Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 2)

Αχ αυτό το βλέμμα.. Ένα βλέμμα που έμελλε να βάλει φωτιά στη ζωή μου. Αμέσως ανέβηκα την σκάλα τρέχοντας, τόσο γρήγορα που για ένα δευτερόλεπτο κόντεψα να πέσω. Χωρίς να έχω ιδέα από το κτήριο έστριψα στον πρώτο διάδρομο που βρήκα κατακόκκινη από ντροπή, λες και είχα κάνει κάτι κακό. Ενοχικό σύνδρομο ονομάζεται αυτό, σκέφτηκα καθώς κοιτούσα γύρω μου. Έπεσα πάνω σε μια μισάνοικτη πόρτα βλέποντας έναν άντρα, πιθανότατα καθηγητή εφόσον κρατούσε ένα βιβλίο γύρω στα χεριά του με τίτλο « Έκθεση».
Πριν προλάβω να γυρίσω την πλάτη μου ένιωσα κάποιον από πίσω μου . Γυρνώντας ήρεμα το κεφάλι μου είδα πάλι τον άντρα που είχα προσέξει στις σκάλες. Όσο πιο πολύ τον κοιτούσα, τόσο πιο έντονα ένιωθα ένα μούδιασμα, μια φλόγα, μα και εκείνος μου χαμογέλασε αμέσως. Την αμήχανη σιωπή διέκοψε ο ήχος από το κινητό μου, βλέποντας το όνομα της φίλης μου όποτε χωρίς να μιλήσω εξαφανίστηκα στα επόμενα δευτερόλεπτα λες και με κυνηγούσε κάποιος.
Ήξερα πως δεν είναι φυσιολογική αντίδραση αυτή μα σε καταστάσεις τέτοιου είδους πανικοβαλλόμουν. Στην έξοδο με περίμενε η Γωγώ ελαφρώς εκνευρισμένη που την είχα στήσει εδώ και ώρα.
« Έλα τώρα, δέκα λεπτά περίμενες.» απολογήθηκα περνώντας το χέρι μου στο δικό της.
Σύντομα μου χαμογέλασε λέγοντας « Όλα είναι καλά. Πλέον είμαι εγγεγραμμένη και από αύριο 8.00 το πρωί ξεκινάμε. Μαζί, στην ιδία αίθουσα.» τόνισε γελώντας μα σύντομα σταμάτησε «Μοιάζεις διαφορετική. » αναφώνησε σταματώντας με στην μέση του δρόμου .
Τραβώντας την, συνέχισα τον δρόμο μου χωρίς να μιλάω, σκεπτόμενη την σημερινή μέρα. Όταν φτάναμε στην γειτονιά μας πλέον δεν άντεχα άλλο το καυστικό βλέμμα της όποτε ξεφούρνισα «Γνώρισα κάποιον. Πιθανότατα είναι καθηγητής και είναι πολύ ωραίος. Ειλικρινά.» κλείνοντας το πρόσωπο μου στα χέρια μου .
Αμέσως χαμογέλασε εκστασιασμένη από το νέο που άκουσε « Επιτέλους. Να υποθέσω ξανθός γαλανομάτης, σωστά; » όσο και να πει κανείς μετά από δέκα χρόνια φιλίας ήξερε τα γούστα μου.
Έγνεψα καταφατικά ,κοιτώντας όλο τον δρόμο , προτού ακούσω την φωνή της. « Λες να τον ξανά πετύχεις;»
« Ω, δεν νομίζω. Τον μόνο άντρα που μπορούμε να προσελκύσουμε εμείς οι δυο είναι κανέναν ηλίθιο ή άχρηστο που θα μας κάνει να μισήσουμε τις σχέσεις. » συνέχισα σαρκαστικά .
« Ωχ, πρέπει να φύγω, συγγνώμη. Έχω δουλειά.» Είπε απότομα τρέχοντας και ουρλιάζοντας κάτι σαν « αύριο 8.00 μην σε πάρει ο ύπνος.» κάνοντας τις γριούλες στο απέναντι πεζοδρόμιο να τιναχτούν στον αέρα.
Η επομένη μέρα και νύκτα κύλησαν σχετικά ήρεμα με τους συνεχόμενους καβγάδες των δικών μου. Κλείνοντας την πόρτα από το δωμάτιο μου όρμισα μέσα αναπνέοντας αργά και μην μπορώντας να τον βγάλω από το μυαλό μου. Μέχρι την ώρα που κοιμήθηκα επιτέλους.
