Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 11)



Στην εκκλησία...

Ο Τζον σταμάτησε το τζιπ έξω από την εκκλησία κοιτώντας με. Εγώ από την άλλη, είχα κολλήσει το βλέμμα μου στο τζάμι παρατηρώντας όλους όσους είχαν έρθει και τώρα περίμεναν υπομονετικά στα σκαλιά της εκκλησιάς.
Ο Θάνος στεκόταν στη μέση δίπλα στους γονείς του μέσα στο μαύρο κοστούμι του. Λόγω της ζέστης που είχε σήμερα, είχε ανοίξει λίγο το πουκάμισό του -ένα ή δυο κουμπιά- εμφανώς στρεσαρισμένος. Μπορούσα να δω το πρόσωπό του όπως μιλούσε με τους άλλους κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στο χέρι. Αν μη τι άλλο, ο γάμος μας ήταν πολύ χαλαρός και αυτό ήταν κάτι που το αποφασίσαμε μαζί.

Όμως... Βλέποντάς τον να στέκεται έτσι, ιδρωμένος με τα μάτια κλειστά, δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ τα λόγια του έναν μήνα πριν. Είχε πει πως κάτι μου κρύβει, άσχετα από το αν δεν είχα ρωτήσει ποτέ τι ήταν αυτό. Με μία ηλίθια λογική είχα αποφασίσει να μείνω στο σκοτάδι, λόγω του δικού μου φόβου να αντιμετωπίσω την αλήθεια.

Μακάρι να μπορούσα να βγω από το αυτοκίνητο μα το χέρι μου είχε κολλήσει στο χερούλι της πόρτας, ανίκανο να κάνει αυτή τη μικρή κίνηση. Προσπαθούσα να σκεφτώ όλα όσα ένιωθα, να καταλάβω τι ένιωθα. Ήξερα πως είχα αμφιβολίες -νομίζω πως όλοι το είχαν καταλάβει πλέον- αλλά βλέποντάς τον μόνο στα σκαλιά να περιμένει για μένα, η καρδιά μου μαλάκωσε.

Οι αμφιβολίες έγιναν ελπίδα, ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Ήθελα να παλέψω, έπρεπε να παλέψω για αυτή τη σχέση. Διστακτικά, ζήτησα από τον Τζον να με συνοδέψει στην εκκλησία.
Να 'μαι λοιπόν... Έτοιμη να κάνω το μεγάλο βήμα. Γύρω μας τα παιδιά του φροντιστηρίου και του σχολείου τραγουδούσαν το γαμήλιο εμβατήριο και χειροκροτούσαν για εμάς. Το ίδιο και οι υπόλοιποι, μέχρι και οι δυο καθηγητές που με μισούσαν τώρα στέκονταν λίγο πιο μακριά από εμάς και το βλέμμα τους ήταν πιο ήρεμο. Σαν να έχουν καταλάβει πως τίποτα δεν μπορεί να μας σταματήσει πλέον.

Ανέβαινα ένα ένα τα σκαλιά, χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τον Θάνο, ο όποιος με κοιτούσε αποσβολωμένος από πάνω ως κάτω. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε με δυσκολία και τον έβλεπα να ανοίγει πιο πολύ το πουκάμισο σε μια προσπάθεια να ανασάνει. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά, σαν να με φοβόταν. Ή φοβόταν τον εαυτό του;

«Ήρθα.» η φωνή μου έβγαινε με δυσκολία.

«Αυτό είναι για σένα.» απάντησε δίνοντάς μου το κόκκινο τριαντάφυλλο. Παίρνοντάς το στο χέρι μου, δεν είδα τα αγκάθια που είχε και άθελά μου τρυπήθηκα. Το αίμα από το δάχτυλό μου έπεσε πάνω στο νυφικό τη στιγμή που έπιασα τον εαυτό μου να ρωτάει.

