Liliana’s
POV
Το πάπλωμα ήταν ασήκωτο σήμερα. Και όχι δεν
είχε να κάνει με το χέρι του Άαρον που ήταν τυλιγμένο γύρω μου. Είχα ένα άσχημο
προαίσθημα για σήμερα. Έναν κόμπο να πνίγει τον λαιμό μου και ένα βάρος στο
στήθος μου. Οι εφιάλτες μου δεν είχαν επιστρέψει και έτσι μου έκανε τεράστια
εντύπωση αυτό το αίσθημα. Γύρισα να κοιτάξω τον Άαρον που κοιμόταν ήσυχος στο
πλάι μου, με τα βλέφαρα του κλειστά και το πρόσωπο του τόσο γαλήνιο έμοιαζε σαν
να μην είχε περάσει κανένα βάσανο στην ζωή του.
Τα σημάδια στον κορμό και στα χέρια του ήταν αυτά που τον πρόδιδαν. Κοίταξα τα κακώς επουλωμένα κοψίματα στα χέρια του και το βάρος στο στήθος μου μεγάλωσε. Άπλωσα το χέρι μου δειλά και απομάκρυνα μερικές τούφες από τα μαύρα του μαλλιά. Κουνήθηκε απαλά και φοβήθηκα ότι τον είχα ξυπνήσει αλλά ευτυχώς δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Ήξερα ότι απόψε είχε αγώνα και ότι έπρεπε να ξεκουραστεί όσο περισσότερο μπορούσε. Ο εγωισμός μου εξάλλου τον είχε κρατήσει ξάγρυπνο μέχρι αργά το προηγούμενο βράδυ. Έπρεπε να τον αφήσω να ξεκουραστεί. Κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο μου. Δέκα και πέντε. Είχα πολλές ώρες μπροστά μου. Μπορούσα και εγώ να προσπαθήσω γυρίσω πίσω στον ύπνο μου και στην αγκαλιά του Άαρον αλλά ήξερα ότι δεν θα είχα ελπίδα. Αυτό το προαίσθημα δεν θα με άφηνε σε ησυχία όλη μέρα. Αναστέναξα αθόρυβα, απομάκρυνα το χέρι του Άαρον από πάνω μου και σηκώθηκα αργά και χωρίς να τον ενοχλήσω. Ήταν αρκετά νωρίς. Μπορούσα να κάνω ένα σωρό πράγματα. Κοίταξα το κοιμισμένο σώμα στο κρεβάτι μου και προχώρησα προς την κουζίνα. Του χρώσταγα ένα καλό πρωινό για χθες.
Τα σημάδια στον κορμό και στα χέρια του ήταν αυτά που τον πρόδιδαν. Κοίταξα τα κακώς επουλωμένα κοψίματα στα χέρια του και το βάρος στο στήθος μου μεγάλωσε. Άπλωσα το χέρι μου δειλά και απομάκρυνα μερικές τούφες από τα μαύρα του μαλλιά. Κουνήθηκε απαλά και φοβήθηκα ότι τον είχα ξυπνήσει αλλά ευτυχώς δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Ήξερα ότι απόψε είχε αγώνα και ότι έπρεπε να ξεκουραστεί όσο περισσότερο μπορούσε. Ο εγωισμός μου εξάλλου τον είχε κρατήσει ξάγρυπνο μέχρι αργά το προηγούμενο βράδυ. Έπρεπε να τον αφήσω να ξεκουραστεί. Κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο μου. Δέκα και πέντε. Είχα πολλές ώρες μπροστά μου. Μπορούσα και εγώ να προσπαθήσω γυρίσω πίσω στον ύπνο μου και στην αγκαλιά του Άαρον αλλά ήξερα ότι δεν θα είχα ελπίδα. Αυτό το προαίσθημα δεν θα με άφηνε σε ησυχία όλη μέρα. Αναστέναξα αθόρυβα, απομάκρυνα το χέρι του Άαρον από πάνω μου και σηκώθηκα αργά και χωρίς να τον ενοχλήσω. Ήταν αρκετά νωρίς. Μπορούσα να κάνω ένα σωρό πράγματα. Κοίταξα το κοιμισμένο σώμα στο κρεβάτι μου και προχώρησα προς την κουζίνα. Του χρώσταγα ένα καλό πρωινό για χθες.