Έτρεξα κυριολεκτικά στο πάρα πέντε στο φροντιστήριο βάζοντας ότι βρήκα μπροστά μου, μαζεύοντας τα μαλλιά μου σε ένα σινιόν χάρη στο στύλο που είχε τύχει να έχω πάνω μου. Αυθόρμητα γέλασα μόνη μου και σίγουρα όποιος με έβλεπε θα νόμιζε πως είμαι καμία τρελή. Μπαίνοντας στην αίθουσα 12, βρήκα την φίλη μου ήδη καθισμένη.
Σε ένα δευτερόλεπτο πήρα την καθιερωμένη θέση μου δίπλα στον τοίχο λαχανιασμένη. Παίρνοντας αρκετές ανάσες κοίταξα γύρω μου, μοναχά για να διαπιστώσω πως το τμήμα αποτελούνταν από καμία δεκαπενταριά κοπέλες και αυθόρμητα σκέφτηκα πως θα έχουμε πρόβλημα.
«Μην τολμήσεις να μιλήσεις.» σφύριξε εκείνη στο αυτί μου εκνευρισμένη που την έστησα για δεύτερη μέρα και αμέσως πέρασα στην αντεπίθεση.
« Και εσύ βλέπω δεν άντεξες. Πρώτο θρανίο πίστα. Σπασίκλα.»
« Εγώ σπασίκλα; Είσαι γαϊδούρα. »`
Δεν άντεξα στην τελευταία λέξη και άρχισα να γελώ μέχρι δακρύων. Η αλήθεια είναι πως εγώ θα προτιμούσα το τελευταίο θρανίο πίσω, να είμαι πιο ήρεμη και μακριά από τον στριμμένο καθηγητή που θα είχαμε για πρώτη ώρα.
« Μα καλά που είναι αυτός ο Θάνος?» αναφώνησε εκείνη, κάνοντας αέρα με ένα τετράδιο. Βλέποντας την απορημένη έκφραση μου συνέχισε. « Θάνος. Είναι ο καινούριος καθηγητής των αρχαίων. »
Συνέχισα να την κοιτώ με το ίδιο κενό βλέμμα μέχρι που μου έδωσε το πρόγραμμα μαθημάτων. « 8.00, αίθουσα 12, Θανος, Μ. Αρχαία Ελληνικά.» μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου . Προσηλωμένη και ενώ πλέον δεν ακουγόταν κανείς άλλος μέσα στην τάξη πάρα μόνο οι αναπνοές όλων σαν χορωδία ,συνέχισα « Σίγουρα θα είναι κανένας αρχαίος σαν το μάθημα που κάνει. Σου το λέω αν είναι κανένας γέρος, σπαστικός, εγώ φεύγω.» αποκρίθηκα με στόμφο περιμένοντας από την φίλη μου να μιλήσει αντιδότου όμως απολυτή ησυχία.
«Δεν μπορεί..» σκέφτηκα από μέσα μου.
Μια φιγούρα στάθηκε ακριβώς μπροστά μου και αυθόρμητα έκρυψα όσο πιο πολύ μπορούσα το πρόσωπο μου. Κοιτώντας τα παπούτσια του, άκουσα κάποιον να ξεροβήχει και τότε κατάλαβα. Θα ήταν η πρώτη και τελευταία μέρα μου σίγουρα. Έτοιμη να αντιμετωπίσω τον νέο καθηγητή, σήκωσα ελαφρά τα μάτια μου μέχρι ενός σημείου.
« Δεν νομίζω ότι είμαι και τόσο αρχαίος, δεσποινίς..» είπε εκείνος στηρίζοντας τα χεριά του πάνω στο θρανίο και αμέσως έκανα πίσω στην καρέκλα.
«Εύα. Εύα Αντωνοπούλου. Χάρηκα για την γνωριμία.» αναφώνησα κοιτώντας κάτω.
«Πανέμορφο.» συνέχισε ψιθυριστά και για λίγο δεν κατάλαβα τι γινόταν. Αποφασισμένη να τον αντικρίσω σήκωσα το κεφάλι μου και τότε τον είδα.
