Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 18)


Η Λαρίσα έκανε δώρο στον γιο της και  στη Μέριλιν δυο εισιτήρια για το Παρίσι για δυο εβδομάδες, κι έτσι οι δυο τους πέρασαν την Πρωτοχρονιά στην Ευρώπη. Όμως, παρά τις υπέροχες στιγμές έρωτα που πέρασαν στην πανέμορφη αυτή πόλη, ο Ρικ ήταν σε διαρκή επικοινωνία με τον πατέρα της Μέριλιν, για να μαθαίνει τα νέα, αν δηλαδή επέστρεψε η Ζωή, γεγονός που εξαγρίωνε τη Μέριλιν. 
Ο Ρικ κι η Μέριλιν επιστρέφουν σπίτι και αρχίζουν να καθαρίζουν και να μαζεύουν τα χριστουγεννιάτικα.
«Καλή χρονιά!» λέει ο Ρικ στη Σιμόν, όταν επισκέπτεται το σπίτι τους με τον μικρό Ντάνι. Η Μέριλιν κρατάει στα χέρια της το μωρό για να τον χαϊδέψει και να τον κανακέψει. Η Σιμόν βγαίνει στον κήπο, φορώντας ένα μαύρο παλτό, καθώς τα χιόνια έχουν αρχίσει σιγά σιγά να λιώνουν αλλά η θερμοκρασία είναι ακόμα χαμηλή.
Ανάβει ένα τσιγάρο, κι ο Ρικ φοράει το καφέ μπουφάν του να της κάνει παρέα. «Από πότε άρχισες;» τη ρωτάει. «Μετά την κηδεία του Τομ» του απαντάει. «Πώς τα πάτε στο σπίτι; Η μητέρα σου;» τη ρωτάει κι αυτή φαίνεται εκνευρισμένη. «Ακόμα προσπαθεί να με πείσει να παρατήσω τον Ντάνι, είναι άθλια. Ούτε τη γιαγιά δε μπορεί να υποδυθεί για λίγα λεπτά» του λέει, αγανακτισμένη και ύστερα χαιρετάει τη Μέριλιν που βρίσκεται μέσα και τους χαιρετάει με τον Ντάνι.
«Έμαθα πήγατε Παρίσι, ε;» τον ρωτάει η Σιμόν κι αυτός γνέφει. «Και δηλαδή θα συνεχίσετε τις προετοιμασίες για τον γάμο από εκεί που τις αφήσατε;» συνεχίζει αυτή κι αυτός γνέφει ξανά. «Σε τρεις μήνες θα είναι ο γάμος» της λέει κι αυτή πνίγεται στο σάλιο της και βήχει τον καπνό. «Τρεις μήνες;;» φωνάζει η Σιμόν.
«Ρικ, είσαι σίγουρος;» τον ρωτάει κι αυτός αργεί ν’ απαντήσει: «Ναι, Σιμόν, η Μέριλιν είναι η γυναίκα που ήταν να παντρευτώ!» της λέει. «Κι η Ζωή;» τον ρωτάει. «Η Ζωή στη ζωή της. Είναι μικρή και όμορφη έτσι κι αλλιώς, θα προχωρήσει εύκολα. Έχει και το πανεπιστήμιο» της λέει κι αυτή πετάει το τσιγάρο στο χιόνι.
«Ποια αγαπάς όμως πραγματικά, Ρικ; Μόνο αυτό έχει σημασία, ξέρεις. Αν αγαπάς τη Μέριλιν όπως την αγαπούσες, τότε οκ, να ζήσετε η ώρα η καλή. Αλλά αν αγαπάς τη Ζωή…» σταματάει και ξεφυσάει, και ύστερα μπαίνει μέσα.
Το βράδυ, ο Ρικ βγαίνει απ’ το ντουζ νωρίτερα καθώς ξέχασε την πετσέτα του και αφήνει το νερό να τρέχει. Λίγο πριν βγει απ’ το μπάνιο, ακούει από δίπλα τη Μέριλιν να ετοιμάζεται και να μιλάει στο κινητό ψιθυριστά. Αυτός υποψιασμένος, περιμένει να το κλείσει το τηλέφωνο για να πάει.
Αυτή φοράει ένα κοντό μαύρο φόρεμα με χρυσή ζώνη, και μαύρο γούνινο παλτό. Το μαλλί της φρεσκοβαμμένο κατάξανθο και το μακιγιάζ της εκθαμβωτικό. «Τι έγινε; Πού πας, τόσο όμορφη;» τη ρωτάει κι αυτή τον κοιτάει δήθεν προσβεβλημένη. «Τι εννοείς; Δεν είμαι όμορφη τις άλλες μέρες;» ψευτο-γελάει και του απαντάει, «Θα πάω σε δείπνο με τον πρώην ατζέντη μου, ώστε ίσως να συνεργαστούμε ξανά τώρα που επέστρεψα και αρχίσω τις φωτογραφίσεις και τις διαφημίσεις ξανά».
