Η λύκαινα και το κοράκι (Κεφάλαιο 6)


Οι φωτεινές ηλιαχτίδες εισέβαλαν στο δωμάτιο φωτίζοντάς το. Η Ρωξάνδρα ξύπνησε ανοιγοκλείνοντας τα μαύρα μάτια της, που τώρα ήταν πρησμένα και κόκκινα.
Αμέσως, ένας οξύς πόνος την διαπέρασε και κουλουριάστηκε ακόμα πιο πολύ, προσπαθώντας να τον σταματήσει με κάποιο τρόπο.
Έκανε μεγάλη προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα που απειλούσαν για άλλη μια φορά να εμφανιστούν στα μάτια της. Έπρεπε να κρατηθεί. Έπρεπε να φανεί δυνατή. Έπρεπε να κάνει υπομονή. Ήταν 17 χρονών. Ίσως κάποια στιγμή τελείωνε το μαρτύριό της.
Παρόλο που ήταν πολύ δύσκολο, κατάφερε να σηκωθεί και πήγε προς τον μεγάλο καθρέφτη που υπήρχε στο δωμάτιο. Γυμνή, στάθηκε μπροστά του, κοιτώντας τα σημάδια του άντρα της πάνω στο σώμα της.
Ένιωσε αηδιασμένη για άλλη μια φορά εξαιτίας του. Τα κόκκινα και τα σκούρα σημάδια πάνω στη λευκή σάρκα της την έκαναν να θέλει να κλάψει ξανά και να απελευθερώσει με κάποιον τρόπο τον πόνο που ένιωθε. Όλο το σώμα της και ειδικά εκείνο το σημείο την πονούσε. Ένιωθε τα χέρια του να τη γραπώνουν και τον ένιωθε μέσα της. Αυτή η απαίσια αίσθηση...
Ευτυχώς, η μεγάλη μπανιέρα ήταν έτοιμη για το πρωινό μπάνιο της. Με γρήγορα βήματα -όσο το επέτρεπε η κατάστασή της- την πλησίασε και μπήκε μέσα. Βούλιαξε το σώμα της και άφησε το μυαλό της να περιπλανηθεί σε οποιαδήποτε σκέψη μπορούσε να την παρηγορήσει έστω και λίγο μετά τα χθεσινοβραδινά.
Στις σκέψεις της εμφανίστηκε απρόσκλητος ο Αρθούρος. Δεν μπορούσε να ξεχάσει την αίσθηση των ματιών του επάνω της, καθ’ όλη τη διάρκεια της τελετής και του γλεντιού. Τα ανοιχτά μάτια του να την καρφώνουν καθώς έπινε και ξανά έπινε. Προσπαθούσε να τον αγνοήσει τότε. Τώρα τον ζητά, ώστε να νιώσει κάποια μικρή ασφάλεια.
Μετά από ώρα, καταφέρνει με την βοήθεια της Μελωδίας να ντυθεί και πηγαίνει μαζί της στην αίθουσα όπου παίρνουν πρωινό.
«Καλημέρα, Ρωξάνδρα!» άκουσε την ενθουσιασμένη, βραχνή φωνή του Μύρωνα να αντηχεί στα αυτιά της.
Προς στιγμήν θέλησε να το βάλει στα πόδια. Ακόμα και αυτή απόρησε πόσες φορές της είχε έλθει η επιθυμία να τραπεί σε φυγή με αυτόν τον άνθρωπο. Κάτι που την έκανε να πεισμώσει και να σφίξει τα δόντια της. Αν το έκανε, θα φαινόταν αδύναμη. Όλοι θα την λυπούνταν. Και ειδικά ο Αρθούρος. Ήταν το τελευταίο άτομο που ήθελε να την λυπάται.
Περπατώντας με τη Μελωδία σαν ένα μικρό στήριγμα δίπλα της, κάθισε κοντά στον σύζυγό της.
«Βασιλιά μου.» τον καλημέρισε και έστρεψε την προσοχή της στο πιάτο της, το οποίο ήταν γεμάτο από ψωμί, μέλι και άλλα τρόφιμα, τα οποία συμπλήρωναν ένα ολοκληρωμένο πρωινό για μια βασίλισσα. Όμως, εκείνη το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να φάει.
Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Δεν τόλμησε να στρέψει τα μάτια της στον επισκέπτη.
«Αρθούρε, κάτσε.» είπε ο Μύρωνας και ο Αρθούρος με μία «καλημέρα» κάθισε δίπλα στον βασιλιά και απέναντι από τη βασίλισσα.
Προς έκπληξή της, το πιάτο της έγινε πολύ πιο ενδιαφέρον από πριν.
Άρχισαν να τρώνε, με την Ρωξάνδρα να μην έχει βγάλει σχεδόν καθόλου άχνα και απλώς να ακούει τους δύο άντρες να μιλάνε.
«Αρθούρε, μιας και τώρα η Ρωξάνδρα έγινε και επισήμως Βασίλισσα, πρέπει να μάθει τα καθήκοντά της, ώστε να πράττει αναλόγως.» άκουσε τον Μύρωνα να λέει και αμέσως, για πρώτη φορά από τη στιγμή που μπήκε ο Στρατηγός, έστρεψε το βλέμμα της στους δύο άντρες. '
«Αλλά εγώ έχω ήδη αρκετές δουλειές να κανονίσω, δεν θα μου ήταν εύκολο να περάσω τον απαραίτητο χρόνο μαζί της ώστε να της τα μάθω όλα. Γι' αυτό, ζήτησα από μια γυναίκα που ξέρει από αυτά να τη βοηθήσει. Ωστόσο, φοβάμαι για την προστασία της. Είναι νέα εδώ και δεν νομίζω να ξέρει να προστατεύεται. Οπότε, σου ζητώ μια χάρη σαν φίλος και βασιλιάς σου.» είπε και έστρεψε το ψυχρό βλέμμα του προς αυτήν. «Γίνε ο προστάτης της.»
Γίνε ο προστάτης της... Γίνε ο προστάτης της...
Οι λέξεις στριφογύριζαν στο μυαλό της καθώς περπατούσε προς την κρεβατοκάμαρα που μοιραζόταν με τον σύζυγό της.
Είχε δίκαιο, χρειαζόταν έναν προστάτη για να τα βγάλει πέρα. Αλλά προτιμούσε μόνη της παρά με τον νεαρό Στρατηγό. Ήδη, μετά από εκείνη τη μέρα στο δάσος, η ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν τεταμένη. Η αμηχανία πήγαζε από μέσα τους, όσο και αν ήθελε να το αγνοήσει. Αν περνούσε περισσότερες ώρες μαζί του, θα ήταν βασανιστήριο.
Άνοιξε την πόρτα και άφησε έναν αναστεναγμό να ξεφύγει απ' τα χείλη της όταν την έκλεινε. Ίσως να μην ήταν δα και τόσο κακό το να είναι ο προστάτης της. Ίσως να μπορούσε να χτίσει μια δυνατή φιλία μαζί του. Μια καλή συμμαχία μαζί του δεν θα της χάριζε μόνο προστασία αλλά και μερικές καλές στιγμές.
Άλλος ένας αναστεναγμός της ξέφυγε, ανοίγοντας τη μεγάλη ξύλινη ντουλάπα της.
Ποιον προσπαθούσε να πείσει; Ποτέ δεν θα κατάφερνε να το κάνει αυτό με τον Αρθούρο!
Προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι άλλο, έβγαλε από τη ντουλάπα της ένα απλό, σκούρο μπλε φόρεμα με χρυσές λεπτομέρειες στη μέση και στο μπούστο. Τα μαλλιά της βρίσκονταν πιασμένα στην κορυφή του κεφαλιού της, σε μια απλή κοτσίδα που έπεφτε μέχρι τη μέση της.
Είχε κανονίσει να τον συναντήσει για να πάνε στην πλατεία του βασιλείου, ώστε να δούν μερικά πραγματάκια που χρειαζόταν. Ήταν κάτι παλιό αλλά συγχρόνως κάτι κανούργιο για την ίδια. Δεν συνήθιζε να πηγαίνει εκεί που ήθελε με συνοδεία. Έπρεπε να πάρει αυτά που ήθελε και αν δεν είχε τον Αρθούρο, πιθανότατα να ήταν επικίνδυνο.