Ο άντρας από τις σκάλες με τα φωτεινά γαλανά ματιά. Το στόμα μου άνοιξε από έκπληξη μα και εκείνος δεν πήγαινε πίσω. Πριν από κάποια δευτερόλεπτα ήταν χαλαρός ενώ τώρα το πρόσωπο του είχε πάρει ένα σκούρο κόκκινο χρώμα. Προσπάθησε να μιλήσει δυο τρεις φόρες χωρίς αποτέλεσμα μην ξέροντας τι να κάνει και βλέποντας τα πρόσωπα των υπολοίπων στην αίθουσα ξεκίνησε να ρωτάει και τα δικά τους ονόματα.
Ένα χαρτάκι έφτασε στα χεριά μου από την Γωγώ , γράφοντας «Μην μου πεις ότι είναι αυτός.»
« Ναι.» έγνεψα ,σκίζοντας το σε ένα δευτερόλεπτο.
Το υπόλοιπο της ώρας πέρασε με εκείνον να με κοιτά επίμονα . «Είναι λίγο περίεργο» αναφώνησα στο διάλειμμα με την φίλη μου να κοιτάξει γύρω. «Εννοώ είναι καθηγητής. Από μόνο του αυτό με αποτρέπει από το να κάνω οτιδήποτε. Έστω και να τον κοιτάξω.» μονολόγησα αφού κάθισα σε μια καρεκλά.
« Πάντως είναι γλυκός. »
« Και μεγαλύτερος! Και ίσως παντρεμένος!»
« Γιατί να είναι παντρεμένος ρε κορίτσι μου; Δεν φορούσε βέρα.»
« Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Δεν ύπαρχε περίπτωση να πέσω σε αυτή την παγίδα. Κοιτώντας τον σήμερα είχα ένα αίσθημα.. Πώς να το πω. Νιώθω πως αν τον εμπιστευτώ θα με προδώσει. Δεν είμαι κάνα κοριτσάκι . »
« Δεν είσαι κοριτσάκι άλλα έχεις δικαίωμα στον έρωτα.»
« Οι έρωτες πονάνε. Στην αρχή μοιάζουν σαν μια υπέροχη δίνη από χρώματα και συναισθήματα και έπειτα σε προσγειώνουν ανώμαλα. »
« Δεν θα το έλεγα.» είπε μια φωνή από δίπλα μου και σύντομα με την άκρη του ματιού είδα την κολλητή μου να εξαφανίζεται. Εκείνος έκατσε δίπλα μου παρατηρώντας με και αμέσως αισθάνθηκα τα μαγούλα μου να καίνε.
« Συγνώμη ,δεν ήξερα πως είστε εδώ. Πρέπει να φύγω» αμέσως σηκώθηκα από το κάθισμα κουνώντας τόσο γρήγορα το κεφάλι μου που έπεσε ο στύλος με αποτέλεσμα να ξεχυθούν όλα τα μαλλιά γύρω από το πρόσωπο μου.
Σκύβοντας να τον πιάσω εκείνος με πρόλαβε, παίρνοντας τον στυλό στο χέρι του . αυθόρμητα είπα « Μπορείτε να τον κρατήσετε. » το πόδι μου ήταν ήδη ένα βήμα προς την έξοδο.
« Όχι , όχι είναι δικός σου. » αναφώνησε με παραπάνω ενδιαφέρον από όσο θα έπρεπε . «Ορίστε.» τα δάκτυλα μου άγγιξαν τα δικά του ,ξέροντας ποσό λάθος φαινόταν κάτι τέτοιο σε δημόσιο χώρο.
« Ανυπομονώ να τα ξαναπούμε.» ψιθύρισε στο αυτί μου και αμέσως εξαφανίστηκε ανάμεσα στο πλήθος των μαθητών.


Οι επόμενες δυο εβδομάδες κύλησαν με τον Θάνο να μπαίνει κάθε μέρα στην τάξη, ιδιαιτέρα ευδιάθετος, δείχνοντας παραπάνω σημασία σε εμένα. Μπορώ να πω πως αυτό ήταν κάτι το όποιο φοβόμουν καθώς οι άνθρωποι μιλάνε. Πόσο μάλλον τα 17χρονα παιδιά που τρελαίνονται για gossip ιδιαίτερα όταν αναφορά σε κάτι απαγορευμένο.
Από μεριά μου είχα προσπαθήσει να είμαι όσο γίνεται πιο ουδέτερη, ναι μεν χαμογελώντας σε κάθε άκουσμα του ονόματος μου, χωρίς όμως να δίνω παραπάνω σημασία από όση χρειάζεται. Δεν ήμουν τόσο ηλίθια ώστε να πέσω για έναν άντρα μεγαλύτερο ο όποιος ήταν λίγο πιο διαχυτικός από τους υπόλοιπους καθηγητές. Το μυαλό μου είχε πάρει φωτιά αυτή την στιγμή αδυνατώντας να συγκεντρωθώ στο μάθημα.