Του δίνει ένα φιλί και του ρίχνει την πετσέτα, παίζοντας. «Έκανες κοιλίτσα;» τον ρωτάει και γελάει καθώς φεύγει. Αυτός θυμωμένος, ντύνεται και αποφασίζει να την ακολουθήσει.
Όσο την ακολουθεί με το ταξί, παίρνει ένα μήνυμα από τη Ζωή: «Γεια». Η καρδιά του χτυπάει δυνατά και προσπαθεί να σκεφτεί τι να κάνει, να της στείλει, να την πάρει τηλέφωνο, να πάει σπίτι της. Παίρνει κι άλλο μήνυμά της: «Είμαι στο πάρκο, θες να μιλήσουμε;» τον ρωτάει.
Αυτός φαίνεται αναποφάσιστος και δε ξέρει τι να κάνει, αλλά τότε συνειδητοποιεί ότι είναι κι αυτός έξω από το πάρκο, και το ταξί της Μέριλιν σταματάει κι αυτό εκεί.
Ο Ρικ βγαίνει από το ταξί και κρύβεται πίσω από ένα δέντρο. Στέλνει μήνυμα στη Ζωή ότι η Μέριλιν μόλις έφτασε στο πάρκο και να κρυφτεί. Η Μέριλιν πηγαίνει στη μέση του πάρκου, δίπλα στο σιντριβάνι και περιμένει, ενώ ο Ρικ σέρνεται στα χορτάρια και φτάνει πίσω από έναν θάμνο για να βλέπει καλύτερα. Ξαφνικά τον τρομάζει η Ζωή δίπλα του, η οποία σέρνεται επίσης.
«Βλέπω, Ρικ, έχεις εθιστεί να παρακολουθείς κόσμο» του ψιθυρίζει. «Πού ήσουν εσύ;» της λέει, θυμωμένος. «Τι εννοείς; Δεν βρήκες το γράμμα στο κρεβάτι;» τον ρωτάει η Ζωή κι αυτός την κοιτάει, μπερδεμένος. «Όχι;» της απαντάει και τότε κοιτάει τη Μέριλιν υποψιασμένος. «Δε το πιστεύω, μου το έκρυψε» ψιθυρίζει.
«Σοκαριστικό, η αδερφή μου έχει μυστικά, ουάου!» λέει ειρωνικά η Ζωή και γελάει. «Σσσσς, θα μας ακούσει» της κάνει ο Ρικ και μένουν σιωπηλοί να κοιτούν τη Μέριλιν να μιλάει στο κινητό εκνευρισμένη.
«Τελικά, δε μου πες, πού πήγες;» τη ρωτάει. «Ξεκίνησα να ψάχνω για τη μητέρα μου. Το μόνο που έχω είναι μια παλιά φωτογραφία της κι εφόσον ο μπαμπάς αρνείται να μιλήσει γι’ αυτήν, άρχισα να ρωτάω συγγενείς, γείτονες και φίλους στη φάρμα όπου μέναμε παλιά» του απαντάει.
«Δεν ήξερα ότι ψάχνεις για τη μητέρα σου» της λέει ο Ρικ, έκπληκτος. «Είπα να λύσω μια παλιά υπόθεση αφού λύσαμε την περιβόητη απαγωγή της Μέριλιν» του λέει, ξανά ειρωνικά, και τότε σταματάνε κι οι δυο όταν βλέπουν το Φάντασμα να έρχεται μπροστά στη Μέριλιν.
«Δε το πιστεύω, το Φάντασμα!» λέει ο Ρικ, «Τι κάνει; Κινδυνεύει!» συνεχίζει ο Ρικ έτοιμος να βγει απ’ τον θάμνο και να ορμήξει, αλλά τότε το Φάντασμα βγάζει την κουκούλα και τη μάσκα, και βλέπουν ότι είναι ο Μάρτιν. Η Μέριλιν τον αγκαλιάζει, δακρυσμένη και φαίνονται κι οι δυο τους συγκινημένοι.
«Δε το πιστεύω, ο Μάρτιν ήταν τελικά ένα απ’ τα Φαντάσματα!» λέει ο Ρικ. «Και η Μέριλιν το ήξερε» συμπληρώνει η Ζωή. «Δε το πιστεύω…» λέει ο Ρικ. «Τι καθόμαστε, Ρικ, πρέπει να βγάλουμε φωτογραφία!» λέει η Ζωή και πάει να βγάλει το κινητό της αλλά ξαφνικά ακούγεται ένας πυροβολισμός από μακριά, κι η Μέριλιν με τον Μάρτιν τρέχουν μακριά.

«Όχι ρε γαμώτο, ποιος το ‘κανε αυτό;» αναρωτιέται η Ζωή και αρχίζουν να περπατάνε προς την έξοδο του πάρκου. Ένα Φάντασμα κρατώντας ένα όπλο τους παρακολουθεί που φεύγουν. 

ΣταύροςkS