες τι έγινε και ήρθε αμέσως. Ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει τη Ζωή για τη Μέριλιν, Ρικ, αν δε τη σκότωνες εσύ. Επειδή εγώ του το ζήτησα...και θα έκανε ό,τι του ζητήσω ειλικρινά. Αφού πέρασε ο καιρός, άρχισαν πάλι να στέλνουν σε μένα και τον Τομ. Με λίγα λόγια προσπαθούσαν και ακόμα προσπαθούν να σε τρελάνουν, Ρικ. Αυτό είναι το σχέδιο, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, θέλουν να σε αποδυναμώσουν παίρνοντας από μακριά σου ανθρώπους που αγαπάς για να φτάσεις στα άκρα σου. Κι είμαι σίγουρη ο Λαρς ξέρει πού είναι η Μέριλιν» συμπληρώνει η Σιμόν και ξαφνικά ακούγεται ένας πυροβολισμός στο σαλόνι.
Οι δυο τους σηκώνονται και προχωρούν σιγά σιγά στο διάδρομο κρατώντας το κερί. Μετά τον πυροβολισμό, επέστρεψε η απόλυτη σιωπή κι οι δυο μπορούσαν να ακούσουν τις καρδιές τους που χτυπούσαν γρήγορα απ’ τον φόβο.
Όταν φτάνουν στις σκάλες, ανάβουν τα φώτα και βλέπουν το Φάντασμα νεκρό στο πάτωμα, και τον Λαρς να τρέχει έξω στους αστυνόμους που μόλις φτάσανε. Ο Ρικ με τη Σιμόν κατεβαίνουν σοκαρισμένοι και πάνε και βγάζουν τη μάσκα απ’ το Φάντασμα και ουρλιάζουν μ’ αυτό που αντικρίζουν.
Είναι ο Τομ, νεκρός.
Η Σιμόν ξεσπάει σε λιγμούς και προσπαθεί να τον ξυπνήσει μάταια. «Όχι Θεέ μου! Όχι!» ουρλιάζει. Ο Ρικ, την αγκαλιάζει με δάκρυα στα μάτια. Μπαίνουν μέσα οι αστυνομικοί και τους ζητούν να απομακρυνθούν. Έρχονται μέσα οι νοσοκόμοι και παίρνουν το πτώμα του Τομ στο φορείο, το σκεπάζουν και το μεταφέρουν στο ασθενοφόρο.
Η Σιμόν με τον Ρικ είναι έξω από την πόρτα και το βλέπουν που φεύγει. Ο Λαρς δίπλα τους αναφέρει στον αρχιφύλακα ότι «Σύμφωνα με τα στοιχεία και τις τελευταίες εξελίξεις, ο Τόμας Μπερκ (Τομ), ήταν ο απαγωγέας της Μέριλιν Φιτζ». Ακούγοντάς το αυτό η Σιμόν εξοργίζεται και αρχίζει να φωνάζει στον Λαρς, «Είσαι ένας ψεύτης, ένας απατεώνας! Μας κορόιδεψες! Σε βοηθήσαμε για να μας αφήσεις ήσυχους και εσύ απλά χρησιμοποίησες τον αγαπημένο μου για να τον κατηγορήσεις και να κλείσεις την υπόθεση! Είσαι ένα τέρας!» φωνάζει, κι ο Λαρς γελάει με τον αρχιφύλακα. «Αυτές οι έγκυες έχουν μεγάλη φαντασία. Πάντως το τελευταίο βήμα, κύριε αρχιφύλακα, είναι να βρούμε πού βρίσκεται η δεσποινίς Φιτζ και τέλος. Αλλά μην ανησυχείτε, εγώ είμαι εδώ» σχολιάζει ο Λαρς, κι ο Ρικ προσπαθεί να την ηρεμήσει μέχρι που της σπάνε τα νερά.