Έψαξα στα γρήγορα αλλά πάντα αθόρυβα τα
ντουλάπια μου και έφτιαξα ότι καλύτερο μπορούσα. Τα έβαλα στο τραπέζι με ένα
σημείωμα για εκείνον και μπήκα πάλι στην κρεβατοκάμαρα. Πήρα τα πεταμένα μου
ρούχα από το πάτωμα του μπάνιου, τα πέταξα μέσα στο καλάθι για τα άπλυτα και
έπιασα μια καθαρή αλλαξιά. Τελικά ήταν συνετό να έχω και μια ντουλάπα στο
μπάνιο μου και ας πίστευα το αντίθετο τόσο καιρό. Άρπαξα τον σάκο του
γυμναστηρίου, τυλίχτηκα με το μπουφάν μου και βγήκα στο δρόμο. Τα πάντα ήταν
ακόμα υγρά, σημάδι ότι η βροχή δεν είχε σταματήσει όλο το βράδυ. Ο αέρας μύριζε
δροσιά και γρασίδι και χάθηκα στα γνώριμα αρώματα. Προχώρησα μέχρι το επόμενο
στενό και μπήκα στην σχολή του Άαρον.
«Δεν σε περιμέναμε Λιλιάνα.» η υπεύθυνη
έσπευσε να μου πει με το που πέρασα την πόρτα αλλά εγώ απλά της χαμογέλασα
ψεύτικα.
«Το ξέρω Στέισι.» της απάντησα και μπήκα πιο
βαθιά στον χώρο. Με την άκρη του ματιού μου είδα το χαμόγελο να χάνεται από τα
χείλη της και να μου πετά δολοφονικές ματιές. Ήταν τρελά ερωτευμένη με τον
Άαρον και ας μην το παραδεχόταν αλλά αυτός δεν της έριχνε δεύτερη ματιά. Ήταν
εντυπωσιακή γυναίκα βέβαια. Με κοντά, αγορίστικα μαύρα μαλλιά και πράσινα
μάτια, θα έκανε τον καθένα να την θέλει αλλά δυστυχώς είχε πέσει σε δύσκολη
περίπτωση.
«Καλημέρα Λιλιάνα.» Ο προπονητής μου, ο
Τζέισον, με πλησίασε με ένα μεγάλο εγκάρδιο χαμόγελο. Του χαμογέλασα και εγώ.
Όσο μπορούσα τουλάχιστον.
«Έχεις λίγο χρόνο?» τον ρώτησα. Είχε τύχει
πολλές φορές, όταν η μαυρίλα στην ψυχή μου πάλευε να με πνίξει, να μπω στο camp
χωρίς να ενημερώσω και να αρχίσω να παίζω μπουνιές με τους σάκους στα πίσω
δωμάτια. Ο Άαρον εξάλλου είχε ενημερώσει το προσωπικό ότι οποιαδήποτε στιγμή
και να πήγαινα, θα έπρεπε να ήμουν ευπρόσδεκτη και να κάνουν ότι τους ζητήσω.
Δεν ήμουν όμως τέτοιος άνθρωπος. Δεν ήθελα να αναστατώσω κανέναν. Σήμερα όμως
ήθελα να μπω στο ρινγκ και όχι να χτυπάω απλά έναν παραγεμισμένο σάκο. Ο
Τζέισον έπιασε τον σάκο μου και τον άνοιξε. Έβγαλε τα γάντια μου από μέσα και τα
πέρασε στα χέρια μου.
«Για σένα πάντα έχω χρόνο.» απάντησε και μου
έκλεισε το μάτι. Γέλασα αυθόρμητα. Ήταν πάντα πρόθυμος να με προπονήσει και
ήξερα ότι δεν ήταν λόγω του Άαρον. Του άρεσε να με προπονεί. Δεν ήταν λίγες οι
φορές που μου είχε πει να αφήσω το Ντέστινι και να ασχοληθώ επαγγελματικά με το
μποξ. Έλεγε ότι είχα ήδη τις υποδομές στο σώμα μου και αν μάθαινα τα χτυπήματα
και την τεχνική, θα ήμουν φοβερή αθλήτρια. Μου άρεσε να ξέρω ότι θα μπορούσα να
κάνω και κάτι άλλο σε περίπτωση που το Ντέστινι έχανε το ενδιαφέρον του μια
μέρα. Εξάλλου ήμουν μικρή ακόμα. Ο Τζέισον με οδήγησε στο ρινγκ και φόρεσε και
εκείνος τα γάντια του. Με την άκρη του ματιού μου είδα την Στέισι να με κοιτά
καλά-καλά πίσω από την ρεσεψιόν της. Της χαμογέλασα και έβαλα το προστατευτικό
στο στόμα μου. «Παίζουμε ή ....?» με ρώτησε ο Τζέισον. Υπήρχαν μέρες που
ερχόμουν απλά για να ρίξω μερικές έτσι για πλάκα. Άλλες μέρες για να δυναμώσω
τους μυς μου για να στροβιλίζομαι πιο εύκολα στον στύλο. Και άλλες μέρες...