« Εύα, θα μας κανείς την τιμή να σηκωθείς στον πίνακα σήμερα;» μια φωνή έφτασε στα αυτιά μου, μα ήμουν τόσο αφοσιωμένη στις σκέψεις μου που ακόμα και αν κούνησα το κεφάλι μου δεν έκανα την παραμικρή κίνηση.
Τα υπόλοιπα κορίτσια στο τμήμα άρχισαν να γελάνε και να μιλάνε μεταξύ τους με ενδιάμεσης αναφορές σε λέξεις όπως « τον κάνει ότι θέλει» , «είναι η αγαπημένη του μαθήτρια » «αν εμείς το κάναμε αυτό θα μας έβγαζε έξω από την τάξη » και πολλά ακόμα.
Η Γωγώ από δίπλα μου με κλότσησε κατευθείαν στο πόδι παίρνοντας μια γκριμάτσα « την έχεις βάψει » προτού δω εκείνον να κλίνει προς το μέρος μου.
Βάζοντας τα δάκτυλα του κάτω από το πηγούνι μου, σήκωσε το πρόσωπο μου, βυθίζοντας τα γαλάζια ματιά του μέσα στα γκρίζα δικά μου και επιτέλους ξύπνησα. Τα ματιά μου έπεσαν πρώτα σε εκείνον που είχε κολλήσει το πρόσωπο του σχεδόν πάνω στον δικό μου, έπειτα στην φίλη μου που ήταν πιο κόκκινη και από την παπαρούνα και τέλος στα ψιθυρίσματα από το πίσω θρανίο. Τίποτα δεν είχε σημασία ή μήπως είχαν τα πάντα;;
Έπρεπε να το καταλάβω πως αυτή η βλαμμένη η Αναστασία υποκινούσε τις υπόλοιπες. Γυρνώντας πίσω για να την αντικρίσω εκείνη πηρε ένα αθώο βλέμμα και από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα με την Γωγώ να ψιθυρίζει στο αυτί μου « μην το κάνεις, Εύα.»
Δεν της έδωσα καμιά σημασία φυσικά « Τι είπες μισό λεπτό πριν;» ρώτησα την Αναστασία — ή αλλιώς την νέα εχθρό μου — έτοιμη να της ορμήσω.
Εκείνη αναστέναξε βαθιά κοιτώντας με υποτιμητικά και έπειτα ψιθύρισε « Άκουσες.» ένα ξινό χαμόγελο ήταν κολλημένο τώρα στο πρόσωπο της. Ο Θάνος είχε βγει από την αίθουσα την κατάλληλη ώρα καθώς σε λίγο θα είχαμε θύματα, σκέφτηκα νευρικά κοιτώντας γύρω μου σαν αγρίμι σε κλουβί.
Αυτό ήταν, είχα κάνει αρκετή υπομονή από την πρώτη μέρα, ακούγοντας κάθε ψίθυρο από καθηγητές ή μαθητές, οι οποίοι — όλοι ανεξαιρέτως- έλεγαν πως εγώ και ο καθηγητής μου είχαμε κανονική σχέση ή μας είχαν πιάσει να φιλιόμαστε, κάτι που ήταν εξωφρενικό. Αναρωτιέμαι γιατί εκείνος έδειχνε τόσο ατάραχος, σίγουρη πως οι υπόλοιποι καθηγητές θα του είχαν υποδείξει τι είναι σωστό και τι λάθος.
« Θέλω να πεις μπροστά μου αυτό που ψιθύρισες στους υπόλοιπους.» απαίτησα από εκείνη, τα χέρια μου δυο γροθιές τώρα, νιώθοντας την οργή να αναβλύζει από μεσα μου.
« Έλα τώρα Εύα, ξέρουμε ότι εσύ και ο Θάνος, έχετε κάποιου είδους σχέση. Από την ώρα που μπαίνει μέσα τα μάτια του κολλάνε σε σένα, αναφέρεται στο όνομα σου σαν προσευχή, ψάχνει τρόπους να σε αγγίξει. Δεν ενδιαφέρεται για καμιά άλλη έκτος από εσένα...» αναφώνηση εκείνη με περίοπτο ύφος, συνεχίζοντας « όλοι ξέρουμε πως σίγουρα θα του κουνήθηκες όποτε μην μας παριστάνεις την αθώα.» τα λόγια της σκέτο φαρμάκι .