Στο νοσοκομείο, ο Ρικ βρίσκεται δίπλα στη Σιμόν όταν γεννάει ένα όμορφο μελαμψό αγοράκι, το οποίο το ονομάζει Ντάνι. Αμέσως, έρχεται η Περνέλλ, η μητέρα της Σιμόν, η οποία παίρνει αγκαλιά το μωρό, συγκινημένη. Ο Ρικ συγχαίρει τη Σιμόν, η οποία, όταν τη ρωτάνε, αρνείται να πάρει τον γιο της στα χέρια της. Τουναντίον, φαίνεται καταβεβλημένη και δυστυχισμένη που μόλις έχασε τον έρωτα της ζωής της και χαζεύει τον τοίχο μέχρι που την παίρνει ο ύπνος.
«Δε μπορώ να πιστέψω αυτό με τον Τομ» σχολιάζει η Περνέλλ έξω στο διάδρομο στον Ρικ. «Ούτε εγώ μπορώ να το πιστέψω. Ήμασταν κολλητοί τόσα χρόνια…» της λέει με δάκρυα στα μάτια. «Ποιος θα το ‘λεγε ότι θα έκανε κάτι τέτοιο στην Μέριλιν» λέει η Περνέλλ και ξεφυσάει.
«Τι εννοείται, κα. Περνέλλ; Ο Τομ δεν απήγαγε την Μέριλιν, κάποιος τον παγίδεψε!» της λέει. «Μα δε τον βρήκαν στη στολή αυτή τη λευκή που υποτίθεται απήγαγε τη Μέριλιν; Πώς τη φόρεσε αυτή τη στολή, Ρικ; Με το ζόρι; Κάτσε σκέψου λίγο. Αλλά καταλαβαίνω πως η αλήθεια είναι τόσο δύσκολη να την πιστέψεις γιατί είναι τόσο άσχημη και βρώμικη. Δεν παύει όμως να είναι η αλήθεια. Όπως ο γλυκός Ντάνι…» λέει η Περνέλλ και αρχίζει να κλαίει κι αυτή.
Ο Ρικ την κοιτάει, γεμάτος περιέργεια. «Δε θα μπορέσει ποτέ η Σιμόν να μεγαλώσει ένα τέτοιο παιδί με τόσα εγκεφαλικά προβλήματα. Όχι τώρα ειδικά που βιώνει έναν τόσο μεγάλο χαμό» ομογολεί η Περνέλλ και προσπαθεί να καταπιεί το σάλιο της.
«Θέλετε να πείτε ότι θα το δώσετε για υιοθεσία;» ρωτάει ο Ρικ, σαστισμένος κι η Περνέλλ γνέφει και σκουπίζει τα δάκρυά της. «Πήγαινε σπίτι, Ρικ, είχες δύσκολη βραδιά. Θα κάτσω εγώ στο πλευρό της Σιμόν. Η καημένη η γιαγιά του Τομ θα μάθει λογικά για τον θάνατο του εγγονού της από την αστυνομία. Και καλό θα ήταν να τη βοηθήσεις με τα της κηδείας, για χάρη της φιλίας σου με τον Τομ» τον συμβουλεύει.
Όταν μπαίνει στο σπίτι ο Ρικ, πηγαίνει κατευθείαν να πιεί λίγο νερό με τρεμάμενα χέρια. Στο ψυγείο έχει διάφορες φωτογραφίες, σε πολλές εκ των οποίων είναι με τον Τομ σε διάφορα πάρτι. Ξεσπάει σε κλάματα και στέκεται στο ψυγείο, κατατριμμένος. Τότε παίρνει ένα μήνυμα, είναι από τον αριθμό του Τομ: «Αυτά παθαίνουν όσοι μιλάνε πολύ».
Ο Ρικ θυμώνει, πετάει το κινητό και σπάει στον τοίχο και μετά ουρλιάζει και αρχίζει να σπάει πιάτα, ποτήρια και καρέκλες και κάνει το σπίτι άνω κάτω. Στο τέλος καταλήγει σε μια γωνία του σαλονιού κουλουριασμένος να τρέμει και να κλαίει.
Πιο δίπλα του βρίσκεται το ημερολόγιο της Λαρίσας και αποφασίζει να το ανοίξει και να το διαβάσει.

ΣταύροςkS