«Είσαι σίγουρος πως το θέλεις όλο αυτό;»

« Όσο και εσύ.»

«Είδα τα μηνύματα, Θάνο. Ξέρω πως κάτι μου κρύβεις. Για αυτό θα σε ρωτήσω μια τελευταία φορά. Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω;» τα λόγια μου ήχησαν σαν απειλή μέχρι και στα δικά μου αυτιά μα δεν είχα καμιά διάθεση για ψέματα.

Τα μάτια του περιπλανήθηκαν μπρος και πίσω σαρώνοντας τον χώρο γύρω μας, ψάχνοντας για κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω. Παρά το σκοτεινό του βλέμμα, μου χαμογέλασε λέγοντας «Φυσικά και όχι. Ποτέ δεν θα σου έκρυβα το οτιδήποτε.» Με αυτές τις λέξεις με έπιασε από το χέρι και μαζί πήραμε τον δρόμο για την τελετή.

Τα πρώτα λεπτά που άρχισε ο παπάς να μιλάει, παραδέχομαι πως ένιωθα σφιγμένη σχεδόν, σαν κάποιος να με πίεζε στον λαιμό· γρήγορα όμως νιώθοντας το χέρι του Θάνου να σφίγγει το δικό μου απαλά και να με κοιτάει όπως τις πρώτες μέρες που γνωριστήκαμε, ένιωσα ξανά όπως τότε. Ανέμελη, γαλήνια, σαν να είχα επιτέλους κάποιον να μοιραστώ τα προβλήματά μου. Έναν άνθρωπο να με στηρίξει στις δύσκολες στιγμές, να πάρει το βάρος από πάνω μου. Αχ, αυτά τα γαλάζια μάτια. Αυτά τα μάτια πάνω στα οποία έπεσα την πρώτη μέρα στο φροντιστήριο. Στη σκέψη αυτή το πρόσωπό μου φωτίστηκε και ο Θάνος με φίλησε στο μάγουλο.

«Τι σκέφτεσαι και χαμογελάς;» με ρώτησε με χαμηλή φωνή για να μην μας ακούσει κανείς.

«Εσένα...την πρώτη μέρα που συναντηθήκαμε. Όλα ήταν τόσο όμορφα.» εξομολογήθηκα χωρίς να νοιάζομαι για κανέναν και τίποτα. Παρά μόνο για εκείνον.

Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τον καρπό μου «Ό,τι και να γίνει πάντα θα σε αγαπώ. Να το θυμάσαι.» συνέχισε με βραχνή φωνή.

Εστιάζοντας την προσοχή μου στον παπά, τον άκουσα να λέει «Είμαστε εδώ μαζεμένοι σήμερα για να γιορτάσουμε τα δεσμά του γάμου μεταξύ αυτών των δυο υπεροχών. Δυο ψυχών που η μοίρα τους ήταν να βρεθούν και να χαράξουν τη δική τους πορεία στον κόσμο. Όποιος έχει κάτι να προσθέσει, παρακαλώ ας το πει τώρα αλλιώς ας σωπάσει για πάντα.» κατέληξε με τα μάτια του στραμμένα στους καλεσμένους.

Γελώντας του έκανα νόημα να συνεχίσει «Πάτερ όλοι εδώ θέλουν να παντρευτούμε. Παρακαλώ συνεχίστε.»

«Εγώ έχω να πω κάτι!» φώναξε μια γυναίκα από το βάθος.

Το χέρι του Θάνου σφίχτηκε γύρω μου με δύναμη ενώ έλεγε στον παπά να συνεχίσει.