«Σπάσε με.»
είπα. Χαμογέλασε σαρδόνια και έβαλε και εκείνος το προστατευτικό στα δόντια
του. Χτύπησε τις γροθιές του και άρχισε να με ακολουθεί σε έναν επικίνδυνο
χορό. Δεν χτύπαγα ποτέ πρώτη. Περίμενα να κάνει ο άλλος την επίθεση του και
αφού έβλεπα τις αδυναμίες του, τότε άρχιζα. Με τον Τζέισον όμως δεν ίσχυε κάτι
τέτοιο. Όντας προπονητής και του Άαρον, το στυλ τους ήταν παρόμοιο. Ο Τζέισον
είχε πολύ δύναμη στα χέρια αλλά υστερούσε στα πόδια. Η αντοχή του ήταν
μεγαλύτερη του Άαρον λόγω χρόνιας εξάσκησης αλλά και πάλι υστερούσε μπροστά
μου. Χτύπησα τις γροθιές μου μεταξύ τους. Ας βλέπαμε τι αντοχές μου είχαν προσθέσει οι αγγελικές μου
ιδιότητες. Πήγα γρήγορα κοντά του και τον χτύπησα πρώτη χαμηλά στον αστράγαλο.
Τα χτυπήματα μου δεν ήταν τόσο ισχυρά όσο τα δικά του αλλά είχαν αποτελέσματα
όταν ήταν απανωτά στο ίδιο σημείο. Έκανε να μου δείξει ένα direct αλλά το
απέφυγα ρίχνοντας το κεφάλι μου πίσω. Η ευλυγισία ήταν το δυνατό μου σημείο.
Του σήκωσα το φρύδι και έσφιξε τα δόντια του. Πήγε να μου ρίξει άλλο ένα αλλά
τον μπλόκαρα και απάντησα με uppercut.
Ταρακούνησα το σαγόνι του και απομακρύνθηκα. Κατάφερε να με χτυπήσει γρήγορα
στο μάγουλο και ένιωσα αίμα να γεμίζει το στόμα μου. Το αγνόησα και τον χτύπησα
άλλη μια φορά στον αστράγαλο. Και ξανά. Και ξανά. Έπεσε στα γόνατα από τον πόνο
και βρήκα την ευκαιρία μου. Άρχισα να
ανασαίνω βαριά αφήνοντας την ενέργεια να με κατακλύζει. Έπεσα πάνω του με μανία
και άρχισα να χτυπάω ασταμάτητα. Δεν ήταν του στυλ μου αλλά δεν είχα όρεξη για
παιχνίδια. Πάλευε να αμυνθεί ενώ τα χτυπήματα μου πέφτανε βροχή. Η ένταση που
μαινόταν μέσα μου δεν έλεγε να καταλαγιάσει ακόμα και όταν οι γροθιές μου
άρχισαν να με πονάνε. Μονάχα όταν είδα μια πληγή να ανοίγει πάνω από το φρύδι
του και να ματώνει σταμάτησα. Απομακρύνθηκα και του άφησα χώρο να
αναπνεύσει. Έφτυσε το προστατευτικό και μαζί με αυτό αίμα. Έφτυσα και εγώ το
δικό μου και άρχισα να βγάζω τα γάντια μου.
«Είσαι σίγουρη ότι δεν θες να κατέβεις σε
αγώνα?» με ρώτησε και γέλασα. Ο Άαρον με κορόιδευε κάθε φορά που ο Τζέισον του
έλεγε να με κατεβάσει. Μου έλεγε ότι τώρα στα γεράματα θυμήθηκα να μπω να
παλέψω σε κλουβιά και τέτοια. Δεν με πείραζε. Δεν έδινα σημασία βασικά.
«Νομίζω πως όχι.» Σήκωσε δυσαρεστημένος τους
ώμους του και ήρθε να μου κάνει ελαφρές μαλάξεις στους καρπούς. Μετά από κάθε
παιχνίδι ή προπόνηση καθόμασταν και μου έτριβε τα χέρια ώστε να μην
ταλαιπωρηθούν από το pole dancing το βράδυ. Μερικά λεπτά αργότερα και η Στέισι χαμογελούσε
ικανοποιημένη ξανά ενώ έβγαινα στον κρύο πρωινό αέρα. Προχώρησα αργά προς το
σπίτι αλλά πριν προλάβω να βάλω το κλειδί στην κλειδαριά, η εξώπορτα άνοιξε
διάπλατα και ένας τρελαμένος Άαρον έπεσε με δύναμη πάνω μου.