Περπατώντας με αργό και δειλό βήμα, κατέβηκε τα σκαλιά του κάστρου. Η μαύρη κάπα της «έπεφτε» πάνω της σε κάθε κίνησή της, μαζί με τα σκούρα μαλλιά της.
Εκείνος στεκόταν στο τέλος της σκάλας, με ένα απλό παντελόνι και ένα πουκάμισο. Η σκούρα μπλε κάπα του τόνιζε τις ωμοπλάτες του και, για μια στιγμή, εκείνη στάθηκε να τον παρατηρήσει.
Το να πάει μαζί του ίσως να ήταν και το μεγαλύτερο λάθος της.
«Πάμε;» του είπε αποφεύγοντας το βλέμμα του, καθώς προχώρησε μπροστά του.
Εκείνος έγνεψε και πήραν τον δρόμο για την πλατεία.
Φθάνοντας εκεί, μεγάλα ευρύχωρα μαγαζιά και πάγκοι κοσμούσαν όλους τους δρόμους. Άνθρωποι, ευγενείς και μη, κοιτούσαν ό,τι τους ενδιέφερε, δημιουργώντας μια βαβούρα γύρω τους.
Εκείνοι διέσχιζαν τον δρόμο αμίλητοι, κοιτώντας και παίρνοντας ό,τι χρειάζονταν.
«Νομίζω πως δεν χρειαζόμαστε κάτι άλλο προς το παρόν.» αναφώνησε, βγαίνοντας από το μαγαζί με τα είδη χάρτου και γραφικών.
«Πράγματι. Τώρα μπορούμε να γυρίσουμε.» είπε βιαστικός και την προσπέρασε.
Εκείνη τον ακολούθησε από πίσω, μέχρι που τον έφθασε.
Η διαδρομή της επιστροφής ήταν το ίδιο ήσυχη. Ο καθένας ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του.
«Οτιδήποτε άλλο θελήσεις, μου λες.» τελικά μίλησε, όταν έφθασαν στην ασφάλεια του κάστρου.
Εκείνη τον κοίταξε για λίγο μπερδεμένη, αλλά αμέσως κατάλαβε. « Φυσικά.»  μουρμούρισε, κοιτάζοντάς τον.
Ίσως να έφταιγε που ήταν λίγο πιο κοντά από το πρέπον. Ίσως να έφταιγε το μεθυστικό άρωμα που πήγαζε από το μυώδες σώμα του και τα κατάμαυρα μαλλιά του. Ίσως και να ήταν η ιδέα της. Όμως, σίγουρα τα μάτια του έμοιαζαν όπως ποτέ άλλοτε.
Αυτά τα μάτια... Θα έκανε τα πάντα για να τα δει να την κοιτάνε με τρυφερότητα και πόθο... Γαλάζιο, πράσινο και γκρι. Ίσως και λίγο χρυσαφί από ό,τι διέκρινε. Τόσο περίπλοκα και μυστήρια όσο και ο ίδιος του ο χαρακτήρας.
Η ανάσα του πλέον ήταν τόσο ζεστή και οικεία πάνω στο πρόσωπό της. Τα χείλη της είχαν μισανοίξει άθελά της, ενώ τα δικά του είχαν τελείως στεγνώσει.
Πώς θα ήταν αν άγγιζαν τα δικά της και την τραβούσαν σε έναν άγνωστο αλλά και τόσο γνωστό χορό για εκείνη;
«Αρθούρε!» η γυναικεία φωνή έσχισε το φάσμα ησυχίας και ονειροπόλησης που τους είχε κατακλύσει.
Γύρισαν και οι δύο προς την άγνωστη -για εκείνη- μαυρομάλλα γυναίκα με τα λαμπερά πράσινα μάτια και το πλούσιο στήθος, που τονιζόταν από το σφιχτό και στενό φόρεμα που φορούσε.
Αμέσως, ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπο του Στρατηγού.
«Ανίκα!» φώναξε ενθουσιασμένος και έτρεξε προς αυτήν, σηκώνοντάς την στην αγκαλιά του.
Τα γέλια της ακούστηκαν σε όλο το κάστρο.
Ίσως και να μην ήταν ζήλια. Ίσως να ήταν κάτι άλλο. Δεν ήξερε πώς να το περιγράψει. Αλλά ήξερε ότι αυτή η γυναίκα δεν της άρεσε.

 Despoina Andreoy