«Μισό λεπτό» αποκρίθηκα αφήνοντας τον Θάνο και προχωρώντας προς το μέρος της γυναίκας.
«Όχι...δεν το πιστεύω.» Μια μικρή κραυγή ξέφυγε από το στόμα μου συνειδητοποιώντας ποια ήταν. Ξανθά μαλλιά, ψηλή, ευπαρουσίαστη... Η γυναίκα από το μπαρ. Τι ήθελε εδώ; Γιατί ήταν εδώ αυτή τη συγκεκριμένη μέρα; Τα μάτια της γιατί ήταν κόκκινα λες και έκλαιγε; Τόσα πολλά ερωτήματα... Πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Ήσουν μαζί με τον Θάνο σε εκείνο το μπαρ πριν από κάποιες εβδομάδες, τον φιλούσες.» αποκρίθηκα με μάτια διάπλατα ανοιχτά.

«Είναι αλήθεια. Τον φιλούσα γιατί...» προσπάθησε να πει αλλά την έκοψα.

«Δεν είχες δικαίωμα. Εγώ είμαι η γυναίκα του, όχι εσύ.» φώναξα αδιαφορώντας για τους υπολοίπους γύρω μου. «Θα έπρεπε να μείνεις μακριά του, μια σωστή γυναίκα στην ηλικία σου αυτό θα έκανε.» Το τελευταίο δεν ξέρω πώς μου βγήκε μα εκείνη τη στιγμή το μόνο που ένιωθα ήταν θυμός.

Ο Θάνος έτρεξε προς το μέρος μας μπαίνοντας ανάμεσα σε μένα και σε εκείνη. Φαινόταν φοβισμένος το λιγότερο, όσο και αν ήθελε να το παίξει ψύχραιμος.

«Τι δεν κατάλαβες; Σου είπα να μην με ξαναενοχλήσεις.» φώναξε ο Θάνος στη γυναίκα και πρώτη φορά τον έβλεπα τόσο θυμωμένο.

«Μα... εσύ... ορκιζόσουν πως με αγαπούσες...» Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της τώρα.

Ο Θάνος έστρεψε το κεφάλι του σε μένα με ανοιχτό στόμα. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις.»

«Εύα, ξέρω πως δεν έχεις κανένα λόγο να με πιστέψεις μα αυτός ο άντρας σε κοροϊδεύει. Πίστεψέ με.» αποκρίθηκε η Ελένη κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος μου.

«Μην της μιλάς και ΦΥΓΕ ΤΩΡΑ.» με σηκωμένο το χέρι ο Θάνος ήταν έτοιμος να τη χτυπήσει. Αν δεν επενέβαινα ίσως και να το έκανε αλλά για καλή της τύχη μπήκα στη μέση κρατώντας το χέρι του πίσω από την πλάτη του. «Θέλω την αλήθεια. Τώρα!»

Περίμενα από εκείνον να μιλήσει μα το μόνο που έκανε ήταν να κατεβάσει το κεφάλι του, οπότε τι πιο φυσιολογικό από το να ρωτήσω την Ελένη. Εκείνη δεν είχε λόγο να μου πει ψέματα.

«Είμαι έγκυος.» εξομολογήθηκε με κλάματα κοιτώντας τον Θάνο από πίσω μου.

«Πως... αποκλείεται. Ο Θάνος ποτέ δεν θα με απατούσε.» αντιγύρισα με ένα υστερικό γελάκι.

Ή όχι; Μήπως θα το έκανε;

Τον κοίταξα βαθιά στα μάτια περιμένοντας να με καθησυχάσει, να φωνάξει πως είναι μια ψεύτρα και πως μόνο εκείνος λέει την αλήθεια. Να με πείσει να μείνω μαζί του. Γονατίζοντας κάτω, έκρυψε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια αναπνέοντας βαθιά.

«Είναι αλήθεια;»ρώτησα μουδιασμένη.

Δεν μου απάντησε...

«Σε ρωτώ, είναι αλήθεια;» ούρλιαξα στη μέση της εκκλησίας έτοιμη να τον χτυπήσω.

Η βραχνή του φωνή επιβεβαίωσε τον φόβο μου «Ναι, είναι αλήθεια. Μα εσένα αγαπάω. Πρέπει να με πιστέψεις.» ομολόγησε ανασηκώνοντας το κεφάλι.