«Θες να με πεθάνεις? Τρελάθηκα. Που ήσουν? » τον κοίταξα
σαν να ηταν τρελός όταν θυμήθηκα ότι ηταν ο μόνος που δεν είχε ξεγελαστεί απο
το κόλπο των αγγέλων για να δικαιολογήσουν την απουσία μου. Τον έσπρωξα απο
πάνω μου απαλά και μπήκα στο σπίτι.
«Σχολή.» είπα απλά αφήνοντας τα κλειδιά μου στο τραπεζάκι και
ξεκίνησα να βγάζω τα ρούχα μου πριν κλείσει η πόρτα πίσω μου. Τα χείλη του Άαρον
βρέθηκαν στον σβέρκο μου αμέσως με το που έβγαλα την μπλούζα μου αλλα νιώθοντας
το σφίξιμο των μυών μου και το σταμάτημα της αναπνοής μου τραβήχτηκε γρήγορα.
«Συγνώμη.» είπε απλά ακουμπώντας τους ώμους μου. Δεν μπήκα καν στον
κόπο να απαντήσω. Πέταξα την μπλούζα μου σε μια γωνία και προχώρησα προς το
μπάνιο. Οι εναλλαγές διάθεσης μου ηταν κάτι μόνιμο απο την στιγμή που είχα
κλείσει τα 16 και εκείνος το είχε συνηθίσει πια. Αισθανόμουν άσχημα αλλα δεν
ηταν κάτι που μπορούσα να ελέγξω. Όπως και οι δυνάμεις μου. Όταν ο Τζέισον είχε
κάνει απόπειρα για το πρώτο χτύπημα είχε γίνει κάτι ανεξήγητο που δεν μπορεί να
συνειδητοποιήσω μέχρι την στιγμή που είδα τον Άαρον στην πόρτα. Ηταν σαν να
μπορούσα να δω κάθε κίνηση του πριν την κάνει. Είχα δει την εξέλιξη του αγώνα
πριν κάνει συμβεί. Κάθε βήμα κάθε χτύπημα.
Έριξα λίγο κρύο νερό στο προσωπο μου να συνέλθω απο τις βλακείες που νόμιζα
ότι ζούσα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Περίμενα μαύρους κύκλους και
τραβηγμένα χαρακτηριστικά αλλα χαρη στην καινούργια μου ιδιότητα απλά ένα απαλό
κοκκίνισμα απλωνόταν στο δίχως ατέλειες πρόσωπο μου. Άγγιξα με τα ακροδάχτυλα
μου τον καθρέφτη. Αυτός ο καθρέφτης... Σκηνές απο τις τελευταίες μέρες μου επάνω
περνούσαν σαν ασπρόμαυρη ταινία ολοζώντανη απο μπροστά μου και εγω απλός θεατής
απλά κοιτούσα. Το ξύπνημα, ο Κάιλ, ο πατέρας μου, οι πληροφορίες, οι Άγγελοι, η
Πτώση... Άνοιξα τα μάτια μου ζαλισμένη και σηκώθηκα απο το κρύο πάτωμα. Πως είχα
βρεθεί εδώ?
«Μικρή? Όλα καλά?» η ταραγμένη φωνή του Άαρον με παραξένεψε.
Άνοιξα την πόρτα και τον κοίταξα.
«Τι έγινε? » ρώτησα.
«Είσαι εκεί μέσα μιάμιση ώρα. Ανησύχησα. » Μιάμιση ώρα? Κοίταξα σαν χαμένη το δωμάτιο
πίσω μου μια στιγμή και μετά ξανά τον Άαρον. Με κράτησε πριν προλάβω να του πω
τίποτα ενώ τα γόνατα μου λύγιζαν. Με σήκωσε και με ξάπλωσε στο κρεβάτι.
«Λιλιάνα ανησυχώ. Θα πάρω στο μαγαζί να πω ότι είσαι
άρρωστη. » έκανε
να πιάσει το ακουστικό αλλα τον σταμάτησα βάζοντας ένα παγωμένο χέρι πάνω στο
δικό του. Με κοίταξε με ανησυχία αλλα δεν μίλησε.
«Θα με ξυπνήσεις όταν έρθει η ώρα να πάω στο μαγαζί? Ο
αγώνας είναι αργά έτσι?» Κούνησε τα κεφάλι του καταφατικά και του γύρισα την
πλάτη μου. Ένιωθα το στήθος μου βαρύ και τα βλέφαρα μου να κλείνουν. Κοιμήθηκα
προτού καν το καταλάβω....