Κοιτώντας γύρω μου δεν είδα κανέναν να μιλάει, προφανώς συμφωνούσαν μαζί της. Κοντεύοντας να πατήσω την φίλη μου έτρεξα έξω από την αίθουσα νιώθοντας την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει. Γνώριζα πως άλλο ένα δευτερόλεπτο και θα την είχα χτυπήσει.
Όταν είπα πως έχω ένα πιο σκοτεινό εαυτό το εννοούσα, έχω κάνει πολλά πράγματα στα 17 μου για τα όποια ντρέπομαι — καλά όχι τόσο όσο θα ήθελαν όλοι- μα σίγουρα δεν ήμουν από τις κοπέλες που θα έβαζαν ότι πιο προκλητικό είχαν για να σαγηνεύσουν έναν άντρα. Όχι , σίγουρα όχι, μονολόγησα τρέχοντας στις τουαλέτες.
Ένα χέρι τύλιξε την μέση μου σαν να έπεσα πάνω σε τοίχο « Τι συμβαίνει; Γιατί δεν είσαι στο μάθημα;» ρώτησε ο Θάνος και τα πόδια μου λύγισαν κοιτώντας τον.
«Εγώ.... Δεν...δεν είναι κάλο να είμαι σε αυτό το τμήμα πλέον. Θα ζητήσω αλλαγή.» είπα αποφεύγοντας το βλέμμα του .
«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό.»
«Φυσικά και μπορώ»
«Όχι αν δεν το πω εγώ. Σε χρειάζομαι, Εύα. Δεν γίνεται να με παρατήσεις.» ψιθύρισε εκείνος στο αυτί μου, τα χείλη του κοντά στο μάγουλο μου τώρα.
Με μια κίνηση με έσπρωξε μέσα στο μπάνιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω του, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί το έκανε αυτό.
«Τι θέλεις, Θάνο;» τα λογία μου ΙΣΑ που ακούγονταν.
«Εσένα.» απάντησε εκείνος, κλείνοντας το κενό μεταξύ μας και αίφνης η καρδιά μου άρχισε να κτυπά τόσο γρήγορα που νόμιζα ότι θα πέθαινα.
Τα χεριά του άγγιξαν τα μάγουλα μου, έπειτα την βάση του λαιμού, χωρίς όμως να σταματήσει να με κοιτάξει για ούτε ένα δευτερόλεπτο. Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό. «Όχι δεν θα πέσεις για έναν άντρα , είσαι πιο δυνατή από ότι νομίζεις.» σκέφτηκα δαγκώνοντας τα χείλη μου.
Το βλέμμα του περιεργάστηκε το δικό μου και δευτερόλεπτα αργότερα με κόλλησε στον τοίχο,ματιά σκοτεινά, χείλη έτοιμα για δράση « είσαι δική μου. »


Έτρεχα στον δρόμο με τα βιβλία στο χέρι θολωμένη από όσα είχαν συμβεί κάποια λεπτά νωρίτερα. Δεν μπορούσα να πιστέψω όσα μου έλεγε, ήξερα ότι στο τέλος εγώ θα ήμουν η μονή χαμένη σε αυτό το παιχνίδι. Η Γωγώ βλέποντας με να βγαίνω από τις τουαλέτες θυμωμένη, έτρεξε από πίσω μου φωνάζοντας μου να σταματήσω μα δεν μπορούσα.
Χρειαζόμουν λίγο χρόνο για μένα να σκεφτώ την συνέχεια, να σκεφτώ τι ήθελα. Σταματώντας απότομα στην μέση του δρόμου, την είδα λαχανιασμένη μπροστά μου, το βλέμμα της γεμάτο από απορίες.
« Τι συμβαίνει;» ρώτησε μουδιασμένη .
« Με στρίμωξε στις τουαλέτες, λέγοντας πως με θέλει.» μουρμούρισα ξέπνοα ,πετώντας κάτω τα βιβλία που κρατούσα .
« Εύα τι έκανες;» με ρώτησε λες και ήταν σίγουρη για την απάντηση.
«Αυτό που κάνω πάντα. Έτρεξα. Τον χτύπησα και έφυγα.» είπα αποφασιστικά , αφήνοντας έναν αναστεναγμό.


Εύα Αναγνώστου