«Ω Θεέ μου. Όχι... όχι... όχι...» αναφώνησα με δάκρυα στα μάτια.

«Είμαστε αρραβωνιασμένοι τρία χρόνια.» πρόσθεσε η Ελένη από πίσω μου βυθίζοντάς με σε ένα συνεχόμενο σκοτάδι.

«Τρία χρόνια...» ψιθύρισα στον εαυτό μου. Γυρνώντας στο μέρος του ρώτησα με ήρεμη φωνή «Για αυτό όλοι στο φροντιστήριο με κατηγορούσαν που τα είχα μαζί σου; Για αυτό έλεγαν πως είμαι μια τσούλα που της αρέσει να διαλύει οικογένειες;» Πλέον όλα έβγαζαν νόημα. Όλα τα βράδια που έλειπε, όλες οι φορές που έπρεπε να φύγει για μικρά επαγγελματικά ταξίδια, η αποχή του από το σεξ, οι αμφιβολίες για τον γάμο μας... Όλα πλέον συνδέονταν.

Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ο άντρας που ετοιμαζόμουν να παντρευτώ τόσους μήνες με απατούσε με μια άλλη γυναίκα. Η οποία ήταν και έγκυος μάλιστα. Κρατώντας τα μάτια μου κλειστά κάθισα μόνη σε μια γωνίτσα, με το νυφικό να σέρνεται κάτω.
Θα έπρεπε να ήταν μια από τις καλύτερες μέρες, αυτό που ονειρεύονται όλα τα κορίτσια αλλά εκείνος προτίμησε να τα χαλάσει όλα. Μπορούσα να δεχτώ να νιώθει έλξη για άλλες γυναίκες, μάτια έχει και άντρας είναι, μπορεί να κοιτάξει γύρω του αλλά ως εκεί. Και μένα ο Τζον μου την είχε πέσει μα δεν έκανα κάτι παραπάνω μαζί του, παρ' όλες τις αμφιβολίες.

Ίσως τελικά να μην ταιριάζαμε, αν και δεν ήθελα να το δεχτώ. Δεν μπορούσα να πιστέψω σε μια ζωή μακριά από εκείνον, μακριά από το άγγιγμά του, τη φωνή του, το άρωμά του... Όλα ήταν σαν ναρκωτικό για μένα. Όμως δεν μπορούσα να κλείσω και τα μάτια, να παραστήσω πως δεν συνέβη ποτέ, πως όσα μου είπε εκείνη η γυναίκα ήταν ψέμα.

Κοιτώντας γύρω μου είδα τη Γωγώ να μιλάει με τον Τζον στην άλλη άκρη της εκκλησίας. Το βλέμμα της συνάντησε το δικό μου και αμέσως σιχάθηκα τον εαυτό μου. Έβλεπα οίκτο στα μάτια της, σύμπνοια για ό,τι πέρασα και δεν το ήθελα. Ο λόγος που ποτέ δεν αποκάλυπτα την πραγματική μου ζωή στους υπόλοιπους ήταν  αυτός.  Ήξερα πως αν πω την αλήθεια θα με λυπούνται, πως θα με βλέπουν σαν θύμα.

Αρνιόμουν όμως να είμαι το θύμα.

Ο Θάνος ήταν καθισμένος με το κεφάλι κλεισμένο ανάμεσα στα χέρια και πιθανότατα μάλωνε με τον ξάδερφό του τον Βασίλη, αν έκρινα από τις χειρονομίες τους. Αναστεναγμός βγήκε από τα βάθη της ψυχής μου ανάμεικτος με οργή. Η ναυτία στο στομάχι μου χειροτέρευε όσο περνούσε η ώρα, όπως και η ζαλάδα. Τι στο καλό είχα πάθει, γιατί ήμουν έτσι τον τελευταίο καιρό, αναρωτήθηκα με το αίμα μου να βράζει. Με μια κίνηση σηκώθηκα από τη θέση μου και μπήκα μέσα στην εκκλησία θυμωμένη αλλά και έτοιμη να λύσω μια για πάντα το πρόβλημα που είχε προκύψει.

Μπαίνοντας μέσα ο ιερέας με σταμάτησε «Εύα, νομίζω πως πρέπει να μιλήσεις με τον Θάνο. Σε αγαπάει και είναι άδικο να χωρίσετε για ένα σαρκικό λάθος.» Με γουρλωμένα μάτια αντίκρισα τον ιερέα έτοιμη να βλασφημήσω αλλά κράτησα το δηλητήριο για τον άντρα μου.

«Έβαλες τον ιερέα να με πείσει; Ότι τι έκανες; Απλά πήδηξες μια άλλη γυναίκα. Είμαι σίγουρη πως αν το έκανα και εγώ αυτό θα με συγχωρούσες και θα με παντρευόσουν, σωστά;» ρώτησα ειρωνικά με τα χέρια στη μέση.

Εκείνος ταλαντεύτηκε στη θέση του, ανοίγοντας τη γραβάτα του. «Φυσικά και όχι. Εσύ είσαι γυναίκα, η δική μου γυναίκα.» έκραξε κάνοντάς με να γελάσω.

«Οπότε έχεις το δικαίωμα να με απατάς επειδή είσαι άντρας; Να χαρώ τα παντελόνια σου.» συνέχισα στην ίδια ένταση με τη ναυτία να κατακλύζει όλο μου το κορμί.

Η Γωγώ ήρθε  δίπλα μου πιάνοντάς με από το μπράτσο. «Σταμάτα, παραφέρεσαι. Σίγουρα έκανε ένα λάθος μα το μετάνιωσε.»

Με μανία έστρεψα την προσοχή μου σε εκείνη, μην πιστεύοντας ό,τι είχα ακούσει. Αυτή ήταν η φίλη μου η φεμινίστρια; Μπα όχι, κάποια άλλη θα είχε πάρει τη θέση της.

«Συγγνώμη, δεν ξέρω τι να κάνω για να με συγχωρέσεις.» απολογήθηκε εκείνος με τα χέρια ενωμένα σε στάση ικεσίας.

«Αρχικά θα μπορούσες να μη χώνεις το όργανό σου όπου βρίσκεις. Τελειώσαμε Θάνο, μια για πάντα.» Η φωνή με το ζόρι βγήκε από το στόμα μου, καθώς όσο και να μην ήθελα να το δείξω με πονούσε το γεγονός αυτό.

Φυσικά και ήμουν πληγωμένη και ήθελα εκδίκηση. Ήθελα να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα αλλιώς θα μου έκανε πάλι τα ίδια.

«Τέκνο μου, ο Θάνος σου ζήτησε συγγνώμη... Ίσως είναι πρέπον να του δώσεις μια ευκαιρία.Πρέπει να έχεις πίστη.» αποκρίθηκε ο ιερέας μπροστά μου.

«Αυτό είναι το κακό, πάτερ. Δεν έχω πίστη από τη μέρα που γεννήθηκα.» Με αυτά τα λόγια έφυγα τρέχοντας από την εκκλησία.

Τα πρώτα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάτια μου θαμπώνοντας την όρασή μου. Από πίσω μου εμφανίστηκε ο Τζον περνώντας το χέρι του γύρω από τη μέση μου. Με δύναμη με σταμάτησε εκεί στη μέση φιλώντας με.

Ειλικρινά δεν το περίμενα, ιδίως μια στιγμή σαν και αυτή. Τα χέρια του με έσφιξαν στην αγκαλιά του, φέρνοντάς με πιο κοντά στο στήθος του, συνειδητοποιώντας πόσο πολύ χρειαζόμουν ένα στήριγμα.


Μα όλα διαρκούν για λίγο.

Εύα Αναγνώστου